Μεταστροφές στην Ορθοδοξία - Greek Flowers of Orthodoxy 30


https://orthodoxsmile.blogspot.com

Orthodox Smile

Ορθοδοξία










Μεταστροφές στην Ορθοδοξία


Greek Flowers of Orthodoxy 3


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://orthodoxsmile.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ ​



Ο δρόμος μου προς στην αρχαία Εκκλησία

Ιερεμίας (Τζέρεμι) Μάκκαμι, ΗΠΑ


Ο συγγραφέας αυτού του άρθρου, Ιερεμίας (Τζέρεμι) Μάκκαμι, ήταν λαϊκός τη στιγμή που το έγραφε. Στις 29 Ιουνίου 2021 διορίστηκε ως ιερέας στον καθεδρικό ναό του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ στο Ντάλας της πολιτείας Τέξας, που υπάγεται στη δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αμερική. Σήμερα διακονεί στην ενορία που είναι αφιερωμένη στον άγιο Αμβρόσιο των Μεδιολάνων στην πόλη Ρόανοκ της πολιτείας Βιρτζίνια.

Ο δρόμος στην Ορθοδοξία δεν ήταν απλός (μα δεν έπρεπε κιόλας να είναι). Με ώθησε (και μέχρι τώρα με ωθεί) να γίνω αυτός ο άνθρωπος, που ο Κύριος είχε στο μυαλό του, και να συνειδητοποιήσω τη θέση μου στο Σώμα Του, την Εκκλησία.

Όταν ένας άνθρωπος γίνεται ορθόδοξος, τον αποκαλούν «νεοφώτιστο», επισημαίνοντας πόσες μεγάλες αλλαγές πρέπει να βιώσει. Η μετοχή στην Ορθοδοξία, δεν είναι απλώς μια αποδοχή ότι ένα σύστημα πεποιθήσεων είναι ανώτερο από ένα άλλο. Είναι μια οντολογική αλλαγή, που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξή σας.

Προκειμένου η διαδικασία της κοινωνίας να είναι αληθινή, χρειάζεται να βιώσεις μία συνάντηση με το μυστικιστικό Σώμα του Χριστού, και να μη ρωτάς: «Τι μου αρέσει εδώ; Τι μπορώ να επιλέξω;» Αυτό δεν είναι «καφετέρια του χριστιανισμού». Αντιθέτως, πρέπει να αφήσετε τον εαυτό σας «σπάσει στα βράχια» και να ξαναγεννηθεί ως παιδί του Ύψιστου Θεού.

Μία από τις φωτεινότερες εικόνες που απεικονίζουν αυτή την αναγέννηση είναι το πτηνό φοίνιξ. Θυμάμαι, διάβαζα ότι ο Χάρρι Πότερ ενώ καθόταν στο γραφείο του καθηγητή Ντάμπλντορ, εντυπωσιάστηκε, βλέποντας πώς το πτηνό του καθηγητή καιγόταν στη φωτιά. Αργότερα, ξαναγεννήθηκε. Και ξεκίνησε νέα ζωή. Και οι αρχαίοι ορθόδοξοι συγγραφείς κάνουν τον παραλληλισμό μεταξύ της αναγέννησης του φοίνικα και του θανάτου του παλιού ανθρώπου, που ακολουθείται από την ανάστασή μας στον Χριστό.

Ο δικός μου δρόμος

Μεγάλωσα σε μία συντηρητική χριστιανική οικογένεια, η οποία τηρούσε τη χαρισματική προτεσταντική παράδοση, όπου εξασκείται η «ομιλία σε γλώσσες». Μου άρεσε να πηγαίνω σε τέτοιες Λειτουργίες για αρκετά χρόνια και συνέχιζα να το κάνω στο κολλέγιο, επειδή αυτοί φαίνονταν ζωντανοί και όχι γεμάτοι «νεκρές παραδόσεις».

Ωστόσο, όταν τελείωσα το κολλέγιο, απογοητεύτηκα με τη σύγχρονη αμερικάνικη εκκλησιαστική ζωή, η οποία συχνά περιοριζόταν στο να ρίχνει στάχτη στα μάτια και τα συναισθήματα, ενώ δεν υπήρχε μια γνήσια μεταμορφωτική παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Ξεκίνησε διάλογο με άλλους χριστιανούς και επίσης, με άθεους σε μπλογκ στο ίντερνετ. Αυτοί οι διάλογοι με έκαναν να δώσω προσοχή σε απόψεις που ούτε καν ήξερα ότι υπάρχουν. Ως συνέπεια, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι «όλοι κάνουν λάθος και εν τέλει δεν ξέρω πώς πρέπει να μοιάζει μια αληθινή Εκκλησία». Εγώ και η σύζυγός μου σταματήσαμε για δύο χρόνια να πηγαίνουμε στην εκκλησία και εγώ αφοσιώθηκα στη μελέτη της Βίβλου και της εκκλησιαστικής ιστορίας.

Τελικά ήρθα σε επαφή με αρκετές εκκλησίες στην περιοχή μου, αλλά δεν μπόρεσα να καλέσω κανέναν από αυτούς στο σπίτι μου, επειδή σε κάθε περίπτωση «όλοι τους έσφαλλαν». Τουλάχιστον, με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσα να επιλέξω αυτό που μου άρεσε.

Διηύθυνα τη γενική ψαλμωδία της προσευχής (worship leader) στις Λειτουργίες για πολλά χρόνια. Δεν έχει σημασία που δεν πήγαινα στην εκκλησία, τελικά βοηθούσα στη μουσική σύσταση της Λειτουργίας. Βρήκα μια ικανοποίηση σε αυτό. Η έκσταση/ χαρά από τη Λειτουργία διαρκούσε μια, δυο ώρες, όταν έβγαινα στο πάρκινγκ μετά την εκκλησία, το άγχος και το κενό επέστρεφαν σε μένα.

Άγχος και κενό

Τι να κάνεις με αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα; Για μένα, έναν τυπικό Αμερικανό χριστιανό, η απάντηση φαινόταν προφανής: χρειάζεται να ασχολείσαι περισσότερο με τη «διακονία στον Θεό». Μία μέρα την εβδομάδα επικοινωνούσα με τους άστεγους, την άλλη μέρα με αυτούς που δεν εκκλησιάζονται, την Τρίτη μέρα μελετούσα τη Βίβλο, συμμετείχα στην υπηρεσία των φυλακών, πήγαινα τις Κυριακές στη Λειτουργία κ.λ.π Την περίοδο της αεργίας συνεργαζόμουν με διάφορες πνευματικές κοινότητες σχεδόν κάθε μέρα.

Αν και η επιθυμία να υπηρετήσω τον Θεό είναι αξιοθαύμαστη, ήξερα ότι κάτι έλειπε. Ανεξάρτητα από το πόσο ενεργά ασχολήθηκα με πράξεις ευάρεστες στον Θεό, τα ευχάριστα από την εμπειρία εξαφανίστηκαν και κατά καιρούς έμενα με το άγχος, το κενό ακόμη και τη μοναξιά μου. Προσπάθησα να αντιμετωπίσω την αμαρτία μου όσο μπορούσα, αλλά αυτή είχε το πάνω χέρι. Ήμουν δούλος των αμαρτωλών επιθυμιών μου, και η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά μου προκαλούσε πόνο τόσο σε εμένα όσο και στους άλλους.

Κάτι έπρεπε να αλλάξει.

Τι σημαίνει Ορθοδοξία;

Δοκίμασα μια χαρισματική κίνηση, περιστρεφόμουν στα προοδευτικά χριστιανικά περιβάλλοντα και ακόμα, σκεφτόμουν να δημιουργήσω μια δική μου εκκλησία στο σπίτι. Ούτε σε ένα ερώτημα δεν υπήρξε ικανοποιητική απάντηση.

Ο πνευματικός μέντοράς μου μού πρότεινε να μελετήσω την «Ανατολική Ορθοδοξία» (ο ίδιος δεν ήταν ορθόδοξος, αλλά είχε ορθόδοξους φίλους). Εγώ το απέρριψα με περιφρόνηση, λέγοντας ότι είχα διαβάσει για τους ορθόδοξους στα βιβλία μου της ιστορίας: «Αυτοί δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια Ρωμαιοκαθολική εκκλησία της Ανατολής». Εκείνος απάντησε ότι η Ορθοδοξία είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο πιστεύω: έχει κρυμμένο βάθος και θησαυρό πνευματικής γνώσης. Πάντοτε άκουγα τη γνώμη του και έτσι αποφάσισα να αναβάλω αυτή τη συζήτηση για αργότερα.

Οι πνευματικές μου αναζητήσεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν. Όπως ήδη είπα, από τη μία πλευρά υπήρχε έντονη απασχόληση και στην άλλη κενό. Ωστόσο διαπίστωσα κάτι περίεργο: εξακολουθούσα να «συγκρούομαι» με τους ορθόδοξους χριστιανούς στις διαδικτυακές συνομιλίες μας, καθώς με τη θεολογία τους την ώρα της ανάγνωσης ποικίλου υλικού. Κάθε φορά που υπήρχε μια ασυμφωνία απόψεων, διαπίστωνα ότι συμφωνούσα περισσότερο με την Ορθόδοξη Εκκλησία, παρά με εμένα τον ίδιο. Μετά από περίπου ένα χρόνο , αναστέναξα και αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να ακούσω τη συμβουλή του πνευματικού μέντορα.

Όπως και πολλοί άλλοι αναζητητές της αλήθειας στη Δύση, ξεκίνησα με το βιβλίο του Μητροπολίτη Κάλλιστου Γουέρ «Ορθόδοξη Εκκλησία» και «Ορθόδοξος δρόμος». Είναι δύο καλά έργα για αρχαρίους, εκείνοι με βοήθησαν να καταλάβω μερικές πλευρές της πίστης και της παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αφού διάβασα αυτά τα βιβλία και συνομίλησα με ορθόδοξους μπλόγκερς, αποφάσισα ότι το μόνο που έμεινε ήταν να επισκεφτώ έναν ορθόδοξο ναό.

Για αρκετούς μήνες πήγαινα σε ορθόδοξο ναό, αλλά φοβόμουν ότι θα απογοητεύσω τον κόσμο. Στο τέλος αποφάσισα ότι χωρίς να φοβάμαι τις απόψεις των άλλων, θα πήγαινα εκεί που θα με οδηγούσε ο Κύριος. Ήταν ένα σημαντικό βήμα για μένα.

Είχα μια εκτενή συνομιλία με έναν άνθρωπο, που ήταν ο πάστοράς μου εκείνη την εποχή. Αν και χρειαζόταν όλοι να μιλάνε με τον πάστορα καθώς έβγαιναν από την εκκλησία, αλλά κάθε φορά βοηθούσα στην πρωινή Λειτουργία της Κυριακής. Ο πάστορας είχε απογοητευτεί από την απόφασή μου να φύγω και ένιωσα λίγο ένοχος που τον είχα απογοητεύσει. Είπε ότι θα μπορούσα να φύγω μόνο για ένα δύο μήνες. Δεν είχα ιδέα τότε, τι ετοίμαζε ο Κύριος για μένα.

Σε «ξένη» χώρα

Η γυναίκα μου συμφώνησε να έρθει μαζί μου στη Λειτουργία στην τοπική ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, ώστε να αποκτήσουμε κάποιου είδους εμπειρία από τη ζωή της Θείας Λειτουργίας.

Και τα χάσαμε εντελώς.

Η μισή Λειτουργία ήταν στα ελληνικά, οι ιερείς θυμιάτιζαν, πολλοί ενορίτες καθυστερούσαν να έρθουν (εμείς ήμασταν από τους πρώτους στο ναό, πήγαμε μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα), οι άνθρωποι στέκονταν, έπειτα κάθονταν. Ήταν (όπως μας φάνηκε) μια πομπή όπου ο ιερέας βγήκε με κάποιο λαμπερό δοχείο στα χέρια και όλα έγιναν επίσημα. Οι άνθρωποι γύρω μας μιλούσαν ελληνικά (σχεδόν όλοι ήταν Έλληνες) και δεν είχαμε ιδέα τι συνέβαινε. Κατά τη διάρκεια της συνεχούς ψαλμωδίας, αναρωτήθηκα: πότε θα αρχίσει η πραγματική Λειτουργία; Κάποια στιγμή ακούστηκε ένα κήρυγμα, το οποίο αν και ήταν σύντομο, μίλησε στην καρδιά μου και ήθελα πολύ να ακούσω περισσότερα.

Έχοντας σταθεί (και λίγο καθίσει) για δύο ώρες, οι πιστοί άρχισαν να προσεύχονται στη δέηση. Κοίταξα τη σύζυγό μου και ψιθύρισα: είσαι έτοιμη να φύγουμε;» Εκείνη έγνεψε καταφατικά και φύγαμε γρήγορα ακριβώς τη στιγμή που οι άνθρωποι προχωρούσαν για να πάρουν αντίδωρο.

«Τι συνέβη εκεί τώρα;» Αναρωτηθήκαμε και οι δύο, πηγαίνοντας βιαστικά στο αυτοκίνητο. Προσπαθώντας να είμαι θετικός, είπα: «Ήταν μια ενδιαφέρουσα πολιτιστική εμπειρία».

Αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τη ρώσικη ορθόδοξη ενορία που βρισκόταν λίγο παρακάτω. Όταν μπήκαμε στον ναό και κοιτάξαμε τριγύρω (όπως πάντα, με μια έκφραση σαν να μην καταλαβαίνουμε), ήρθε κοντά μας ένας χαμογελαστός ηλικιωμένος ιερέας ότι πρώτα επρόκειτο να λειτουργήσουν εν μέρει στην εκκλησιαστική – σλαβονική γλώσσα. Εμείς γνέψαμε ότι καταλάβαμε και είπαμε: «Καλώς, ευχαριστούμε για την ενημέρωση» και εγώ σκέφτηκα: «Σλαβο…τι;», μην ξέροντας τη λέξη «σλαβονικά»! Υπήρχε κάτι βαθύ και στοργικό σε αυτό τον ιερέα και παρόλο που η Λειτουργία μάς κούραζε, εφόσον δεν καταλαβαίναμε, ένιωσα την επιθυμία να επιστρέψω εκεί.

Εκείνη την περίοδο, η γυναίκα μου σταμάτησε τα «πειράματα» με την Ορθοδοξία, παρόλο που δε ήταν αρνητική στο να συνεχίσω να μελετώ αυτή την πίστη. Για να είμαι ειλικρινής, δεν την κατηγορώ. Και αν δεν είχα αυτή την ισχυρή και ακαταμάχητη λαχτάρα στην καρδιά μου, θα σταματούσα και εγώ τότε να ασχολούμαι με την Ορθοδοξία.

Επειδή μεγάλωσα μέσα σε χαρισματικά περιβάλλοντα, είμαι συνηθισμένος σε ζωντανές παραστάσεις, λέξεις σε μεγάλες οθόνες προβολέων, διασκεδαστική μουσική και διασκεδαστικά και μερικές φορές συναισθηματικά κηρύγματα, τα οποία καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της Λειτουργίας. Ήταν σαν ένα «πρωινό κυριακάτικο σόου».

Κάθε φορά που επισκεπτόμουν έναν ορθόδοξο ναό, διαπίστωνα ότι περίμενα πότε πραγματικά θα ξεκινήσει η Λειτουργία! Τότε ακριβώς κατάλαβα ότι υποσυνείδητα αντιλαμβανόμουν την κυριακάτική πρωινή Λειτουργία απλώς σαν ένα κήρυγμα με μια εισαγωγή.

Σκάβοντας βαθύτερα

Μια φορά άκουσα ότι πολύ κοντά στο σπίτι μου βρισκόταν ακόμη ένας ορθόδοξος ναός. Έτσι επισκέφτηκα την αγγλόφωνη Καρπαθορώσικη ενορία και εκεί συνάντησα πολύ φιλικούς ανθρώπους. Συνομίλησα κάποιες φορές και με τον ιερέα της ενορίας, ο οποίος μου συνέστησε το βιβλίο «Εισαγωγή στην Ορθόδοξη Εκκλησία», ώστε να εξοικειωθώ περισσότερο με την ορθόδοξη λατρεία, θεολογία και την ίδια τη δομή του ναού.

Η Ορθοδοξία με έχει κάνει πολλές φορές να την «αμφισβητήσω». Πολλές έννοιες ήταν ξένες σε έναν τέτοιο Αμερικάνο και οπαδό του «χαρισματικού» χριστιανισμού, όπως είμαι εγώ. Μου ήταν δύσκολο να αναγνωρίσω τον ιδιαίτερο ρόλο της Υπεραγίας Θεοτόκου, προσευχές προς τους αγίους, η καθιερωμένη σειρά των πραγμάτων στη Λειτουργία που δεν πρέπει να αλλάξουν, υποταγή στην ιεραρχία, η αξίωση της Ορθοδοξίας για τον τίτλο της αληθινής Εκκλησίας, και όσο περίεργο και αν ακούγεται, επανειλημμένα αιτήματα στον Θεό για έλεος κατά τη διάρκεια της Λειτουργίας. «Δεν έχουμε σωθεί ήδη όλοι; Γιατί να ζητάς το έλεος του Θεού όλη την ώρα;», σκεφτόμουν.

Όμως ταυτόχρονα, πολλά πράγματα με χαροποιούσαν: μόλις συνήθισα σε ένα διαφορετικό στιλ Λειτουργίας, συνειδητοποίησα ότι υπήρχε απίστευτη ομορφιά σε αυτό. Στην ορθόδοξη εκκλησιαστική λατρεία δεν υπήρχαν «ροκ σταρ» ή «πάστορας – σούπερ σταρ», ο οποίος είχε τον ρόλο της «κεντρικής φιγούρας» το πρωί της Κυριακής. Αντιθέτως, διαπίστωσα ότι η Θεία Ευχαριστία γιορτάζεται ως η πραγματική παρουσία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ανάμεσά μας και ακριβώς αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο της προσοχής, η αόρατη παρουσία του Χριστού. Και δεν μιλούν τόσο γι’ αυτό, όσο το δέχονται, βιώνοντας τη Λειτουργία.

Κατά έναν τρόπο, όλα εδώ είναι ταπεινά, χωρίς αξιώσεις. Ναι, υπάρχουν ιερείς με άμφια και θυμιατήρια. Αλλά καμία σχέση με πρωινή κυριακάτικη «ροκ συναυλία», καμία «παρακινητική ομιλία», καμία γελοία υπερβολή και κανένα «έντονο συναίσθημα». Πρέπει απλώς να έρθετε με έτοιμη καρδιά να συναντήσετε εδώ τον Θεό.

Συνειδητοποίησα επίσης, ότι το κάλεσμα στον βωμό[1] (το οποίο εισήχθη κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης[2] απουσιάζει από την τυπική κυριακάτικη πρωινή Λειτουργία (που ονομάζεται Θεία Λειτουργία). Αυτό άρχισε να με βάζει σε σκέψεις. Πώς μπορεί να σωθεί ένας ενορίτης χωρίς την έκκληση για μετάνοια; Βέβαια, για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να το διατυπώσουμε πιο σωστά: τι σημαίνει να σωθείς;

Στην Ορθοδοξία η σωτηρία δεν είναι ένα γεγονός που συμβαίνει σε εμάς (δηλαδή μια προσευχή ώστε ο Ιησούς να μπει στην καρδιά μας) ώστε να μπορέσουμε να αποφύγουμε την Κόλαση και να πάμε στον Παράδεισο. Μάλλον, είναι ένας τρόπος ζωής και προσανατολισμού (με όλη μας την ύπαρξη) στον Χριστό και στον Σταυρό Του. Η προσπάθειά μας έγκειται στο να πετύχουμε μια στενή ένωση μαζί Του σε αυτή και έπειτα στη μετά θάνατον ζωή. Τις περισσότερες φορές, αυτή η διαδικασία της μεταμόρφωσής μας είναι μακρά.

Με αυτή την έννοια, οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι «αυτοί που σώζονται», και όχι «αυτοί που έχουν σωθεί».

Η αληθινή πρώιμη Εκκλησία

Αφού επισκέφτηκα την Καρπαθορωσική ενορία, για μερικούς μήνες δίσταζα. Ένα κομμάτι μου ήταν έτοιμο να εγκαταλείψει τις «βαρετές» ορθόδοξες Λειτουργίες και να επιστρέψει σε κάτι πιο ενθουσιώδες και συναισθηματικό. Ήταν δύσκολο για μένα να συμμετέχω στη Θεία Λειτουργία. Επιπλέον, ορισμένες από τις προαναφερθείσες θεολογικές πτυχές ήταν πολύ δύσκολες για μένα.

Έτσι, για ολόκληρους μήνες μελετούσα γραπτά έργα της αρχαίας Εκκλησίας, που γράφτηκαν μέσα σε 120 χρόνια από τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Πολλοί προτεστάντες έχουν την επιθυμία να επιστρέψουν στην «πρώιμη Εκκλησία», και αρκετοί (συμπεριλαμβανομένου και εμού την περίοδο εκείνη) πιστεύουν ότι μέχρι την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου η Εκκλησία ήταν εντελώς ειδωλολατρική.

Όμως αυτά τα έργα, ειδικά των αποστόλων, διέλυσαν όλες τις υποθέσεις μου για το πώς έμοιαζε η πρώιμη Εκκλησία. Όφειλα να παραδεχτώ ότι τα περισσότερα από αυτά που μάθαινα έρχονταν σε αντίθεση με αυτά που φανταζόμουν για την πρώιμη Εκκλησία.

Έμαθα ότι ακόμη και τότε υπήρχαν επίσκοποι και χριστιανοί που στρέφονταν οικειοθελώς εκεί. Η Ευχαριστία (Κοινωνία) θεωρείτο κοινωνία του αληθινού Σώματος και Αίματος του Χριστού, οι διακονίες απέκτησαν ένα χαρακτήρα λειτουργίας, μόνο οι βαπτισμένοι πιστοί είχαν το δικαίωμα να παραμείνουν μέχρι το τέλος της Λειτουργίας, όταν πραγματοποιείτο η Θεία Ευχαριστία, δεν υπήρχε καμία αναφορά για τυχόν μουσικά όργανα που χρησιμοποιήθηκαν στις Λειτουργίες, υπήρχαν συγκεκριμένες μέρες και περίοδοι νηστείας (ειδικά η Μεγάλη Σαρακοστή) και πολλά άλλα. Και όλα αυτά γίνονταν από τις πρώτες γενιές χριστιανών!

Καθώς μελετούσα την ιστορία της Πρώιμης Εκκλησίας, θέλοντας και μη όφειλα να παραδεχτώ ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι, όπως αυτοαποκαλείται, η Πρώιμη Εκκλησία. Ωστόσο αυτό δε με έπεισε να προσηλυτιστώ στην Ορθοδοξία. Σε τελική ανάλυση, ποια είναι η σημασία της εξωτερικής δομής και μορφής της Λειτουργίας, αν δεν υπάρχει εσωτερική ζωή;

Χάνοντας τον ενδιαφέρον μου

Ύστερα από μήνες παρακολούθησης «ξηρών» -όπως μου φάνηκε- Θείων Λειτουργιών, η Πεντηκοστιανή σκέψη μου μού έθεσε το ερώτημα: Πού βρίσκεται το Άγιο Πνεύμα σε όλα αυτά; Αναγνωρίζω την εγκυρότητα των επιχειρημάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας ότι τηρεί τις ίδιες πεποιθήσεις και πρακτικές με την Πρώιμη Εκκλησία, αλλά τι καλό υπάρχει σε αυτό, αν το Άγιο Πνεύμα έχει εγκαταλείψει τους Ορθοδόξους και οι Λειτουργίες τους είναι βαρετές, χωρίς ζωντάνια;

Τότε σκόνταψα στο βιβλίο «Ειλικρινείς αφηγήσεις ενός προσκυνητή στον πνευματικό του πατέρα». Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού Ρώσου χωρικού το ΧΙΧ αιώνα, ο οποίος ξεκίνησε ένα ταξίδι, έχοντας αποφασίσει να εφαρμόσει την εντολή του αποστόλου Παύλου «προσεύχεστε ακατάπαυστα» (1 Θεσ. 5:17).

Ο βασικός ήρωας μαθαίνει για την προσευχή του Ιησού και αρχίζει να την εφαρμόζει αυστηρά. Αποφάσισα να περιπλανηθώ με αυτόν τον απλό Ρώσο μουζίκο και να κάνω την προσευχή του Ιησού. Ένας γνωστός μου ιερέας, ο οποίος είχε ήδη εμπειρία στη ζωή της προσευχής, μού πρότεινε να συναντιόμαστε τακτικά και να συζητάμε.

Η σπίθα του Θεού

Δεν μπορώ να περιγράψω με λόγια τι άρχισε να συμβαίνει στην καρδιά μου όταν ανοίχτηκα στον Χριστό και στο Άγιο Πνεύμα μέσω μιας πειθαρχημένης ζωής με προσευχή. Όταν γνώρισα για πρώτη φορά την Ορθοδοξία, άρχισα να διαβάζω μερικά απλά αποσπάσματα από πρωινές προσευχές. Τώρα συνδύασα αυτά με την προσευχή του Ιησού κατά τη διάρκεια της μέρας και άρχισα να παρατηρώ αλλαγές στον εαυτό μου.

Η προσευχή δεν πρέπει να είναι μάντρα. Η προσευχή είναι μάλλον κάτι που συγχωνεύεται με την καρδιά μας. Μας ανοίγει στην πνευματική κοινωνία με τον Χριστό. Καθώς αυτό ρίζωσε μέσα μου, παρατήρησα ότι οι παλιές αμαρτωλές μου συνήθειες που είχαν τόσα χρόνια το πάνω χέρι στη ζωή μου, υποχώρησαν. Ήμουν ακόμα μακριά από το να το ξεπεράσω, αλλά υπήρχε σημαντική αλλαγή. Ακόμα και η γυναίκα μου παρατήρησε ότι κάτι συνέβαινε. Εκείνη την περίοδο εκείνη δεν ήθελε να πάει στην εκκλησία, αλλά της άρεσε αυτό που έκανε σε μένα η εκκλησία.

Ύστερα από κάποιους μήνες οι Λειτουργίες, που κάποτε μου φαίνονταν βαρετές, μερικές φορές με συγκινούσαν και μού προκαλούσαν δάκρυα! Άρχισα να αισθάνομαι την παρουσία του Χριστού στη λατρεία, ακόμη και στις εικόνες. Η δύναμη του Αγίου Πνεύματος με «διαπέρασε» πολύ ήσυχα, αλλά ταυτόχρονα αναζωογονητικά και διεξοδικά.

Σημείο χωρίς επιστροφή

Συνειδητοποίησα ότι η Ορθοδοξία δε μου προσφέρει ένα σύνολο νέων δογμάτων με παλιές παραδόσεις, αλλά την ενότητα με το Σώμα του Χριστού και το Άγιο Πνεύμα.

Είχα κάποια θεολογικά ερωτήματα ακόμα, αλλά δε φαίνονταν τόσο σημαντικά. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι αν συναντήσω τον ίδιο τον Θεό στην Ορθοδοξία, τότε η θέση μου είναι εδώ. Αν υπάρχουν κάποιες διαφορές σε θέματα πίστης, τότε μήπως πρέπει να αλλάξω εγώ και όχι η αρχαία χριστιανική εκκλησία;

Ύστερα από όλα αυτά που συνέβησαν, ένιωσα σαν τους δώδεκα μαθητές, όταν ο Χριστός εξόργισε το πλήθος λέγοντας πως έπρεπε να φάνε τη σάρκα Του και να πιούνε το αίμα Του. Δε φώναξε: «Έι, παιδιά, γυρίστε πίσω. Μεταφορικά μιλούσα.» Αντίθετα, τους άφησε να φύγουν και ρώτησε τους μαθητές αν ήθελαν και αυτοί να φύγουν. Ο Πέτρος απάντησε για όλους μας: «Σε ποιον πρέπει να πάμε; Εσύ έχεις τα λόγια της αιώνιας ζωής» (Ιω.6:68).

Ακριβώς αυτό ένιωθα τότε.

Είμαι πεπεισμένος ότι η Ορθοδοξία είναι ο χριστιανισμός στην πιο αληθινή και ισχυρή μορφή του. Στην αρχή της διαδρομής μου μελετούσα λίγο βουδισμό και ταοϊσμό (ο τελευταίος μού φαινόταν και πολύ ελκυστικός), αλλά όλα όσα μού άρεσαν εκεί τα βρήκα στην Ορθοδοξία και μάλιστα σε μια πληρέστερη έκφραση.

Έτοιμος για προσγείωση. Πέταξα ως το σπίτι.

Έπειτα από πολλά χρόνια που ένιωθα πνευματικά άστεγος, τώρα ήξερα πού ήταν η θέση μου. Σύμφωνα με την παράδοση της Πρώτης Εκκλησίας, ενώθηκα με την Ορθόδοξη Εκκλησία μέσω του χρίσματος το Μεγάλο Σάββατο και κοινώνησα για πρώτη φορά το Πάσχα.

Το πρωί ήταν κρύο και υγρό, αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σβήσει την εσωτερική φωτιά. Δεν ανήκα πλέον σε μια ανώνυμη, απρόσωπη φυλή! Ήθελα να αγκαλιάσω όλο τον κόσμο και να φωνάξω για την αγάπη του Χριστού που βρήκα στην Ορθοδοξία. Αυτούς τους πρώτους μήνες, φαινόμουν μάλλον σαν φανατικός και δε θα εκπλαγώ αν εξόργισα κάποια από τα μέλη της οικογένειάς μου και τους παλιούς μου φίλους.

Στέγαση στην Ορθοδοξία

Τους μήνες και τα χρόνια που ακολούθησαν είχα πολλές δοκιμασίες. Συνέχισα να ανακαλύπτω τη μετασχηματιστική δύναμη της χάριτος του Θεού στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά ο «γέρος» μέσα μας δεν παραιτείται χωρίς μάχη. Όπως είπε ο άγιος Ιγνάτιος (Μπριαντσάνινοφ), η σάρκα μας δε θέλει να σταυρωθεί.

΄Όταν ήμουν προτεστάντης, θυμάμαι μας είχαν πει: «Η αμαρτία είναι κακό πράγμα, γι’ αυτό προσπαθήστε να μην την διαπράξετε. Αλλά αν αμαρτήσετε, ζητήστε συγχώρεση και προχωρήστε». Εκείνο τον καιρό, περιτριγυριζόμουν από θόρυβο και περισπασμούς για να μην ακούω ούτε την καρδιά μου ούτε τη φωνή της συνείδησης.

Δεν είναι έτσι στην Ορθοδοξία. Αντ’ αυτού, εδώ έμαθα την εσωτερική σιωπή και ότι οι χριστιανικές αρχές δεν είναι απλώς μια καλή ιδέα, αλλά η κατεύθυνση στην οποία πρέπει να κινηθούμε προκειμένου να ενωθούμε με τον Χριστό. Οι εντολές του Θεού δε μας δόθηκαν επειδή ο Θεός αντιπαθεί κάποια πράγματα. Στην πραγματικότητα, οι εντολές αντικατοπτρίζουν ποιος είναι ο Θεός. Εάν η σωτηρία είναι ένωση με τον Θεό και η αμαρτία είναι η παραβίασή του, τότε, συνειδητοποίησα ότι η παραβίαση των εντολών σημαίνει σπάσιμο της κοινωνίας μου με τον Θεό, επιδεικνύοντας συμπεριφορά που έρχεται σε αντίθεση με την ίδια την ύπαρξη του Θεού.

Ο Παράδεισος και η σωτηρία δεν είναι ένας συγκεκριμένος τόπος αιώνιας διαμονής. Αντίθετα, είναι μια κατάσταση ύπαρξης που βιώνουμε την ένωση με τον ίδιο τον Θεό. Η επίγεια ζωή μάς προετοιμάζει γι’ αυτή την ένωση. Και άρχισα να συνειδητοποιώ το βάθος των εγωιστικών επιθυμιών μου, όταν το Άγιο Πνεύμα φώτισε ακόμα περισσότερο την καρδιά μου. Από τη δική μου εμπειρία κατάλαβα γιατί η εκκλησία ονομάζεται νοσοκομείο της ψυχής και η σωτηρία ονομάζεται θεραπεία ( και όχι στιγμιαία στέγαση).

Περιμένετε λίγο

Μία από τις πιο σημαντικές αποφάσεις που πήρα στο δρόμο μου προς την Ορθοδοξία είναι να μην βιάζομαι. Μετά τον πρώτο μήνα, συνειδητοποίησα ότι μέσα από το πέπλο των δοκιμασιών, κάτι με ελκύει έντονα σε αυτή την πίστη. Αποφάσισα να περάσω σκόπιμα ένα χρόνο μελετώντας την και ώστε να μάθω με βεβαιότητα αν είναι για μένα ή όχι.

Καθώς προχωρούσα στο μονοπάτι μου, σκέφτηκα ότι αν περίμενα μέχρι να είμαι 100% σίγουρος για όλα τα δογματικά σημεία και πρακτικές της Ορθοδοξίας, ίσως να μη γίνω ποτέ Ορθόδοξος. Είναι πολύ ξένο προς τη φιλοδυτική μας εκδοχή του Χριστιανισμού και για να εισέλθεις στη ζωή της Εκκλησίας απαιτείται χρόνος και χάρη για να βρει κάποιος μια καινούργια καρδιά και έναν καινούργιο νου. Προσωπικά, πιστεύω ότι αν είστε σίγουροι για την Ορθοδοξία και δεν έχετε σοβαρά εμπόδια, τότε η ένταξη στην Εκκλησία με τη χάρη της, θα σας βοηθήσει να απαλλαγείτε από μικρά ερωτηματικά και αμφιβολίες που σας βασανίζουν. Φυσικά αυτό είναι απλώς η προσωπική μου άποψη, όχι ποιμαντική συμβουλή.

Προσθήκη και αφαίρεση αρετών

Αφού αποδεχτείτε την Ορθοδοξία, μπορεί να είστε λίγο αναίσθητοι (εγώ ήμουν). Εδώ υπάρχει ένας ετήσιος κύκλος εορτών και νηστειών, ένα εκκλησιαστικό ημερολόγιο με καθημερινές σημειώσεις, πρωινές και βραδινές προσευχές (υπάρχουν νουθεσίες για αδιάκοπη προσευχή), Θείες Λειτουργίες κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, εξομολόγηση, προσευχές πριν τη Μετάληψη. Θα πρέπει να υπάρχει η επιθυμία να ζείτε με πίστη και κάθε είδους άλλες πρακτικές. Είναι εύκολο να απελπιστείτε κατά τη διάρκεια του πνευματικού αυτού αγώνα.

Όπως έγραψε ένας Έλληνας Ορθόδοξος θεολόγος(1) μερικές φορές είναι καλύτερο να ξεκινήσετε με την «προσθήκη» αρετών και έπειτα να προχωρήσετε στην «αφαίρεση». Η πρώτη από αυτές είναι κάτι νέο που συμπεριλαμβάνετε στη ζωή σας. Για παράδειγμα, να καθιερώσετε έναν κανόνα προσευχής, να μαθαίνετε την προσευχή του Ιησού, να πηγαίνετε στις εκκλησιαστικές Ακολουθίες, να διαβάζετε πνευματικά βιβλία κλπ. Το δεύτερο είναι κάτι που αποκλείετε από τη ζωή σας. Για παράδειγμα, λίγος ύπνος (αγρυπνία για προσευχή), ορισμένα είδη τροφίμων (νηστεία), και άλλες μορφές αποχής. Αυτές οι τελευταίες αρετές, ίσως στην αρχή να εφαρμόζονται σε μικρές δόσεις, ενισχύονται ωστόσο στη συνέχεια η πνευματική ανάπτυξη και επιθυμία να αποκτηθούν. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ποια κατεύθυνση στο μονοπάτι της σωτηρίας βλέπει ο πνευματικός σας για εσάς προσωπικά.

Όλες οι αρετές έχουν ένα στόχο: να πετύχουν την ένωση με τον Θεό (Θέωση). Αυτό επιτυγχάνεται με τη χάρη του Θεού και την ταπεινοφροσύνη (η τελευταία είναι η συνεργασία μας με τον Θεό ή συνέργεια). Είναι δυνατόν να ζούμε ως ένα βαθμό χωρίς ένα από αυτά ( χάρη ή ταπεινοφροσύνη), αλλά αυτό συχνά οδηγεί σε μια αίσθηση πνευματικής ανωτερότητας ή υπερηφάνειας.

Ολοκλήρωση

Λαχταρούσα πνευματικά κάτι βαθύτερο από τον διανοητικό Χριστιανισμό που είδα σε μερικούς κύκλους και την πομπώδη συναισθηματικότητα που βρήκα σε άλλους. Επιθυμούσα μια εμπειρική πίστη γεμάτη σοφία σχετικά με την Αγία Γραφή και τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Με λίγα λόγια, ήθελα να συναντήσω τον ίδιο τον Θεό.

Η Ορθοδοξία με την πρώτη ματιά μού φαινόταν απίστευτη ευκαιρία. Χρειάστηκε λίγος χρόνος για να συνειδητοποιήσω ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό στη Λειτουργική ζωή. Αρχικά είχα ανοσία στη δράση του Πνεύματος. Όταν η Ορθοδοξία εμφανίστηκε στην προσευχή, έγινε ευκολότερη.

Αν σκέφτεστε να γίνετε Ορθόδοξοι, τότε, όπως είπα παραπάνω, πάρτε τον χρόνο σας. Διαβάστε βιβλία γι’ αυτά που θα σας ενδιαφέρουν και επισκεφτείτε μια τοπική ορθόδοξη ενορία. Εάν δεν ξέρετε τι να διαβάσετε, ρωτήστε τον ιερέα.

Επίσης, τα διαδικτυακά φόρουμ συζήτησης δε βοήθησαν στην αρχή του ταξιδιού μου. Υπάρχουν πραγματικά γνώστες και φροντισμένοι άνθρωποι σε πολλά φόρουμ, αλλά υπάρχουν και αυτοί που τους αρέσει να ρίχνουν τις απόψεις τους ή να επιτίθενται με ζήλο σε όποιον δεν έχει καλή γνώση των Αγίων Πατέρων. Όταν παρατηρούσα ανθρώπους να τσακώνονται και να αποκαλούν ο ένας τον άλλον αιρετικό, με αποθάρρυνε, αλλά παραδέχομαι ότι ορισμένες ομάδες βοήθησαν πολύ άλλους στο δρόμο προς την Ορθοδοξία.

Τέλος, ξεκινήστε την προσευχή. Αλλά επίσης, μελετήστε την Ορθόδοξη προσευχή. Ο δάσκαλός μου στις πολεμικές τέχνες έλεγε: «Η εξάσκηση δε σε κάνει τέλειο. Η τέλεια εξάσκηση σε κάνει τέλειο». Με άλλα λόγια, αν μάθουμε κάτι λάθος και εξασκηθούμε έτσι για χρόνια, δε θα μπορέσουμε να μάθουμε τι πρέπει στ’αλήθεια να κάνουμε.

Το ίδιο συμβαίνει και με την προσευχή. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μάς προσφέρουν χιλιετή σοφία σχετικά με την προσευχή: πώς να προσευχόμαστε, τι συμβαίνει στην πνευματική σφαίρα κατά τη διάρκεια της προσευχής και πώς να βγούμε νικητές στην πνευματική μάχη. Γι’ αυτό το λόγο, το πρώτο πράγμα που θα συνιστούσα σε όσους ενδιαφέρονται είναι να μάθουν τη σοφία που προσφέρει η Εκκλησία σε θέματα προσευχής. Ένα καλό προσευχητάρι μπορεί να βοηθήσει σε αυτό.

Η βοήθεια του Θεού μαζί σας!

Ιερέας Ιερεμίας Μάκκαμι



<>





Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ’ εκάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών.
Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάσταση. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας...

Και μου είπε τα έξης, για το πώς πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, «σκληρός άθεος» και άπιστος:
Εγώ μούγκριζα από τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τον Θεό. Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό και την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τον Θεό, Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο που τού έδωσε και τους πόνους που είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο από τους πόνους τους φρικτούς που είχα, άλλα και γιατί έβλεπα αυτόν, τον συνασθενή μου, να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα «την Θεία Μεταλαβιά» κι εγώ ο άθλιος ξερνούσα από αηδία.«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ο άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους που είχε στα κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ο καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε «Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι, ο Θεός!…» Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, που εγώ ο ανεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δεν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ξυπνούσε από τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίσει και πάλιν «το Χριστέ μου, Σ’ ευχαριστώ! Δόξα στο όνομα Σου!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…»
– Σκάσε, επί τέλους! σκάσε επί τέλους να λες συνεχώς «Δόξα Σοι, ο Θεός»! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός, που εσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει. Όχι! δεν υπάρχει…
Και αυτός με γλυκύτητα απαντούσε: «Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει από τις πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ασχολιόσουν με καμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάσει για τη Βασιλεία των ουρανών».
Οι απαντήσεις του μ’ εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλαστημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, με το να φωνάζω: «-Δεν υπάρχει Θεός… Δεν πιστεύω σε τίποτα… Ούτε στον Θεό ούτε σ’ αυτά τα «κολοκύθια» που μού λες περί Βασιλείας του Θεού σου…» Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:
-Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα ενός Χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεός Του θα με σώσει. Περίμενε, θα δεις και θα πιστέψεις!
Και η μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα «παραβάν», όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τούς είπα «όχι, γιατί θέλω να δω πώς αυτός ο γέρος θα πεθάνει!!!».
Τον έβλεπα λοιπόν να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Πότε έλεγε κάποια «Χαίρε» για την Παναγία, που αργότερα έμαθα ότι λέγονται «Χαιρετισμοί». Κατόπιν σιγοέψαλλε το «Θεοτόκε Παρθένε», το «Από των πολλών μου αμαρτιών…», το «Άξιον εστί», κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.
Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: «Καλώς τον Άγγελό μου! Σ΄ ευχαριστώ, που ήλθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις την ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ!… Σ’ ευχαριστώ!…» Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκαμε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και εκοιμήθη!
Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φως, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο! Ναι, εγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο «ξιπασμένος», ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε το δωμάτιο άλλα και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’ αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο τον διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, για να διαπιστώσουν από που ήρχετο η παράξενη αυτή μυρωδιά.
Έτσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι’ αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα όμως, τα ‘βαλα με τους δικούς μου, την μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:
– Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή η ψυχή θα χωρισθεί από το σώμα για να δώσει τον λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με την συμπεριφορά σας στην αθεΐα και στον μαρξισμό; Εσείς με μάθατε να βλαστημώ, να κλέβω, να απατώ, να θυμώνω, να πεισμώνω, να λέω χιλιάδες ψέματα, να αδικώ, να πορνεύω…
Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό; Γιατί;… Από αυτή τη στιγμή μέχρι που να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Για τίποτε άλλο.
Ήρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί: «-Έχετε να μου πείτε κάτι σημαντικό για τον Θεό; διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε….. Εάν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω. Και σ’ ένα – δυο επισκέπτες: «- Αν δεν ξέρεις ή αν δεν πιστεύεις, να φύγεις!…».
Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί…».
Ήτο σταθερός και αμείλικτος με το παλαιό εαυτό του ο Ξενοφών. Και το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο! Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, κοινώνησε δυο-τρεις φορές και υστέρα από πάλη μερικών ημερών με τον καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετάνοια, με ζέουσα την πίστη, ειρηνικά, οσιακά, δοξολογώντας κι’ αυτός τον Θεό.
Του Πρωτ. Στέφανου Αναγνωστοπούλου 

<>








Πρίν από αρκετά χρόνια με πλησίασε κάποιος νεαρός φοιτητής. Μέ πολλή διστακτικότητα, αλλά καί μέ τήν ένταση τού απαιτητικού αναζητητή, μού δήλωσε ότι είναι άθεος, πού όμως θά ήθελε πολύ νά πιστέψει, αλλά δέν μπορούσε. Χρόνια προσπαθούσε καί αναζητούσε, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Συνομίλησε μέ καθηγητές καί μορφωμένους. Αλλά δέν ικανοποιήθηκε η δίψα του γιά κάτι σοβαρό...
Άκουσε γιά μένα καί αποφάσισε νά μοιρασθεί μαζί μου τήν υπαρξιακή ανάγκη του. Μού ζήτησε μία επιστημονική απόδειξη περί υπάρξεως Θεού.
Ξέρεις ολοκληρώματα ή διαφορικές εξισώσεις; τόν ρώτησα. Δυστυχώς όχι, μού απαντά. Είμαι τής Φιλοσοφικής. Κρίμα! διότι ήξερα μία τέτοια απόδειξη, είπα εμφανώς αστειευόμενος. Ένιωσε αμήχανα καί κάπου σιώπησε γιά λίγο. Κοίταξε, τού λέω. Συγγνώμη πού σέ πείραξα λιγάκι. Αλλά ο Θεός δέν είναι εξίσωση, ούτε μαθηματική απόδειξη.
Άν ήταν κάτι τέτοιο, τότε όλοι οι μορφωμένοι θά τόν πίστευαν. Νά ξέρεις, αλλιώς προσεγγίζεται ο Θεός. Έχεις πάει ποτέ στό Άγιον Όρος; Έχεις ποτέ συναντήσει κανέναν ασκητή; Όχι, πάτερ, αλλά σκέπτομαι νά πάω, έχω ακούσει τόσα πολλά… Άν μού πείτε, μπορώ νά πάω καί αύριο. Ξέρετε κανέναν μορφωμένο νά πάω νά τόν συναντήσω;
-Τί προτιμάς; Μορφωμένο πού μπορεί νά σέ ζαλίσει, ή άγιο πού μπορεί νά σέ ξυπνήσει;
-Προτιμώ τόν μορφωμένο. Τούς φοβάμαι τούς αγίους.
-Η πίστη είναι υπόθεση τής καρδιάς. Γιά δοκίμασε μέ κανέναν άγιο. Πώς σέ λένε; ρωτώ. Γαβριήλ, μού απαντά.
Τόν έστειλα σέ έναν ασκητή. Τού περιέγραψα τόν τρόπο προσβάσεως καί τού έδωσα τίς δέουσες οδηγίες. Κάναμε κι ένα σχεδιάγραμμα. Θά πάς, τού είπα, καί θά ρωτήσεις τό ίδιο πράγμα. Είμαι άθεος, θά τού πείς, καί θέλω νά πιστεύσω.
Θέλω μία απόδειξη περί υπάρξεως Θεού. Φοβάμαι, ντρέπομαι, μού απαντά. Γιατί ντρέπεσαι καί φοβάσαι τόν άγιο καί δέν ντρέπεσαι καί φοβάσαι εμένα; ρωτώ. Πήγαινε απλά καί ζήτα τό ίδιο πράγμα.
Σέ λίγες μέρες, πήγε καί βρήκε τόν ασκητή νά συζητάει μέ κάποιον νέο στήν αυλή του. Στήν απέναντι μεριά περίμεναν άλλοι τέσσερις καθισμένοι σέ κάτι κούτσουρα. Ανάμεσα σέ αυτούς καί ο Γαβριήλ βρήκε δειλά τήν θέση του. Δέν πέρασαν περισσότερα από δέκα λεπτά καί η συνομιλία τού Γέροντα μέ τόν νεαρό τελείωσε.
Τί γίνεστε, παιδιά; ρωτάει. Έχετε πάρει κανένα λουκουμάκι; Έχετε πιεί λίγο νεράκι; Ευχαριστούμε, Γέροντα, απήντησαν, μέ συμβατική κοσμική ευγένεια. Έλα εδώ, λέει απευθυνόμενος στόν Γαβριήλ, ξεχωρίζοντάς τον από τούς υπόλοιπους. Θά φέρω εγώ τό νερό, πάρε εσύ τό κουτί αυτό μέ τά λουκούμια. Καί έλα πιό κοντά νά σού πώ ένα μυστικό: Καλά νά είναι κανείς άθεος, άλλα νά έχει όνομα αγγέλου καί νά είναι άθεος; Αυτό πρώτη φορά μού συμβαίνει.
Ο φίλος μας κόντεψε νά πάθει έμφραγμα από τόν αποκαλυπτικό αιφνιδιασμό. Πού εγνώρισε τό όνομά του; Ποιός τού αποκάλυψε τό πρόβλημά του; Τί, τελικά, ήθελε νά τού πεί ο γέροντας;
– Πάτερ, μπορώ νά σάς μιλήσω λίγο; Μόλις πού μπόρεσε νά ψελλίσει. Κοίταξε, τώρα σουρουπώνει, πάρε τό λουκούμι, πιές καί λίγο νεράκι καί πήγαινε στό πιό κοντινό μοναστήρι νά διανυκτερεύσεις. Πάτερ μου, θέλω νά μιλήσουμε, δέν γίνεται; Τί νά πούμε, ρέ παλληκάρι; Γιά ποιόν λόγο ήλθες;
Στό ερώτημα αυτό ένιωσα αμέσως νά ανοίγει η αναπνοή μου, αφηγείται. Η καρδιά μου νά πλημμυρίζει από πίστη. Ο μέσα μου κόσμος νά θερμαίνεται. Οι απορίες νά λύνονται χωρίς κανένα λογικό επιχείρημα, δίχως καμία συζήτηση, χωρίς τήν ύπαρξη μιάς ξεκάθαρης απάντησης. Γκρεμίσθηκαν μέσα μου αυτομάτως όλα τά άν, τά γιατί, τά μήπως καί έμεινε μόνον τό πώς καί τό τί από δώ κι εμπρός.

 
Ό,τι δέν τού έδωσε η σκέψη τών μορφωμένων, τού τό χάρισε ο ευγενικός υπαινιγμός ενός αγίου, αποφοίτου μόλις τής τέταρτης τάξης τού δημοτικού. Οι άγιοι είναι πολύ διακριτικοί. Σού κάνουν τήν εγχείρηση χωρίς αναισθησία καί δέν πονάς.
Σέ ανεβάζουν σέ δυσπρόσιτες κορυφές δίχως τίς σκάλες τής κοσμικής λογικής. Σού φυτεύουν τήν πίστη στήν καρδιά, χωρίς νά σού κουράσουν τό μυαλό.

Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

<>





Οσία Γερόντισσα Μαρία-Μαγδαλινή (Marie Madeleine Le Beller) η Γαλλίδα ασκήτρια του Σινά (+12 Δεκεμβρίου 2013)


Μια μέρα μπήκε στο κελί του Αγίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτη (+1991) μια Γαλλίδα. Και η ίδια και η οικογένειά της είχαν ζήσει ως άθεοι. Άκουσε από κασέτες ομιλίες για την Ορθόδοξη πίστη και άρχισε η αναζήτηση μέσα στην καρδιά της. Έτσι βρέθηκε στο κελί του Αγίου.

«Συνομίλησαν.» Πως, εκείνοι ξέρουν. Στο τέλος της φίλησε το χέρι.

«Για τότε που θα γίνεις αγία», της είπε.

Η Μαρία-Μαγδαληνή ασκήτεψε ολομόναχη στην έρημο του Σινά, στο ίδιο μέρος που είχε ασκητέψει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, σε μια σπηλιά.

Κάθε Κυριακή πήγαινε στο μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει. Εκεί ήταν και ο πνευματικός της, που μια μέρα της εμπιστεύθηκε ένα χελιδονάκι νεοσσό με την εντολή να το μεγαλώσει.

Ήταν συμπαραστάτης της κατά τις νυχτερινές ώρες που έκανε τον «κανόνα» της, και στη συνέχεια δεν την άφηνε να κοιμηθεί, καθώς φώλιαζε δίπλα στο αυτί της.

Η ζωή της εκεί δεν πέρασε χωρίς περιπέτειες. Ένας βεδουίνος πήγε να την απαγάγει, αλλά ανέλαβε η αγαπημένη του καμήλα να τον τιμωρήσει. Τον δάγκωσε άσχημα στον ώμο κι έφυγε τρομαγμένος. Στη σπηλιά έβγαιναν τεράστιοι σκορπιοί που δεν την πείραξαν ποτέ.

Οι βεδουίνοι της περιοχής, που τους γιάτρευε τις πληγές, τη σεβάστηκαν τελικά και αφού ο γυναικείος μοναχισμός είναι άγνωστος στους μουσουλμάνους την φώναζαν Αμπούνα Μαρία, δηλαδή Γέροντα–Μαρία!

(Απόσπασμα από το βιβλίο “Η δύναμη της μετανοίας”, εκδ. Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι).

Η οσιότατη αδελφή Μαρία Μαγδαληνή (κατά κόσμον Marie Madeleine Le Beller) εκοιμήθη εν Κυρίω σε ηλικία 67-68 ετών, την 12ην Δεκεμβρίου 2013 (Ν.Η.) ημέρα Πέμπτη και ώρα 13:00 μ.μ. στο ερημητήριό της πλησίον του σπηλαίου του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο όρος Σινά.

Απώλεσε την επαφή με το περιβάλλον λίγες ώρες προ της τελευτής της και είχε ένα ειρηνικό τέλος στα χέρια του γέροντός της π. Παύλου Σιναΐτου που έσπευσε να της δώσει την τελευταία Θεία Μετάληψη.

Bαπτίστηκε σε ηλικία 40 ετών περίπου στον Ιορδάνη, το έτος 1986. Έζησε στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος δεκαοχτώ (18) χρόνια, με πολλούς πειρασμούς και από τους ανθρώπους και από τους δαίμονες.

Έξι μήνες στην αρχή διανυκτέρευε έξω ανάμεσα στα βράχια, άστεγη με ένα υπνόσακο, σ`εκείνη την απαράκλητη έρημο συντροφιά με σκορπιούς και δηλητηριώδη φίδια.

Έζησε μεγάλη απόρριψη, πολλοί την θεωρούσαν τρελή και πλανεμένη. Πούλησε το σπίτι της στο Παρίσι κι αγόρασε ένα κομμάτι γη από ένα βεδουίνο κάτω ακριβώς από το σπήλαιο του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος.

Εκεί υπήρχε μια χαρουπιά κι ένα πηγάδι. Έχτισε σταδιακά πέντε αυτόνομα κελλάκια, ένα μικρό ναΰδριο πάνω σ`ένα βράχο, φύτεψε δένδρα, λίγες ελιές, δυο-τρεις μηλιές και ένα κλήμα και έφτιαξε μικρή στέρνα και κήπο.

Όλη την σκήτη της την περιέφραξε με τείχος. Ζούσε απλά καλλιεργώντας τον κήπο της πλέκοντας κομποσχοίνια και ασχολούμενη τα τελευταία χρόνια με την ξυλογλυπτική οπού σημείωσε μεγάλη πρόοδο κατασκευάζοντας εικόνες για το εκκλησάκι της.

Στην μονή κατέβαινε κάθε Κυριακή αρχικά και αργότερα κάθε δεκαπέντε και τις μεγάλες εορτές για να μεταλαμβάνει.

Κάποιοι πατέρες την συμπαθούσαν και την προστάτευαν αλλά οι πολλοί την απέρριπταν και σε πολλά την δυσκόλευαν. Κάποτε απαγόρευσαν στον π. Παύλο να την δέχεται για εξομολόγηση και δεν της επέτρεπαν την δωρεάν φιλοξενία στον ξενώνα των γυναικών.


Είχε μεγάλη δύναμη ψυχής που την αντλούσε από την ακράδαντη πίστη της και την ευλογία που της είχαν δώσει για εγκαταβίωση στην έρημο του Σινά, ο π. Πορφύριος (νυν Άγιος Πορφύριος) και η μάτουσκα Λιουμπούσκα η δια Χριστόν Σαλή της Αγίας Πετρουπόλεως.

Όλος ο πειρασμός ξεκίνησε από την αγάπη της στην έρημο, ενώ οι πατέρες την ήθελαν να ζει εντός της γυναικείας μονής της Φαράν στην οποία είχε ζήσει δοκιμαστικά ένα χρόνο και μισό στην αρχή.

Όμως δεν αναπαύθηκε και όταν ο Γέρων Παΐσιος επισκέφθηκε τελευταία φορά το Σινά και πέρασε από την Φαράν της έδωσε την ευλογία του να ζήσει στην έρημο αφού την εξέτασε και ευλόγησε το τυπικό της προσευχής της.

Κάθε Πάσχα πήγαινε στα Ιεροσόλυμα πού περνούσε όλη την μεγάλη εβδομάδα και την Διακαινήσιμο επέστρεφε στο αγαπημένο της ασκητήριο. Μετά το Πάσχα του 2009 δεν πήγε ξανά στα Ιεροσόλυμα.

Στις 18 Νοεμβρίου του 2012 (Κυριακή) ήρθε στη Κρήτη άρρωστη πλέον και στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο διεγνώσθη προχωρημένος καρκίνος του εντέρου.

Έφυγε για την Μόσχα που είχε γνωστό της τον επίσκοπο που διοικούσε το νοσοκομείο της ρωσικής εκκλησίας.

Εκεί τις έκαναν παρατεταμένες ιατρικές εξετάσεις και της ζήτησαν να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπείες, στο μεγαλύτερο ιατρικό κέντρο κατά του καρκίνου, της Ρωσίας. Όμως δεν δέχθηκε επιθυμώντας να πεθάνει στην αγαπημένη της σκήτη.

Πήγε για προσκύνημα στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, λούστηκε στην πηγή του και πήρε μεγάλο θάρρος.

Επέστρεψε στο Σινά μέσω Ιταλίας όπου προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο στο Μπάρι κι εκεί γνώρισε την ρωσίδα Ευφροσύνη, την οποία κάλεσε για να την διακονήσει όταν επέστρεψε στο Σινά κι εκείνη ανταποκρίθηκε άμεσα.

Ήρθε κοντά της και την υπηρέτησε μέχρι το τέλος, χωρίς κανένα υλικό όφελος.

Η Ευφροσύνη ήταν δώρο του Θεού γιατί ομιλούσε μόνο ρωσικά τα οποία η Μαρία ελάχιστα ομιλούσε και καταλάβαινε. Όμως είχαν άριστη συνεργασία και την περιποιήθηκε σαν καλή υποταχτική (για δέκα μήνες περίπου), ώστε να κερδίσει και την αγάπη και τον σεβασμό των πατέρων.

Από το Πάσχα του 2013 δεν μετακινήθηκε πλέον ούτε μέχρι την μονή της Αγίας Αικατερίνης, αλλά με μεγάλη ανδρεία και υπομονή εβάστασε τον σταυρό της πολυώδυνης νόσου, χωρίς ιατρική βοήθεια και νοσοκομειακή περίθαλψη.

Την επόμενη της κοίμησής της, η κυρίαρχος μονή της Αγίας Αικατερίνης, μετά την θεία Λειτουργία που έκαναν στο εκκλησάκι της σκήτης της, την μετέφερε με φορείο στο τοπικό νοσοκομείο της περιοχής όπου διεγνώσθη ο θάνατός της και τοποθετήθηκε σε ψύξη μέχρι την έκδοση άδειας ταφής από το Γαλλικό Προξενείο. Τότε συνέβη ένα παράδοξο γεγονός που σχολιάστηκε με θαυμασμό από όσους παραβρέθηκαν εκεί. Από την προηγούμενη το βράδυ είχε ξεσπάσει χιονοθύελλα και κάλυψε στα λευκά όλη την γύρω περιοχή.

Το μοναστήρι έστειλε 14 εργάτες (χριστιανούς κόπτες) για να μεταφέρουν εναλλάξ το σκήνωμά της λόγω της μαινόμενης χιονοθύελλας και του δύσβατου τόπου. Κι ενώ έκαναν περίπου δύο ώρες για να διανύσουν την απόσταση από τον αυτοκινητόδρομο έως το ασκητήριό της (πορεία μίας ώρας το πολύ, υπό κανονικές συνθήκες), όταν σήκωσαν το τίμιο λείψανό της, διήνυσαν την ίδια απόσταση σε σαράντα πέντε λεπτά χωρίς να τους αγγίξει ούτε μια νιφάδα χιονιού, ενώ τα πάντα ήταν ολόλευκα και φωτεινά γύρω τους. Όταν έφθασαν πάνω στον αυτοκινητόδρομο και την απόθεσαν στο αυτοκίνητο που περίμενε εκεί, σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκαν πάλι μέσα στην χιονοθύελλα και τους κάλυψε το χιόνι.

Η άδεια ταφής δόθηκε στις 17-12-2013 το βράδυ. Ετάφη την 18η Δεκεμβρίου 2013 (Ν.Η.) ημέρα Τετάρτη μετά το μεσημέρι, στο κοιμητήριο της γυναικείας μονής του Προφήτου Μωϋσέως της Φαράν με απόφαση της συνάξεως των πατέρων της μονής της Αγίας Αικατερίνης (όχι στο ασκητήριό της όπως επιθυμούσε).

Δεν παρέστη κανείς γνωστός κι αγαπητός της εκτός την ρωσίδα Ευφροσύνη που την υπηρέτησε με μεγάλη αυταπάρνηση. Ακόμη και μιά γνωστή της γερμανίδα προσήλυτη που βρέθηκε στην θανή της, την άλλαξε και την ξενύχτησε διαβάζοντας της ψαλτήρι, είχε φύγει για τα Ιεροσόλυμα.

Την κήδεψαν ο επίσκοπος Σιναίου κ.κ. Δαμιανός και οι Ιερομόναχοι Μιχαήλ και Ευγένιος της ιδίας μονής. Παρέστησαν και οι 4 μοναχές της μονής Φαράν. 

π. Γεώργιος Αθανασάκης

<>


<<<





Ο Α. Χ. από την Αθήνα διηγείται την μεταστροφή του από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία

Μια δημόσια εξομολόγηση

Ονομάζομαι Α. Χ. και γεννήθηκα το 1982 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν Ιουδαίος στο θρήσκευμα ενώ η μητέρα μου παρότι ήταν βαπτισμένη Ορθόδοξη Χριστιανή ήταν αδιάφορη προς την Χριστιανική Πίστη. Παντρεύτηκαν στην Συναγωγή της Αθήνας και εκτός από εμένα απέκτησαν και άλλο ένα παιδί.

Μου έκαναν περιτομή όταν ήμουν μικρός όπως σε όλα τα εβραιόπουλα και την τελετή ενηλικίωσης που κάνουν δεκατριών ετών στα αγόρια (δώδεκα στα κορίτσια). Πήγα στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο Αθηνών όπου εκτός των άλλων μαθημάτων που γίνονται σε όλα τα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν την εβραϊκή γλώσσα, εβραϊκή ιστορία και Παλαιά Διαθήκη. Ξεκινάνε τη μέρα με εβραϊκές προσευχές και τηρούν όλες τις γιορτές του έτους με αργίες ή άλλες εκδηλώσεις και έθιμα. Συχνά πηγαίναμε στη συναγωγή για διάφορες τελετές. Κάθε Παρασκευή γινόταν μια ειδική γιορτή πρίν από το Σάββατο που είναι η ιερή τους ημέρα. Πολλές εκδρομες και ταξίδια που γινόντουσαν είχαν ως κέντρο την εβραϊκη θρησκεία. Επίσης υπάρχουν στην Ελλάδα διάφορες ομάδες νεότητος όπου οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις εδώ ή στο εξωτερικό. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην εβραϊκή κατασκήνωση στους Πρόποδες του Ολύμπου. Και εκεί ό,τι γινόταν, γινόταν με κέντρο τα έθιμα και τις παραδόσεις της Εβραϊκής θρησκείας και της χώρας της. (Κάθε απόγευμα λένε ακόμα και τον ύμνο του Ισραήλ!).

Αυτά ήταν τα πρώτα θρησκευτικά ερεθίσματα που είχα ενώ προσωπικά δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα της ύπαρξης του Θεού, της Πίστης, ή της ζωής μετά το θάνατο. Θα έλεγα οτι έκανα μια κοσμική ζωή όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής μου, με ότι αυτό συνεπάγεται στο θέμα των αμαρτημάτων. Και ενώ τα χρόνια πέρναγαν σε αυτή την κοσμική ελευθέρια, με διασκεδάσεις αμαρτωλές, ένα τεράστιο ψυχικό κενό δημιουργόταν μέσα μου. Ενώ είχα όλες τις ανέσεις και τις ευκολίες που μπορεί να έχει ένας νέος, ενώ είχα την δυνατοτητα να αναλωθώ σε κάθε είδους αμαρτωλη πράξη και ψευτικη χαρά αυτού του κόσμου έβλεπα οτι κάτι έλειπε… Ένοιωθα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα και αξία ένοιωθα ότι στην ουσία δεν είμαι ευτυχισμένος. Και καθώς ο καιρός και τα χρόνια πέρναγαν το ψυχικό αυτό κενό γινόταν όλο και μεγαλύτερο χωρίς να μπορω να προσδιορίσω τι είναι αυτό που λείπει και που να μπορεί να δώσει πραγματικό νόημα στην ύπαρξή μου.

Δύο είναι τα περιστατικά που συνδέονται με τα γυμνασιακά μου χρόνια και που μέσα από αυτά φαίνεται η πρόνοια του Θεού να με οδηγήσει στην Εκκλησἰα Του.

Ήμουν στη Δευτέρα Γυμνασίου αν θυμάμαι καλά όταν κάποιοι καθηγητές μας αποφάσισαν να φτιάξουμε μια εικόνα των Τριών Ιεραρχών για την εορτή τους. Ανάμεσα στους τόσους μαθητές (κάθε σχολικό έτος είχε εφτά τμήματα των 20 με 30 μαθητών) επέλεξαν εμένα, που δεν ἠμουν καν Χριστιανός ούτε είχα κανένα ιδιαίτερο χάρισμα στη ζωγραφική να κάνω τον Μέγα Βασἰλειο.

Ο Ναὀς των Τριών Ιεραρχών στον κέντρο της Αθήνας ήταν αυτός που πολλά χρόνια αργότερα, θα έμπαινα για πρὠτη φορά συνειδητά στη ζωή μου να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου και να ξεκινήσω την πνευματική μου ζωή με τακτικό εκκλησιασμό. Επίσης η αγιογραφια είναι μια τέχνη που έμαθα καλά με τα χρόνια και εξασκώ τακτικά όποτε έχω χρόνο.

Το δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με την Αγιορείτικη Μονή της Σίμωνος Πέτρας που επισκεφτήκαμε με έναν φίλο μου. Είμασταν τότε δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών. Το βράδυ ξαπλώσαμε στο κελί μας να ξεκουραστούμε. Εγώ μόλις έκλεισα τα μάτια μου άρχισα αμέσως να νοιώθω οτι γίνεται σεισμός στο δωμάτιο. Μόλις το είπα στον φίλο μου, μου απάντησε ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει σεισμός εδώ και είναι ιδέα μου, καλύτερα να
προσπαθήσω να κοιμηθώ. Το ίδιο φαινόμενο συνεχίστηκε πολλές φορές κατά την διάρκεια της νύχτας. Με το που έκλεινα τα μάτια μου ένοιωθα να σείεται όλο το δωμάτιο. Μόλις τα άνοιγα και σηκωνόμουν λίγο αυτό σταμάταγε. Με τα πολλά κάποια στιγμή αργά την νύχτα μπόρεσα να κοιμηθώ κάτω από τα γέλια και τις ειρωνίες του φίλου μου. Να σημειώσω εδω ότι στο Άγιο Όρος πήγα αβάπτιστος.

Σε μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας μετά από αρκετά χρόνια μια ευλογημένη μέρα δέχθηκα το Ιερό Μυστηριο της Βαπτίσεως και εισήλθα κανονικά στην Εκκλησία μας.

Μία ευσεβής σεμνή κόπέλα, γνήσιο τέκνο της Εκκλησίας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που έγινε όργανο του Θεού για να με οδηγήσει στην μετάνοια και την επιστροφή μου σε Αυτόν. Εργαζόταν στο φροντιστήριο που μάθαινα Αγγλικα και γνωρίζοντας την εβραϊκή μου καταγωγή όπως και το ψυχικό κενό που βίωνα στη ζωή μου εκείνα τα χρόνια, δεν δίσταζε πολύ συχνά να μου ανοίγει συζητήσεις για πνευματικά θέματα, ακόμη και να μου δίνει βίβλία Χριστιανικού περιεχομένου, τα οποία έγω αγνοούσα πλήρως μέχρι εκείνη την εποχή. Το ενδιαφέρον μου για τον Χριστό, την Εκκλησία, και τους Αγίους ήταν τόσο που δυσκολευόμουν και εγώ ο ίδιος να παρακολουθήσω τον εαυτό μου! Διψούσα πραγματικά να μάθω για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα πράγματα που πρώτη φορά άκουγα και άγγιζαν πραγματικά τη ψυχή μου. Ένοιωθα σαν να μου είχαν στερήσει κάτι όλα αυτά τα χρόνια και επιτέλους μάθαινα για αυτό. Ξαφνικά όλα αποκτούσαν νόημα. Υπήρχε τελικά στη ζωή κάτι που να αξίζει πραγμάτικα κάτι αληθινό. Και αυτός ήταν ο Χριστός μας. Το σκοτάδι που είχα μέσα μου άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί και να φαίνονται οι πρώτες ακτίνες φωτός. Μέσα σε πολύ λίγο δίαστημα χωρίς να πω τιποτα σε κανεναν ημουν βέβαιος οτι θέλω να βαπτιστώ Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τον καιρό εκείνο είχα προγραμματίσει με ένα φίλο μου να πάμε ένα ταξίδι αναψυχής σε ένα νησί της Αμερικής. Από τη μία σκεφτόμουν την απόφαση που είχα πάρει να βαπτισθώ και να αρχίσω να ζώ μια σωστή πνευματική ζωή, από την άλλη δεν ήθελα να χάσω και αυτό το ταξίδι που είχαμε προγραμματίσει και ανυπομονούσαμε τόσο πολύ να πάμε. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω και μόλις επιστρέψω να πραγματοποιήσω το σκοπό μου.

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόμουν συχνά τις αποφάσεις μου και όσα είχαν συντελεστεί στην ψυχή μου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και ήθελα να κάνω κάτι για τον Κύριο σαν δείγμα της απόφασής μου να Τον ακολουθήσω από έδω και πέρα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο! Εδώ και εφτά χρόνια σχεδόν κάπνιζα ένα με δύο πακέτα την ημέρα μανιωδώς και ούτε ήθελα να το αφήσω. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα όταν άνοιγα τα μάτια μου το πρώι και όταν έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ. Ήμουν εθισμένος σε αυτό σε απίστευτο βαθμό. Μαλιστα αγόρασα από το αεροδρόμιο πριν φύγουμε από την Ελλάδα μια ολόκληρη κούτα με πόλλα πακέτα να τα έχω μαζί μου στις διακοπές μου.

Αφου λοιπόν προσευχήθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου στον Θεό γι᾽ αυτό το θέμα με πίστη και αφού ζήτησα την βοήθειά Του να με στηρίξει στην απόφασή μου το θαύμα έγινε. Από εκείνη τη μέρα σταμάτησα το κάπνισμα! Έτσι απλά. Αυτή είναι η δύναμη του Χριστού μας όταν Τον επικαλούμαστε να μας βοηθήσει να κόψουμε τα πάθη μας και να δείξουμε λίγη καλή προαίρεση.

Στο αεροπλάνο της επιστροφής από το ταξίδι στην Αμερική, δίπλα μου κάθησε ένας ιεραπόστολος. Λες και τον έβαλε εκεί ο Θεός να με περιμένει στο αεροπλάνο της επιστροφής για να μου υπενθυμίσει τις υποσχέσεις μου και τι έπρεπε να κάνω από εδώ και πέρα. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση για διάφορα πνευματικά θέματα και μου έλυσε πολλές απορίες που είχα. Στο τέλος κατα την άφιξή μας στην Αθήνα μού έκανε δώρο μια Καινή Διαθήκη.

Ετσι γύρισα απο την Αμερικη μέ δύο δώρα. Μία Αγία Γραφή και μία κούτα τσιγάρα που δεν κάπνισα ποτέ…!

Ο καιρός να πραγματοποιήσω τον πόθο μου να γίνω μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είχε φτάσει. Και έγω δεν ήξερα από πού να αρχίσω, πού πρέπει να απευθυνθώ. Σε μια συζήτηση με ένα φίλο του αδελφού μου, που στα αλήθεια δεν γνώριζα και τόσο κάλα, δεν ξέρω πώς μου ηρθε να του πω τις σκέψεις μου. Αυτός αποδείχτηκε πως έιχε στενή σχέση με την Εκκλησία και μου πρότεινε να επισκεφτούμε τον Πνευματικό του Πατέρα, ο οποίος είναι γνωστός Αρχιμανδρίτης της Αθήνας, με μεγάλο συγγραφικό έργο σε θεματα κυρίως απολογητικά και μεταστροφές ανθρώπων από άλλες θρησκείες και αιρέσεις. Ο κατάλληλος άνθρωπος δηλαδή για την περίπτωση τη δική μου που δεν γνώριζα ούτε τα πιο βασικά της Πίστης μας. Έτσι λοιπόν ενα απόγευμα κατευθυνθήκαμε στον Ι. Ναό των Τριών Ιεραρχών που υπηρετούσε τότε ο παππούλης.

Για άλλη μια φορά βλέπουμε την Θεία Πρόνοια του Θεού να ενεργεί σκανδαλωδώς και να έργάζεται τη σωτηρία μου. Από όλους τους φίλους και γνωστούς που είχα εξομολογούμε τις σκέψεις μου σε έναν άνθρωπο, το φίλο του αδελφού μου, τον όποιο εκείνο τον καιρό γνώριζα ελάχιστα, και αυτός αποδεικνύεται όχι μονο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αλλά με οδηγεί και σε έναν Πνευματικό Πατέρα που μπορεί πραγματικά να με βοηθήσει στην απόφασή μου και να με κατηχήσει με το σωστό τρόπο.

Ο Γέροντας μάς άκουσε και τους δύο μέ πολύ αγάπη και ενδιαφέρον. Δέχτηκε να ξεκινήσουμε την κατήχηση και μόλις ένοιωθα έτοιμος και έκρινε και αυτός οτι είχε έρθει ο καιρός θα προχωρούσαμε στη βάπτιση. Επίσης μου γνώρισε όλη την πνευματική αδελφότητα που είχε σχηματιστεί απο πνευματικά του παιδιά με τα οποία κάναμε εκδρομές, πηγαίναμε βόλτες, εκκλησιαζόμασταν και πηγαίναμε στα κυρήγματα μαζί. Και ενώ στην αρχή δεν ήθελα να βιαστώ στο θέμα της βάπτισης μεχρι να περάσει λίγος καιρός και να είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό το βήμα στη ζωή μου, τόσο πολύ με γέμιζε η Θεία Χάρη του Θεού με την παρουσία Της και με την παρουσία των πνευματικών μου αδέλφών που άρχισα να παρακαλάω τον Γέροντα να προχωρήσουμε στο Ιερό Μυστήριο της Βάπτισης το συντομότερο δυνατόν. Τελικά αυτο πραγματοποιήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 2005 στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψως παρουσία πολλών πνευματικών αδελφών, αφού την προηγούμένη μέρα εξομολογήθηκα με συντριβή για πρώτη φορά ολά τα αμαρτήματα που είχα διαπράξει μέχρι εκείνη την ωρα. Ήμουν τότε 23 χρονών.

Η Βάπτιση σε μεγάλη ηλικία είναι μία πνευματική εμπειρία, ένα βίωμα που αποτυπώνεται ανεξήτηλα στην ψυχή του ανθρώπου. Νοιώθει ότι ανακαινίζονται τα πάντα μέσα του. Νους, ψυχή, καρδια, όλα καινούργια. Κάνει λογισμούς και σκέψεις τόσο αγνές και καθαρές που ποτέ δεν φανταζόταν οτι θα είχε. Νοιώθει ότι έχει ψυχή και μάλιστα είναι λευκή, καθαρή. Υπάρχουν στιγμές που την ώρα της προσευχής η ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας νοιώθει μια φλόγα και ένα θεϊκό πύρ να σιγοκάιει στο σημείο της καρδιάς του. Και όλα αυτά βέβαια είναι έργα του Αγίου Πνεύματος. Μακάριος αυτός που θα διατηρήσει την καθαρότητα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα σε όλη του τη ζωή, που θα κρατήσει και θα αυξήσει αυτές τις χαρισματικές καταστάσεις. Ακόμα και το σώμα του το νοιώθει πιο ελαφρύ.

Ανυπομονούσα να βρεθώ μόνος μου σε κάποιο σημείο να κάνω προσευχή. Κάθε Θεία Λειτουργία γινόταν πανυγήρι στη ψυχη μου. Νοιώθει αγάπη κανείς για τα πάντα, όλους και όλα. Δεν προλάβαινα να ζητήσω στην προσευχή μου κάτι πνευματικό και ο Κύριος μού το πραγματοποιούσε την επόμενη μέρα. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού σε όλους τους ανθρώπους που αποφασίζουν συνειδητά να βαπτιστούν σε μία ώριμη ηλικία για να τους κάνει να καταλάβουν οτι η απόφαση τους ήταν η σωστή. Ότι Αυτή είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή και οτι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησια πάνω στη Γη, το Σώμα Του.

Η υπάρξη Πνευματικού Πατέρα, πνευματικού οδηγού,  είναι μια τεράστια ευλογία στη ζωή μας. Αληθινά ευτυχισμένοι αυτοί που το συνειδητοποίησαν και το βίωσαν αυτό στη ζωή τους. Η Εκκλησία μας τα έχει ορίσει όλα πολύ σοφά. Όλοι οι μεγάλοι Άγιοι της εποχής μας, Άγιος Παϊσιος, Αγιος Πορφύριος, πατήρ Σωφρόνιος τόνιζαν αυτή την παράμετρο στην πνευματική ζωή των ανθρώπων που τους επισκέπτονταν. Δύο χιλιάδες χρόνια η Εκκλησια μας εχει αποταμιεύσει πλούσια πνευματική εμπερία που μεταλαμπαδεύουν οι Πνευματικοί μας Πατέρες σε μας τα απλά μέλη της. Έχουμε υποχρέωση να ψάξουμε για έναν καλό Πνευματικό Πατέρα που δόξα τω Θεώ είναι πολλοί στις μέρες μας, να εξομολογούμαστε με καθαρότητα και ειλικρίνια τις αμαρτίες μας, αλλα και να τον συμβουλευόμαστε για τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Όχι μόνο θα αποφεύγουμε τις παγίδες του διαβόλου αλλά θα βλέπουμε και μεγάλη ευλογία σε κάθε πράξη μας. Θα ανανεώνουμε τη Θεία Χάρη που λάβαμε στο Άγιο Βάπτισμα και θα οδεύουμε με ασφάλεια προς την αιωνιότητα και την Βασιλεία των Ουρανων.

Σαν επίλογο θέλω να αναφερθώ στους Εβραίους της Ελλάδας, γιατί έχω γνωρίσει αρκετούς από αυτούς είτε συγγενείς είτε φίλους. Οι περισσότεροι απο αυτούς είναι άνθρωποι καλής προαιρέσεως οι οποίοι όμως έχουν άγνοια στα θέματα της Πίστεως. Το γεγονός οτι ζούν σε μια Ορθόδοξη χώρα δρα ευεργετικά στη ψύχη τους, στους περισσότερους από αυτούς. Αν παραμένουν Εβραίοι το κάνουν μόνο από κάποια συνήθεια, στην παράδοση των προγόνων τους, ελάχιστοι από αυτούς γνωρίζουν τι πρεσβεύει η εβραϊκή θρησκεία, ή τα σχέδια και τις επιδιώξεις του σιωνισμού παγκοσμίως. Αν πλησιάσεται τους περισσότερους από αυτούς και με σωστό τρόπο τούς βάλετε την καλή ανυσηχία για τα πνευματικά μπορεί να γίνουν θαύματα. Σαν μαθήτες του Χριστού και συνεχιστές των Αποστόλων έχουμε ευθύνη να βοηθήσουμε όλους τους ανθρωπόυς γύρω μας, είτε είναι άλλης θρησκείας, είτε αιρετικοί είτε μακρυά απο την Εκκλησία, να τους δείξουμε αυτά που έκανε ο Χριστός σε μάς και να τους οδηγήσουμε στον δρόμο της Αλήθειας. Είναι κάτι που θα μας ζητηθεί λόγος εν ημέρα Κρίσεως.


<>







Η επιλογή ενός Εβραίου μεταξύ Προτεσταντισμού, Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας


Κάποτε ἕνας Ἑβραῖος ἀποφάσισε νὰ γίνει Χριστιανὸς καὶ θέλησε νὰ ἐξετάσει τὶς ἐκδοχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ ἐπιλέξει. Βρίσκει λοιπὸν ἕναν Ὀρθόδοξο, ἕναν προτεστάντη κι ἕναν παπικό. Τοὺς λέει τὶς προθέσεις του κι ἐκείνοι συμφωνοῦν νὰ τὸν “ξεναγήσουν” στὶς ἐκκλησίες τους. 

Πάει ὁ Ἑβραῖος μὲ τὸν προτεστάντη μιὰ Κυριακή, μπαίνει στὸ ναὸ καὶ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους τακτοποιημένους μὲ τὰ καλά τους ροῦχα, ὁ καθένας στὸ κάθισμά του, μπροστὰ ἀπὸ τὸν κάθε πιστὸ μία Καινὴ Διαθήκη, ἡ χορωδία νὰ λέει τοὺς ὕμνους ἁρμονικά, τὰ πάντα νὰ λάμπουν ἀπὸ καθαριότητα καὶ μετὰ στὸ τέλος ὅλοι τοῦ φέρθηκαν εὐγενικὰ μὲ πολὺ καλοὺς τρόπους. 

Τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ συνεννοήθηκε μὲ τὸν παπικὸ νὰ πάει στὸ δικό του ναό. Μπαίνει μέσα, πλένει τὰ χέρια, ρίχνει τὸ κέρμα ν᾿ ἀνάψει τὸ λαμπάκι ἀντὶ γιὰ κερὶ καὶ κάθεται. Οὔτε ἐκεῖ ὄρθιοι, ὅλοι στὰ καθίσματά τους μὲ τάξη καὶ ἁρμονία. Ἄκουσε καὶ τὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα, εἶδε καὶ τὶς φωτογραφίες του ποὺ δέσποζαν ἀκόμα καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Πέρασε ἡ ὥρα, τέλειωσε ἡ λειτουργία, τὸν καλοδέχθηκαν, τὸν κέρασαν κι ἔφυγε. 

Τὴν τρίτη Κυριακὴ κανόνισε νὰ πάει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μπαίνει μέσα καὶ βλέπει ἄλλους νὰ μιλᾶνε μεταξύ τους, πολλοὺς ὅρθιους γιατὶ δὲν ἔφθαναν τὰ καθίσματα, τὴν νεωκόρο νὰ μαλώνει μὲ μία κυρία γιατὶ τῆς ἔσβησε γρήγορα τὸ κερὶ ποὺ ἄναψε, ἄκουγε τὰ μωρὰ νὰ τσιρίζουν καὶ νὰ μὴν τὰ παρατηρεῖ κανείς, ὁ παπᾶς νὰ φωνάζει στὸν ψάλτη νὰ τελειώσει τὰ τεριρὲμ κλπ. Μόλις τελείωσε ἡ Λειτουργία ἄρχισαν καὶ τὰ μνημόσυνα, ὅπου ἄλλοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κι ἄλλοι ἔμπαιναν μὲ θόρυβο καὶ φασαρία. Ὁ Ὀρθόδοξος ἀπογοητεύτηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶδε ὁ προσήλυτος Ἑβραῖος. 

Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα συναντήθηκαν ὅλοι γιὰ νὰ μάθουν τί ἀποφάσισε ὁ Ἑβραῖος. Ὅταν βρέθηκαν Ὅλοι μαζὶ τοὺς λέει: Στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησία εἶδα μεγάλη τάξη καὶ εὐγένεια. Στὴν παπικὴ εἶδα μεγάλη ἀφοσίωση στὸν πνευματικό σας ἀρχηγὸ καὶ τὶς ὁδηγίες του ἱερέα σας. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶδα τέτοιο μπάχαλο ποὺ δὲν τὸ περίμενα! Ὁ Ὀρθόδοξος σκυθρώπιασε ἀπογοητευμένος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἀναθάρρησαν. Καὶ καταλήγει ὁ Ἑβραῖος: Θὰ γίνω Ὀρθόδοξος! Μὰ πῶς; Ἀναρωτιοῦνται οἱ ἄλλοι.

Ἀκοῦστε, λέει ὁ Ἑβραῖος. Τὰ δικά σας δικαιολογοῦνται μὲ τὴν τάξη ποὺ ἔχει ὁ ἕνας καὶ τὴν πειθαρχία ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος. Τοῦτο ἐδῶ – καὶ δείχνει τὸν Ὀρθόδοξο – δὲν δικαιολογεῖται ἀλλιώς. Μὲ τέτοιο μπάχαλο, μόνο ἂν ἔχεις τὸν πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ μαζί σου διατηρεῖσαι 2000 χρόνια!





<>





π. James Bernstein, ΗΠΑ – Ο γιος του Ραβίνου που από Προτεστάντης έγινε Ιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Η συγκλονιστική ιστορία της ζωής του Εβραίου π. James Bernstein, που έπειτα από πολλές αναζητήσεις βρήκε τον δρόμο του Θεού και σήμερα είναι Κληρικός στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle της Washington των ΗΠΑ.

H ζωή του π. James Bernstein, ενός Ορθόδοξου Κληρικού της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, θα μπορούσε να αποτελεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό ιδανικό σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Ο ίδιος, μεγαλωμένος στην Αμερική και γαλουχημένος με τις Εβραϊκές παραδόσεις, πέρασε από ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα και πολλές διακυμάνσεις, ώστε, τελικά, βρήκε τις απαντήσειςσε όλα τα υπαρξιακά ερωτήματά του στην Ορθόδοξη Πίστη.

Ο πατέρας του, ο Ισαάκ, γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, συγκεκριμένα το 1909, στην Αγία Γη, στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, όπου και ανδρώθηκε ακολουθώντας την Ιουδαϊκή θρησκεία. Μάλιστα, θέλησε να αφιερωθεί και να γίνει Ραβίνος.

Το 1941 και ενώ ήταν σε εξέλιξη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο ραβίνος και η σύζυγός του, μαζί με τα παιδιά τους, αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Διάλεξαν το τελευταίο πλοίο, που είχε προορισμό την Αμερική, και ταξίδεψαν μέσω της Αιγύπτου και της νότιας οδού της Αφρικής, καθώς στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό καιροφυλακτούσαν πολεμικά πλοία και υποβρύχια.

Ο Arnold, όπως ήταν το όνομα του π. James, πρωτοβλέπει το φως αυτού του κόσμου στις 6 Μαΐου 1946 στο Lansing της Πολιτείας του Michigan. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του εκατομμύρια νεκρούς και αναρίθμητα ανοιχτά τραύματα, ωστόσο η πίστη του πατέρα του Arnold άρχισε να κλονίζεται εξαιτίας της τραγικής μεταχείρισης που υπέστησαν οι Εβραίοι από τον Χίτλερ.

ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΑΚΙΣΤΗΣ

Η οικογένεια μετακομίζει στο Queens της Νέας Υόρκης, σε μια μη Εβραϊκή συνοικία. Παρά τις αντιξοότητες που έχει προκαλέσει ο πόλεμος, συνεχίζουν ναπηγαίνουν στην Εβραϊκή Συναγωγή. Ο νεαρός Arnold διακρίνεται για το κοφτερό μυαλό του. Ασχολείται με το σκάκι, καταφέρνοντας να βγει πρωταθλητής σε όλη την Αμερική σε ηλικία μόλις 13 ετών.

Λίγα χρόνια αργότερα αναδεικνύεται πρώτος, τρεις στις τέσσερις χρονιές, σε πρωτάθλημα σκακιού που έγινε μεταξύ των λυκείων της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο βιώνει μια κατάσταση που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Πέφτει στα χέρια του η Καινή Διαθήκη, την οποία διαβάζει και επηρεάζεται τόσο πολύ, ώστε επιθυμεί να μεταστραφεί στον προτεσταντισμό.

Πλέον, ως ευαγγελικός προτεστάντης, ζει το 1967, για έναν χρόνο, στην πατρίδα του πατέρα του, το Ισραήλ, στα σύνορα της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Εξι Ημερών. Οταν τελειώνουν οι εχθροπραξίες, μετακομίζει στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, στην πατρογονική εστία της οικογένειάς του, μένοντας μαζί με Αραβες χριστιανούς. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Arnold αποφασίζει να σπουδάσει οικονομικά στο Queens College του City University of New York, από όπου και παίρνει το πτυχίο του το 1970.

Η πορεία της ζωής τον βρίσκει, όχι πολύ αργότερα, στο San Francisco, όπου πήγε για να ιδρύσει μια νέα Ευαγγελική Προτεσταντική Εκκλησία. Ακριβώς εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε ενεργά με μια πνευματική κίνηση της εποχής, που ονομαζόταν Κίνημα του Ιησού. Παραμένοντας στην Πολιτεία της California, έγινε κληρικός της Ευαγγελικής Προτεσταντικής Εκκλησίας το 1975, από την οποία αποχώρησε το 1981 μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά τους, με σκοπό να βαπτιστούν Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ βρέθηκε και πάλι στην ανατολική πλευρά, στη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης, εκεί όπου μεγάλωσε. Πλέον, ήξερε ποιος ήταν και τι ήθελε να κάνει στο υπόλοιπο της ζωής του.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Το 1985 αποφάσισε να φοιτήσει στο Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου, από όπου το 1989 έλαβε το μεταπτυχιακό του στη Θεολογία. Δεν ήταν όμως μόνον ο ίδιος που επέστρεψε στα θρανία για να εμπλουτίσει τις γνώσεις και την εμπειρία του. Η σύζυγός του Μάρθα συνέχισε τις σπουδές της, παίρνοντας και αυτή μεταπτυχιακό στη Νοσηλευτική, με την ειδικότητα της μαίας.

Ο Αμερικανοεβραίος Ορθόδοξος θεολόγος δεν επιθυμούσε μόνο να βαπτιστεί Ορθόδοξος Χριστιανός, αλλά είχε και τη ζέση να γίνει λειτουργός του Υψίστου.

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ

Ετσι, στις 10 Ιουλίου του 1988 χειροτονήθηκε ιερέας της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, και διακόνησε επί τρία συναπτά έτη στην Ενορία του Αγίου Αντωνίου στο New Jersey.

Εναν χρόνο αργότερα ο π. James βρέθηκε στην Πολιτεία της Washington, κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά, όπου έως σήμερα συνεχίζει να διακονεί ως ιερέας στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle. Μάλιστα, με τη βαθιά εμπειρία του, τις παραινέσεις και τις νουθεσίες του συνέβαλε με πολύ ουσιαστικό τρόπο στη μεταστροφή μιας μεγάλης κοινότητας Προτεσταντών στην Ορθοδοξία!

Πηγή:


ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

<>



Ἄκτιστο Φῶς: Πρίν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία ψυχή. Μία ἁγία ψυχή. Θά ποῦμε ἕνα ὄνομα γιά νά κρατήσουμε πάλι τό προσωπικό δεδομένο. Τήν λένε Φωτεινιώ... Ἤ ἐγώ τήν λέω Φωτεινιώ.
Ἡ κυρα-Φωτεινιώ ἦρθε μέ οἱκογένεια στό σπίτι τῆς μητέρας μου, ἐκεῖ πού φιλοξενούμουνα τότε, γιατί δέν εἶχα σπίτι καί εἴχανε τακτοποιήσει τότε τό χώρο —καλοσύνη της ἡ μητέρα μου— εἶχε κάνει ἕνα μικρό ἀρχονταρίκι μέ τά εἰκονίσματά μας, μέ τό καντήλι, μέ τά κεράκια μας, μέ τά ἅγια Λείψανα καί εἴχαμε ἕνα μικρό καναπέ πού μέ χωροῦσε ἐμένα.
Τόν ἀνοίγαμε καί κοιμόμουνα τό βράδυ καί τό πρωΐ τόν μαζεύαμε καί στολιζόταν καί ἦταν σάν μικρό ἀρχονταρίκι, πού μποροῦσα ἐγώ νά ἀκούσω κάποιον λογισμό ἤ κάποιος νά μέ συμβουλευτῆ ἤ νά ἀκούση μιά γνώμη, κάπως κατ᾽ ἰδίαν.
Ἦρθαν, λοιπόν, ἕνα ἀπόγευμα αὐτό τό ζευγάρι, τέσσερα ἄτομα καί ἔφεραν μαζί τους τήν κυρά Φωτεινιώ. Θά ᾽ταν ἑξηντατριό, ἑξῆντα τεσσάρων ἐτῶν. Μιά μικρόσωμη γυναῖκα ἀλλά μέ πολύ φωτεινό πρόσωπο. Καί μοῦ λέει: 
—Πάτερ μου, ἔμαθα ὅτι εἶστε ἀπ᾽ τό Σινᾶ. Καί μοῦ συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό καί ἦρθα νά ρωτήσω ἐσᾶς, γιατί φοβᾶμαι ὅτι δέν μπορῶ νά τά πῶ στόν καθένα αὐτά πού μοῦ συμβαίνουν. 
Λέω:
—Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περᾶστε.
Καθίσαμε, λοιπόν, στό μικρό ἀρχονταρίκι καί ἄρχισε νά μοῦ διηγῆται ὅτι γεννήθηκε κάπου στή Στερεά Ἑλλάδα καί στά ἑφτά της χρόνια ὀρφάνεψε. Ἔπεσε δυστυχῶς σέ ἄπληστους θείους οἱ ὁποῖοι διαμέλισαν ἐν μιά νυκτί τήν περιουσία της καί τήν σφετεριστήκανε καί τήν κακομεταχειριζόντουσαν.
Αὐτή ἡ κακομοίρα, μικρή καί εὐαίσθητη, προσκολλήθηκε στή γειτόνισά της, τήν κυρά-παπαδιά ἡ ὁποία ἦταν καί αὐτή χήρα καί εἶχε τρία κορίτσια. Εὐτυχῶς, ἡ μεγάλη της εἶχε προλάβει νά πάη στήν ἀκαδημία νά γίνη δασκάλα καί ἔτσι βγάζαν τά πρός τό ζῆν. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν νοικοκυρές, εἶχε μάθει ἡ παπαδιά καί τά ἄλλα κορίτσια καί μάθαινε καί τήν Φωτεινιώ, νά κεντᾶνε προῖκες γιά τίς πλούσιες κοπέλλες, —τότε δέν ὑπῆρχαν οἱ μηχανές καί δέν ὑπῆρχαν τά ἕτοιμα ἐνδύματα. Ἔτσι, λοιπόν, κεντοῦσαν τά μονογράμματα στά σεντόνια, στίς μαξιλαροθήκες, στίς πετσέτες καί κάναν ἄλλα κεντήματα. Καί βγάζαν τά πρός τό ζῆν.
Δίπλα μέ τήν παπαδιά πού καθόταν ὅλη τήν μέρα ἡ Φωτεινιώ ἀπ᾽ τά ἑφτά της χρόνια, τήν ἄκουγε νά προσεύχεται. Μά ἡ παπαδιά μέσα στούς Ψαλμούς πού ἔλεγε, ἔλεγε καί κάτι: 
—Φχαριστῶ Σοι. Φχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ.
Τήν ἄκουγε νά τό λέη συνέχεια καί σάν πεδούλα ἡ κυρά Φωτεινιώ τή ρώτησε: 
—Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λές εὐχαριστῶ; Γιατί λες, εὐχαριστῶ Σοι Κύριε;
Λέει:
—Τί νά πῶ ἄλλο παιδί μου; Μᾶς ἔδωσε τόσα ἀγαθά ὁ Θεός καί μᾶς ἔχει καλά καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ Τόν γνωρίζουμε. Μόνο εὐχαριστῶ μπορῶ νά τοῦ πῶ. Τίποτε ἄλλο δέν μπορῶ νά ζητήσω.
Ἔτσι, ἡ Φωτεινιώ μεγάλωσε καί ἐνστερνίστηκε αὐτή τήν εὐχή. Σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη εὐχή καί σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη προσευχή, ὅ,τι τῆς συνέβαινε ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Ἔμεινε μέχρι τά δεκαεφτά της χρόνια νά κοιμᾶται στούς θείους της στό σπίτι καί τό πρωΐ, πρωΐ-πρωΐ νά φεύγη καί νά πηγαίνη στῆς κυρα-παππαδιᾶς καί νά τῆς δίνη καί ἐκείνη ἕνα χαρτζιλίκι, ἔτσι ὥστε νά μήν χρεώνη τούς θείους της γιά τά δικά της ἔξοδα.
Στά δεκαεφτά της χρόνια, πῆγε μιά ἐκδρομή σ᾽ ἕνα Μοναστήρι, μαζί μέ τήν κυρα-παππαδιά καί μέ τήν ἐνορία, στήν Βόρεια Ἑλλάδα σ᾽ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί πόθησε ἡ κακομοίρα νά γίνη μοναχή. Τῆς ἄρεσε τόσο πολύ αὐτή ἡ ζωή πού κατανενυγμένη ζήτησε νά γίνη. Ὅμως, ἔπρεπε νά ἔχη γονεῖς νά τήν ἀφήσουν, γιατί ἦταν ἀνήλικη.
Και ἔτσι γυρίζοντας βρέθηκε ἀντιμέτωπη μέ ἕνα δυσάρεστο γεγονός, ὅτι οἱ θεῖοι της γιά νά τήν ξεφορτωθοῦν τῆς εἶχαν βρεῖ ἕνα γαμπρό, ὁ ὁποῖος φυσικά δέν θά ἦταν καί σόι ἀφοῦ δέν ζήταγε προίκα. Ἔτσι, λοιπόν, σ᾽ ἕνα χρόνο, ἄρον ἄρον τήν παντρέψανε. Ἡ κακομοίρα, ὅμως, ἀντιμετώπιζε τό πρόβλημα, ὅτι αὐτός εἶχε καφενεῖο καί δυστυχῶς μάθαινε νά πίνη καί ἦταν καί ἔπινε καί ἄλλες οὐσίες ἐκεῖ στό καφενεῖο καί τά πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε, ὅμως, τοῦ χάρισε τρία παιδιά: ἕνα ἀγόρι, τόν Φάνη καί δύο κορίτσια. Δέν θυμᾶμαι τά ὁνόματά τους νά σᾶς πῶ. Ἀλλά θυμᾶμαι ὅτι εἶχε τρία παιδιά. Καί ἡ κακομοίρα προσπαθοῦσε νά τά ἀναθρέψη μέ νουθεσία Κυρίου.
Αὐτός, ὅμως, ὅποτε γύριζε ἀπ᾽ τό καφενεῖο μεθυσμένος ἤ τό παιδί τό ἕνα ἦταν ἄρρωστο ἤ γκρίνιαζε, προσπαθοῦσε νά τά μαλώση καί νά τά δείρη καί αὐτή ἡ κακομοίρα ἔβαζε τόν ἑαυτό της μπροστά καί ἔτρωγε αὐτή τό ξύλο. Ἔτσι ἐκτός ἀπ᾽ τίς βρισιές πού δεχόταν, αὐτή ἔτρωγε καί τό ξύλο, ἔτρωγε καί κανά παιδάκι ξύλο. Καί ἡ κακομοίρα πάντοτε μέ τήν εὐχή “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Ποτέ δέν παραπονέθηκε.
Στά τέσσερα πέντε χρόνια τοῦ γάμου της, ἐπειδή δέν πήγαινε καλά ἡ ἐπιχείρησι τοῦ ἄντρα της, τά ξαδέλφια του τοῦ εἴπανε:
—Ἔλα σέ μᾶς στήν Πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ νά βροῦμε ἕνα καφενεῖο νά βάλουμε τό βιός μας μέ τό βιός σου νά κάνουμε ἕνα μεγάλο καφενεῖο. 
Ὄντως ἔτσι ἔγινε. Βρῆκαν καί ἕνα σπιτάκι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, πού εἶχε ἕνα πηγάδι καί μιά μικρή στάνη καί μποροῦσαν νά ἐπιβιώσουνε καί οἱ δυό φτωχικά καί ὄντως κάναν τό καφενεῖο μεγαλύτερο ἀλλά σιγά σιγά ὁ καφενές ἔγινε καφετέρια, ἡ καφετέρια ἔγινε καφέ-bar καί σιγά σιγά ἔγινε νυκτερινό κέντρο...
Μέ πεταλουδίτσες, μέ διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνοῦσε ἀργά ὁ Ἀνέστης, δέν τοῦ ἄρεσε πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, φώναζε, τήν ἔλεγε “μούχλα”, τήν ἔλεγε “πανούκλα”, τήν ἔλεγε “χολέρα”. Τήν ἔβριζε, τήν ταπείνωνε. Ἐκείνη πάντοτε μέ ταπείνωση καί πολύ καρτερία ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”.
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αὐτό τό μαρτύριο. Δέν τήν ἀφήναν νά πάη στήν ἐκκλησία καί μοῦ ἔλεγε μέ δάκρυα:
—Παίρναν, παππᾶ μου, τά παπούτσια μου καί τά ρίχναν στό πηγάδι ἤ τά ρίχναν στή κοπριά γιά νά μήν μπορῶ νά πάω. Πῶς θά πάω; Ξυπόλητη; Καί τά ἔβγαζα, τά ἔπλενα καί μετά τά φοροῦσα. 
Καί λέω:
—Τόν χειμῶνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τά φοροῦσες;
—Ὄχι, λέει, τά ἄλειφα καί μέ λίγο λάδι νά μήν μέ λέη ἡ γειτονιά ἀνοικοκύρευτη. Καί πήγαινα στήν ἐκκλησία καί δέν μέ ἔνοιαζε.
Ἔτσι, λοιπόν, μετά ἀπό δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωῆς, μιά μέρα ἦταν Καθαρά Δευτέρα, εἶχε ἔρθει ὁ κυρ-Ἀνέστης ἀπό βραδίς στό σπίτι, κατά τίς τέσσερεις τό πρωΐ τά χαράματα καί κοιμόταν, ἐκείνη ἑτοιμασε τό πρωΐ τά καλαθάκια γιά τά παιδιά της, τά μπουγαλάκια τους μέ τά νηστίσιμά τους γιά νά πᾶνε νά γιορτάσουν τά κούλουμα ἔξω στήν ὕπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ὁ κυρ-Ἀνέστης καί λέει:
—Φάνη σήκω. Καί ἑτοιμασε τήν ψησταριά, γιατί θά βάλουμε νά ψήσουμε κρέας καί νά χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τά παιδιά πού εἶναι κλειστή ἡ ταβέρνα νά πιοῦμε καί νά φᾶμε ὅλοι μαζί.
Καί τόλμησε ἡ κακομοίρα ἡ κυρά Φωτεινιώ νά πῆ:
—Βρέ Ἀνέστη μου, σήμερα εἶναι Καθαρά Δευτέρα. Οἱ Χριστιανοί ὅλοι νηστεύουν καί τιμᾶνε τήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, πού στήν Μ. Ἑβδομάδα ὁ Χριστός μας σταυρώθηκε γιά τή Σωτηρία μας. Τί θά κάνουμε; Σάν τούς Ἑβραίους νά φᾶμε Καθαρά Δευτέρα κρέας; 
—Ρέ, ἐσύ θά μέ πῆς, πανούκλα, Ἑβραῖο, ἐσύ θά μέ πῆς...
Καί ἐκεῖ πού ἄρχισε νά τῆς φωνάζει καί νά τήν βρίζη, πέταγε τά πράγματα ἀπ᾽ τό σαλόνι του στό σπίτι του, ἔσπαγε τά πράγματα καί ὅπως πηγαίνει νά τήν χτυπήση... τόν ἐπισκέπτεται ὁ Κύριος ἐν βραχίονι ὑψηλό καί πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Ἄρχισε νά τρέμη, μαζευτῆκαν τά παιδιά, ἄρχισε ὁ γυιός νά φωνάζη στήν μάνα τοῦ:
—Ἐσύ φταῖς ρέ μάνα γιατί τόν σκότωσες τόν πατέρα μας. Τί τοῦ ἔκανες; 
Ἦταν κατάστασι τραγική. Ἦταν καί τεράστιος ὁ κυρ-Ἀνέστης. Ἦρθαν οἱ γείτονες. Τόν βάλαν στό κρεββάτι καί ὅταν ἦρθε ὁ γιατρός τό μόνο πού διαπίστωσε ἦταν ὅτι, δυστυχῶς, εἶχε ὑποστῆ ἡμιπληγία, εἶχε ἀγγιχτῆ τό κέντρο τῆς ὁμιλίας του, εἶχε στραβώσει τό στόμα του καί τό δεξί του χέρι καί τό δεξί του πόδι εἶχαν παραλύσει.
Ὀκτώμισι χρόνια τόν διακονοῦσε μέ ὑπομονή, χωρίς νά λέη τίποτε παρά μόνο: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Τά παιδιά της τήν βασάνιζαν, τήν γιουχάρανε, τήν κοροιδεύανε, τῆς κάναν τά ἴδια, ἐκείνη ὑπέμενε λέγοντας πάντοτε: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Μούγκριζε καμμιά φορά ὁ κυρ-Ἀνέστης. 
Λέω: 
—Πῶς τά κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ; 
—Τί νά ‘κανα;, λέει, πάτερ μου. Στήν ἀρχή δέν καταλάβαινα. Κι ὅταν πήγα μιά φορά κοντά του, τότε μέ τό ἀριστερό του χέρι, πού ἦταν τό μόνο γερό, μοῦ ἔπιασε τήν κοτσίδα καί μέ κοπάναγε. Καί δέν μέ ἄφησε πάρα μόνο μετά ἀπό μισή ὥρα, ὅταν κουράστηκε τό χέρι του. Τότε μόνο ἡσύχασε.
—Καί τό ἔκανες αὐτό συχνά κυρά Φωτεινιώ; 
—Αἴ, δόξα τῳ Θεῷ. Ὄχι πολύ συχνά. Κανά δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Λίγο νά ξεκουράζεται. Γιατί ὁ καημένος ἔχει ἄγχος. 
Καί δέν τόν κατέκρινε. Δόξα τῷ Θεῷ, ἔλεγε. Καί τῆς τραβοῦσε τά μαλλιά μόνο δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μιά Παραμονή τῶν Θεοφανείων μετά τά ὁκτώμισι χρόνια, ἦταν οἱ Μεγάλες Ὧρες. Καί ἀφοῦ ἡ κακομοίρα πῆρε τόν ἁγιασμό πῆγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα νά εὐπρεπίση τό σπίτι της, νά ἑτοιμάση τό καντήλι της, νά θυμιάση γιατί θά περνοῦσε ὁ παπα-Βασίλης νά ἁγιάσει τό σπίτι. Καί ὄντως πέρασε ὁ παπα-Βασίλης. Καί ἅγιασε τό σπίτι. Καί ἤθελε-δέν ἤθελε ὁ κυρ-Ἀνέστης τόν διάβασε μιά εὐχή, μουγκρίζοντας ὁ κυρ-Ἀνέστης γιατί δέν ἀγαποῦσε τούς παπάδες, ἀλλά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ἀλλιῶς, πού νά πάη νά σηκωθῆ ἀφοῦ ἦταν παράλυτος; Τόν διάβασε ὁ παπᾶς ὅμως καί ἔφυγε.
Στό κατόπι ὅμως τοῦ παπα-Βασίλη, ἔρχεται ὁ Θεοφάνης. Ὁ Φάνης. Ὁ γυιός. Καί ἀρχίζει καί φωνάζει:
—Τί βρωμοκοπάει ἐδῶ σάν τά νεκροταφεῖα; Καί ἐσεῖς καί τά νεκροταφεῖα σας. Ἄντε πάλι, μούχλα, ἐσύ. Πάλι θύμιασες; Καί μέ τά θυμιατά σου τί βρήκαμε; Νά, πίσω πᾶμε. Καί τί ὠφεληθήκαμε ἐμεῖς μέ τά θυμιατά σου; 
Καί μέ τά νεῦρα του, πετάει τό καντήλι, πετάει τίς εἰκόνες, ρίχνει τά κεριά καί βγαίνει ἡ κακομοίρα ἔξω γιά νά δῆ τί γίνεται στό σαλόνι ἀπ᾽ τήν κουζίνα, γιατί εἶχε ἀνοίξει φύλλο καί ἑτοίμαζε πίτες, γιατί θά ‘ρχόντουσαν τήν ἄλλη μέρα νά τήν εὐχηθοῦν καί ἐκείνη καί τό γυιό της καί νά μήν τήν δοῦν ἀνοικοκύρευτη καί ἐκεῖ στά νεῦρα του παίρνει τόν πλάστη ἀπ᾽ τά χέρια της καί τῆς τόν κοπανάει στό κεφάλι.
Ἡ κακομοίρα ἀπ᾽ τόν πόνο λιποθύμισε καί ἔπεσε κάτω. Καί ἦρθαν οἱ γειτόνισσες νά τήν συνεφέρουν, τῆς βάλαν καί μιά σακούλα μέ πάγο στό κεφάλι καί ὅταν συνῆλθε σέ καμμιά ὥρα καί εἶδε τόν ἑαυτό της στόν καθρέφτη, τρόμαξε. Εἶχε ἕνα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σάν ἀβγό στό μέτωπό της. Καί εἶχε ἀρχίσει νά μελανιάζη ὅλη ἡ δεξιά πλευρά.
—Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πῶς θά πάω στήν ἐκκλησία μέ τό καρούμπαλο; Πῶς θά πάω μελανιασμένη; Τί θά λέη ἡ γειτονιά γιά τά παιδιά; Καλά ὁ ἄντρας σου. Ἀλλά τά παιδιά; Θά μέ κουτσομπολεύουν καί θά στεναχωριοῦνται.
—Τί ἔκανες, καλέ κυρά Φωτεινιώ;
—Ἔβαλα ὅλη τή νύχτα κομπρέσα, παπᾶ μου καί εἶπα τό πρωΐ νά πῶ στήν κόρη μου νά μοῦ δώση λίγο ἀπό ἔκεῖνες τίς ποῦδρες πού βάζουνε νά καλύψω τό μελάνιασμα. Ἀλλά μέ τό καρούμπαλο, τί θά ἔκανα; Σκέφτηκα, λέει, νά βάλω ἕνα φακιόλι, ἕνα μαντήλι καί νά κάνω ἔτσι ὅπως κάνουν οἱ εὐσεβεῖς καί νά πάω στή ἄκρη. Νά μήν πάω στήν θέσι πού πήγαινα στήν ἐκκλησία.
—Καί τό ‘κανες, κυρά Φωτεινιώ; 
Λέει:
—Ναί. Σηκώθηκα πρωΐ πρωί.
Σηκώθηκε ἡ κακομοίρα, τακτοποίησε τό σπίτι της, ἄλλαξε τόν κυρ-Ἀνέστη, τόν ξύρισε, τόν ἔπλυνε, τόν ἑτοίμασε, ἄναψε τό καντήλι της, θύμιασε καί ἔφυγε τροχάδι γιά τήν ἐκκλησία. 
—Μά σάν μπῆκα, λέει, παπᾶ μου μέσ᾽ στήν ἐκκλησία, ἕνα οὐράνιο Φῶς εἶδα μέσ᾽ στήν ἐκκλησία. Ἕνα Φῶς πού ἔφεγγε καί τά πολυέλαια ἦταν σβηστά. 
Λέω:
—Καί τί χρῶμα εἶχε αὐτό τό Φῶς, κυρά Φωτεινιώ; 
—Λευκογάλαζο, παπᾶ μου. Ἄστραφτε τό Φῶς. Κι ἐγώ, παρόλο πού ἔκανε κρύο ἔξω τσουχτερό αἰσθανόμουνα μιά θερμότητα. Μιά θερμότητα καί μιά δροσιά. Καί ἡ καρδιά μοῦ ἄνοιγε. Καί ἔλεγα: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε”. Πῆγα λοιπόν στή ἀκριανή πόρτα πού εἶναι στά ἀριστερά, κεῖ πού κάθονται οἱ γυναῖκες γιά νά μπορῶ νά ἀτενίσω τόν Παντοκράτορα, νά χαίρομαι, νά παρηγοριέμαι. Καί ὅσο προχωροῦσε ἡ Λειτουργία τόσο αὐτό τό Φῶς αὔξαινε. Καί ὄχι μόνο αὔξαινε, παπᾶ μου, ἀλλά ἔπεφτε καί μιά χρυσόσκονη καί ἄστραφτε ὄλο αὐτό τό Φῶς, σάν νά εἶχε χιλιάδες μυριάδες ἀστέρια. Καί σάν κοιτάω τόν Παντοκράτορα, τί νά δῶ παπᾶ μου; Εἶχε... Ἔβγαινε αὐτό τό Φῶς ἀπ᾽ τό Φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπ᾽ τό Πρόσωπό Του, τά Χεράκια Του, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο... καί κάλυπτε τόν κόσμο. Καί ὅσοι ἦταν στήν ἐκκλησία, ἄλλους τούς ἔλουζε τό Φῶς καί ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς καί γινόντουσαν ὅλοι μιά λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. στούς ἄλλους δέν ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς, ὅμως, τούς θώπευε.
Και τήν ρώτησα:
—Ἦρθε καί σέ σένα τό Φῶς; Ἦρθε στή γωνιά σου, στήν γωνίτσα σου τό Φῶς;
—A! Ἄμ, καλοῆρθε παπᾶ μου. Ἦρθε.
—Πῶς τό αἰσθάνθηκες, κυρά Φωτεινή;
—Σάν ἕνα Χέρι πού μέ θώπευε. Μέ ἄγγιζε ἀπ᾽ τό μέτωπο, μέ χάιδευε στούς ὤμους, στά μπράτσα καί στίς παλάμες. Καί μετά μέ πήγαινε ἀριστερά. Καί τό ἴδιο πράγμα. Καί ἄνοιξε ἡ καρδιά μου παπᾶ μου καί ἄρχισαν νά τρέχουν τά δάκρυά μου μετά. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ἀλλά τό Χέρι αὐτό μοῦ ἐπούλωσε τίς πληγές, μού ἔκλεισε τίς πληγές ὅλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές πού εἶχα. Τά βρισίδια, τούς ξυλοδαρμούς, τούς βιασμούς, τό ξύλο, τήν ταπείνωσι... ὅλα μοῦ τά ἐπούλωσε ὁ Χριστός. Τίποτε δέν αἰσθανόμουνα. Αἰσθανόμουνα μιά ἀπέραντη εὐφορία. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο, παπᾶ μου. Μέ κλειστά τά μάτια, ἔβλεπα τά γινούμενα στή Λειτουργία. Ἔβλεπα τά πάντα. Ἔβλεπα τήν Μεγάλη Εἴσοδο, εἶδα τούς Πατέρες, εἶδα τή Λειτουργία ὅλη. Τήν ἔζησα στόν Παράδεισο... Ξαφνικά, ὅμως, εἶδα τίς γυναῖκες νά ἀρχίσουν νά κινοῦνται καί κατάλαβα ὅτι πᾶμε γιά νά κοινωνήσουμε. Ἦρθε ἡ ὥρα τῆς Θ. Κοινωνίας. Ἑτοιμάστηκα. Καί ὅπως κοίταζα νά δῶ τό τσεμπέρι μου, τί νά δῶ; Τό Χέρι μοῦ εἶχε κάνει καλά καί τό καρούμπαλο! Δέν εἶχα οὔτε καρούμπαλο! Εἶχε φύγει τό καρούμπαλο. Καί μέ μεγάλη χαρά ὅτι δέν θά ἐκτεθῶ στήν γειτονιά, στάθηκα στή σειρά. Ἀλλά εἶπα νά δῶ, κι ἔτσι δεξιά νά δῶ, ποιός κοινωνάει; Ὁ παπά-Βασίλης πού ἦρθε καί μᾶς ἅγιασε ἤ ὁ παπα-Γιάννης; Καί ξαφνικά, παπᾶ μου... Οὔτε ὁ παπα-Βασίλης ἤτανε. Οὔτε ὁ παπα-Γιάννης. Ἕνας Δεσπότης... Μά τί Δεσπότης... Τί χρυσά ἄμφια φοροῦσε! Τί διαμάντια καί μπριλάντια εἶχαν πάνω τά ροῦχα Του! Ἄστραφτε ὁλόκληρος! Καί φοροῦσε μιά Κορῶνα... Ὄχι σάν αὐτές τῶν Δεσποτάδων. Μιά Βασιλική Κορῶνα. Πού ἄστραφταν χιλιάδες τά μπριλάντια καί τά διαμάντια. Καί πάνω στήν Κορῶνα του εἶχε Ἀγγέλους. Μά καί δίπλα Του εἶχε δύο Παραστάτες Ἀγγέλους πού κρατοῦσαν τό Μάκτρο. Με ἔπιασε τρόμος. Τά Χέρια Του, τό Πρόσωπό Του, ἔφεγγαν σάν τόν ἥλιο. Καί κρατοῦσε μιά χρυσή λαβίδα. Ἀλλά δέν εἶχε μέσα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο. Καί ἡ δόλια, λέω, ἡ κακομοίρα, τί θά κάνω; Πῶς θά κοινωνήσω τό κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά ἔχουν σήμερα. Ἄλλος Δεσπότης ἦρθε καί ἄλλες συνήθειες ἔχουν. Καί τί νά κάνω ἐγώ; Καί πῶς θά καῶ; Καί θά βάλω τίς Φωνές στόν κόσμο;
—Καί τί ἔκανες, βρέ κυρά Φωτεινιώ; Δέν κοινώνησες;
—Ὄχι, λέει. Προφασίστηκα εὐγένεια. Καί πῆγα στήν ἄκρη καί ἔλεγα: “Περᾶστε. Περᾶστε καί ἐσεῖς”. Αἴ, περάσανε καμμιά εἰκοσιπενταριά πού ἦταν στήν οὐρά... Μετά δέν εἶχε ἄλλο “περάστε”. Ἔπρεπε νά μπῶ ἐγώ στή σειρά.
—Τι ἔκανες, κυρά Φωτεινιώ;
—Τι ἔκανα λέει; Πλησίασα καί κοιτάζοντας χαμηλά μήν μπορῶντας νά δῶ τό Πρόσωπο τοῦ Δεσπότη, ἀκόμα καί τά παπούτσια του παπᾶ μου χρυσά ἤτανε. Καί οἱ Ἄγγελοι δίπλα Του σάν νά μήν πατοῦσαν στή γῆ. Καί εἶπα: “Χριστέ μου, εὐχαριστώ Σοι. Ἄντε, γιά τήν ἀγάπη Σου. Ἄς εἶσαι Ἐσύ καί ἄς καῶ. Ἐσύ νά εἶσαι καί ἄς καῶ. Κι ἐγώ θά κοινωνήσω. Ἔκλεισα τά μάτια μου, ἔβαλα τό Μάκτρο (κόκκινο ὕφασμα πού κρατᾶμε κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μας κατά τήν Θ. Μετάληψι) κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μου καί ἄνοιξα τό στόμα μου.
—Κοινώνησες, κυρά Φωτεινιώ;
—Κοινώνησα παπά μου.
—Κάηκες κυρά Φωτεινιώ;
—Ὄχι, παπᾶ μου. Δροσίστηκε ἡ ψυχή μου. Ἄνοιξε ἡ καρδιά μου. Καί ἄρχισα νά λέω ἀπ᾽ τήν καρδιά μου: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Σέ εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Καί ἄρχισα φαίνεται νά τό λέω δυνατά καί ξαφνικά ἀκούω τή φωνή τοῦ παπα-Βασίλη νά μοῦ λέει: “Κυρά Φωτεινιώ, εἶσαι καλά;” καί ἀνοίγω τά μάτια μου καί βρίσκομαι μπροστά στόν παπά-Βασίλη πού κρατοῦσε τό ἅγιο Ποτήριο καί σκέπαζε μέ τό Μάκτρο. Και λέω: “Παναγία μου, θά ρεζιλευτώ”... Καί πῆγα στήν ἄκρη καί σκεφτόμουνα: “Ὅλα αὐτά πού εἶδα, παπᾶ μου, ἦταν ἀληθινά; Λές νά ‘ταν φαντασία; Μά εἶδα τόν Δεσπότη, εἶδα τούς Ἀγγέλους, εἶδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, εἶμαι τρελλή;”. Μόλις τελείωσε ὁ ἁγιασμός καί πῆγα σπίτι μου, μπῆκα ἀμέσως στήν ἀποθηκούλα νά ἀλλάξω τά ροῦχα μου, γιά νά βάλω τά ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ καί νά βάλω τήν ποδιά μου νά ἑτοιμάσω τό φαγητό. Καί σάν ντύθηκα, κάτι μοῦ μύριζε τό σπίτι. Καί μπαίνω μέσα στό σαλόνι καί τί νά δῶ; Ἡ μικρή μου θυγατέρα κρατοῦσε ἕνα θυμιατό καί θύμιαζε τίς εἰκόνες. Στή θέσι τους οἱ εἰκόνες, εὐπρεπισμένο τό καντηλάκι μου, ἀναμένα τά κεράκια μου καί δίπλα στήν Παναγία ἕνα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Καί μοῦ λέει ἡ κόρη μου: “Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ἡμέρα. Εἴπαμε νά θυμιάσουμε, μιᾶς καί σοῦ ἀρέσει νά θυμιάζης τό σπίτι. Ἀλήθεια, μᾶς ἔφερες ἀντίδωρο;” κι ἐγώ ἔμεινα... Καί σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σέ αὐτό τό σπίτι δέν μοῦ ζητήσανε ποτέ ἀντίδωρο”. Καί ἀπαντοῦσα στήν κόρη μου: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”! Κι ἔρχεται καί ὁ γυιός μου ἀπ᾽ τό κατόπι μου στό πλάι καί σκύβει ταπεινά καί μοῦ φυλάει τό χέρι καί μοῦ λέει: “Συχώρα μέ μάνα. Συχώρα με” καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”. Καί ἀκούω τόν Ἀνέστη νά μοῦ φωνάζη καί μπαίνω βιαστική νά δῶ μήπως ἤθελε κάτι καί τόν βλέπω καθήμενο στό κρεββάτι του καί μοῦ ἔκανε σινιάλο μέ τό ἀριστερό του χέρι. Καί σάν τόν εἶδα εἶχε μιά ἱλαρότητα τό πρόσωπό του καί μιά γλυκύτητα τά μάτια του. Καί τοῦ δίνω τό χέρι μου, νομίζοντας θέλει νά καθίση καί αὐτός ἀρχίζει καί μοῦ τό φιλοῦσε. Μέσα καί ἔξω, παπᾶ μου μοῦ τό φιλοῦσε κλαίγοντας καί μοῦ ‘λεγε μέ τό μισό του στόμα: “Συγχώρα με, Φωτεινιώ. Συγχώρα με νά χαρῆς”. Καί ἔρχεται πίσω τό παιδί... Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ἔρχεται τό παιδί μου πάλι καί μέ φιλάει στό μέτωπο ἐκεῖ πού ἦταν τό καρούμπαλο καί μοῦ λέει: “Συχώρα με, μάνα. Δέν θά τό ξανακάνω. Τήν εὐχή σου νά χω, μάνα”. Κι ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Κι ἐδῶ σταμάτησε ἡ διήγησι τῆς κυρά Φωτεινιῶς. Γιά εἴκοσι λεφτά πλάνταξε στό κλάμμα. Κι ἀφοῦ συνῆλθε μέ ρώτησε μέ μιά παιδική ἁπλότητα, σάν μικρό κοριτσάκι ἔνοχο: 
—Πάτερ μου, εἶμαι κουζουλή; Τρελλάθηκα; Λές νά μέ κλείσουν στό Δρομοκαΐτειο; Λές νά εἶμαι γιά δέσιμο καί εἶδα τόσες φαντασίες; Λές νά εἶμαι τρελλή; Τί θά πῆς, Πάτερ; Τί γνώμη ἔχεις; Εἶμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα; 
Κι ἐγώ ἀπάντησα: 
—“Ευχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν γιά τήν ὕπαρξί σου, κυρά Φωτεινιώ, τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Ἡ κυρά Φωτεινιώ δέν ἦταν ὁ Ἅγ. Χρυσόστομος, οὔτε ὁ Ἅγ. Νείλος, οὔτε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, οὔτε ὁ Μέγας Παϊσιος. Ἦταν μιά ψυχή σάν κι ἐσᾶς, σάν κι ἐμᾶς. Ἁπλῶς ἔμαθε καλά στήν καρδιά της νά λέη: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ὁ Θεός τήν πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θά σᾶς πῶ καί τήν ἔκβασι γιατί ξέρω πώς θά χαρῆτε. Σήμερα, χήρα πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, εἶναι Μοναχή καί πηγαίνουν τά παιδιά της καί τῆς φιλοῦν τό χέρι καί τό μέτωπο... Καί ἐκείνη κάθεται ἐκεῖ καί ἀφουγκράζεται καί θυμᾶται τό Δεσπότη Χριστό, πού τήν κοινώνησε μέ τήν χρυσή Λαβίδα τό Τίμιο Φρικτό Σῶμα καί Αἷμα Του.
Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά λαβώση τήν καρδιά μας μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του καί νά μᾶς διδάξη ἀπ᾽ τά κατάβαθα, τά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς μας, ἀναβαθμίζοντας τή δική μας παιδική προσευχή σέ εὐχαριστηριακή, νά λέμε κι ἐμεῖς, δίνοντας τό μπόλι τῆς καρδίας καί τοῦ σώματος: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ, πάντων ἔνεκεν”.


<>






Ένας ιερέας πήγε στο σούπερ μάρκετ.

Όταν άπλωσε τα ψώνια στο ταμείο, άκουσε πίσω του ένα λογο με το εξής περιεχόμενο: «Ω, κοίτα, ο παπάς έχει κερδίσει τόσα πολλά για τον εαυτό του... Διδάσκει τον κόσμο για τη φτώχεια, αλλά έχει κερδίσει για τον εαυτό του. για να υπερφάει!Τι κοιλιά έχει φάει...».

Ήταν η φωνή μιας 50χρονης γυναίκας που δεν ηρέμησε και αποφάσισε να περάσει στην επίθεση:

- Λοιπόν, πήρες λίγα για τον εαυτό σου; - ρώτησε σαρκαστικά η γυναίκα.

«Λοιπόν, τά πήρα», απάντησε ο ιερέας.

- Μάλλον για ένα μηνα;

- Όχι, αγαπητή γυναίκα, νομίζω ότι μπορώ να το φάω σε δύο μέρες.

- Ναι, είναι ξεκάθαρο από την κοιλιά σου ότι σίγουρα μπορείς να το διαχειριστείς!

- Σωστά προσέξατε, η κοιλιά μου είναι η καταδίκη μου. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ το φαγητό.

- Και βάζω και τυρί και ζαμπόν στο καρότσι μου, λίγο πιο γρήγορα!

- Λοιπόν, καλά, υπάρχει μια τέτοια αμαρτία.

- Σωστά αυτά που λένε για σένα... Και κυκλοφορείς και με Merceds!

- Υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτό... Έχω ήδη ένα Merc, αλλά θέλω κάτι πιο σοβαρό. Ονειρεύομαι μια Cadillac, αλλά όλα πάνε προς το φαγητό, γιατί πρέπει να ταΐσω την κοιλιά μου...

- Ουάου, ούα! Εντάξει, τουλάχιστον το παραδέχεσαι! Ονειρεύεται το «KoniAk»! Είναι δυνατόν να μην μπορείτε να ζήσετε χωρίς να πιείτε;

- Λοιπόν, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς αυτό; Τώρα θα βγάλω το ράσο μου και θα τρέξω στον πάγκο για μπύρα για να μην με δει κανείς.

- Ναι... Ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση! Αυτό ακριβώς λένε για σένα!

- Ακριβώς, αλλά όχι ακριβώς. Αν ήξεραν καλύτερα, θα έλεγαν ακόμα χειρότερα.

- Χα! Και γενικά, μετά από αυτό, γιατί να ονομάσω τις αμαρτίες μου μπροστά σε ανθρώπους σαν εσένα;

«Όχι, δεν πρέπει, μην ανησυχείς», απάντησε ήρεμα ο ιερέας, βάζοντας τα πράγματα σε σακούλες.

Και τότε η γυναίκα σώπασε. Αν και το πρόσωπό της δεν άλλαξε, ήταν ξεκάθαρο ότι είχε μιλήσει πλήρως και είχε λάβει κάποια ικανοποίηση. Ξαφνικά επικράτησε μια ηρεμία. Και τότε ο ιερέας πήγε στην επίθεση.

- Εσύ, σαν μητέρα, νιώθεις καλύτερα;

Όμως η γυναίκα δεν απάντησε. Στην πραγματικότητα ένιωθε καλύτερα σε κάποιο βαθμό, αλλά φοβόταν να το παραδεχτεί δυνατά. Όπως είπε αργότερα αυτή η γυναίκα, εκείνη τη στιγμή, προς έκπληξή της, ανακάλυψε ένα άγνωστο μέχρι τώρα πράγμα: αποδεικνύεται ότι ακόμη και από έναν ιερέα που τρώει υπερβολικά και οδηγεί μια Mercedes, μπορείς να πάρεις παρηγοριά!

Όμως η ανακούφιση δεν κράτησε πολύ. Όταν αυτή η ωραία γυναίκα έφυγε από το κατάστημα, είδε με έκπληξη ότι ο ιερέας περπατούσε προς το VAZ 2104 Mercedes του με άδεια χέρια.

Στην αρχή δεν κατάλαβε ποιο ήταν το κόλπο, γιατί ο ιερέας έφευγε από το σούπερ μάρκετ με τέσσερις σακούλες. Όμως, κοιτάζοντας πίσω, είδε τέσσερις άστεγους να εξετάζουν χαρούμενα το περιεχόμενο των πακέτων που είχαν στα χέρια τους...

Εδώ, η «παρηγοριά» της αναζήτησης της αλήθειας της 50χρονης καταπατήθηκε από ένα ακατανόητο και σχεδόν ξεχασμένο συναίσθημα που ξέσπασε από κάπου στο υπόγειο της ψυχής της.

Η γυναίκα πάγωσε, κοιτάζοντας τα χαρούμενα πρόσωπα των αστέγων. Μέσα της συναντήθηκαν ταυτόχρονα αντικρουόμενα συναισθήματα ενοχής, παρεξήγησης, χαράς και αυτομαρτυρίας, που μαζί έγιναν ο πρόδρομος της μετάνοιας του αναζητητή της αλήθειας.

Και εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα έκανε μια άλλη ανακάλυψη για τον εαυτό της: η αληθινή παρηγοριά, σε αντίθεση με την ικανοποίηση με την κατάκριση των άλλων, γεννά δάκρυα μετάνοιας και αγγίζει την καρδιά.

...Πέρασαν ήδη 7 χρόνια.

Και τώρα ο ιερέας της ενορίας, ο πατέρας Βίκτορ, και η  Βαλεντίνα Τιμοφέβνα, θυμούνται με χαμόγελο την ιστορία της γνωριμίας τους στο σούπερ μάρκετ.

Άνθρωποι, να είστε ελεήμονες.


<>








«Κάποια ἡμέρα [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος] ἐπέστρεφε ἀπ᾽ τό χωριό Σουδενά, πού λειτουργοῦσε, στό Μοναστηράκι του, πού ἀπεῖχε δύο ὧρες περίπου. Στόν ἐρημικό ἐκεῖνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερῶς, ὅπως συνήθιζε πάντοτε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός κατώρθωνε νά ἔχη σέ ἐφαρμογή τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”.
Ἐντωμεταξύ ἄνδρες τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ ναρκοθέτησαν ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου. Κατέλαβαν ἀκολούθως τό ὕψωμα καί παρακολουθοῦσαν, μήπως περάση κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν νά ξεπροβάλη ἀνύποπτος ὁ π. Ἰάκωβος στό ναρκοθετημένο σημεῖο τοῦ δρόμου. Μπήχνουν τίς φωνές γιά νά τόν προλάβουν:
—Παππούλη... Παππούλη...
Ἀλλά ὥσπου νά ἀκούση ὁ π. Ἰακωβος  —ἦταν ἄλλωστε προσηλωμένος στήν προσευχή— τήν πάτησε τή νάρκη. Ἐξερράγη μέ δαιμονιώδη κρότο. Ἐβούϊξαν οἱ πλαγιές  καί τά φαράγγια καί σύννεφα κονιορτοῦ σηκώθηκαν. Λές καί ἐξερράγη κάποια ἀπ᾽ τίς φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως.
—Πάει ὁ φουκαράς ὀ Παππούλης, λένε οἱ στρατιώτες καί τρέχουν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. 
Καί τί βλέπουν; Τρίβουν τά μάτια τους. Δέν μποροῦν νά τό πιστέψουν. Βλέπουν τόν π. Ἰάκωβο ἄσπρο ἀπ᾽ τή σκόνη σάν μυλωνά, νά τινάζη τά ράσα του, χωρίς νά ἔχη πάθη τίποτε καθοκληρία. Δέν μποροῦν νά συνέλθουν ἀπ᾽ τήν ἔκπληξί τους. 
—Καί δέν ἔπαθες, Παππούλη τίποτε!, ρωτοῦν μέ θαυμασμό.
—Πῶς νά πάθω, παιδιά μου; Ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθουμε τίποτε, ἀφοῦ ἔλεγα τήν προσευχή μου; Καί σᾶς δέν θά σᾶς ἀφήση ὁ Θεός νά πάθετε τίποτε. Θά σᾶς φυλάξη νά γυρίσετε στά σπίτια σας. Μονάχα νά πηγαίνετε μέ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νά καθήσω, παιδιά μου, νά ἐξομολογηθῆτε, καί μεθαύριο νά σᾶς λειτουργήσω νά κοινωνήσετε;
—Ναί, παππούλη, ἀπάντησαν ὅλοι τους μέ ἕνα στόμα συνεπαρμένοι ἀπ᾽ τό θαῦμα.
Ἡ εὐκαιρία ἦταν μοναδική νά κερδιθοῦν οἱ ψυχές αὐτές καί ὀ ἄξιος λευΐτης, πού ἐνδιαφερόταν μόνο γιά νά σωθοῦν ψυχές, τήν ἐξεμεταλλεύθηκε. Σέ λίγο καθισμένος σέ μιά πέτρα κάτω ἀπό ἕνα δέντρο φορώντας τό ἐπιτραχήλι του, μέσα στό κρύο τοῦ χειμῶνα, τούς ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα. “Οὕτως ἐκαθέζετο” καί ὁ Κύριος παρά τό φρέαρ τῆς Σιχάρ κάι ἐξομολογοῦσε μιά ἁμαρτωλή»(ΧΒ, 40).



<>






Ἀρχιμ. Θεόφιλος Ζησόπουλος: «Ὅταν ἤμουν μαθητής εἶχα διαβάσει τήν ἑξῆς ἱστοριούλα.
Σ᾽ ἕνα ξερονήσι ὑπῆρχε ἕνας φάρος καί σ᾽ αὐτόν τό φάρο φαροφύλακας ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πτωχός, οἰκογενειάρχης, πού ἔπαιρνε ἀσφαλῶς τό μισθουδάκι του, ἀλλά ψάρευε κιόλας καί τόν κόπο τῆς ἐργασίας του τόν μετέφερε ἐκεῖ, σ᾽ ἕνα κοντινό νησί. Πήγαινε τακτικά. Πολλές φορές, ὅμως, ἀργοῦσε νά ἐπιστρέψει. Καμμιά φορά τό χρῆμα παρασέρνει τόν ἀνθρώπο καί τόν κάνει νά παραστρατήση. Πήγαινε κάθε τόσο σέ κάποιο καπηλειό κι ἐκεῖ ξόδευε τά χρήματά σου. Ἡ γυναῖκα καί τό μικρό του παιδί τόν περίμεναν στό σπίτι μέ ἀνησυχία πολλές φορές.
Ἡ γυναῖκα ἦταν πιστή. Καί συχνά προσευχόταν μέ τό γυιό της καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά προστατεύη τό σύζυγό της καί νά τόν σώση ἀπ᾽ τό πάθος κι ἀπ᾽ τό ξεστράτισμά του αὐτό, ἀλλά χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἦταν μιά χειμωνιάτικη νύχτα. Κι ἐκεῖνος ἄργησε νά ᾽ρθη. Τό χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ἡ ἀνεμοθύελλα μαινόταν. Καί ἡ ἀνησύχια τῆς μάνας καί τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἦταν μεγάλη. Ὁ πατέρας δέν φαινόταν. Ἔκαναν τήν προσευχή τους μάνα καί παιδί καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν. Μά ἠ μάνα δέν ἔκλεισε μάτι.  Οὔτε καί τό μικρό παιδί. 
Ξέρετε ἐσεῖς τά δράματα τέτοιων οἰκογενειῶν πού οἱ ἄνδρες μεθοῦν και χαρτοπαίζουν καί ξεστρατίζουν.
Ὅμως, τό μικρό παιδί εἶχε μιά ἀγωνία. Κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθῆ ἡ μάνα του, ἅρπαξε τό κλεφτοφάναρο τῆς θυέλλης, τό φανό, τόν ἄναψε σιγά-σιγά καί κατηφόρισε πρός τό μονοπάτι ἐκεῖνο πού θά περνοῦσε ὁ πατέρας.
Προχώρησε καί ὑψώνοντας τό φανάρι φώναζε δυνατά: 
—Πατέρα!... Πατέρα!... Ἔλα! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Νόμισε τό παιδάκι πώς ἀπό μακρυά ἄκουσε τόν παφλασμό τῆς βάρκας καί σκέφθηκε πώς ὁ πατέρας του ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντά.
Δέν ἔπεσε ἔξω. Μεθυσμένος καί ναρκωμένος ἀπ᾽ τό μεθύσι ὁ πατέρας σάν νά ξύπνησε. Σάν νά ἄκουσε τή φωνή τοῦ παιδιοῦ του. Γύρισε τά κουπιά του καί στράφηκε πρός τό μέρος πού εἶδε τό φῶς καί ἄκουσε τή φωνή. Προχώρησε. Ἔφθασε στήν ἄκρη, ἔδεσε τή βάρκα καί τρεκλίζοντας ἄρχισε νά περπατάη. Τό χιόνι εἶχε κλείσει τό μονοπάτι. Κι ἐκεῖ πού προχωροῦσε, σκόνταψε πάνω σέ κάτι. Ἦταν τό νεκρό παιδί του, τό δικό του παιδί πού ἀπ᾽ τό κρύο καί τήν παγωνιά ἔπεσε λιπόθυμο καί ξεψύχησε.
Ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ τόν ξύπνησε ἀπ᾽ τό μεθύσι. Τό φορτώθηκε στίς πλάτες κι ἀνέβηκε στό σπίτι. Τίς τραγικές σκηνές πού ἐπακολούθησαν μπορεῖτε νά τίς ἀντιληφθῆτε. Τραγικός ὁ πατέρας. Τραγική καί ἡ μάνα. Μπροστά στό νεκρό παιδί ὁ πατέρας ἔδωσε μιά ὑπόσχεσι.
—Παιδί μου, εἶπε, ὁ θάνατός σου μοῦ ἄνοιξε τό δρόμο. Ἀπό σήμερα καί πέρα δέν θά ξαναβάλω πιοτό στό στόμα καί οὔτε θά ξαναπάω στό δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό σήμερα καί πέρα θά γίνω ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Εἰλικρινῶς μετανόησε καί ἡ αἰτία τῆς μετανοίας του ἦταν ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ του»(ΔΚ, 71).



<>






«Εἶχε μαγαζί μέ γυναικεῖα εἴδη ἡ Στέλλα. Ταξίδευε στό ἐξωτερικό καί ἀγόραζε στό τέλος τῆς σεζόν συλλογές γνωστῶν οἴκων μόδας καί τίς ἔδινε σέ καλές τιμές στό πολυτελές κατάστημά της στή Γλύφαδα. Οἱ γονεῖς της εἶχαν χωρίσει ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρή. Ἡ μάνα της πέθανε ἀπό καρκίνο, ὅταν ἡ Στέλλα ἦταν φοιτήτρια. Ὁ πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, ἔκανε νέα οἰκογένεια καί αὐτή τήν ξέχασε ὁριστικά. Αὐτή, ὅμως, μόνη της κατάφερε νά ἔχει μιά πετυχημένη δουλειά μέ τό μαγαζί της· νά ἔχει ἄφθονα χρήματα, νά ταξιδεύη καί νά κάνη γενικά μιά ὄμορφη καί ἄνετη ζωή ὅπως ἤθελε νά πείση τόν ἑαυτό της.
Ὥσπου ἕνα ὀγκίδιο στό στῆθος ἀρχές τοῦ 2011 καί μιά ἐπίσκεψι στό γιατρό ἀνέτρεψαν τά πάντα στή ζωή της. Διάγνωσι καρκίνου, μαστεκτομή, ἀφαίρεσι λεμφαδένων, χημειοθεραπεῖες, μεταστάσεις, ἀκτινοβολίες, ἐπιθετικός καρκίνος καί ὅλη ἡ ζωή φαινόταν νά φεύγη ἀπ᾽ τά χέρια της· καί ἦταν μόλις 48 χρονῶν. Ἡ οἰκονομική ὕφεσι παράλληλα εἶχε ἐπηρεάσει δυσμενέστατα τήν ἐπιχείρησί της. Ταξίδια πιά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ὅλες οἱ φίλες καί φίλοι, οἱ σύντροφοι καί οἱ γνωστοί της, πού στίς “καλές” μέρες γλένταγαν μαζί της, ἐξαφανίστηκαν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο. Ποιός ἄλλωστε θά καθόταν μαζί μέ μιά καρκινοπαθή τελικοῦ σταδίου στήν ἀνάγκη της;
Στήν ἀπόλυτη αὐτή μοναξιά καί ἐγκατάλειψί της ἀπ᾽ τούς πάντες, βρέθηκαν κοντά της κάποιες Χριστιανές γυναῖκες ἐθελόντριες, πού φρόντισαν καί τῆς ἔβγαλαν βιβλιάριο ἀπορίας καί ξανάρχισε τῆς χημειοθεραπεῖες. Ἀλλά καί τήν παρηγόρησαν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη τους καί τῆς ἔβαλαν στά χέρια ἕνα βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, πού τούς διάβαζε πιά συνεχῶς καί ἀχόρταγα. Ἐξομολογήθηκε στό Νοσοκομεῖο γιά πρώτη φορά στή ζωή της καί μετέλαβε μέ λαχτάρα, βαθιά συναίσθησι καί κατάνυξι...
Ἕνα πρωϊνό, ὅταν ἡ ἀδελφή Χριστιανή, πού τῆς εἶχε μιλήσει γιά τήν Παναγία καί τῆς εἶχε δώσει τό βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς, πῆγε νά τῆς ἀλλάξη τόν ὀρό, ἡ Στέλλα τῆς κράτησε τό χέρι καί τῆς εἶπε: “Φεύγω... φεύγω...! Ἡ Παναγία μας μοῦ τό εἶπε... Ἦλθε, μοῦ χαΐδεψε τό κεφάλι καί μοῦ εἶπε: Ὑπομονή παιδί μου, λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί σέ τρεῖς ἡμέρες θά ξεκουραστῆς...”.
Τό ἀπόγευμα ζήτησε ξανά τόν ἱερέα καί Πνευματικό τοῦ Νοσοκομείου καί μίλησαν κάμποση ὥρα. Τήν ἑπόμενη μέρα ἦλθε καί τήν κοινώνησε. Μετά τήν τρίτη ἡμέρα, τό πρωϊνό ἐκεῖνο τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἴδια ἀδελφή τή βρῆκε νεκρή μέ τό πρόσωπό της γεμᾶτο ἠρεμία καί γλυκύτητα. Κρατοῦσε στό στῆθος της τούς Χαιρετισμούς καί τίς μικρές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου.
Τό τελευταῖο καί συγκλονιστικό εἶναι ὅτι ἐνῶ οἱ Χριστιανές ἐθελόντριες, πού τή φρόντιζαν, ἔκαναν τρεῖς μέρες μετά τό θάνατό της τά “τριήμερά” της μνημόσυνα, τό σῶμα της ἦταν ἀκόμα στό νεκροθάλαμο τοῦ Νοσοκομείου, ἀφοῦ οὔτε ὁ πατέρας της, οὔτε κανένας ἄλλος ἀπ᾽ τούς συγγενεῖς ἐμφανιζόταν γιά νά ἀναλάβη τά τῆς κηδείας της! Ἡ Στέλλα, ὅμως, ἐμφανίστηκε στό ὄνειρο μιᾶς ἄλλης νοσηλεύτριας καί τῆς εἶπε: “... Εἶμαι πολύ καλά, ἐδῶ. Ἄς εἶναι καλά οἱ δικοί μου, πού δέν μέ ἔχουν ξεχάσει...”. Καί ἐννοοῦσε, βέβαια, τίς Χριστιανές, πού τῆς συμπαραστάθηκαν, τήν ὁδήγησαν στή Μετάνοια μέ τήν προσευχή καί καταφυγή στήν Παναγία καί μετά τό θάνατό της, τήν μνημόνευαν στή Λειτουργία (Ἀπό τό βιβλίο Θαύματα τῶν Χαιρετισμῶν... Σήμερα, ἐπιλογές-διασκευή)»(ΛΝ, 4).


<>






Ἀναφέρει ο Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης:


Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος. Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.
Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Ανάμεσα σ  αὐτά τα περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ σ  αὐτό το  Γρηγοριάτικο Γεροντικό, εφ  ὅσον κι αυτός συγκαταλέγεται στην χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων. Παρουσιάζω την περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν  ἀλλοιώσω τα ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό χαρακτήρα του γράφοντος. Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από 100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.
Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος. Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως αναγκαία της ζωής του. Ήθελε, λοιπόν, ν  ἀγοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε:
-Δεν πρέπει να βγης, έξω π. Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω. Ο Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε:
-Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για τα ψώνια σου.
Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ  ένα μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον είδε και  επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.
Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός. Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον τώρα να συχνάζη σ  εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του. Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ  αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία ημέρα είπε σ  αὐτόν που ήταν αφεντικό του στην δουλειά:
-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια; Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να σε γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.
Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε  είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:
-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.
-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;
-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.
-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός. Θα το ειπώ στην μητέρα μου.
Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:
– Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι απ  εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από τους ιδικούς του συγγενείς;
Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:
-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή.
Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.
Στο Μοναστήρι οι Πατέρες περίμεναν τον μοναχό Νεκτάριο, αλλά ακόμη δεν φαινόταν πουθενά…Ο Ηγούμενος και όλοι οι Πατέρες έμαθαν για τα …κατορθώματά του και έκαναν προσευχή. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον συγχωρήση και να λάβη την απόφασι να επιστρέψη.
Ο μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά την κοσμική του ζωή, μη μεριμνώντας για τίποτε άλλο παρά μόνο για την οικγένειά του, το παιδί του και και τις δουλειές του. Κάθε ανάμνησι για το παρελθόν την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσι της κοσμικής του ζωής.
Κάποια ημέρα, περίοδος καλοκαιριού, επήγε με το παιδί του, ηλικίας τότε οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασαα, βγήκε έξω να παίξη τόπι με τον παιδάκι του. Σε μια στιγμή του είπε το παιδί του:
-Μπαμπά, τι είναι αυτό το μαύρο πανί που έχεις επάνω σου;
-Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω μου, παιδί μου!  Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιώ”;
-Εγώ βλέπω να φορής ένα μαύρο πανί με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου.
Εδώ ο Θεός  άκουσε τις προσευχές του Γεροντός του και των Αδελφών της Μονής του και έδωσε την δυνατότητα στο παιδάκι του να ιδή με τα νοερά καθαρά του μάτια το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο. Είδε να έχει ενδυθή ο πατέρας του με το Αγγελικό Σχήμα. Αυτό σημαίνει ότι το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην ζωή του μοναχού. Έτσι, κι αν ακόμη ο μοναχός αρνηθή το Σχήμα του, το Σχήμα όμως δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθή και θα κριθή σαν μοναχός Μεγαλόσχημος.
Ο πατέρας του κατάλαβε αμέσως τι του έλεγε το παιδί του. Σκέφθηκε και μονολόγισε μόνος του: “Ακόμη με θυμάται και μ  ἀγαπᾶ ο Θεός!  Μετά είπε στο παιδί του:
-Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο σπίτι μας.
Έφθασαν στο σπίτι, αλλά ο Νικόλαος, όπως ήτο στενοχωρημένος, φαινόταν  αγνώριστος από την γυναίκα του.
-Τι έχεις, βρε Νίκο, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Άλλη φορά ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Θέλω να μου το ειπής.
-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου ειπώ τα πάντα με ειλικρίνεια.
Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να κοιμηθή και τότε ο Νικόλαος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα εξής:
-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σε γνωρίσω και σε ζητήσω για γάμο ήμουν μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήλθα για δουλειές μου στην Θεσσαλονίκη. Σε είδα, σε ερωτεύθηκα. Πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα μου, εγκατέλειψα τις καλογερικές μου υποχρεώσεις και το μοναστήρι μου για να πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας, με θεία νεύσι, είδε επάνω στο στήθος μου το Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίον και κατερύπωσα με αυτή την άσωτη ζωή μου..
-Τι είναι αυτά που λέγεις, βρε Νίκο; Αν είναι αλήθεια αυτά που μου λέγεις, τότε είσαι δολοφόνος…Κατέστρεψες τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου και επρόσβαλλες το μοναστήρι σου και το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως…Και τα δάκρυά της επήγαιναν ποτάμι. Ήτο άνθρωπος της εκκλησίας..
-Θα φύγω της είπε αυτός και θα γυρίσω στο Μοναστήρι μου. Αν με κρατήσουν θα μείνω για πάντα εκεί και εκεί θα πεθάνω. Εάν δεν με κρατήσουν, θα σκεφθώ που θα πάω..
-Φύγε, αμέσως για το μοναστήρι σου. Μη σκέπτεσαι εμένα και το παιδί μας. Θα φροντίση για εμάς ο Θεός. Φύγε για να μη καταδικασθής αιώνια. Όσο καθυστερής στον κόσμο, τόσο παροργίζεις τον Πανάγαθο Θεό μας. Εάν κάνης έτσι και μετανοήσης ειλικρινά θα σε συγχωρέση ο Θεός και θα σε σώση…
-Σε παρακαλώ, της είπε, μην ειπής τίποτε στο παιδί μας. Όταν μεγαλώση θα μάθη από σένα ποιός είναι και που είναι ο πατέρας του…
Πράγματι, έφθασε στο μοναστήρι του συντετριμμένος σαν τον άσωτο υιό ο Νεκτάριος. Μόλις τον είδε ο Γέροντάς του, τον γνώρισε, τον αγκάλιασε και τον έφερε μέσα στο Μοναστήρι.
Ο Νεκτάριος έπεσε στα πόδια του και με στεναγμούς παρακαλούσε και του έλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Είμαι ο δεύτερος άσωτος γυιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα το Σχήμα μου, το οποίο από τα χέρια σου έλαβα. Δεν έχω  μάτια να σ  ἀντικρύσω. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γυιό σου, αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.
Εν τω μεταξύ ήλθαν κι οι άλλοι Αδελφοί και Πατέρες. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι εχαίροντο για την επιστροφή του. Σηκώθηκε ο Γέροντάς τους, παπά Συμεών, τον αγκάλιασε και πήγανε μαζί στο Αρχονταρίκι. Εκεί του εξωμολογήθηκε ο Νεκτάριος όλα τα παθήματά του. Και ο Γέροντάς του του είπε:
-Παιδί μου, όλοι εμείς, εγώ ο Γέροντάς σου και οι Αδελφοί σου σε δεχόμεθα και πάλι στο μοναστήρι. Όμως θα πας να μείνης στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος της Μονής μας.
Ο Νεκτάριος δέχθηκε την εντολή του π. Συμεών και τον ευχαρίστησε διότι τον δέχθηκαν και πάλι στο μοναστήρι.
Ο Γέροντάς του του έδωσε μία φραντζόλα ψωμί και νερό και τον επήγε ο ίδιος να τον εγκαταστήση μέσα στην σπηλιά. Εκεί επέρασε ο Νεκτάριος ένα μήνα μ  αὐτό το ψωμί. Όταν πεινούσε έτρωγε και λίγα χόρτα, απ  αὐτά που φύτρωναν έξω εκεί στα κηπάρια του Καθίσματος της Παναγίας. Είχε βέβαια πολύ αδυνατίσει.
Μετά από ένα μήνα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και του έφερε νερό και ψωμί. Τον ερώτησε:
-Πως είσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά με τις ευχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ο Θεός, πολύ καλά.
-Θα έλθη καιρός να κατέβης και κάτω στο Μοναστήρι μας, αλλά όχι τώρα.
Τώρα μόνο εσύ θα κάνης νηστεία, αγρυπνία και προσευχή για να δεχθή την μετάνοιά σου ο Θεός.
Μετά από αρκετό καιρό του μετέφερε ο Γέροντάς του μέσα σε μία στάμνα βρεγμένα όσπρια. Του είπε:
-Πάρε αυτή την στάμνα με τα όσπρια, όσα είναι μέσα. Θα βάζης το χέρι σου μόνο μία φορά την ημέρα και όσα βγάζης, θα τα τρως. Πάρε κι αυτά τα δύο πρόσφορα και το νερό σου.
Ήλθε καιρός και πέθανε ο παπά Συμεών και τον διαδέχθηκε ο παπά Ιάκωβος. Συνέχιζε κι αυτός να του πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, όπως ο προηγούμενος.
Με τις προσευχές και τα δάκρυα καθαρίσθηκε η ψυχή του π. Νεκταρίου. Ήδη είχε φθάσει και 75 ετών.
Μία ημέρα τον ερώτησε ο Ηγούμενος:
-Πως πας, Αδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ο Θεός, Γέροντα. Και άρχισε να κλαίη ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, είπε στον Γέροντά του:
-Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και μου κάνει παρέα.
Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ήτο το Άγιο Πνεύμα, αλλά  τον ρώτησε:
–Τι πουλάκι είναι αυτό, Νεκτάριε;
-Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο πουλάκι. Έρχεται και με κυττάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και πάλι έρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε την προσευχή σου.
Τελικά ο π. Νεκτάριος έφθασε στην ηλικία των 80 ετών.
Μία ημέρα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και τον ρώτησε:
-Πως πας, Αδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Να το πουλάκι ήλθε και πάλι πολύ κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά αυτό μ  ἕνα πήδημα μπήκε μέσα στο στόμα μου και από τότε πάλι δεν έρχεται. Τώρα πως θα το βγάλω από μέσα μου; Και άρχισε να κλαίη.
-Δεν πειράζει. Μην ανησυχής, Νεκτάριε. Τώρα είναι καιρός να γυρίσης στο μοναστήρι μας. Θα μένης στο γηροκομείο και θα σ  ἔχουμε κοντά μας.
-Όχι, του είπε ο π. Νεκτάριος. Καλά είμαι εδώ. Άφησέ με να πεθάνω εδώ στην σπηλιά σε παρακαλώ.
-Όχι, του είπε ο Γέροντάς του, πρέπει να κάνης υπακοή και να κατέβης στην Μονή.
-Και αφού ήτο θέμα υπακοής, κατέβηκε μαζί του στην Μονή ο π. Νεκτάριος και έμενε πλέον στο γηροκομείο. Σε ηλικία 85 ετών εκοιμήθη εν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια έβγαλαν τα οστά του. Τι το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα οστά του ευωδίαζαν. Απ  αὐτό αντιλαμβάνεται ο καθένας τι καρπούς πνευματικούς ημπορεί να φέρη η υπακοή και η μετάνοια.
Δόξα στον Πανοικτίρμονα Θεό μας, ο Οποίος δέχθηκε την μετάνοια του μοναχού Νεκταρίου και τον επανέφερε όχι μόνο στην μοναχική τάξι, στην οποία ευρισκόταν και παλαιότερα, αλλά και τον αρίθμησε μεταξύ των χορών των αγίων της Εκκλησίας μας.
Αιωνία η μνήμη του οσίου γέροντος Νεκταρίου, ο οποίος ανήλθε εξ άδου κατωτάτου και μας άφησε σαν πνευματική κληρονομία το υπέροχο παράδειγμα της συνεχούς μέχρι θανάτου μετανοίας του.
Κύριε Ιησού Χριστέ πρεσβείαις πάντων των Οσίων Γεροντάδων μας και του αγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου αξίωσον και ημάς της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.


Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω
2005


<>










Το θαύμα που άλλαξε τη ζωή μου: Η εξομολόγηση ενός πρώην άθεου Blogger

Χαίρετε. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη σε μένα τον ανάξιο προ ολίγων μηνών. Έχω μεγαλώσει σε άθεη οικογένεια. Απο μωρό παιδί έχω διδαχθεί το μίσος προς οποιαδήποτε θρησκεία, είτε αυτή ονομάζεται μουσουλμανισμός, είτε χριστιανισμός κ.τ.λ. Μεγαλώνοντας λοιπόν δημιούργησα το δικό μου blog – ιστοσελίδα, μέσα απο το οποίο παρέθετα άρθρα ενάντια στην θρησκεία και ειδικότερα κατά του χριστιανισμού. Τα άρθρα μου περιείχαν αρκετά “σεβαστά” επιχειρήματα, μέσα απο τα οποία θα μπορούσε κανείς όχι μόνο να απορρίψει την ύπαρξη του Θεού, αλλά και να μισήσει ότιδήποτε τον θυμίζει. Μεταξύ αυτών των επιχειρημάτων, η θεωρία της εξέλιξης, άλλα επιστημονικά επιχειρήματα, χωρία απο την Παλαιά Διαθήκη τα οποία θεωρούσα ρατσιστικά και βίαια και άλλα πολλά.

Μέσω των άρθρων αυτών, έβγαζα τα απωθημένα μου εναντίον του Θεού και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να χτυπήσω τον χριστιανισμό και να φέρω στην αθεΐα όσο το δυνατό περισσότερους πιστούς. Μέχρι που συνέβηκε το ακόλουθο θαύμα (εάν μπορεί να χαρακτηριστεί τέτοιο), το οποίο μου έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή. Μερικούς μήνες πρίν, στα γενέθλιά μου, μια αγαπημένη φίλη μου, η οποία απο μικρή ήτανε στο δρόμο της εκκλησίας μου χάρισε για δώρο μια εικόνα του Χριστού. Εγώ απόρησα, γιατί όλοι οι φίλοι και φίλες μου γνώριζαν ότι απο μικρός ήμουνα άθεος και ότι είχα απορρίψει κάθε πιθανότητα και ενδεχόμενο ύπαρξης του Θεού. Δέχτηκα όμως το δώρο αυτό και απο ευγένεια τοποθέτησα την εικόνα του Χριστού στο δωμάτιό μου.

Ένα βράδυ λοιπόν, χωρίς να κατανοώ ακόμα το γιατί, άρχισα να “μιλάω” στην εικόνα του Χριστού και να της θέτω αρκετά ερωτήματα όπως “Αν υπάρχει Θεός, γιατί το κακό κυριαρχεί στον κόσμο”, “Γιατί ο Θεός δεν κάνει γνωστή την παρουσία του (αν υπάρχει) σε μένα και στους άλλους άθεους για να πιστέψουμε σε αυτόν” και άλλα τέτοιας φύσεως ερωτήματα. Ξαφνικά, αστραπιαία, φώς απλώθηκε απο την εικόνα σε όλο το δωμάτιό μου, ενώ παράλληλα ένα συναίσθημα που βίωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου με κατέλαβε. Μια εσωτερική αγαλίαση, ένα αίσθημα που με διαβεβαίωνε για την ύπαρξη του Θεού, ενώ με δάκρυα στα μάτια ζήτησα συγχώρεση απο τον Χριστό για όλα τα χρόνια που όχι μόνο τον αμφισβήτησα, αλλά και τον πολέμησα.

Έκτοτε έχω διαγράψει το αντι-χριστιανικό μου blog, προσεύχομαι στον Θεό να με συγχωρέσει για την ζημιά που έχω κάνει σε πολύ κόσμο με τα πρώην αθεϊστικά άρθρα μου. Επίσης, βρήκα ένα πνευματικό πατέρα τον οποίο εμπιστεύομαι και στον οποίο προσπαθώ να εξομολογούμαι σε τακτική βάση για όλες μου τις αμαρτίες. Η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά, αφού για πρώτη φορά εδώ και χρόνια βιώνω το αίσθημα της εσωτερικής ησυχίας και χαράς. Εύχομαι να διαδώσετε το πιο πάνω θαύμα προς δόξαν Θεού, ώστε περισσότερος κόσμος να πιστέψει και να επιστρέψει στο δρόμο του Θεού. Ευχαριστώ.

Κώστας



<>







Η μεταστροφή του Γέροντα Θεόκτιστου του Διονυσιάτη-Αγιορείτη (+1995) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη και στον Μοναχισμό


Ὁ φιλάγιος, φιλόθεος, φιλάδελφος καί φιλακόλουθος Γέροντας Θεόκτιστος ὁ Διονυσιάτης (+1995) εἶχε μιά πηγαία εὐλάβεια καί μυστική ἀρετή. Ἔλεγε ὁ μακάριος: “Ἤμουν μακρυά ἀπ᾽ τό Θεό, ἀλλά μέ λυπήθηκε ἡ Παναγία. Ἀρρώστησα βαριά. Τήν παρακάλεσα νά μέ κάνη καλά. Γιατρεύτηκα κι ἔγινα μοναχός. Πέτυχα τόν πρῶτο ἀριθμό τοῦ λαχείου”. Ἔλεγε σέ κάποιους προσκυνητές: “Κάθομαι ἀπέναντι ἀπ᾽ τήν Παναγία —τό παρεκκλήσι πού βρίσκεται ἡ θαυματουργική εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Χαιρετισμῶν, τοῦ Ἀκαθίστου— καί μοῦ μαλακώνει ὁ πόνος. Πάω στό παρεκκλήσι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων καί μοῦ ἡσυχάζει τό στομάχι”

Ἀπό τό βιβλίο: Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2006


<>







Η μεταστροφή ενός αναρχικού από τον αθεϊσμό στον Ορθόδοξo Χριστιανισμό και στον Μοναχισμό



Ομιλία π. Νήφωνος Βατοπαιδινού στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Βύρωνος:

 

Όταν ήμασταν στο Βατοπαίδι, στις αρχές που πήγαμε, ζούσε και ο Γέροντας μας ο Ιωσήφ. Ήταν γύρω στα τέλη Νοεμβρίου. Ήμουν αρχοντάρης, αρχοντάρης είναι ο μοναχός που υποδέχεται τους ξένους. Και τότε είχαν γίνει μερικά επεισόδια στις 17 Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο, είχαν σπάσει και είχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.

 

Μια ομάδα από αυτά τα παιδιά, τους αναρχικούς, κυνηγημένοι από την αστυνομία έφυγαν και ήρθαν για να κρυφτούν στο Άγιο Όρος. Και ήρθαν εκεί διότι ο ένας από αυτούς -ο οποίος είχε ξυρισμένο το κεφάλι του από τις δύο πλευρές και είχε ένα σαν λειρί εδώ μπροστά και ήταν και βαμμένο πράσινο στις άκρες- είχε ένα θείο στη Μονή Εσφιγμένου. Και τους είπε, θα πάμε στο θείο μου εκεί να κρυφτούμε. Φυσικά, ούτε διαμονητήρια είχαν ούτε ήξεραν πως θα μπουν μέσα. Πήγαν, δεν μπορούσαν να μπουν και μπήκαν με τα πόδια .. πόσες ώρες να φθάσουν. Έφθασαν στην Μονή Εσφιγμένου. Ξέρετε είναι και λίγο αυστηροί εκεί και μόλις τους είδαν σ’ αυτά τα χάλια .. με τα σκουλαρίκια .. τους έδιωξαν. Έφυγαν. Και ήρθαν με τα πόδια, σουρούπωνε θα βράδιαζε, στο Μοναστήρι μας. Ετοιμαζόταν ο πορτάρης να κλείσει την πόρτα και μόλις τους είδε ο καημένος κι αυτός φοβήθηκε, έτσι όπως ήταν η όψη τους και ειδοποίησε το Γέροντα και λέει, Γέροντα τι να κάνουμε; Τώρα να τους διώξουμε; Που θα πήγαιναν; Δεν είχαν και χρόνο γιατί οι Μονές κλείνουν τις πύλες με τη δύση του ηλίου.

 

Είπε ο Γέροντας, εντάξει, εφόσον τα έφερε η Παναγία τα παιδιά εδώ βάλτε τους σε ένα δωμάτιο στο Αρχονταρίκι αλλά μην τους βάλετε κοντά με τους άλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά και έχετε και λίγο το νου σας.

 

Λοιπόν, ως αρχοντάρης τους φιλοξένησα. Εντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, απορημένοι από το περιβάλλον που ζούσαν, κουρασμένοι κιόλας από την οδοιπορία. Ξεκουράστηκαν λοιπόν, τους βάλαμε να φάνε. Τους μιλήσαμε λίγο αλλά τους είπαμε ότι ένα βράδυ θα φιλοξενηθείτε, αύριο πρέπει να φύγετε. Λοιπόν, τους είπαμε και λίγα λόγια αγάπης, ότι ο Θεός είναι αγάπη, ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας υπάρχει μετάνοια.

 

Και την επόμενη μέρα αυτός με το λειρί λέει, πάτερ, θέλω να μείνω ακόμη μία ημέρα. Μπορώ να μείνω; Οι άλλοι δεν ήθελαν, έφυγαν. Λέω, θα ρωτήσω και θα σου απαντήσω. Ε, ο Γέροντας λέει, εντάξει αφού θέλει ας μείνει ακόμη ένα βράδυ. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, του λέω θα μείνεις, όμως θα ακολουθήσεις το πρόγραμμά μας, θα έρχεσαι στην Εκκλησία, στην τράπεζα. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, λέει, μπορώ να μείνω ακόμη ένα βράδυ; Λέει ο Γέροντας, κοίταξε, πες τε του τουλάχιστον να βάλει ένα σκουφάκι να μην φαίνεται έτσι και να προκαλεί και τους άλλους, και τους πατέρες και τους προσκυνητές. Δεν είπε όχι, δέχτηκε.

 

Έμεινε δύο μέρες, τρεις μέρες ο Πέτρος. Πέτρος ήταν το όνομά του, ένα παιδί με μεγάλα πράσινα μάτια. Και ένα απόγευμα όταν κάναμε Εσπερινό, πίσω στη λιτή -λιτή είναι ο πρόναος ας πούμε- ακούστηκαν αναφιλητά, κάποιος έκλαιγε με λυγμούς. Πήγα εγώ να δω και ήταν ο Πέτρος σκυμμένος και έκλαιγε με αναφιλητά.

 

  -Πέτρο μου συμβαίνει κάτι;

 

Σκέφτηκα μήπως του είπε κάποιος κάτι που ήταν έτσι. Όχι.

 

Μου λέει, θέλω να σου μιλήσω.

 

Βγήκαμε λοιπόν έξω μετά που τελείωσε ο Εσπερινός και μου λέει,

 

-- Πάτερ, υπάρχει και για μένα σωτηρία; Μπορώ κι εγώ να σωθώ;

 

Λέω, Πέτρο μου, για όλους υπάρχει σωτηρία. Ο ληστής ήταν πάνω στο σταυρό και ο Χριστός μας τον έσωσε.

 

Λέει, μα εγώ τόσο πολύ πλήγωσα και τους ανθρώπους και τους γονείς μου και τον Θεό. Και μου απεκάλυψε ότι ήταν από μία οικογένεια διαλυμένη. Ο πατέρας χτυπούσε τη μητέρα του, αυτός δεν μπορούσε να τα βλέπει. Δώδεκα χρονών έφυγε από το σπίτι του, έμενε στα Εξάρχεια, έμπλεξε εκεί με αναρχικούς, με ναρκωτικά και λοιπά. Ήταν μια ζωή έτσι ταραγμένη.

 

Αλλά όμως ήταν μια πολύ καλή ψυχούλα. Το λέω αυτό αδελφοί μου για να μην απορρίπτουμε ποτέ μας κανέναν. Γιατί εκείνους που εμείς απορρίπτουμε τους μαζεύει ο Θεός. Εμείς νομίζουμε ότι είμαστε οι καλοί και εκεί είναι που την πατάμε. Και θα δούμε εκπλήξεις έλεγε ο ΓεροΠαΐσιος στη Δευτέρα Παρουσία. Θα δούμε εκείνους που δεν υπολογίζαμε να μπαίνουν μέσα και θα δούμε άλλους που υπολογίζαμε, όπως είμαι εγώ, να μένουν απ’ έξω. Μη γένοιτο όμως. Ευχόμαστε και ελπίζουμε στην αγάπη του Χριστού μας, όλοι μας να σωθούμε.

 

Λοιπόν ο Πέτρος, μετά απ’ αυτήν την αλλοίωση που η Παναγία μας του έκανε, του είπαμε ότι πρέπει να εξομολογηθεί. Και με τόσα δάκρυα εξομολογήθηκε, που κάτω το πάτωμα είχε γίνει μία μικρή λιμνούλα από τα δάκρυα του Πέτρου.

 

Ο Πέτρος έμεινε αρκετά στο Μοναστήρι μας. Ο Γέροντας είπε, πες τε του να το κόψει αυτό το πράγμα τουλάχιστον. Και είπε, όχι δεν θα το κόψω, όχι γιατί δεν θέλω, δεν θα το κόψω για να μην πάω έξω και μου πουν ότι σε έβαλαν οι μοναχοί και το έκοψες, θα πάω έξω και θα το κόψω μόνος μου. Κι έτσι, φορούσε το σκουφάκι.

 

Έφυγε ο Πέτρος λοιπόν, άρχισε να κάνει μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ακόμη μία φορά με αλλοιωμένη την όψη και τον χάσαμε τον Πέτρο, δεν ξαναπαρουσιάστηκε. Εν τω μεταξύ δεν είχε μιλήσει ποτέ με την μητέρα του από τότε που έφυγε από το σπίτι, και προσπαθήσαμε, κάναμε την επανασύνδεση. Βρήκαμε τα τηλέφωνα, της είπαμε, συγκλονίστηκε η γυναίκα γιατί νόμιζε ότι είναι πεθαμένο το παιδί της και έγινε μία πολύ ευλογημένη έτσι κατάστασις.

 

Μετά από δύο χρόνια είχαμε πάει σε μία πανήγυρη μίας Μονής του Αγίου Όρους και μετά την πανήγυρη πήγαμε με τα πόδια σε ένα άλλο Μοναστήρι κοντινό να προσκυνήσουμε. Τότε ήταν μαζί μας και ο μακαριστός ο μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ο οποίος μας είπε, μην πείτε ότι είμαι επίσκοπος να μην μου κάνουν τιμές οι πατέρες και ξεσηκώνονται.

 

Πήγαμε εκεί λοιπόν, μας κέρασαν και όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε έρχεται ένας μοναχός και μου λέει,

 

-- Πάτερ Νήφων δεν με γνώρισες;

 

-- Κοίταξα, λέω, όχι, ποιος είσαι;

 

-- Λέει, κοίταξέ με καλά.

 

Τι είδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ήταν ο Πέτρος.

 

Ήταν ο Πέτρος ο οποίος ήταν δόκιμος μοναχός. Και τότε έπεσε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Κλαίγαμε και δόξασα την Παναγία μας για τα μεγάλα θαύματα που κάνει. Αυτά είναι τα θαύματα αδελφοί μου. Σας είπα ένα. Όποιος προσκυνητής πάει στο Άγιο Όρος είναι και ένα θαύμα μέσα στην ψυχή του, γι’ αυτό να ευχαριστούμε την Παναγία μας που υπάρχει και το Άγιο Όρος και όλα τα Μοναστήρια και οι Ναοί και επιτελούν αυτά τα μεγάλα θαύματα της θεραπείας των ψυχών. Που όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μία ψυχή.


Πηγή:




<>








Η μεταστροφή του Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (+2012) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη το 1950 όταν ήταν 17 ετών


Διηγείται ο Μητρ. Νικοπόλεως Μελέτιος: 

«Κατά τήν ἐφηβεία ὐπέστην καί ἐγώ τήν λεγόμενη “κρίσι ἐφηβείας”. Καί ἔζησα ἕνα χρονικό διάστημα, χωρίς νά δίνω σημασία σέ καμμία μορφή πνευματικῆς ζωῆς. Τότε συνέβη τό ἑξῆς, τό ὁποῖο ὑπῆρξε κάπως πιό καθοριστικό γιά τή ζωή μου. Τό ἔτος 1950 (ἤμουν 17 ἐτῶν) εἶχα μαζέψει μερικές πενταροδεκάρες ἀπ᾽ τό πενιχρό χαρτζιλίκι πού ἐπέτρεπε ἡ ἐποχή ἐκείνη νά μοῦ χορηγοῦν. Πῆγα, λοιπόν, σ᾽ ἕνα καροτσάκι νά ἀγοράσω φτηνά βιβλία. (Τά τῶν βιβλιοπωλείων ἦταν ἀπρόσιτα, πολύ ἀκριβά). Ἐκεῖ ἔκανα τήν ἐπιλογή πού θά ἔκανε ἕνα ὁποιοδήποτε ἀγόρι τῆς ἡλικίας μου ὁποιασδήποτε ἐποχῆς. Πρῶτα τράβηξαν τό βλέμμα μου δύο βιβλία. Τό ἕνα ἔγραφε Ἡ Γαλατεία, Ἐρωτική Μυθιστορία, τοῦ Πολυβίου Δημητρακοπούλου. Τό δεύτερο εἶχε τόν τίτλο Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης. Εἶπα μέσα μου: “Τόν πιάσαμε τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά ἔχη ἀπόκρυφες πράξεις μέ κάποια Θέκλα. Μᾶς χρειάζεται κι αὐτό, γιά νά ξέρουμε τί δρόμο θά τραβήξουμε καί ἐμεῖς στή ζωή μας, καί νά μήν ἀκοῦμε τά λόγια τῶν παπάδων”. Μετά ἀγόρασα καί ἕνα Εὐαγγέλιο καί ἕνα βιβλίο μέ βίους Ἁγίων. Ὅταν διάβασα τήν Ἐρωτική Μυθιστορία (πορνό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη - ἠθοπλαστικό γιά τή σημερινή ἐποχή) τό σιχάθηκα. Κατάλαβα ὅτι δέν εἶχα νά πάρω ἀπολύτως τίποτε. Τό ἄλλο βιβλίο, Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης, ἦταν ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο περιέγραφε, πῶς ἡ Ἁγ. Θέκλα ἔγινε Χριστιανή μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί πῶς τόν ἀκολούθησε μέ ὅλη της τήν ψυχή καί στό τέλος ἔγινε Πρωτομάρτυς. (Μετά ἔμαθα ὅτι ἡ λέξι “Ἀπόκρυφοι” σημαίνει ὅτι δέν εἶναι τό βιβλίο αὐτό μέσα στόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης· δέν ἀνήκει στά Κανονικά βιβλία πού ἀποτελοῦν τήν Καινή Διαθήκη). Ἦταν ἕνα ὑπέροχο βιβλίο, τό ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς μέ γοήτευσε, ἀλλά ὑπῆρξε καί τό πρῶτο ἔναυσμα τοῦ πόθου νά γίνω μοναχός. Τό τρίτο βιβλίο μέ τούς βίους τῶν Ἁγίων μέ ἐνίσχυσε στόν πόθο μου αὐτό. Ἰδιαίτερη ἐντύπωσι μοῦ ἔκανε ὁ βίος τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως. Καί ἡ Καινή Διαθήκη ἔγινε ἀπό τότε τό καθημερινό μου ἀνάγνωσμα. Καί ὅταν μετά ἀπό δύο χρόνια πῆγα στό Πανεπιστήμιο τήν ἤξερα σχεδόν ἀπ᾽ ἔξω.

(Μήτρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Κατάθεση Ψυχῆς, ἐκδ. Ἱ. Μ. Προφ. Ἠλιού, Πρέβεζα 2021).


<>






Η θαυμαστή μεταστροφή τριών αθέων Ρώσων φοιτητών στην Ορθόδοξη Πίστη από τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης της Ρωσίας (+1908)


Ὑπάρχουν, ὡστόσο, ὡς ἀντιστάθμισμα καί περιπτώσεις ἐντελῶς ἀντίθετες, ὅπως ἐκείνη τῶν τριῶν ἄπιστων νεαρῶν, πού θέλησαν νά χλευάσουν τή θαυματουργική δύναμι τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης τῆς Ρωσίας (+1908):

Δύο φοιτητές τόν κάλεσαν νά προσευχηθῆ γιά τή θεραπεία ἑνός φίλου τους, πού ξάπλωσε καί προσποιήθηκε τόν ἄρρωστο. Μετά τήν ἐπίσκεψι καί τήν προσευχή του, ὅμως, διαπίστωσαν ὅτι ὁ δῆθεν ἄρρωστος δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ ἀπ᾽ τό κρεββάτι. Εἶχε πάθει ὁλοκληρωτική παράλυσι! Τελικά ἔγινε καλά καί σηκώθηκε, μόνο ὅταν καί οἱ τρεῖς μετανόησαν εἰλικρινά.

Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2018


<>












Ἀναφέρει ἡ Μοχαχή Μαριάμ: «Σέ κάποια ἀπ᾽ τίς ὁμιλίες του ὁ Γέροντας Τιμόθεος Τζαννής, μᾶς εἶπε πολλά γιά τήν ἐλεημοσύνη. Καί στό τέλος κάποιες ἀπό μᾶς, συγκινημένες ἀπ᾽ ὅ,τι ἀκούσαμε, τόν ρωτούσαμε ποῦ θά μπορούσαμε νά δώσουμε κάτι.
Χάρηκε πολύ καί μᾶς ἔδωσε διευθύνσεις. Σέ μένα καί σέ μιά φίλη μου ἔδωσε τό ὄνομα μιᾶς φτωχῆς γυναίκας πού ἔμενε ἔξω ἀπ᾽ τήν πόλι. Κάποιο Σάββατο ἀπόγευμα μετά τόν ἐσπερινό συμφωνήσαμε νά πᾶμε. Ψωνίσαμε διάφορα τρόφιμα, γλυκά καί ρουχαλάκια γιά τά παιδιά καί ξεκινήσαμε ρωτώντας γιά νά βροῦμε τό σπίτι. Τελικά βγήκαμε σ᾽ ἕνα χωράφι κι ἐκεῖ μᾶς ἔδειξαν ἕνα ρημαγμένο καλύβι σκεπασμένο μέ χόρτα καί καλάμια. Τό μέγεθός του μόλις πού χωροῦσε τέσσερα ἄτομα.
Χτυπήσαμε δισταχτικά τήν πόρτα. Μᾶς ἄνοιξε μιά νεαρή γυναῖκα γύρω στά σαράντα πέντε. Κοντούλα, μά συμπαθής καί πολύ πρόσχαρη. Ἡ ἐνδυμασία της ἄθλια.
—Καλῶς τίς κυρίες. Περάστε μέσα, μᾶς εἶπε. 
Μπήκαμε μέσα καί σταθήκαμε σέ μιά ἄκρη. Ὁ χῶρος ἄθλιος. Δυό ντιβανάκια, τρεῖς καρέκλες τρύπιες, ἕνα ξύλινο τραπεζάκι καί μερικά παλαιά σκεύη κουζίνας, ἦταν ὅλο κι ὅλο τό νοικοκυριό. Στό ἕνα κρεββατάκι ἦταν ξαπλωμένο ἕνα ἀγοράκι τριῶν ἤ τεσσάρων ἐτῶν, παράλυτο. Τό φώναζαν Νεκτάριο. Καί πιό πέρα ὁ μεγαλύτερος γυιός, ὁ Ἀντώνης, περίπου δέκα χρονῶν. Μᾶς κοίταζε λυπημένος καί μέ κάποια ἀπορία. Μείναμε ἄφωνες γιά λίγα λεπτά, κι ἔπειτα χαϊδέψαμε καί φιλήσαμε τά παιδιά. Τούς μοιράσαμε σοκολάτες καί γλυκά, δώσαμε τά τρόφιμα, τά ρουχαλάκια καί λίγα χρήματα στή γυναῖκα. Ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε καί δόξαζε τό Θεό συνεχῶς λέγοντας: 
—Αὐτό τό παιδί θά μέ σώση. Ὁ Θεός μοῦ τό ἔστειλε, Ἐκεῖνος ξέρει. 
Θαυμάσαμε τήν πίστι αὐτῆς τῆς φτωχῆς γυναίκας καί εἴδαμε νά λάμπη τό πρόσωπό της. Τότε ἐκείνη μᾶς εἶπε:
—Ἐγώ ἤμουν πολλά χρόνια στήν πορνεία. Κάποιος καλός ἄνθρωπος μέ λυπήθηκε καί μέ παντρεύτηκε. Ἔκανα αὐτά τά δυό παιδιά, ἀλλά πολύ γρήγορα τόν πῆρε ὁ Θεός καί ἔμεινα χήρα. Ἔτσι θέλησε ὁ Θεός. Ἔπρεπε νά πληρώσω γιά τά κακά πού ἔκανα στούς ἄλλους καί στόν ἑαυτό μου. Ἄς ἔχη δόξα τό ὄνομά Του. Ἄς μοῦ συγχωρήση τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου.
—Θαυμαστή ἡ πίστι της, μά καί ἡ μετάνοιά της θαυμαστότερη. Μοῦ θύμισε τήν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα στή φίλη μου φεύγοντας. 
Δέν θά ξεχάσω ποτέ τό λαμπρό πρόσωπό της. Ὅλα ἦταν τόσο ὄμορφα μέσα στό ἄθλιο φτωχοκάλυβο.
Ὅταν εἴπαμε τά νέα στόν πνευματικό μας, συγκινήθηκε καί δάκρυσε»(ΜΜ, 117).

<>








π. Νήφων Βατοπαιδινός: «Ὅταν ἤμασταν στό Βατοπαίδι, στίς ἀρχές πού πήγαμε, ζοῦσε καί ὁ Γέροντάς μας ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν γύρω στά τέλη Νοεμβρίου. Ἤμουν ἀρχοντάρης, ἀρχοντάρης εἶναι ὁ μοναχός πού ὑποδέχεται τούς ξένους. Καί τότε εἶχαν γίνει μερικά ἐπεισόδια στίς 17 Νοεμβρίου στό Πολυτεχνεῖο, εἶχαν σπάσει καί εἶχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.
Μιά ὁμάδα ἀπό αὐτά τά παιδιά, τούς ἀναρχικούς, κυνηγημένοι ἀπ᾽ τήν ἀστυνομία ἔφυγαν καί ἦρθαν γιά νά κρυφτοῦν στό Ἅγ. Ὄρος. Καί ἦρθαν ἐκεῖ διότι ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς —ὁ ὁποῖος εἶχε ξυρισμένο τό κεφάλι του ἀπ᾽ τίς δύο πλευρές καί εἶχε ἕνα σάν λειρί ἐδῶ μπροστά καί ἦταν καί βαμμένο πράσινο στίς ἄκρες— εἶχε ἕνα θεῖο στή Μονή Ἐσφιγμένου.
Καί τούς εἶπε, θά πᾶμε στό θεῖο μου ἐκεῖ νά κρυφτοῦμε. Φυσικά, οὔτε διαμονητήρια εἶχαν οὔτε ἤξεραν πώς θά μποῦν μέσα. Πῆγαν, δέν μποροῦσαν νά μποῦν καί μπῆκαν μέ τά πόδια... πόσες ὧρες νά φθάσουν. Ἔφθασαν στή Μονή Ἐσφιγμένου. Ξέρετε εἶναι καί λίγο αὐστηροί ἐκεῖ καί μόλις τούς εἶδαν σ᾽ αὐτά τά χάλια... μέ τά σκουλαρίκια.. τούς ἔδιωξαν. Ἔφυγαν.
Καί ἦρθαν μέ τά πόδια, σουρούπωνε θά βράδιαζε, στό Μοναστήρι μας. Ἑτοιμαζόταν ὁ πορτάρης νά κλείση τήν πόρτα καί μόλις τούς εἶδε ὁ καημένος κι αὐτός φοβήθηκε, ἔτσι ὅπως ἦταν ἡ ὄψι τους καί εἰδοποίησε τό Γέροντα καί λέει, Γέροντα τί νά κάνουμε; Τώρα νά τούς διώξουμε; Ποῦ θά πήγαιναν; Δέν εἶχαν καί χρόνο γιατί οἱ Μονές κλείνουν τίς πύλες μέ τή δύσι τοῦ ἡλίου.
Εἶπε ὁ Γέροντας, ἐντάξει, ἐφόσον τά ἔφερε ἡ Παναγία τά παιδιά ἐδῶ βάλτε τους σ᾽ ἕνα δωμάτιο στό ἀρχονταρίκι ἀλλά μήν τούς βάλετε κοντά μέ τούς ἄλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά καί ἔχετε καί λίγο τό νοῦ σας.
Λοιπόν, ὡς ἀρχοντάρης τούς φιλοξένησα. Ἐντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, ἀπορημένοι ἀπ᾽ τό περιβάλλον πού ζοῦσαν, κουρασμένοι κιόλας ἀπ᾽ τήν ὁδοιπορία. Ξεκουράστηκαν, λοιπόν, τούς βάλαμε νά φᾶνε.
Τούς μιλήσαμε λίγο ἀλλά τούς εἴπαμε ὅτι ἕνα βράδυ θά φιλοξενηθῆτε, αὔριο πρέπει νά φύγετε. Λοιπόν, τούς εἴπαμε καί λίγα λόγια ἀγάπης, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε στή ζωή μᾶς ὑπάρχει μετάνοια.
Καί τήν ἑπόμενη μέρα αὐτός μέ τό λειρί λέει, πάτερ, θέλω νά μείνω ἀκόμη μία ἡμέρα. Μπορῶ νά μείνω; Οἱ ἄλλοι δέν ἤθελαν, ἔφυγαν. Λέω, θά ρωτήσω καί θά σοῦ ἀπαντήσω. Ἔ, ὁ Γέροντας λέει, ἐντάξει ἀφοῦ θέλει ἄς μείνη ἀκόμη ἕνα βράδυ.
Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, τοῦ λέω θά μείνης, ὅμως, θά ἀκολουθήσης τό πρόγραμμά μας, θά ἔρχεσαι στήν ἐκκλησία, στήν τράπεζα. Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, λέει, μπορῶ νά μείνω ἀκόμη ἕνα βράδυ;
Λέει ὁ Γέροντας, κοίταξε, πέστε του τουλάχιστον νά βάλη ἕνα σκουφάκι νά μήν φαίνεται ἔτσι καί νά προκαλῆ καί τούς ἄλλους, καί τούς Πατέρες καί τούς προσκυνητές. Δέν εἶπε ὄχι, δέχτηκε.
Ἔμεινε δύο μέρες, τρεῖς μέρες ὁ Πέτρος. Πέτρος ἦταν τό ὄνομά του, ἕνα παιδί μέ μεγάλα πράσινα μάτια. Καί ἕνα ἀπόγευμα ὅταν κάναμε ἐσπερινό, πίσω στή λιτή —λιτή εἶναι ὁ πρόναος ἄς ποῦμε— ἀκούστηκαν ἀναφιλητά, κάποιος ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Πῆγα ἐγώ νά δῶ καί ἦταν ὁ Πέτρος σκυμμένος καί ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά.
—Πέτρο μοῦ συμβαίνει κάτι;
Σκέφτηκα μήπως τοῦ εἶπε κάποιος κάτι πού ἦταν ἔτσι. Ὄχι.
Μοῦ λέει, θέλω νά σοῦ μιλήσω.
Βγήκαμε, λοιπόν, ἔξω μετά πού τελείωσε ὁ ἐσπερινός καί μοῦ λέει:
—Πάτερ, ὑπάρχει καί γιά μένα σωτηρία; Μπορῶ κι ἐγώ νά σωθῶ;
Λέω, Πέτρο μου, γιά ὅλους ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ ληστής ἦταν πάνω στό σταυρό καί ὁ Χριστός μας τόν ἔσωσε.
Λέει, μά ἐγώ τόσο πολύ πλήγωσα καί τούς ἀνθρώπους καί τούς γονεῖς μου καί τό Θεό. Καί μοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν ἀπό μία οἰκογένεια διαλυμένη.
Ὁ πατέρας χτυποῦσε τή μητέρα του, αὐτός δέν μποροῦσε νά τά βλέπη. Δώδεκα χρονῶν ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι του, ἔμενε στά Ἐξάρχεια, ἔμπλεξε ἐκεῖ μέ ἀναρχικούς, μέ ναρκωτικά καί λοιπά. Ἦταν μιά ζωή ἔτσι ταραγμένη.
Ἀλλά, ὅμως, ἦταν μιά πολύ καλή ψυχούλα. Τό λέω αὐτό ἀδελφοί μοῦ γιά νά μήν ἀπορρίπτουμε ποτέ μᾶς κανένα. Γιατί ἐκείνους πού ἐμεῖς ἀπορρίπτουμε τούς μαζεύει ὁ Θεός. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε οἱ καλοί καί ἐκεῖ εἶναι πού τήν πατᾶμε.
Καί θά δοῦμε ἐκπλήξεις ἔλεγε ὁ Γερο-Παΐσιος στή Δευτέρα Παρουσία. Θά δοῦμε ἐκείνους πού δέν ὑπολογίζαμε νά μπαίνουν μέσα καί θά δοῦμε ἄλλους πού ὑπολογίζαμε, ὅπως εἶμαι ἐγώ, νά μένουν ἀπ᾽ ἔξω. Μή γένοιτο, ὅμως. Εὐχόμαστε καί ἐλπίζουμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅλοι μας νά σωθοῦμε.
Λοιπόν, ὁ Πέτρος, μετά ἀπ᾽ αὐτή τήν ἀλλοίωσι πού ἡ Παναγία μας τοῦ ἔκανε, τοῦ εἴπαμε ὅτι πρέπει νά ἐξομολογηθῆ. Καί μέ τόσα δάκρυα ἐξομολογήθηκε, πού κάτω τό πάτωμα εἶχε γίνει μία μικρή λιμνούλα ἀπ᾽ τά δάκρυα τοῦ Πέτρου.
Ὁ Πέτρος ἔμεινε ἀρκετά στό Μοναστήρι μας. Ὁ Γέροντας εἶπε, πέστε του νά τό κόψη αὐτό τό πράγμα τουλάχιστον. Καί εἶπε, ὄχι δέν θά τό κόψω, ὄχι γιατί δέν θέλω, δέν θά τό κόψω γιά νά μήν πάω ἔξω καί μοῦ πουν ὅτι σέ ἔβαλαν οἱ μοναχοί καί τό ἔκοψες, θά πάω ἔξω καί θά τό κόψω μόνος μου. Κι ἔτσι, φοροῦσε τό σκουφάκι.
Ἔφυγε ὁ Πέτρος, λοιπόν, ἄρχισε νά κάνη μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ἀκόμη μία φορά μέ ἀλλοιωμένη τήν ὄψη καί τόν χάσαμε τόν Πέτρο, δέν ξαναπαρουσιάστηκε.
Ἐντωμεταξύ δέν εἶχε μιλήσει ποτέ μέ τή μητέρα του ἀπό τότε πού ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι, καί προσπαθήσαμε, κάναμε τήν ἐπανασύνδεσι.
Βρήκαμε τά τηλέφωνα, τῆς εἴπαμε, συγκλονίστηκε ἡ γυναῖκα γιατί νόμιζε ὅτι εἶναι πεθαμένο τό παιδί της καί ἔγινε μία πολύ εὐλογημένη ἔτσι κατάστασι.
Μετά ἀπό δύο χρόνια εἴχαμε πάει σέ μία πανήγυρη μίας Μονῆς τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί μετά τήν πανήγυρη πήγαμε μέ τά πόδια σέ ἕνα ἄλλο Μοναστήρι κοντινό νά προσκυνήσουμε.
Τότε ἦταν μαζί μας καί ὁ μακαριστός ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ὁ ὁποίος μᾶς εἶπε, μήν πεῖτε ὅτι εἶμαι Ἐπίσκοπος νά μήν μοῦ κάνουν τιμές οἱ Πατέρες καί ξεσηκώνονται.
Πήγαμε ἐκεῖ, λοιπόν, μᾶς κέρασαν καί ὅταν ἐτοιμαζόμασταν νά φύγουμε ἔρχεται ἕνας μοναχός καί μοῦ λέει:
—π. Νήφων δέν μέ γνώρισες;
—Κοίταξα, λέω, ὄχι, ποιός εἶσαι;
—Λέει, κοίταξέ με καλά.
Τί εἶδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ἦταν ὁ Πέτρος.
Ἦταν ὁ Πέτρος ὁ ὁποῖος ἦταν δόκιμος μοναχός. Καί τότε ἔπεσε ὁ ἕνας μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου. Κλαίγαμε καί δόξασα τήν Παναγία μας γιά τά μεγάλα θαύματα πού κάνει. Αὐτά εἶναι τά θαύματα ἀδελφοί μου. Σᾶς εἶπα ἕνα.
Ὅποιος προσκυνητής πάει στό Ἅγ. Ὄρος εἶναι καί ἕνα θαῦμα μέσα στήν ψυχή του, γι᾽ αὐτό νά εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία μας πού ὑπάρχει καί τό Ἅγ. Ὄρος καί ὅλα τά Μοναστήρια καί οἱ Ναοί καί ἐπιτελοῦν αὐτά τά μεγάλα θαύματα τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν. Πού ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο μία ψυχή...».

Ηλίας Καλλιώρας, facebook.com

<>





Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας θεραπεύει δαιμονισμένη στον Καναδά και έπειτα εκείνη του ζητάει να εξομολογηθεί

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας:

“Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πώς μάς ξεγελά και μάς υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ό κόσμος από το χώρο όπου έγινε ή ομιλία, ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε ή δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:

Με φανέρωσε αυτός ό άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα. Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τούς δικούς μου, τούς οποίους είχα καλά δεμένους. Θα του κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ και πολλά άλλα παρόμοια έλεγε ή δαιμονισμένη.

Την μετέφεραν σέ ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι. Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:

Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ! Πράγματι την εξομολόγησα. Ή κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε oτι ήταν δαιμονισμένη.

Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία πού είχα κάνει εκδηλώθηκε το δαιμόνιο πού είχε.
Πολλοί πού ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι πού δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων από το περιστατικό αυτό.

Το περιστατικό απλώθηκε πολύ γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή και με πήραν τηλέφωνο και από τις Η.Π.Α να πάω και εκεί στην ομογένεια να τούς μιλήσω και να τούς εξομολογήσω. Έτσι με τη Χάρη του Θεού πήγα και σέ εκείνους τούς ανθρώπους και βοηθήθηκαν και εκείνοι”.

Από το βιβλίο: Ο Θεός Είναι Μαζί μας, Εμείς Είμαστε Μαζί Του;, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2015


<>







Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία

Η Ορθόδοξη Βάπτιση της Ιησουέλας

Τίρανα, 11 Ιανουαρίου 1967. Ο ρουμανικής καταγωγής Έλληνας Gregory Β. με την αγαπημένη του γυναίκα Γκαλίνα αποκτούν το μοναδικό τους παιδί ένα ασθενικό κοριτσάκι.
Μια μουντή μέρα βρέθηκε μπροστά στο Δημαρχείο για να δηλώσει το όνομα του παιδιού. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισαν μάτι με τη γυναίκα του και αυτή τη φορά αιτία δεν ήταν το κλάμα του μωρού. Ήταν δυνατόν στο παιδί τους να μη δώσουν ένα χριστιανικό όνομα; Ούτε ο Θεός δεν το θέλει κάτι τέτοιο. Το ’θελε όμως το Κόμμα και… δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ήρωες, αλλιώς οι «σοσιαλιστικές» χώρες θα ήταν μόνο φυλακές και νεκροταφεία. Χρειάζεται κάποια διπλωματία, χρειάζεται να επιβιώσεις… Βασανίζεται με όλες αυτές τις σκέψεις πηγαίνοντας στο Δημαρχείο και περιμένοντας στην ουρά να έλθει η σειρά του.

Σε μια στιγμή, αναστέναξε βαθιά· ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, μόνο ο Θεός αν τον φώτιζε. Έσφιξε με απόγνωστη το σταυρουλάκι που έκρυβε στην τσέπη του και ψιθύρισε ασυναίσθητα: Ιησού, Έλα! Πήγε να προσθέσει κάτι και αιφνιδίως φωτίστηκε, έλαμψε το πρόσωπό του, φεγγοβόλησαν τα μάτια του.

—Όνομα παιδιού; ρώτησε εκείνη τη στιγμή ο υπάλληλος.

—Ιησουέλα, απαντά λαχανιαστά ο ταλαίπωρος πατέρας!

—Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α; επανέλαβε ο υπάλληλος ανασηκώνοντας τα φρύδια με απορία. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, αλλά δεν του ερχόταν και στο μυαλό καμιά απάντηση. Πάντως, χριστιανικό όνομα δεν ήταν. Αυτός ήταν ήσυχος για το κεφάλι του. Και σημείωσε στα χαρτιά: «Ιησουέλα».

Τίρανα, 16 Ιουλίου 1991. Πρώτη μας μέρα στην εκκλησία των Τιράνων που την ετοιμάζουμε για τον Έξαρχο. Μεγάλη μέρα για όλους! Σήμερα πρωτοέρχεται στην Αλβανία ο Έξαρχος Αναστάσιος —επιτέλους— της ελεύθερης Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας. Φωτογραφίζω την εκκλησία των Τιράνων —δηλαδή τι εκκλησία, τέλος πάντων, θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτό. Εκείνη την ώρα δεν είχα καν σκεφθεί να γράψω για τις εκκλησίες της Αλβανίας… Πλησιάζω μια ομήγυρη γυναικών. Μιλούν με έξαψη για το μεγάλο γεγονός, για το θαύμα, που επιτέλους θα μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους…

Ξεχωρίζω μια όμορφη κοπέλα, κάπου 25 ετών. Τη λένε —δεν κατάλαβα καλά— Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α, περίεργο όνομα. Μιλά αγγλικά με μια Βελγίδα δημοσιογράφο. Θα ’θελε, της έλεγε, τόσο να βρεθεί κάποιος να τη βαπτίσει· όχι, δεν έχει κάνει το μυστήριο της βαπτίσεως. Θα ’θελε να αποκτήσει μια χριστιανή μητέρα από την Ελλάδα, να την καθοδηγήσει…

Απομακρύνθηκα, αλλά δεν μπορούσα να ξεχάσω αυτό που έλεγε για μια πνευματική μητέρα να τη βαπτίσει. Έκανα κάποια νύξη στις αδελφές εθελόντριες του Ε.Ε.Σ. που ήταν μαζί μας. Όλες βάπτιζαν μικρά παιδιά — άμα αρχίσεις να βαπτίζεις στην Αλβανία δεν προφθαίνεις να δέχεσαι προτάσεις! Όπου έστρεφα να φωτογραφίσω, έβλεπα τη γλυκιά μορφή της Ιησουέλας. Μα, επιτέλους, δεν ήρθα στα Τίρανα για βαφτίσια. Νεύριασα με τον εαυτό μου. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να φύγουμε για το αεροδρόμιο… Μπήκαμε βιαστικά στα αυτοκίνητα, όταν ξανακούσαμε τη φωνή της: «Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας; Θα μπορούσα να σας διευκολύνω στις συνεννοήσεις με τις υπηρεσίες του αεροδρομίου». Και την πήραμε.

Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε για περιοδεία σε όσες εκκλησίες θα προφταίναμε να επισκεφθούμε μέσα σ’ ένα διήμερο στην Αλβανία.

«Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας και να παραμείνετε ένα τετραήμερο; Θα σας δείξω όλες τις εκκλησίες της Αλβανίας», ήταν πάλι η πρόταση της Ιησουέλας που είναι δασκάλα και έχει διαβάσει για ό,τι μας ενδιέφερε.

Έτσι, ξεκινήσαμε με την Ιησουέλα για μια εβδομάδα και με τη βοήθεια της θα σας δείξουμε εκκλησίες που λάμπουν από ομορφιά, εκκλησίες που στη θέση τους δεν υπάρχει ούτε πέτρα, εκκλησιές που στο Ιερό σταυλίζονται ζωντανά, εκκλησίες που περιμένουν το στοργικό μας χέρι να τις αναστηλώσουμε, για να στηλώσουμε την πίστη αυτών των ανθρώπων που την κράτησαν στα δύσκολα χρόνια, που κρατήθηκαν στη ζωή με την πίστη τους.

Ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου, η Ιησουέλα εισήλθε στη χριστιανική οικογένεια. Τη βάπτισα στην εκκλησία των Τιράνων και της έδωσα το όνομα της μητέρας του Χριστού: Μαρία.

Πηγή: Ειρήνης Δορκοφίκη, «Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία» (Εκκλησίες της Αλβανίας), ελληνική ευρωεκδοτική.


<>






Δήλωση του Ορθόδοξου Αμερικανού θανατοποινίτη της Αριζόνας Μοναχού Εφραίμ (πρώην Αντωνίου - Frank Atwood)


Δήλωση Frank Atwood 26/5/2022

"Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να απευθυνθώ σε σας. Ονομάζομαι Frank Atwood και πρόκειται να εκτελεστώ από την Πολιτεία της Αριζόνας στις 10:00 π.μ., της 8ης Ιουνίου 2022. Είμαι καταδικασμένος να πεθάνω για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα, αλλά θα αφήσω τα στοιχεία που υποστηρίζουν οι εμπειρογνώμονες και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι δικηγόροι μου, να μιλήσουν για την αθωότητά μου. Επειδή αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να απευθυνθώ σε οποιαδήποτε ομάδα, είναι πρόθεσή μου να μιλήσω από την καρδιά μου όσο πιο ειλικρινά και αληθινά μπορώ. 

Επειδή ανήκω στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη στην πραγματικότητα ότι η ψυχή μου θα ζήσει αιώνια στον Παράδεισο με τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίο γνώρισα, υπακούω και αγαπώ. Επιτέλους θα ελευθερωθώ από τους γήινους δεσμούς που έχουν σακατέψει το σώμα μου και μου προκαλούν βασανιστικό πόνο. Και δεν θα ζω πια σε έναν κόσμο στον οποίο οι άλλοι υποφέρουν από την ίδια μου την ύπαρξη. 

Στην οικογένεια τής Vicki Lynn Hoskinson, μπορώ να πω ειλικρινά ότι, ενώ ξέρω ότι δεν θα πιστέψετε ποτέ ότι δεν την απήγαγα… δεν το έκανα! Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο πόνος σας είναι όσο πιο αληθινός μπορεί να είναι με οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη ζωή, και η βαθιά προσευχή μου είναι ότι ο θάνατός μου θα δώσει σε εσάς και στους δικούς σας κάποια μορφή ανακούφισης και τέλος στην ατελείωτη δυστυχία και το μαρτύριό σας. 

Θα φύγω από αυτόν τον κόσμο με ευγνωμοσύνη και αγάπη στην καρδιά μου για κάποιους πολύ ιδιαίτερους ανθρώπους. Στην, για τριάντα χρόνια αγαπημένη σύζυγό μου, την Σάρα, που με συντρόφευσε σε καλές και χειρότερες εποχές, την αφοσιωμένη σύντροφό μου στην ελληνορθόδοξη πίστη, την αγάπη της ζωής μου και την καλύτερή μου φίλη... Σε αγαπώ και σε ευχαριστώ. 

Επίσης, στον πνευματικό μου πατέρα Γέροντα Παΐσιο, που με ποίμαινε με αγάπη τις τελευταίες δεκαετίες προς υπακοή στις εντολές του Χριστού, στην κάθαρση και στον φωτισμό. Γεροντά μου, η αγάπη μου για σένα υπερβαίνει κάθε έκφραση. Επίσης στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και πολλά Μοναστήρια σε όλη την Κύπρο, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α., οι συνεχείς προσευχές σας με στήριξαν και μέχρι την τελευταία μου πνοή θα συνεχίσω τις προσευχές μου για εσάς και επικαλούμαι τις προσευχές σας να με βοηθήσουν όταν θα περάσω τα τελώνια. 
Ιδιαίτερη αναφορά στον πρωτουργό της επιστροφής μου στον Οίκο (στην Εκκλησία), Μητροπολίτη Αθανάσιο, τον διαφωτιστή μου, στον Μητροπολίτη Ιερόθεο, επίσης στον Γέροντα Νικόδημο, στον π. Φιλάρετο και στον μοναχό Σωφρόνιο. 

Πρέπει επίσης να αναφέρω τους φίλους μου και την νομική μου ομάδα. Τον Σαμ, τον Έβαν, τον Τζο, τον Ντέιβιντ και την Έιμι, που αποτελούν την ακούραστη εκπροσώπησή μου ενάντια στον μηχανισμό του θανάτου της κοινωνίας. Η υποστήριξή σας ήταν καταπληκτική και εκτιμήθηκε βαθιά. Φίλοι μου Νίκο και Πάνο, εύχομαι ο Θεός να ευλογεί πλούσια την καλοσύνη σας, σας ευχαριστώ! Τέλος, μερικοί υποστηρικτές, όπως ο Michael Zoosman, με το " L'Chaim, Jews Against the Death Penalty" και ο Abe Bonowitz, με το "Death Penalty Action". Μπράβο εκ μέρους μου και εκ μέρους των θανατοποινιτών της Αμερικής για τον ατελείωτο αγώνα σας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την Ελένη και τον Επίσκοπο Επιφάνιο. Κλείνοντας, θα ήθελα να ζητήσω όλη η ανθρωπότητα να προσευχηθεί στον Χριστό να μας ελεήσει, να μας δώσε το έλεος που χρειαζόμαστε απεγνωσμένα λόγω της τραγικής μας έλλειψης προσευχής και μετάνοιας. Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε να σας απευθυνθώ σήμερα. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με."

Ο Frank Atwood καταδικάστηκε το 1987 σε 30 χρόνια κάθειρξη και θανατική ποινή στις φυλακές της Αριζόνας στην Αμερική. Εκεί γνώρισε τον γέροντα Εφραίμ και τον Γέροντα Παΐσιο (όχι τον Άγιο) σε επισκέψεις που έκαναν στην φυλακή. Βαπτίστηκε από Εβραίος Χριστιανός Ορθόδοξος και πήρε το όνομα Αντώνιος, από το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, το πρώτο που έχτισε στην Αμερική ο Γέροντας Εφραίμ. Θα εκτελεστεί στις 8 Ιουνίου. 

Ο Frank δεν δέχθηκε ποτέ αυτά που του καταλογίζουν.

Αφήγηση: Σταύρος Κυπριανού

Πηγή - Facebook: Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος


<>









Χρύσω Πέππα-Μακρυκώστα: Η μεταστροφή μου από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Χρύσω Πέππα-Μακρυκώστα:

«Ἦταν Σάββατο, 19 Ὀκτωβρίου 1934. Τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τόν προφήτη Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος προφήτευσε... ὅτι ὁ Θεός, ὅταν ἔλθη ὁ Μεσσίας, θά ἐκχέη τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο, ἐπί πᾶσαν σάρκαν, ἐπί τούς δούλους Του. Στήν Παλαιά Διαθήκη παρατηροῦμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδίδετο μόνο σέ τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων: στούς Ἱερεῖς, στούς Βασιλεῖς καί στούς Προφῆτες. Τό ἀντίθετο προκύπτει ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Μέ τό Βάπτισμα καί κατόπιν μέ τό Χρίσμα, λαμβάνουμε ὅλοι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, “πληροῦσθε διά Πνεύματος”, πού πρέπει νά ἀγωνιζόμασθε διαρκῶς ὥστε, μέ τή βοήθεια τοῦ Παντοδυνάμου, νά διατηρῆται μέσα μας καί νά αὐξάνεται.
Ὅμως, μέχρι τότε, γιά μένα ἦταν ἄγνωστο καί ἐντελῶς ἀδιάφορο ἄν συμβαίνη αὐτό, γιατί, ὅπως ἔχω πεῖ ἐπανειλημμένως, ἐγώ μεγάλωσα κάτω ἀπό τήν ἐπίδρασι ἄλλων ἄσχετων ἰδεῶν. Καθοδηγούμενη ἀπό μιά ἔμφυτη ἔντονη κλίσι στά μαθηματικά εἶχα προσανατολίσει τό μυαλό μου σέ στόχους καθαρά πρακτικούς γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, σπούδασα θετικές ἐπιστῆμες, στήν Ἀθήνα, στό Λονδίνο καί τή Βιέννη, μέ συνέπεια νά μή μπορῶ νά δεχθῶ καί νά πιστέψω, τίποτε ἄν δέν εἶχα ἀποδείξεις.
Ἤμουν ἄθεη, δέν πίστευα σέ τίποτε καί σέ κανένα. Θρησκεία μου ἦταν ἡ ἐπιστήμη ἀλλά καί αὐτῆς, ἀκόμη, τά πορίσματα δέν τά δεχόμουν θεωρητικά καί ἀτεκμηρίωτα. Τά δεχόμουν μόνο μέ ἀποδείξεις στό ἐργαστήριο, μετά ἀπό τό πείραμα καί τό δοκιμαστικό σωλῆνα. Ἀκόμη κι ὅταν κάποτε μοῦ τέθηκε τό ὑπαρξιακό ἐρώτημα: —Ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς, ποιός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό ποῦ ἐρχόμασθε, ποῦ πηγαίνουμε;
 Καί πάλι ἡ ἀπάντησί μου ἦταν: —Δέν μέ ἐνδιαφέρει, οὔτε ἔχω χρόνο νά τό ψάξω τό θέμα, ἐγώ δέν ἔχω χρόνο νά διαθέσω ἔξω ἀπό τίς σπουδές μου, οὔτε πιστεύω· καί γιατί ἄλλωστε νά πιστέψω; Εἶχε περάσει ἀρκετός καιρός ἀπό τότε πού ἐγκαταστάθηκα στό Λονδίνο καί ἐν τῷ μεταξύ εἶχα γνωρισθῆ… μέ τήν οἰκογένεια Πελεκάνου καί μέ ἄλλους ἐκλεκτούς χριστιανούς ἀλλά καί ἱερωμένους ὅπως ὁ πρωθιερέας τῆς Ἁγίας Σοφίας Μιχαήλ Κωνσταντινίδης καί ὁ Πατέρας Ἰάκωβος καί συμμετεῖχα κάθε Σάββατο στίς συγκεντρώσεις τους.
Σ᾽ αὐτές δέν πήγαινα, βέβαια, ἐπειδή πίστευα ἀλλά γιατί μέσα ἐκεῖ, σέ μιά ἤρεμη ἀτμόσφαιρα αἰσθανόμουν καί ἐγώ ἤρεμη. Ἄκουγα, πάντως, μέ προσοχή τά ἀναγνώσματα, καί τίς συζητήσεις τους, παρακολουθοῦσα τή συμπεριφορά τους καί κάθε φορά, ὅλο καί περισσότερο, μέ ἐντυπωσίαζε ἡ γαλήνη στά πρόσωπα καθώς καί ἡ πραότητα καί ταπεινοφροσύνη τους. Ἀρκετές φορές, ἐκεῖ, σ᾽ ἐκεῖνο τό περιβάλλον, ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἔκανα τή σκέψι: “ἄν ὑπάρχη κάπου ἡ Ἀλήθεια αὐτή μπορεῖ νά εἶναι στό Χριστιανισμό”. Καί κάποια ἄλλη ἀκόμη: “Ἄν τό καλοσκεφθῆ κανείς τό λεγόμενο ὑπαρξιακό πρόβλημα εἶναι τό πρῶτο τό ὁποῖο πρέπει νά λύση ὁ ἄνθρωπος”.
Αὐτό ἦταν γιά μένα καθοριστικό: Δηλαδή, τό ὅτι τό ὑπαρξιακό ἐμφανιζόταν ὡς “πρόβλημα”, ἦταν ἀρκετό νά ἀρχίση κάποτε, νά μέ κεντρίζη. Ἀπό τή φύσι του μαθηματικός ὁ νοῦς μου ἐρεθίσθηκε ἀμέσως ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἔρευνας, μέ ἀποτέλεσμα νά θέλω κατόπιν νά διαβάζω πλῆθος βιβλίων ἄλλων ὑπέρ καί ἄλλων κατά τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί τοῦτο γιατί μέ ἐνδιέφερε μέ τήν ἀντιπαράθεσι νά διαμορφώσω, ἀνεπηρέαστη, μιά ἀντικειμενική γνώμη τήν ὁποία θά ἀποδεχόταν ἡ λογική μου.
Ἀλλά, καί ἡ λογική, ἀπό τή φύσι της μέ ὁδηγοῦσε ὡς ἕνα σημεῖο παραδοχῆς: “ὅτι κάποια ἀλήθεια ὑπάρχει προφανῶς στό χριστιανισμό”, ὅμως, ἐκεῖ σταματοῦσε, ἀδύναμη νά προχωρήση πιό πέρα. Ἡ ἐσωτερική ἐπιθυμία μου καί, μάλιστα, γιά νά γνωρίσω τήν Ἀλήθεια, δέν ἦταν ἀρκετή, ἀφοῦ στήν πραγματικότητα ἡ ψυχή μου, διαποτισμένη μέ τήν ἀδιαφορία καί τήν ἄρνησι, περί ἄλλα ἐτυρβάζετο καίτοι ἑνός εἶχε χρείαν.
Ἔτσι, ἄρχιζε πάντα τά Σάββατα, ὁ ἐσωτερικός διχασμός, ἡ σύγκρουσι, ἡ ἀγωνία. Κάποτε, σέ μιά στιγμή ἔντονης ἀνάγκης νά λυτρωθῶ ἀπό τό ἐπώδυνο συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς καί τοῦ ἀπύθμενου κενοῦ, βλέποντας τούς ἄλλους νά προσεύχωνται, ὅλοι μαζί, δάκρυσα ἀπό τό παράπονο καί εἶπα μέσα μου: “Θεέ μου, ἄν ὑπάρχη σέ σένα ἡ Ἀλήθεια σέ παρακαλῶ, ἀποκάλυψέ την, γιατί ἀλλιῶς δέν μπορῶ νά πιστέψω”.
Ὅπως κάθε Σάββατο, βράδυ, ἔτσι κι ἐκεῖνο τῆς 19ης Ὀκτωβρίου 1934 βρέθηκα στό σπίτι τοῦ Πελεκάνου. Ὁ οἰκοδεσπότης μέ εἶχε στά δεξιά του. Εἶχε ἀρχίσει ἀπό ἀρκετή ὥρα νά διαβάζη ἀποσπάσματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί στή συνέχεια τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς.
Ἀπό τήν ἴδια στιγμή εἶχε ἀρχίσει καί τούτη τή φορά νά μέ βασανίζη αὐτή ἡ ἀνυπόφορη ἐσωτερική πάλη τῶν ἀντιφατικῶν συλλογισμῶν καί τῶν ἀλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, πού κατέληγε σέ ἀνελέητο ροκάνισμα τῆς ψυχῆς μου, ἀπό ἀμφισβητήσεις, ἀμφιβολίες, ἀπορίες. Ἦταν ἕνα ἄγριο κονταροκτύπημα δυνάμεων τίς ὁποῖες δέν μποροῦσα νά πειθαρχήσω. Καί ἀμέσως κατάλαβα ὁριστικά καί χωρίς ἐνδοιασμό ὅτι δέν ἄντεχα ἄλλο πιά, καί εἶπα στόν ἑαυτό μου. “Ἐσύ, τί κάθεσαι καί ἀκοῦς τόση ὥρα, ἀφοῦ δέν πιστεύεις; Τί βρίσκεις ἐδῶ μέσα; Γιατί δέν σηκώνεσαι νά φύγης;”.
Καί τότε, ξαφνικά...
Ἐδῶ σταμάτησε, ἡ Χρύσω τήν ἀφήγησι καί πῆρε μιά βαθιά ἀνάσα. Μέ κύτταξε στά μάτια καί μέ ρώτησε ἄν μέ κούρασε. Ὕστερα πῆρε κι ἄλλες πολλές ἀπό ἐκεῖνες τίς χαρακτηριστικές ἀναπνοές, πού συνοδεύονταν ἀπό τά γνωστά μικρά βηχάκια ὅταν ἤθελε, πρίν μιλήση, νά καθαρίση τή φωνή της. Ὅση ὥρα ἀφηγεῖτο εἶχα τή βεβαιότητα ὅτι εἶχε γυρίσει 60, περίπου, χρόνια πίσω στό Λονδίνο, στό σπίτι τοῦ Πελεκάνου καί ξαναζοῦσε τήν ἐμπειρία ἐκείνης τῆς βραδιᾶς. Μέ παρέσυρε καί μένα καί τήν ἀκολούθησα στήν ἀναδρομή της καθώς μοῦ μετέδιδε σέ μιά νοερή ὀθόνη ὅ,τι ἔνοιωθε, ὅ,τι ἔζησε τότε.
Δέν ξέρω τί παρατήρησε στό πρόσωπό μου καί μοῦ εἶπε:
—Ἠρεμῆσθε...
Δέν θυμᾶμαι νά εἶχα ξαναδεῖ αὐτή τήν ἔκφρασί της, αὐτό τό βλέμμα καί τό ὕφος πού μαρτυροῦσαν, τώρα, σέ ἀντίθεσι μέ τό τότε, μιά ἐσωτερική νηνεμία, γαλήνη, εὐδαιμονία. Πάνω ἀπό τό σοφό μέτωπο, πλαισίωναν τό κεφάλι της, σάν στέφανος, τά πάλλευκα, ὅπως τό καθαρό χιόνι, μεταξένια μαλλιά της κι ὅλα μαζί συνέθεταν τήν προτομή ἑνός ἐξαϋλωμένου πλάσματος πού πλημμύριζε ὅλο τό χῶρο μέ μιά ἱερή πνευματικότητα.
Καί, τότε, συνέχισε ἡ Χρύσω, μοῦ συνέβη κάτι τό ἐντελῶς ἀπροσδόκητο καί κάθε φορά πού τό θυμᾶμαι, αἰσθάνομαι ρίγος νά διαπερνᾶ τό σῶμα μου καί πιό βαθιά μιά δόνησι νά μέ συνταράζη.
Μέσα σέ ἐκεῖνο τό ὑποβλητικό περιβάλλον, τήν ἀδιατάρακτη σιγή, πού δέν ἀκουγόταν οὔτε ὁ παραμικρός θόρυβος ἐκτός ἀπό τήν ἁπαλή, σιγανή φωνή τοῦ Πελεκάνου, καθώς ὁ νοῦς μου ἀχαλίνωτος ἀκροβατοῦσε, ἐνῶ ἡ ψυχή μου ἀδρανοῦσε μέσα σέ μιά νεκρική παγωνιά, ἀποκαμωμένη γιατί εἶχε φθάσει στά ἀκραῖα ὅρια ἀντοχῆς, ἄκουσα μιά δυνατή βουή ἀνέμου καί εὐθύς ἀμέσως, σέ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα ἔνοιωσα νά γίνεται ἕνας ἰσχυρός σεισμός πού μέ συγκλόνισε. Φόβος μέ κυρίεψε.
Ἔκανα μιά ἀπότομη, ἐνστικτώδη κίνησι νά σηκωθῶ ἀλλά ξανακάθησα, ἀποσβολωμένη, στό κάθισμά μου ὅταν κύτταξα γύρω μου καί εἶδα ὅλους τούς ἄλλους ἀκίνητους στίς θέσεις τους ν᾽ ἀκοῦν ἤρεμα τό Εὐαγγέλιο. Καί ἡ ταραχή μου μεγάλωσε ἀκόμα πιό πολύ ὅταν κατάλαβα πώς ὁ σεισμός αὐτός δέν προερχόταν ἀπό κάτω, ἀπό τά ἔγκατα τῆς Γῆς ἀλλά ἀπό ψηλά, ἴσως, ἀπό τόν Οὐρανό. Μά πρίν καλά-καλά συνέλθω, συνέβη κάτι σπουδαιότερο. 
Αἰσθάνθηκα μιά φωτιά νά κατεβαίνη πάλι ἀπό ψηλά καί νά περνάη μέσα ἀπό τό μέτωπό μου κι ὕστερα μέσα ἀπό τό στῆθος μου, βαθιά στό ἐσωτερικό μου. Καί τρόμαξα γιά δεύτερη φορά καί ὁ φόβος μου ἔγινε πανικός ἀπό τούτη τή φωτιά καθώς ὁ νοῦς μου πού τά εἶχε χαμένα δέν μποροῦσε νά συλλάβη αὐτά πού ξαφνικά καί τόσο γρήγορα μοῦ συνέβαιναν καί, φυσικά, οὔτε νά δώση ὁ νοῦς μου ἐξήγησι, μποροῦσε.
Ὅμως, σέ λίγο, πολύ λίγο, δέν χρειαζόμουν, πιά, καμμιά ἐξήγησι τῆς λογικῆς μου σκέψεως γιατί μοῦ ἦλθε ἀπό ἄλλη θύρα ἐκείνη ἡ ἐξήγησι πού δέν χωράει ἀμφιβολία καί δέν χρειάζεται ἑρμηνεία. Ἦλθε ἀπό τή θύρα τῆς ψυχῆς μου, πού ἄνοιξε διάπλατη, κι ἦταν ὁλοκάθαρη σάν τό κρύσταλλο καί ὁλοφώτεινη σάν τόν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ, καθώς ἡ πύρινη ἐκείνη φλόγα πού ἔπεσε σάν ἀστραπή, ἀντί νά μέ κάψη καί νά μοῦ προκαλέση κακό, εἰσχώρησε ὅπως ἕνα δυνατό φῶς καί μιά γλυκιά θερμή πνοή, ἔλυωσε τόν πάγο καί εὐθύς ἀμέσως βεβαιώθηκα τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή πώς ἔδιωξε ἀπό μέσα μου τήν παγωνιά τοῦ θανάτου. Καί ἐνῶ, μερικά λεπτά πρίν, εἶχα σχεδόν ἀποδιοργανωθῆ ἐσωτερικά μή μπορώντας νά βάλω μιά τάξι μέσα μου κι ἤμουν ἕτοιμη νά τό βάλω στά πόδια, ἔνοιωσα νά καταλαγιάζη, αὐτόματα, ὅλη ἡ ἀντάρα, καί νά κυκλοφορῆ στίς φλέβες μαζί μέ τό αἷμα μου μιά ἀπέραντη γαλήνη, μιά ἀνείπωτη εὐτυχία τήν ὁποία δέν μποροῦν νά σοῦ δώσουν ὅλες μαζί οἱ χαρές τῆς ζωῆς.
Ἡ πρώτη σκέψι μου ἦταν νά κυττάξω καί πάλι γύρω μου νά δῶ τί εἶχαν ἀντιληφθῆ οἱ ἄλλοι. Ὅμως, καί τούτη τή φορά δέν παρατήρησα ἀπολύτως τίποτα. Κανένα σημάδι στά πρόσωπα ἤ στήν ἔκφρασί τους πού νά μαρτυρᾶ πώς καί ἐκεῖνοι εἶχαν αἰσθανθῆ ὅ,τι καί ἐγώ ἤ εἶχαν καταλάβει αὐτά τά ὁποῖα συνέβησαν σέ μένα. Ὅλοι ἦταν ἀδιάφοροι, κανένας δέν μέ πρόσεχε, ὅλοι, ἐκτός ἀπό ἕναν, τόν οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος ὅση ὥρα διάβαζε, δίπλα μου, ἔνοιωθα ὅτι μέ παρακολουθοῦσε μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του καί τή στιγμή κατά τήν ὁποία γύρισα πρός αὐτόν τό βλέμμα μου, ἔκλεισε τό Εὐαγγέλιο, ἔκανε τό σταυρό του καί ψιθύρισε:
Σ᾽ εὐχαριστῶ Παναγία μου.
Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἤμουν ἀπολύτως βέβαιη ὅτι ὁ Θεός ἦταν ἐντός μου καί ὅταν ἐπέστρεψα στό δωμάτιό μου, τό ἴδιο βράδυ, ἔνοιωθα τόσο εὐτυχισμένη καί μ᾽ ἕνα πρωτόγνωρο συναίσθημα, κυττάζοντας πρός τόν Οὐρανό, ἔκανα τήν προσευχή μου: “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς...”.
Ναί! Ὁ Θεός ἦταν μέσα μου, ἦταν αὐτή ἡ φωτιά. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ΦΩΤΙΑ, πού θερμαίνει χωρίς νά καίη. Κατακαίει μόνο ὅποιο βλαβερό ζιζάνιο ἔχει φυτρώσει στήν ψυχή γιά ν᾽ ἀκολουθήση ἡ καλλιέργεια καί ἡ σπορά τοῦ Θείου Λόγου κι ὕστερα νά φυτρώση ἡ γαλήνη καί ἡ εὐτυχία.
Ὅταν, τό ἄλλο πρωΐ, στήν Ἐκκλησία, καλημέρησα τόν κύριο Πελεκάνο καί πρίν τελειώσω τή φράσι μου: 
—Ξέρετε, χθές τό βράδυ, στό σπίτι σας... μέ διέκοψε καί μοῦ εἶπε: 
—Ξέρω, ξέρω τί ἔγινε, γιατί εἶχα προσευχηθῆ, πάρα πολύ, στήν Παναγία, ἀλλά μήν τό πεῖς αὐτό, ποτέ, σέ κανέναν»(ΠΧ, 60).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>











Όταν ο Θεός "παραμονεύει" ευεργετικά στη γωνία - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ:

Ἡ ἑπομένη ἦταν κοσμική κοπέλλα. Μιά μέρα ὁ πατέρας της τῆς πῆγε στό σπίτι γιά νά μαγειρέψη ἕνα «χωνί» ψάρια. Ὁ Θεός, ὅμως, «παραμόνευε» εὐεργετικά στή γωνία. Τό χωνί ἦταν τυλιγμένο μέ τό θρησκευτικό περιοδικό Ζωή. Ἔπεσε, λοιπόν, τό μάτι της σ᾽ αὐτό, τό διάβασε καί μετεστράφη. Ἔγινε, μάλιστα, καί καλή ἁγιογράφος, μαθήτρια τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἦταν θεία προσωπικοῦ φίλου, ὁ ὁποῖος καί μοῦ ἀφηγήθηκε τά τῆς μεταστροφῆς της. 

Τέλος, ἕνα ἀπόγευμα στό ἐξομολογητήριο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦλθε κάποιος ἐπιστήμονας νά ἐξομολογηθῆ καί μοῦ εἶπε πῶς ὁδηγήθηκε στήν ἐξομολόγησι: Ἕνα ἀπόγευμα ἔβγαλε γιά βόλτα τό σκυλί του στό Κολωνάκι —ἐκεῖ ἔμενε. Τό σκυλί, δεμένο μέ λουρί, ὁδηγοῦσε τόν κύριό του καί τόν πῆγε στά σκουπίδια. Ἐκεῖ βρῆκε πεταμένο τό βιβλίο Ὑποθῆκες Ζωῆς, Ἀπό τή Ζωή καί τή Διδασκαλία τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου. Τό πῆρε, τό διάβασε καί ἦλθε νά ἐξομολογηθῆ! 

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Η μεταστροφή του Γάλλου Olivier Clément από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Ἰδού καί ἡ μεταστροφή τοῦ Οlivier Clément. Ἀφηγεῖται: Κάθε 15 μέρες, «περίμενα μέ εὐχαρίστησι τό ἐπιδόρπιο καί τή συζήτησι πάνω στό πρόβλημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεῖες μου ἦταν ὑπέρμαχες τοῦ θεϊσμοῦ, στή γραμμή τῆς παραδόσεως τοῦ Jules Ferry. Ἐνῶ οἱ γονεῖς μου, διευθυντές σχολείου κι αὐτοί, εἶχαν γίνει ἄθεοι μέ τή μορφή τῆς στρατεύσεως. Κανένας δέν θύμωνε. Κανένας δέν προσπαθοῦσε νά πείση. Ἡ συζήτησι ἔμοιαζε περισσότερο μέ φιλική μουσική. Καί ὁ Θεός παρέμενε ὁ πιό ξένος στό βάθος τοῦ διαλόγου. Ἡ φωνή δέν χαμήλωνε, δέν κυμάτιζε, παρά μονάχα γιά τά μυστήρια τῆς ἀγάπης, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἀρρώστιας. Προπάντων ὅταν γινόταν λόγος γιά τή φυματίωσι (δέν θά πρεπε ἡ “μικρή” νά παντρευθῆ ἕνα φυματικό) καί γιά τή διανοητική καθυστέρησι... Τό ὑπέρτατο “῎Ον”, ἀρκετά ἄρρωστο, μιά καί φαινόταν ἀνίκανο νά τά τακτοποιήση ὅλα κι ἀρνιόταν νά κάνη παντοῦ θαύματα, ὅπως λένε πώς ἔκανε καί κάνει στή Λούρδη, τό “Ὄν” φάντασμα, χάνεται ἀνάμεσα στό ἄρωμα τοῦ καφέ καί στό κουδούνισμα τῶν πιατικῶν. Αὐτές οἱ συζητήσεις δέν μοῦ ἄφησαν τίποτε. Ἦταν ὁ θόρυβος μιᾶς ἀπουσίας»(CO, 7). 
«Ἡ βασική ἐπιδίωξι τῶν πρώτων Γάλλων σοσιαλιστῶν ἦταν, ὁπωσδήποτε, ἡ δικαιοσύνη, ἀλλά, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἠ “κοινωνία”: “Ἡ δική σας ζωή εἶναι δική μου”, ἔλεγε ἡ George Sand. Κι ὁ Pierre Leroux ἔβαζε σάν προμετωπίδα στό οὐσιαστικότερο βιβλίο του Περί τῆς Ἀνθρωπότητας, τό κομμάτι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιά τό μοναδικό σῶμα, στό ὁποῖο εἶμασθε μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου (“ἀλλήλων μέλη”)»(CO, 18). 
«Ἀκόμα, τέτοια ἦταν καί ἡ βαθύτερη ἄποψι —λίγο ντροπαλή, λίγο κρυφή— τοῦ Jean Jaurès. Ὁ Jaurès χάρισε στόν Ἰησοῦ λόγια σφοδρῆς ἀγάπης. Ξαναδιάβαζε τακτικά —κι ἀφιέρωνε τό χρόνο του— στόν Ὅμηρο, τό Δάντη καί τή Βίβλο. Ὑπογράμμιζε τήν πρωταρχική σπουδαιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γράφοντας: “Νά πραγματοποιοῦμε τή δικαιοσύνη στήν κοινωνική διάστασι, γιά νά προετοιμάσουμε... τήν ἐξοικειωτική διείσδυσι τῶν ψυχῶν στή μυστική διάστασι”. Πολύ ἔπαιξε τό πρᾶγμα στήν ἀρχή τούτου τοῦ αἰῶνα [τοῦ 20οῦ]. Ἡ κίνησι ἦταν ἀβέβαιη, τουλάχιστον σέ τούτη τή χώρα [τή Γαλλία]. Ἡ Φιλοσοφία τῶν Παραγωγῶν τοῦ Sorel, ἔδειχνε μιά παθητική νοσταλγία τῆς ἀρχαϊκῆς Ἐκκλησίας, πού θά ἦταν ἱκανή νά ἀλλάξη πραγματικά τή ζωή καί τῆς ὁμάδος τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ καθενός χωριστά καί, πού θά μποροῦσε, ἀκόμα, νά πληθύνη τούς τόπους ἐπικοινωνίας, τῆς βαθειᾶς ἐλευθερίας καί τῆς ὀμορφιᾶς μέσα σ᾽ ἕνα κοινωνικό ἱστό νεκρωμένο. Μονάχα, πού ἡ κίνησι αὐτή δέν συνταντήθηκε μ᾽ ἕνα Χριστιανισμό δημιουργικό, ἕνα Χριστιανισμό τῆς Θεανδρικότητος, ἀλλά μέ τόν Μαρξισμό τόν πιό συστηματικό»(CO, 18). 
«Διάβαζε [ὁ πατέρας μου]. Διασκεδαστικά βιβλία. Γι᾽ αὐτά δέν μιλοῦσε σέ κανέναν. Ὅμως, τά βρῆκα μέσα στήν ἀξιολογότατη βιβλιοθήκη του. Οἱ Ἀδελφοί Καραμαζώφ, τοῦ Dostoyevski, ὁ Πατήρ Σέργιος, τοῦ Tolstoy, ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Σεργίου, τοῦ Μπόρις Ζάϊτσεφ (πού ἦταν ὁ παπποῦς τοῦ φίλου μου Μιχάλη Ζολόγκουμπ. Πῶς πλέκονται παράξενα οἱ δρόμοι! Ὁ Θεός ὑφαίνει, αὐτό τό λίγο, πού Τοῦ ἐπιτρέπουμε νά δράση...). 
Ὁ πατέρας μου σιωποῦσε. Ζοῦσε τήν οἰκογένειακή ζωή καί σιωποῦσε. Ἡ ἀδελφή του ζοῦσε μόνη της στό χωριό καί σιωποῦσε. Ὡστόσο, ὅλα τά πράγματα, πού ἦταν γύρω της, ἰδιαίτερα τά φυτά, ἦταν ζωντανά, Βέβαια, ἦταν ἄθεη, σάν τόν πατέρα της. Ὅμως, βρῆκα μέσα στό συρτάρι, στό ὁποῖο ἔβαζε τά πιό ἀγαπημένα της πράγματα, ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Εὐαγγελίου κατά Ἰωάννη. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου, τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Αὑτό ἦταν τό μυστικό τους»(CO, 22).
«Ὁ Θεός γινόταν τό μεγάλο μυστικό τῆς ἐποχῆς μας. Δέν μοῦ μίλησαν ποτέ γι᾽ Αὐτόν. Καί ἀκόμα λιγότερο γιά τό Χριστό. Ὅταν κάποτε ἔκανα στόν πατέρα μου τίς ἀποφασιστικές ἐρωτήσεις: 
—Γιατί πεθαίνουμε;, μοῦ ἀπάντησε —θυμᾶμαι βρισκόμουνα στά ἑπτά ἤ στά ὀκτώ μου χρόνια: 
–Ὅταν πεθαίνουν, δέν ὑπάρχει, παρά τό μηδέν. Ὅμως, παρόλο αὐτό, πρέπει νά προσπαθοῦμε νά εἴμασθε καλοί, νά εἴμασθε δίκαιοι. 
—Καί οἱ ἄλλοι τί κάνουν;
—Ξέρεις, πώς οἱ ἄνθρωποι δέν ὑπακούουν, παρά μονάχα στό συμφέρον τους. Ὅμως, πρέπει, παρόλο αὐτό... 
Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἀπαντοῦσε σέ τέτοιες ἐρωτήσεις ἔδειχνε παράξενος. Ἡ ἰδεολογία τῶν πρότυπων σχολῶν τῆς ἀρχῆς τοῦ αἰῶνα μας χρωματισμένη μέ λίγο σοσιαλισμό, πού εἶχε καταντήσει θλιμμένος, σχηματοποιόταν ἀπ᾽ αὐτόν αὐθόρμητα. Γιά τό θεμελιακό θέμα, τό ὁποῖο ἐρευνοῦσε μέσα στή βιογραφία τοῦ ἁγίου Σεργίου, δέν εἶχε λεξιλόγιο νά μιλήση. Μιά μόνη λέξι σφράγιζε τήν τυποποιημένη φιλοσοφία του: τό μηδέν»(CO, 24). 
«Ἕνα εὐαγγελικό ἐπεισόδιο, σάν τή θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας, φαίνεται γεγονός κραυγαλέας ἀληθείας, ἕνα πρᾶγμα, πού δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφευρεθῆ»(CO, 97). 
Ὁ Νikolaï Lossky «ἔφερνε [σάν παιδί] σέ ἀμηχανία τόν πνευματικό του στό θέμα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, ρωτώντας τον ἄν ὁ Θεός ἦταν ἱκανός νά πλάση μιά πέτρα, τήν ὁποία νά μήν μπορῆ νά τή σηκώση! “Σήμερα, μοῦ ἔλεγε, ξέρω τήν ἀπάντησι: αὐτή ἡ πέτρα εἶναι ὁ ἄνθρωπος”»(CO, 135). Σήμερα ξέρουμε ὅτι ὅλες αὐτές οἱ μυστικές διαδρομές τοῦ Θεοῦ μεταποίησαν τήν ψυχή τοῦ Clément σέ Ὀρθόδοξη.
Γράφει καί ὁ Ι. Παπαδόπουλος: «Ὁ Olivier Clément δέν γνώρισε τό πνευματικό comfort καί τή μακάρια σιγουριά ὅσων γεννηθήκαμε στή “χριστιανική” Ἑλλάδα, βαπτισθήκαμε, μεγαλώσαμε σε “χριστιανικό” περιβάλλον καί... ἐγκατασταθήκαμε στήν εὐδαίμονα ὀρθοδοξία μας! Οἱ γονεῖς του, δάσκαλοι, ἦταν ἄθεοι. Δέν εἶχαν καμμία σχέσι μέ τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ Olivier Clément δέν ἔγινε χριστιανός, δέν βαπτίσθηκε. Στή νότιο Γαλλία ὅπου γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1921, ἡ κοινωνία τότε παρουσίαζε μιά ἰδιότυπη σύνθεσι: οἱ καθολικοί, οἱ προτεστάντες καί οἱ.... σοσιαλιστές-“ἄθεοι”! Ὁ Olivier Clément πέρασε ὅλη τήν παιδική του ἡλικία χωρίς κανείς νά τοῦ μιλήση ποτέ γιά τό Θεό. “Δέν εἶχα μπῆ ποτέ μέσα σέ μιά Ἐκκλησία, οὔτε κἄν μοῦ πέρασε ἀπ’ τό μυαλό”.
 Ἔρχεται, ὅμως, ἡ ἐφηβεία, οἱ σπουδές στόν ἱστορικό κλάδο, τά μεγάλα ἐρωτήματα γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, τό θάνατο, τό μηδέν, τήν ἀναζήτησι τοῦ θεμελιώδους... Μιά ὁλόκληρη δεκαπενταετία πυρετώδους ἀναζήτησεως καί πνευματικῆς περιπέτειας: ἀπ’ τό φλέρτ μέ τό μαρξισμό καί τό κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι τίς θρησκεῖες τῆς Ἀσίας, τό βουδδισμό καί κυρίως τόν ἰνδουϊσμό. Τήν περιπετειώδη αὐτή ἀναζήτησι τήν αἰσθάνεται κανείς ὁλοζώντανη διαβάζοντας τό βιβλίο του: Ὀ Ἄλλος Ἥλιος, Πνευματική Αὐτοβιογραφία (L’ Autre Soleil: Autobiographie Spirituelle, Ed. Stock, Παρίσι 1975).
Διαβάσματα, συναντήσεις ἀνθρώπων, ὅπως συμβαίνει συχνά, μποροῦν νά παίξουν ἀποφασιστικό ρόλο: “Ὁ πρῶτος πού μέ ἔκανε νά καταλάβω ὅτι μπορεῖ κανείς νά εἶναι χριστιανός, ὁ πρῶτος πού πραγματικά ἔκανε νά γείρη μέσα μου ἡ ζυγαριά ἀπ’ τήν Ἰνδία στό Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ Nikolai Berdyayev”. Τόν ὁποῖο, ὅμως, ποτέ δέν συνάντησε ἀφοῦ ἐκεῖνος πέθανε τό 1948, ὅταν ὁ Olivier Clément ἐγκαταστάθηκε στό Παρίσι. Στή διάρκεια τοῦ πολέμου εἶχε βρῆ σέ φιλική βιβλιοθήκη τό βιβλίο τοῦ Berdyayev Πνεῦμα καί Ελευθερία καί τό διάβασε “μονορούφι” σέ μιά μέρα καί μιά νύκτα. Στρέφεται ἔκτοτε πρός τούς χριστιανούς, ἀλλά ἔπρεπε νά νικήση τήν ἐνστικτώδη ἀπέχθεια τἠν ὁποία αἰσθανόταν γι’ αὐτούς καί πού εἶχε τίς ρίζες της στήν παιδική του ἡλικία. “Τόν καθολικισμό μοῦ τόν εἶχαν παρουσιάσει σάν τεράστια καί καταχθόνια ἐξουσία ἐπί τῆς γῆς, καταπιεστική καί εὐνουχιστική. Τό δέ προτεσταντισμό, σάν ἕνα στάδιο, ξεπερασμένο πιά, πρός τή λαϊκή κοινωνία, τό σοσιαλισμό”.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ στροφή πρός τούς χριστιανούς, καθολικούς καί προτεστάντες, δέν εὐοδωνόταν. “Πρέπει νά πῶ μέ ὅλη τή δύναμι ὅτι ἐκεῖνο πού μέ ἐμπόδισε νά γίνω χριστιανός τότε ἦταν ἡ ἀπουσία —ἔτσι μοῦ φάνηκε τουλάχιστον— μιᾶς ἀληθινῆς θεολογίας τῆς ἐλευθερίας καί μιᾶς ἀληθινῆς θεολογίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος”. Τό βασικό βιβλίο τοῦ Vladimir Lossky Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἶχε γίνει καίριο ἀνάγνωσμά του καί συνακόλουθα οἱ Πατέρες στούς ὁποίους αὐτό παρέπεμπε (Ἁγ. Εἰρηναῖος, Διονύσιος ὁ Ἀεροπαγίτης, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Νικόλαος Καβάσιλας κ.ἄ.). “Ἔψαξα νά τόν συναντήσω... τόν ἀκολούθησα. Αὐτός μοῦ ἔμαθε τή θεολογία.... Ὁ Vladimir Lossky ἦταν ριζωμένος στήν Ἐκκλησία ὅπως ἕνα δένδρο εἶναι ριζωμένο στήν τροφό γῆ. Ἀπ’ αὐτόν, τούς δικούς του καί ἀπό ὅλη τή ζωή τῆς μικρῆς ἐνορίας τῆς ὁποίας ἦταν μέλος, ἀνακάλυψα τήν Ἐκκλησία, ὄχι σάν μιά ἠθική, μιά ἰδεολογία, μιά ἐπίδρασι κοινωνική καί πολιτική, ἀλλά τή λειτουργική, εὐχαριστιακή ἐκείνη γόνιμη γῆ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος τρέφεται καί μεταμορφώνεται”.
Μαθητεύει κοντά στό Vladimir Lossky, συναντᾶται μέ τόν π. Σωφρόνιο καί σέ λίγο μέ τόν P. Evdokimov μέ τόν ὁποῖο θά συνδεθῆ μέ μιά δυνατή καί μακρά φιλία... 
Ἔτσι ὡρίμασε ἡ ἀπόφασι γιά τό ἀποφασιστικό βῆμα: “Δέχθηκα τό βάπτισμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἤμουν τριάντα ἐτῶν. Ἦταν μιά ἐπιλογή διαυγής καί σοβαρή. Μιά συνειδητή ἐπιλογή, ἄν θέλετε, παρότι χρειάζεται ὅλη ἡ ζωή, ὅλος ὁ θάνατος γιά νά συνειδητοποιήση κανείς τή χάρι τοῦ Βαπτίσματος, γιά νά πεθάνη καί νά ξαναγεννηθῆ ἐν Χριστῷ”»(στό: ΚΚ, 8).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>








Γαλλία: Η μεταστροφή του ιατρού Κωνσταντίνου Σακελλαρίου από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία 

Ὁ ἰατρός Κων/νος Σακελλαρίου (1856-1916), γυιός Ἱερέως, σπούδασε ἰατρική στή Γαλλία ὅπου καί ἔχασε τήν πίστι του. «Πολλές φορές κρατώντας τό περίστροφο στό χέρι, τό ἀκουμποῦσε στό στῆθος του ἤ στόν κρόταφο, ἀλλά τό περίστροφο δέν ἐκπυρσοκροτοῦσε —σάν νά μήν ἤθελε νά ὑπακούση. Ἔστρεφε τότε πρός τά ἔξω τό πιστόλι του καί τότε ἐκπυρσοκροτοῦσε. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι, ἄν καί δέν ἦταν σέ θέσι νά ἐννοήση ὅτι αὐτό ἦταν ἐπέμβασι τῆς θείας Προνοίας. Θυμήθηκε, ὅμως, ἀμυδρά τή σεβάσμια μορφή τοῦ πατέρα του.
Καί σέ ἄλλη περίπτωσι ὁ νεαρός γιατρός ἀποφάσισε νά θέση τέρμα στή ζωή του. Εἶχε πάει στό Παρίσι καί ἦταν καλοκαίρι. Ἔμενε σέ ξενοδοχεῖο. Τό βράδυ ἀνέβηκε νά κοιμηθῆ στήν ταράτσα καί, μάλιστα, πάνω στό πεζούλι, μέ τήν ἀπόφασι νά πέση κάτω κατά τόν ὕπνο του καί νά γκρεμισθῆ στό δρόμο χωρίς νά τό καταλάβη. Ἀλλά καί ἐδῶ οἱ ἐλπίδες του διαψεύσθηκαν. Τή νύκτα ἔπεφτε ἀπό τό μέσα μέρος καί ποτέ πρός τά ἔξω, ὅσες φορές κι ἄν ἐπεχείρησε. Κάτι παρόμοιο δοκίμασε καί στήν ὄχθη τοῦ Σηκουάνα, ἀλλά κι ἐδῶ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι»(ΗΜ, 14). Βλέπουμε στά περιστατικά αὐτά τή φανερή ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ στό μετέπειτα πιστό παιδί του.

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


Ym.

<>








Η μεταστροφή ενός αθέου θείου του λαϊκού ιεροκήρυκα Δημήτριου Παναγόπουλου (+1982)


Αναφέρει ο λαϊκός ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος (+1982):

Είχα έναν άθεο θείο, που με έλεγε: 
- Γιατί δεν κατέβηκε ο Χριστός από Τον Σταυρό; Άμα ήταν Θεός, θα μπορούσε να ξεφύγει. Τον πιάσανε, τον «κατεργάρη» και Τον Σταυρώσανε οι Εβραίοι! Δεν μπορούσε να ξεφύγει! Τον εαυτόν Του δεν μπορούσε να βοηθήσει... 
- Τότε, πως ξέφυγε ο Χριστός, όταν κάποτε θέλησαν να Τον ρίξουν στον γκρεμό; τον ρώτησα. Ξέφυγε ανάμεσά τους. Πώς έγινε αυτό; 
- Πού το αναφέρει αυτό; με ρώτησε. 
Άνοιξα το Ευαγγέλιο και του έδειξα το χωρίο: 
«Και αναστάντες εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως και ήγαγον αυτόν έως οφρύος του όρους, εφ’ ου η πόλις αυτών ωκοδόμητο, εις το κατακρημνίσαι αυτόν. Αυτός δε διελθών δια μέσου αυτών επορεύετο» (Λουκάς 4,29-30). 
Είναι πολλών γνώμη αυτή, ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, Τον στρύμωξαν οι Εβραίοι και Τον Σταύρωσαν. 
Όχι, δεν είναι έτσι! Ο Χριστός από αγάπη προς τον άνθρωπο, ήρθε προς το εκούσιο πάθος και Σταυρώθηκε. Αυτό να το βάλουμε μέσα στο μυαλό μας και να Του χρωστάμε πολύ ευγνωμοσύνη και υποχρέωση. 
Στη συνέχεια τον ρώτησα:
- Θείε, ο Χριστός πέθανε, ή τον πεθάνανε;
- Τον πεθάνανε!
- Καθόλου δεν τον πεθάνανε! Απέθανε! Πέθανε την ώρα που ήθελε Αυτός! Και ήρθε στο εκούσιο πάθος στο θεληματικό αγάπη προς τον άνθρωπο. Αλλά ο άνθρωπος αγνώμων, δεν θέλει να το εκτιμήσει αυτό το πράγμα.
Και του διάβασα ενθυμούμαι τότε –ήταν άρρωστος στο σανατόριο– αυτό που λέγει η Εκκλησία μας τη Μεγάλη Παρασκευή, πως πέθανε ο Χριστός. 
Και του είπα εκείνη τη στιγμή του θανάτου του Χριστού: 
- Γράφει η Γραφή, ότι ο Χριστός «κλίνας την κεφαλήν, παρέδωκεν το πνεύμα» (Ιωάν. 19,30). 
Εσύ πως θα πεθάνεις και εγώ αύριο θείε; Πες μου πως; Θα αφήσουμε το πνεύμα και κλίνουμε την κεφαλή, θα κατεβάσουμε τα ρολά... 
Και δεν πρόκειται να τα ξανά ανοίξεις... 
Αυτός όμως κλίνας της κεφαλήν, παρέδωκεν το πνεύμα. Πέθανε την ώρα που ήθελε...
Με κοιτούσε και συλλογίζετο...
Εν πάση περιπτώσει, έπειτα από 3 χρόνια πίστεψε αυτός και τολμώ να πω ότι σώθηκε την τελευταία στιγμή...

Facebook: Ηλίας Καλλιώρας


<>










Η μεταστροφή μίας πόρνης της Αθήνας από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή με την βοήθεια της πρώην οδηγού TAXI Μοναχής Πορφυρίας (+2015)


Η μοναχή Πορφυρία (+2015), η επί δεκαετίας 1997-2007 οδηγός TAXI  σε Αθήνα και Πειραιά μας αναφέρει:

«Ἡ βάρδια μου εἶναι νυκτερινή, ἡ ὥρα ἕντεκα τό βράδυ. Ἀνέβαινα τήν ὁδό Πειραιῶς, πρός Ὀμόνοια. Μέσα στό ταξί, ὡς συνήθως, μιλοῦσα μέ τόν γλυκύ μου Ἰησοῦ. Αὐθόρμητα εἶπα μέσα μου στό Χριστό μου: Τόν πρῶτο ἄνθρωπο πού θά μοῦ κάνη σινιάλο νά σταματήσω, θά τόν πάω χωρίς χρήματα, ἀρκεῖ νά τόν φέρω κοντά Σου. Δέν μέ σταμάτησε κανείς, μέχρι πού ἔφθασα Πειραιῶς καί Μενάνδρου. Ἐκεῖ στή γωνία στεκόταν μιά κοπέλλα. Σταμάτησα καί τήν κοιτοῦσα. Περίμενε πελάτη, γιά τό μεροκάματο. Χωρίς νά τό καλοσκεφθῶ, κατέβηκα καί πῆγα κοντά της.

—Καλησπέρα!

—Καλησπέρα!, μοῦ ἀπάντησε.

—Ξέρεις, αὐτή τήν ὥρα, αἰσθάνομαι πολύ πόνο στήν ψυχή μου καί θέλω μέ κάποιον νά τόν μοιρασθῶ.

Μέ κοιτοῦσε παραξενεμένη καί μοῦ λέει:

—Καλά, καί βρῆκες ἐμένα νά μιλήσης;

—Ναί! Ἡ καρδιά μου μοῦ λέει πώς ἐσύ θά μέ καταλάβης.

—Ξέρεις τί δουλειά κάνω ἐγώ;

—Τό βλέπω.

—Καί θέλεις νά μιλήσης μαζί μου;

—Ναί! Θέλω νά μιλήσω μαζί σου. Εἶσαι νά χάσουμε σήμερα καί οἱ δύο τό μεροκάματο; Ἴσως νά μπορέσης νά μέ βοηθήσης καί νά σωθῶ.

—Πᾶμε, μοῦ λέει διστακτικά.

—OΚ, φύγαμε!

Ἔρριξε μιά ματιά γύρω της καί μπῆκε γρήγορα στό ταξί.

Χαρούμενη ἐγώ, ἀλλά καί προβληματισμένη· τί θά τῆς ἔλεγα; Θεέ μου! ἔλα κάτω καί βοήθησέ με, τί νά κάνω τώρα; Τί νά τῆς πῶ; Ἀφοῦ συστηθήκαμε, τῆς λέω:

—Δύσκολα τά ἐπαγγέλματα πού διαλέξαμε νά κάνουμε, ἔ;

Καί ἔτσι ἀρχίζει μιά πολύ ὡραία συζήτησι.

Στήν ἀρχή γύρω ἀπ’ τό ταξί καί τίς δυσκολίες του. Καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά μπαίνω στή δική της ζωή. Ὡστόσο, φθάσαμε στό Καβούρι. Τῆς εἶπα:

—Θά κατέβουμε ἐδῶ νά πιοῦμε καφέ καί νά συνεχίσουμε τήν κουβέντα μας.

Ἐκείνη τότε μοῦ εἶπε κάτι πού μέ συγκίνησε:

—Δέν ντρέπεσαι νά πᾶμε μαζί μέσα;

Ὅπως καταλαβαίνετε, τό ντύσιμό της ἦταν διαφορετικό ἀπ’ τό δικό μου, ἀλλά καί ἡ ὅλη της ἐμφάνισι. Τῆς εἶπα:

—Ὄχι! Δέν ντρέπομαι! Νά ντρέπωνται αὐτοί πού σέ ἔφεραν σ’ αὐτή τήν κατάστασι! Γιά μένα εἶσαι ἕνα γλυκό καί τρυφερό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.

Μπήκαμε μέσα· τά βλέμματα ὅλων πέσανε ἐπάνω μας. Ὅμως, αὐτό δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου, οὔτε οἱ μελανιές τίς ὁποῖες εἶχε στά πόδια της μέ ἔκαναν νά ντραπῶ καί νά ἀρχίσω νά τρέχω. Γιά μένα ἐκείνη ἡ ὥρα ἦταν ἱερή. Ἔπρεπε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά ἀναστήσω πάσῃ θυσία αὐτό τό κορίτσι.

Ὅπως κι ἄλλες φορές, αἰσθανόμουν πώς δέν μιλάω ἐγώ, ἀλλά κάποιος ἄλλος μέσα ἀπό ἐμένα· τό ἴδιο συνέβη καί σ’ αὐτή τήν περίπτωσι· κάποιος ἄλλος μέ ὠθοῦσε νά βοηθήσω αὐτή τήν κοπέλλα. Μοῦ διηγήθηκε ὅλη τή ζωή της ἀπ’ τά παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Καί, ἐπίσης, πῶς ἔφθασε νά κάνη αὐτό τό ἐπάγγελμα.

Ἕνα ἐπάγγελμα ὀδυνηρό, ὄχι ἁπλᾶ δύσκολο. Αὐτό τό ἐπάγγελμα σοῦ καταρρακώνει τήν προσωπικότητα, τήν ἀξιοπρέπεια, ξεχνᾶς ἄν εἶσαι ἄνθρωπος, ξεχνᾶς τά θέλω σου, ζῆς καί λειτουργεῖς μέ τά θέλω τῶν ἄλλων. Ἐσύ δέν ὑπάρχεις πουθενά, γιατί, ἐκτός ἀπ’ τή σάρκα σου, γι’ αὐτούς δέν ἔχεις τίποτε ἄλλο. Γι’ αὐτό καί εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ὑπακοῦς στίς διαταγές τους. Δηλαδή, βρίσκεσαι στήν ὑπακοή τοῦ Διαβόλου καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Τή δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἐπαγγέλματος τήν ἄκουσα γιά πρώτη φορά αὐτή τή βραδιά. Πιστέψτε με, ρομφαία τρύπησε τήν καρδιά μου! Ἡ ἐξομολόγησι αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ μέ πόνεσε τόσο πολύ, πού ἀνάλογο πόνο δέν θυμᾶμαι νά ἔχω νοιώσει στή ζωή μου!

Τότε ἄρχισα νά τῆς μιλῶ γιά τό Θεό καί γιά τή μεγάλη εὐτυχία τήν ὁποία μᾶς χαρίζει, ὅταν εἴμασθε κοντά Του· τῆς μίλησα γιά τήν Παναγία μας καί τό πόσο γλυκειά, τρυφερή καί προστατευτική εἶναι γιά τά παιδιά Της. Τῆς μίλησα γιά τά θαύματα τῶν Ἁγίων μας, γιά τό Γέροντα Πορφύριο, γιά τά θαύματα τά ὁποῖα ἔζησα μέσα στό ταξί, μά καί πολλοί ἄνθρωποι μαζί μου. Τῆς μίλησα γιά τή δύναμι τῆς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας καί γιά πάρα πολλά θέματα γύρω ἀπ’ τό Θεό καί τήν πίστι. Προσπαθοῦσα νά τήν πείσω νά ἀλλάξη τή ζωή τήν ὁποία ἔκανε, ἀφήνοντας τά δάκρυά μου νά τρέχουν συνέχεια, ἀσταμάτητα, κρατώντας της τρυφερά τά χέρια.

Ὅταν πιά, κουρασμένη ἀπ’ τό κλάμα μου, τῆς εἶπα: “Ὥρα εἶναι νά πηγαίνουμε”, πλήρωσα καί σηκωθήκαμε νά φύγουμε.

Ὅταν φθάσαμε στό ταξί, μέ περίμενε ἡ μεγάλη ἔκπληξι. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ λέει:

—Μ’ ἀφήνεις νά σέ ἀγκαλιάσω;

—Καί, βέβαια, νά μέ ἀγκαλιάσης, τῆς εἶπα μέ πολύ χαρά.

Μέ ἀγκάλιασε καί τότε ξέσπασε σέ λυγμούς. Μέσα ἀπ’ τούς λυγμούς της μοῦ ἔλεγε:

—Βοήθησέ με, βοήθησέ με, ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε, βοήθησέ με νά ἀλλάξω τή ζωή μου, κουράσθηκα νά κάνω αὐτή τή δουλειά! Εἶμαι πολύ νέα, ὅπως λές κι ἐσύ, ἄν καί νιώθω ἑκατό χρονῶν. Βοήθησε νά κάνω μιά καινούργια ἀρχή, νά κάνω οἰκογένεια, νά κάνω παιδιά. Ἔχεις δίκηο, μπορῶ νά ξαναρχίσω ἀπ’ τήν ἀρχή. Ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε. Σέ παρακαλῶ, πήγαινέ με στό δικό σου Θεό καί, σέ παρακαλῶ, πές Του νά μοῦ δώση καί μένα ὅ,τι ἔδωσε σέ σένα. Νά γίνω κι ἐγώ εὐτυχισμένη καί χαρούμενη ὅσο καί ἐσύ.

Τῆς ὑποσχέθηκα πώς θά τή βοηθήσω. Τή φιλοξένησα ἐπί ἕνα μῆνα σπίτι μου. Ἕνας μῆνας μαρτυρικός καί ἐπικίνδυνος γιά μένα. Γιατί, ὅπως γνωρίζετε, αὐτές οἱ κοπέλλες ἔχουν καί κάποιον πού τίς “προστατεύει”. Κινδύνευσε ἡ ζωή μου μερικές φορές. Ὅμως, ἤμουν σίγουρη πώς ὁ Θεός δέν θά ἐπέτρεπε νά μοῦ συμβῆ κανένα κακό· ἀντιθέτως θά μέ βοηθοῦσε νά σώσω αὐτό τό κορίτσι· γιατί Ἐκεῖνος μέ ἔστειλε στό δρόμο της.

Ἔτσι κι ἔγινε· ἀπό ἐκείνη τή νύκτα ἡ ζωή της ὁλοκληρωτικά ἄλλαξε. Σήμερα εἶναι παντρεμένη, εὐτυχισμένη καί κοντά στό Θεό, ἔχει καί δύο παιδάκια.
Ἐκείνη ἡ νύκτα ἦταν εὐλογημένη, ἦταν θεϊκή!».

Ἀπό το βιβλίο:

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό
ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ἀθήνα 2011

<>





Η μεταστροφή του καθηγητή Ιστορίας Θεόδωρου Μανούσου από τον αθεϊσμό στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

«Συγκινητικότατες καί δραματικές ὑπῆρξαν οἱ τελευταῖες στιγμές τοῦ παλιοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας Θεοδώρου Μανούσου, ὁ ὁποῖος ἐκσφενδόνισε πολλές φορές πολλές κατηγορίες κατά τοῦ χριστιανισμοῦ, καί καταπολέμησε πολλές ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου ὑπό τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλά ὅταν ἦλθε ἡ φοβερή ἐκείνη στιγμή τοῦ θανάτου, μέ συντετριμμένη καρδιά μεταμελήθηκε, καί μέ ἀξιοθαύμαστη χριστιανική εὐτολμία, ὁμολόγησε, ὅτι πλανήθηκε. Ἐσπευσμένα δέ καί χωρίς στιγμιαία ἀναβολή, ζήτησε ἱερέα καί μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ζοῦν ἤδη αὐτόπτες καί ὅσοι θέλουν μποροῦν νά πληροφορηθοῦν»(ΙΜ, 26).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Από το Μαρτύριο του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρα Μιχαήλ του Μπερντιάνσκ Ουκρανίας (+1940)

Οι ἀνακριτές βασάνιζαν ἀνελέητα τόν Ἅγ. Νεομάρτυρα τοῦ Μπερντιάνσκ π. Μιχαήλ (+1940), ζητώντας του νά ὁμολογήσει ἀντισοβιετική δραστηριότητα. Ἐκεῖνος ἀρνιόταν σταθερά. Ἔχοντας ἀφήσει ὁλοκληρωτικά τόν ἐαυτό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἀνακρίσεων προσευχόταν καί κάθε τόσο ἔκανε εὐλαβικά τόν σταυρό του. Κάποια στιγμή, ἕνας ἀνακριτής, βλέποντάς τον, ἐξαγριώθηκε. Κουνώντας ἀπειλητικά τό περίστροφό του μπροστά στό πρόσωπο τοῦ π. Μιχαήλ, τόν πρόσταξε:
—Πάψε νά σταυροκοπιέσαι!
Ἐκείνος ἀποκρίθηκε ἀτάραχα:
—Ἐσεῖς ἔχετε τό δικό σας ὅπλο, κι ἐγώ τό δικό μου...
Στό στρατόπεδο ἦταν κλεισμένοι ὄχι μόνο πολιτικοί κρατούμενοι ἀλλά καί ποινικοί, ὅλοι τους βαρυποινίτες ἐγκληματίες. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, λοιπόν, θέλησε κάποτε νά διασκεδάση, βασανίζοντας τόν π. Μιχαήλ. Βρίσκοντας μιά εὐκαιρία, ἄρπαξε τόν ἄρρωστο ἱερέα, τόν ἀκινητοποίησε καί τοῦ ξερίζωσε σαδιστικά μία-μία τις τρίχες ὄχι μόνο ἀπό τά μαλλιά καί τά γένια, ἀλλά ἀκόμα καί ἀπ᾽ τά φρύδια καί τις βλεφαρίδες τῶν ματιῶν. 
Λίγο ἀργότερα ἕνας ἐπόπτης, βλέποντας μέ ἔκπληξι τόν π. Μιχαήλ παραμορφωμένο, τοῦ ζήτησε ἐπίμονα νά ἀποκαλύψη τό ὄνομα τοῦ δράστη. Ἐκείνος ἀρνήθηκε, μή θέλοντας τήν τιμωρία τοῦ βασανιστή του. Ἡ μεγαλοψυχία καί ἡ ἀνεξικακία του συγκλόνισαν τόν κακοποιό, πού μετανοημένος ἔτρεξε κοντά στό θύμα του και, πέφτοντας στά γόνατα, τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη.


<>







Η μεταστροφή του Γάλλου Ρενέ Ενί από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία 

Ὁ Γάλλος πρώην ὑπαρξιστής Ρενέ Ἐνί ἀφηγεῖται: «Τό πρῶτο μου βιβλίο μέ τίτλο Ἡ Δόξα τοῦ Ἀλήτη βρῆκε μεγάλη ἀπήχησι στή Γαλλία καί ὑποστηρίχθηκε πολύ ἀπό τήν ὁμάδα τοῦ J. P. Sartre καί τῆς Simone de Βeauvoir. Ἀλλά τό ἴδιο ἔργο εἶναι μιά ἀποτυχία τῆς ὑπαρξιακῆς ἐμπειρίας γιατί ὁ ἀλήτης στό τέλος τινάζει μέ μιά σφαῖρα τά μυαλά του στόν ἀέρα. Στό ἔργο μου Εὐγένεια Κοπρώνυμος περιγράφω τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν χωρίς πίστι. Τούς ἀνθρώπους πού τελικά παγιδεύονται στά ἀδιέξοδά τους καί στίς παραπλανήσεις τῆς ψεύτικης ἐλευθερίας τους. Τό ἔργο αὐτό εἶναι θεατρικό, τό ᾽γραψα τό 1960 στήν Ἑλλάδα καί δημοσιεύθηκε τό 1970. Παίχθηκε στή Γαλλία, Ἰαπωνία, Αὐστρία καί Γερμανία. Ἐκεῖ περιγράφω τόν Πάπα πού ξέχασε νά κάνη ἀκόμα καί τό σταυρό του. Μιά κοπελλίτσα ἔρχεται ἀπό μακρινή χώρα, ψάχνει καί ἀναζητᾶ τήν πίστι, φθάνει στόν Πάπα καί τόν ρωτᾶ νά τῆς πῆ πώς γίνεται τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μά ἐκεῖνος τό ᾽χει ξεχάσει. ῾Ο Πάπας θά πῆ στήν κοπέλλα: “Οὔφ! Αὐτά εἶναι παλιά πράγματα. Εἶναι λεπτομέρειες τοῦ Χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ πού ἔχουν ξεπερασθῆ πιά ἀπό τό νέο μας ὑπαρξιακό οὐμανισμό”. Τελικά ἠ κοπέλλα ψάχνοντας θά ἀνακαλύψη μόνη της τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, θά μάθη τό Πάτερ ἡμῶν πού στή συνέχεια τά διδάσκει καί στόν Πάπα.
Ὁ Πάπας στή συνέχεια πεθαίνει καί διαλύεται σάν τό σκουλήκι. Ἀπό ἐκεῖ, ἀκριβῶς, πῆρε καί τό ἔργο τό ὄνομα “κοπρώνυμος”. Εἶναι ἡ κοινωνία πού ζῆ μέσα στήν κοπριά της. Ἡ Εὐγένεια Κοπρώνυμος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν περήφανο καί μεθυσμένο Δυτικό Πολιτισμό τόν ὁποῖο ἡ τέχνη του ξεπερνᾶ ἀδιάκοπα αὐτή τήν κοπριά στήν ὁποία τελικά ὁ πολιτισμός αὐτός πνίγεται καί χάνεται. Εἶναι μιά κοπριά ἠθική, ἀλλά φυσική. Στό ἔργο, λοιπόν, αὐτό ὅλοι στό τέλος πεθαίνουν καί ἐξαφανίζονται, ἐκτός ἀπό τή μικρή κοπέλλα πού παίρνει τό δρόμο γιά νά βρεθῆ στή “χώρα τοῦ λαοῦ” ὅπως τήν ὀνομάζω.
Τό ἔργο εἶχε μεγάλη ἀπήχηση. Ἡ Simone de Βeauvoir ἔκανε μιά ἐκτενῆ κριτική, ἐνῶ ἡ intelligentsia τῆς Δύσεως νόμισε πώς «ἡ χώρα τοῦ λαοῦ» δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τήν Κίνα τοῦ Mao. Ἐγώ τότε δέν ἤμουν ὀρθόδοξος ἀλλά ὅταν ἔγραφα τό ἔργο εἶχα ὑπόψιν μου τούς λαούς τῶν ὀρθοδόξων χωρῶν πού δέν ἀποτελοῦν μάζες.
Ἐρώτησι: Πῶς βλέπετε σήμερα σάν ὀρθόδοξος, τίς ὀντολογικές ἀπόψεις καί τίς ἰδέες τοῦ Sartre;
Ἀπάντησι: Ἁπλούστατα σάν ἰδέες. Ξέρετε δέν μπορῶ μεμονωμένα νά ἀναλύσω τίς ἰδέες τοῦ Sartre. Ὁ Sartre εἶναι ἐνα μέρος πολλῶν πραγμάτων. ῞Ενα μέρος ἐνός σωροῦ ἀπό σκουπίδια πού μουχλιάζει, ἀφρίζει καί διαλύεται μέσα στόν σκουπιδοντενεκέ. Ἡ δημοσιογραφική ὁρολογία τῆς Δύσεως μέ κατατάσσει καί θά μέ κατατάσση ἴσως γιά πάντα, στούς ἀριστερούς συγγραφεῖς. ῎Ισως καί τώρα πού ἔγινα Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἀλλά γιά μένα ὄλα αὐτά δέν εἶναι παρά ἰδέες, μούχλα, ἀφρός ἐνός σωροῦ ἀπό σκουπίδια πού διαλύεται. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἀνελευθερίας»(ΤΜ, 84).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Ένας άθεος ομοφυλόφιλος βαπτίζεται Ορθόδοξος επιλέγοντας την Ορθόδοξη ζωή κοντά στην Θεία Εξομολόγηση

— Καλησπέρα, αδελφέ! Ευχαριστούμε που δέχτηκες να μιλήσεις στο Ομοφυλοφιλία.gr. Πες μας λίγα λόγια για σένα.

— Χαίρετε! Eίμαι ο Δημήτρης και είμαι φοιτητής, 22 χρονών, σε μια επαρχιακή πόλη. Γεννήθηκα σε μια άθεη οικογένεια. Οι γονείς μου δεν με είχαν βαπτίσει μικρό, γιατί θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να το επιλεγεί μόνος του. Βαπτίστηκα μετά από μελέτη και επιλογή μου στα 16 και από τότε άλλαξε η ζωή μου. Εδώ και 10 σχεδόν χρόνια, βιώνω ομόφυλες έλξεις.

— Πρέπει να είναι όμορφη εμπειρία να βαπτιστείς μεγάλος. Σίγουρα ένιωσες πολύ διαφορετικά.

— Ναι, ήταν μια μοναδική εμπειρία. Βίωσα τη μετάβαση από την πρώτη κατάσταση, όπου ήμουν ξένος με το Θεό, στο μετά, όπου ο Χριστός ζει μέσα μου.

— Οι ομόφυλες έλξεις όμως προϋπήρχαν.

— Ναι. Εμφανίστηκαν στην 1η Γυμνασίου, δηλαδή από τότε άρχισα να έχω σεξουαλικές φαντασιώσεις με παιδιά από το φιλικό περιβάλλον. Πιο πριν θυμάμαι, στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό είχα κάποιες σεξουαλικές περιπτύξεις με αγόρια της ηλικίας μου. Δεν ξέρω αν αυτές ήταν η αιτία της γένεσης αυτού του πάθους μέσα μου, διότι τα άλλα παιδιά με τα οποία είχα επαφή σήμερα είναι straight. Απλά πιστεύω ότι συνέβαλαν κι αυτές.
Επίσης, πιθανότατα σχετίζεται και η ανατροφή μου κατά την παιδική ηλικία. Λόγου χάρη, δεν υπήρχε το ανδρικό πρότυπο· ο πατέρας μου έλειπε από το σπίτι πολλές φορές και για μεγάλο διάστημα. Τον περισσότερο χρόνο ήμουν με τη μαμά μου, η οποία αρκετές φορές, όταν έκανα κάτι καλό, π.χ. όταν καθάριζε, πήγαινα κι εγώ να τη βοηθήσω, έλεγε «αχ! το κοριτσάκι της μαμάς!». Γιατί πάντοτε ήθελε μία κόρη, αλλά δεν απέκτησε. Αυτό το έλεγε κάποιες φορές μέχρι και στο γυμνάσιο. Τελικά το «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» φαίνεται να ισχύει. Αλλά, εντάξει, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα βάλουμε με τους γονείς μας.

— Δημήτρη, πιστεύεις ότι οι ομόφυλες έλξεις είναι κάτι που το επιλέγουμε οι ίδιοι;

— Προφανώς και δεν μπορείς να επιλέξεις τις έλξεις σου, αν θα σου αρέσουν τα αγόρια ή τα κορίτσια. Αυτό που όντως επιλέγεις είναι ο τρόπος που θα διαχειριστείς τις έλξεις και γενικότερα ο τρόπος ζωής σου. Αυτό το πάθος είναι πάρα πολύ περίπλοκο. Δεν ξέρουμε ακριβώς πώς σχηματίζεται. Αλλά δεν αξίζει τόσο να ασχοληθούμε με τα αίτια, όσο με την αντιμετώπιση του.

— Εσύ γιατί επέλεξες να πολεμήσεις τις ομόφυλες έλξεις;

— Κοίταξε να δεις. Ο άνθρωπος, από τότε που εξέπεσε από την αγκαλιά του Θεού και απομακρύνθηκε από Αυτόν, είναι συνεχώς αντιμέτωπος με διάφορα πάθη. Ο Χριστός μάς καλεί να γίνουμε Άγιοι, για να ενωθούμε μαζί του και να ζήσουμε στην αιώνια αγαλλίαση, όπως ζούσε ο άνθρωπος στην αρχή. Επιλέγω, λοιπόν, αυτό τον τρόπο ζωής, την εν Χριστώ ζωή, επειδή είναι όμορφη, παρηγορητική, ελπιδοφόρα. Είναι σταυρική αλλά και αναστάσιμη. Καθώς παλιότερα ήμουν κλειστός χαρακτήρας και ευαίσθητος, αν δεν είχα γνωρίσει το Χριστό, δεν ξέρω πώς θα είχα εξελιχθεί. Μπορεί και να είχα αυτοκτονήσει.
Πιστεύω ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένα πάθος, όπως όλα τα πάθη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Πρέπει να αγωνιζόμαστε εναντίον των παθών μας, γιατί μας απομακρύνουν από το Φως, που είναι ο Χριστός.

— Ο πνευματικός σου πόσο σε έχει βοηθήσει σε αυτή την προσπάθεια;

— Εγώ έκανα το λάθος και δεν εξομολογήθηκα το πάθος μου στον πνευματικό μου από την αρχή, γιατί ντρεπόμουν. Άσε που δεν ήξερα και πολλά-πολλά τότε, γιατί ήμουν αρχάριος στην πίστη. Μετά, όσο περνούσαν τα χρόνια, δεν είχα καθόλου θάρρος να το πω, γιατί πίστευα ότι θα άλλαζε εντελώς γνώμη για μένα και ότι θα απογοητευόταν. Προσπαθούσα μόνος μου να αγωνίζομαι, αλλά ομολογώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πολύ εύκολα χάνεις τις ελπίδες σου.

— Είναι πράγματι πολύ δύσκολο. Πώς άντεξες;

— Κάποια στιγμή στα 19 μου —δεν ξέρω πώς, προφανώς επέδρασε η χάρη του Θεού—, αποφάσισα να το εξομολογηθώ σε έναν αγιορείτη ιερομόναχο. Εκείνη η μέρα ήταν τόσο ξεχωριστή! Πετούσα! Μου έφερε στη μνήμη την ημέρα της Βάπτισής μου. Μετά λέω, εντάξει! δε χρειάζεται τώρα να το πω και στον πνευματικό μου. Αλλά ήταν λάθος αυτή η σκέψη. Γιατί, όπως ένας αθλητής, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε να έχουμε έναν καλό προπονητή στη ζωή μας να μας παρακολουθεί και να μας οδηγεί.
Πριν από τρεις μήνες, μπήκα στην Κοινότητα του Ομοφυλοφιλία.gr και γνώρισα δυο εξαιρετικά παιδιά. Γνωριστήκαμε και από κοντά μάλιστα. Ε, λοιπόν, βοηθήθηκα πάρα πολύ από αυτό το γεγονός! Πήρα πολλή δύναμη, χαρά και θάρρος. Γιατί, όπως λέει και ο Άγιος Παΐσιος, «βοηθάει πολύ σε αυτές τις περιπτώσεις να έχει κανείς έναν καλό φίλο». Πόσο μάλλον, όταν ο φίλος είναι και συναγωνιστής. Έτσι, πριν από λίγο καιρό, πήγα στον πνευματικό μου και μίλησα για μένα. Αυτή η εξομολόγηση, μπορώ να πω ότι ήταν η πιο ειλικρινής και αληθινή από όλες τις άλλες φορές. Δεν ένιωθα καθόλου άγχος ή ντροπή. Ήταν σαν να μιλούσα με κάποιον φίλο μου για το πώς πέρασα το καλοκαίρι. Όσο για τα συναισθήματα μετά; Ας πω καλύτερα αυτό που λέει ένα χριστιανικό τραγούδι: «Η ευχή πώς ενεργεί, μη ζητάς να σου το πω· δεν μπορώ να εκφραστώ· είναι θείο μυστικό».

— Εξαιρετικό τραγούδι αυτό. Δημήτρη, δηλάδη, πιστεύεις ότι η Εκκλησία κάνει αρκετά για τους πιστούς της, που βιώνουν ομόφυλες έλξεις;

— Χμμ, όχι. Πιστεύω ότι η Διοικούσα Εκκλησία δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει τους ομοφυλόφιλους. Θα έπρεπε να εφαρμόσει μια ιδιαίτερη ποιμαντική, να μας δείξει στοργή και ταυτόχρονα να διδάξει την οδό της απαλλαγής από αυτό το πάθος. Είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα σήμερα η ομοφυλοφιλία και απασχολεί πολλούς και πολλές. Ταυτόχρονα, γίνεται μεγάλη και καλά σχεδιασμένη προπαγάνδα διεθνώς, που λέει «ζήσε αυτό που νιώθεις», «απελευθέρωσε τον εαυτό σου» κ.λπ., κ.λπ.. Και ρωτάω εγώ: ο αληθινός σου εαυτός, όμως, ο φυσικός, πού πάει; Γιατί τον υποδουλώνεις;

— Ναι, αδελφέ. Μακάρι να υπάρξει αυτή η ποιμαντική, για να μπορέσει να βοηθηθεί όλος αυτός ο κόσμος. Αλήθεια, τι όνειρα κάνεις για το μέλλον;

— Κοίτα! Πριν από 6 μήνες, γνώρισα μια κοπέλα, με την οποία άρχισα να κάνω πολλή παρέα. Βγαίναμε μαζί για καφέ, παίζαμε κι έτσι απέκτησα μεγάλη οικειότητα. Επεδίωκα από μόνος μου να την πλησιάζω πιο πολύ. Σιγά-σιγά άρχισα να νιώθω έτσι κάποιες έλξεις προς αυτήν. Από τότε άρχισαν να μη με ελκύουν τα αγόρια, όπως παλιά. Μετά, όταν μπήκα στην Κοινότητά σας εδώ, πήρα πιο πολύ θάρρος και δύναμη και, πλέον, δεν έχω πειρασμούς ως προς το πάθος αυτό και μπορώ να πω ότι κάποιες εικόνες που θυμάμαι από γκέι πορνογραφία τις σιχαίνομαι. Ιδίως, όμως, από τότε που εξομολογήθηκα στον πνευματικό μου, έχω αλλάξει πολύ περισσότερο. Έχω την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να ερωτευτώ μια κοπέλα και να κάνω σχέση μαζί της και το θέλω πολύ αυτό.

— Υπέροχα νέα!

— Ναι. Ξέρω, όμως, ότι το πάθος υπάρχει ακόμα μέσα μου. Αν δώσω δικαιώματα στον διάβολο, τότε θα επανέλθουν οι πειρασμοί. Αγωνίζομαι, λοιπόν, με την προσευχή, τη νηστεία, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Ο Χριστός, πολλές φορές, όταν ήταν να θεραπεύσει κάποιον, ρωτούσε: «θέλεις υγιής γενέσθαι;». Και ποιος δεν θέλει, δηλαδή! Αλλά δεν είναι τυχαία η ερώτηση. Για να δείξουμε λοιπόν ότι θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτό το πάθος, πρέπει να κάνουμε εγκράτεια αυστηρή, να μην κοιτάμε δεξιά-αριστερά ωραία πρόσωπα, ωραία κορμιά. Να τα κόβουμε αμέσως.Τότε είναι που ενεργεί και έχει δικαίωμα ο Θεός να σε βοηθήσει και να σου αφαιρέσει το πάθος. Ειδάλλως δίνουμε δικαίωμα στους δαίμονες. Ελπίζω και πιστεύω, λοιπόν, ότι με τη βοήθεια του Θεού θα ξεριζωθεί πλήρως αυτό το πάθος και, μέσα από μια σχέση, θα έλθουν πλήρως οι ετερόφυλες έλξεις.

— Δημήτρη, ευχαριστούμε πάρα πολύ για την όμορφη μαρτυρία που δίνεις στους αναγνώστες μας. Εύχομαι ο καλός Θεός, όπως σε οδήγησε να Τον πιστέψεις και να βαπτιστείς, να σε οδηγεί σε όλη σου τη ζωή να ακολουθείς το θέλημά Του.

Πηγή:


ΟΜΟΦΥΛΟΦΥΛΙΑ.GR – ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

<>









Ο Άγιος Βαρσανούφιος της Όπτινα Ρωσίας (+1913) μας διηγείται την θαυμαστή μεταστροφή ενός Άγγλου αθέου στην Ορθοδοξία

Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Στάρετς Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα Ρωσίας:

«Κάποιος Ἄγγλος ἄθεος, ὀνόματι James, εἶχε δημοσιεύσει ἕνα κείμενο στό ὁποῖο περιγράφει τήν αἰτία τῆς μεταστροφῆς του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Σέ ἕνα περίπατό του μέ ἕνα φίλο του συνάντησαν μία Ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Κάι ἐπειδή ὁ φίλος του ἦταν Ὀρθόδοξος θέλησε νά μπῆ νά προσκυνήση.

—Ἐπιτρέπεται νά ἔρθω καί ἐγώ μαζί σου;, τόν ρώτησε ὁ James.

—Ἀσφαλῶς.

Τήν στιγμή πού ἐκεῖνος ἀσπαζόταν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὁ James μέ τά μάτια καρφωμένα στήν εἰκόνα, ἀπόρησε:

—Τί ἄραγε θά γίνη, ἄν τήν ἀσπαστῶ καί ἐγώ;

Δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώση τήν σκέψι του καί νά! Μία γυναίκα μέ ἀστραφτερά ἐνδύματα τόν πλησιάζει. Καί μέ μιά χαριτωμένη κίνησι σκέπασε τό κεφάλι του μέ τό μαφόριό της. Μία ἀπερίγραπτη ἀγαλλίασι γέμισε τήν ψυχή του. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄλλαξε πορεία: Πῆρε τό δρόμο πρός τό Χριστό. Χωρίς ποτέ νά ἐπιτρέψη στόν ἑαυτό του νά γυρίση πρός τά πίσω. Ἔγινε ἕνας συνειδητός Ὀρθόδοξος Χριστιανός».


<>








Πώς η σπίθα της Ορθοδοξίας μεταφέρθηκε από την Κορέα στην Ινδονησία


Οι Χριστιανοί Ινδονήσιοι αναφέρουν προφορικά ότι πριν από πολλούς αιώνες, και βέβαια πριν γίνουν αποικία των Ολλανδών, υπήρχαν εκεί χριστιανοί, πιθανόν από ιεραποστολές Νεστοριανών και άλλων Χριστιανικών αιρέσεων. Ορθόδοξοι αυτόχθονες δεν υπήρχαν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Τότε φαίνεται πως ήρθε η ώρα να λειτουργήσει η «εν Ινδονησία Εκκλησία του Χριστού». Δεν πήγε στη μουσουλμανική αυτή χώρα Ορθόδοξος ιεραπόστολος από άλλη χώρα να κηρύξει την Πίστη. Tη μεταλαμπάδευσε ο Iνδονήσιος Δανιήλ Bambang Dwi Byantoro, ο οποίος το 1983, ύστερα απ μακροχρόνια αναζήτηση, έγινε Ορθόδοξος στη Σεούλ Kορέας.

Διηγείται ο Αρχιμανδρίτης π. Θεόκλητος Τσίρκας. (περιοδικό «Πάντα τα έθνη») «Ένας Ινδονήσιος, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, διαβάζοντας στο Κοράνιο για τον «Προφήτη» Χριστό έψαξε να βρει «οπαδούς» του Χριστού. Συνάντησε τους Πεντηκοστιανούς και άρχισε να παρακολουθεί τις συγκεντρώσεις τους. Εκείνοι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Κορέα να σπουδάσει Θεολογία στο δικό τους Πανεπιστήμιο. Βρισκόταν στην Σεούλ, την πρωτεύουσα της Κορέας, όταν είδε από μακριά ένα «τζαμί» με σταυρό και τρούλλο. Άναψε η περιέργειά του και ανέβηκε στον λόφο για να δει από κοντά αυτό το παράξενο κτίριο και να μάθει ακριβώς τι ήταν. Το κτίριο ήταν ο ορθόδοξος ναός του Αγίου Νικολάου και ο άνθρωπος που συνάντησε ήταν ο Ορθόδοξος ιερέας π. Σωτήριος Τράμπας (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Κορέας και νυν Μητροπολίτης Πισιδίας). Δεν χρειάστηκε πολύ για να αρχίσει μία συστηματική κατήχηση που γρήγορα οδήγησε στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Aπό τότε έβαλε σκοπό ζωής να μεταφέρει την Oρθοδοξία στην πατρίδα του. Στο Aγιον Oρος πρώτα (εκεί άρχισε να μεταφραζει Ορθόδοξα λειτουργικά κείμενα στην μητρική του γλώσσα), στη Θεολογική Σχολή Tιμίου Σταυρού Bοστώνης στη συνέχεια, απέκτησε απαραίτητα πνευματικά και θεολογικά εφόδια για το έργο του. Με την συγκατάθεση του Μητροπολίτου Νέας Ζηλανδίας Διονυσίου, χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Πίτσμπουργκ Μάξιμο διάκονος στον ναό του Αγίου Παύλου στο Κλήβελαντ, Οχάιο. Το 1988 επέστρεψε στην πατρίδα για να κηρύξει στους συμπατριώτες του την Ορθόδοξη πίστη. Πολύτιμοι συνεργάτες του υπήρξαν ο αδελφός του π. Ιωάννης, ο οποίος μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή του «Τιμίου Σταυρού», χειροτονήθηκε και αυτός κληρικός, ο Λαζαρος Bambang Sucanto και ο Δαυίδ Saniyono, απόφοιτοι και αυτοί της ίδιας Θεολογικής Σχολής.

«Στην πόλη Solo ο π. Δανιήλ μετέτρεψε ένα μικρό οίκημα σε εκκλησία, αλλά για χρόνια αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Με το ζήλο του κατόρθωσε να προσελκύσει στην Ορθόδοξη πίστη πολλούς συμπατριώτες του, μερικοί από τους οποίους σπούδασαν Θεολογία, έχουν χειροτονηθεί ιερείς και διακονούν την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διάφορες πόλεις της Ινδονησίας. Μεταξύ αυτών ο π. Χρυσόστομος Manalu, ο π. Μεθόδιος Sri Guanarjo, ο π. Αλέξιος Setir Cahyadi.

Εξ αρχής ο π. Δανιήλ προσπάθησε να κτίσει Ορθόδοξο ναό στην πόλη Solo, το κέντρο της ιεραποστολικής του δραστηριότητας, αλλά οι προσπάθειες του προσέκρουσαν στην αντίδραση των μουσουλμάνων οι οποίοι φρόντιζαν ώστε να μην δίνεται η σχετική άδεια. Παράλληλα ο π. Δανιήλ προσπαθούσε να συλλέξει τα απαραίτητα χρήματα για το κτίσιμο του ναού. Σε κάποια επίσκεψή του στις ΗΠΑ κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα σημαντικό ποσό και με την σημαντική οικονομική βοήθεια που πήρε από την Ορθόδοξο Ιεραποστολή της Κορέας. Τελικά, μετά από πολλούς αγώνες ο ναός αναγέρθηκε το 1996. Ο Ναός αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, αποτέλεσε το κέντρο της ανάπτυξης του Ορθόδοξου Ιεραποστολικού έργου στην Ινδονησία και με την ιεραποστολική δράση των υπηρετούντων την Ορθόδοξη Εκκλησία ιερέων, ο αριθμός των πιστών στην περιοχή συνεχώς αυξάνει» (Ανδρ. Χελιωτου-Η Ορθοδοξία στην Κορέα-Παράρτημα Α-σελ. 203).

Έτσι η μικρή σπίθα που ξεκίνησε από την μακρινή Κορέα, έγινε μία μικρή αλλά σταθερή φλόγα που φωτίζει από τότε τις λυχνίες σε πολλές πόλεις της εξωτικής αυτής χώρας. Ο κλοιός του Ισλάμ κυρίως, αλλά και των ινδουιστών κάνει ότι μπορεί για να σβήσει αυτές τις λυχνίες. Όμως ο Θεός το θέλησε. Ο σπόρος έπεσε. Και η γη της Ινδονησίας είναι γη αγαθή και το δένδρο της Ορθοδοξίας μεγαλώνει. Σήμερα η Εκκλησία της Ινδονησίας, έχει αναγνωριστεί από το κράτος...

Από τους άλλους θεολόγους ο π. Χρυσόστομος Manalu, άρχισε την Ιεραποστολική δράση στο Medan της Β. Σουμάτρας. Σχετικά σημειώνει τα εξής.

«Oταν ήμουν φοιτητής της Θεολογικής Σχολής στην Ινδονησία, άκουσα για πρώτη φορά για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Συμφοιτητής μου ήταν ο μικρός αδελφός του π. Δανιήλ, ο Cahyo Wicaksoon( σήμερα είναι ορθόδοξος ιερέας στην πόλη Mojokerto). Δια μέσου αυτού γνώρισα τον π. Δανιήλ και για πέντε χρόνια μάθαινα για την Ορθοδοξία. Στην διάρκεια της κατηχήσεως μου στην Ορθοδοξία, διακονούσα ως πάστορας των Προτεσταντών. Τελικά μαζί με την σύζυγό μου αποφασίσαμε να γίνουμε μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί εκεί βρήκαμε την αλήθεια. Έτσι στα μέσα του 1989 βαπτιστήκαμε Ορθόδοξοι. Άφησα τους προτεστάντες και αρχίσαμε με την συζυγό μου Ελισσάβετ την Ορθόδοξη Ιεραποστολή στο Σόλο της Ιάβας. Με ευλογία του π. Δανιήλ κάναμε αίτηση στην κυβέρνηση για να γραφτεί η δραστηριότητα της Ιεραποστολής αυτής.

π. Δημήτριος Αθανασίου



<>





Η μετάνοια ενός κρεοπώλη δολοφόνου


Ἀναφέρει ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Κατεβατῆς τῆς Κρήτης (+2001):

Ἦταν δυό κρεοπῶλες πού δέν πίστευαν. Ὁ ἕνας ἦταν μεγάλος καί πολύ καλός, ὁ ἄλλος ὅμως γιά νά ἔχη τό μονοπώλιο τόν σκοτώνει, τόν πιάνουν καί τόν ἔβαλαν φυλακή. Μετά ἀπό χρόνια βγαίνει καί ἔκανε πάλι τόν κρεοπώλη.
Ἡ γυναῖκα τοῦ σκοτωμένου μέ τό θάνατο τοῦ ἄνδρα της ὑπόφερε πολύ γιατί εἶχε ἑπτά παιδιά. Μιά μέρα, λοιπόν, πηγαίνει νά ἐξομολογηθῆ σ᾽ ἕνα ἱερέα, στόν ὁποῖο εἶπε τήν ἱστορία. Τότε ὁ ἱερέας τῆς λέει:
—Πήγαινε στό φονιά.
—Πῶς νά πάω νά τόν δῶ;
—Ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά τόν δῆς, σοῦ βάζω ἐπιτίμιο νά πηγαίνης νά παίρνης κρέας.
Ὁ φονιᾶς, ὅταν τήν εἶδε, εἶπε μέσα του: “Τώρα θά μοῦ ἐπιτεθῆ, ἀφοῦ σκότωσα τόν ἄνδρα της”, γι᾽ αὐτό τῆς λέει:
—Πόσο κρέας θέλεις;
Τῆς ἔδωσε τό κρέας, πῆρε τά χρήματα, χωρίς νά τοῦ πῆ τίποτε ἡ γυναῖκα.
Αὐτό ἔγινε μία, δυό, τρεῖς φορές. Τήν τέταρτη φορά τῆς λέει:
—Βρέ γυναῖκα, ἐγώ σκότωσα τόν ἄνδρα σου, κι ὅμως ἔρχεσαι καί παίρνεις κρέας, χωρίς νά μοῦ πῆς οὔτε λέξι. Γιά τήν καλή σου, λοιπόν, συμπεριφορᾶ θά γίνω ἀπό αὔριο κι ἔπειτα ὁ τροφός τῶν παιδιῶν σου.
Βλέπετε παιδιά μου, ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή εἶχε τό Χριστό μέσα της κι πήγαινε καί ψώνιζε χωρίς νά λέη τίποτε. Ἡ ἀγάπη της αὐτή ἔγινε αἰτία νά σωθῆ ὁ δολοφόνος.

Ἀπό το βιβλίο: Παναγιώτης Μαρεντάκης, Ὁ Γέροντας Θεοδόσιος, ὁ Ἀσκητής τῆς Κρήτης, ἐκδ. Αὐτογνωσία, Χανιά 2009




<>






Ιούνιος 2019: Η μεταστροφή ενός φωτομοντέλου στη Θεία Εξομολόγηση μέτα από εμφάνιση της Παναγίας στην Μύκονο

Πως μπορείς να πλησιάσεις το συγκλονιστικό αυτό γεγονός σαν έκτακτο γεγονός και να μην φοβάσαι με την γραφή σου, μην τυχόν το αδικήσεις;
Αυτό το γεγονός έγινε αρχές του φετινού Ιούνιου (2019), μόλις έσφιξαν οι πρώτες ζέστες.

Μας δόθηκε η ευλογία από τον πνευματικό της κοπέλας που της συνέβη το παρακάτω …έκτακτο γεγονός, η οποία και το εξομολογήθηκε αμέσως στον ίδιο, διατηρώντας την ανωνυμία της….
(ήταν και η πρώτη εξομολόγηση της μετά από χρόνια)…

Σήμερα δίδεται προς δόξα του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ.

Μια ομάδα νεαρών κοριτσιών από μια σχολή που ασχολείται με το μόντελινγκ ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά με τελικό προορισμό την Μύκονο, όπου και θα γινόταν επαγγελματική φωτογράφιση.

Τα παρακάτω όπως τα αφηγήθηκε η ίδια η κοπέλα…

Στο γρήγορο πλοίο της γραμμής όλα ήταν πανέμορφα.

Η θάλασσα, ο ήλιος , ο αέρας ήταν ξεχωριστές εικόνες για την κοριτσο-παρέα που σε λίγες ώρες θα αποβιβαζόταν στην μέκκα της διασκέδασης και του κεφιού.

Όμως το μάτι της συγκεκριμένης κοπέλας είχε καρφωθεί σε κάποιες οικογένειες προσκυνητών με μικρά παιδάκια, που όπως φαίνεται θα αποβιβαζόταν στον ενδιάμεσο λιμάνι της Τήνου για να προσκυνήσουν την ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ.

Το μυαλό της πήγε μερικά χρόνια πίσω, όταν παιδούλα την πήρε η γιαγιά της για να προσκυνήσουν την Παναγία της Τήνου (την μεγάλωνε η ίδια η γιαγιά της γιατί οι γονείς της χώρισαν και την εγκατέλειψαν).

Όταν μάλιστα το πλοίο έπιασε ΤΗΝΟ και είδε το πάλλευκο καμπαναριό του Ιερού Ναού της Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε έκανε τον Σταυρό της και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της, ενθυμούμενη την καλή γιαγιά της που την έχασε πριν λίγα χρόνια.

Το πλοίο της γραμμής συνέχισε και η κοπέλα δεν άργησε να βρει το κέφι της μαζί με τις άλλες που έβγαζαν με τα κινητά τους τηλέφωνα selfies.

Σε λίγο βρισκόταν στην χώρα της Μυκόνου και μετά από λίγο στην ακτή, όπου θα γινόταν η επαγγελματική φωτογράφιση.

Έφτασε το απόγευμα και ο ήλιος έκαιγε.

Τότε σκέφτηκαν μετά το τέλος της φωτογράφισης να δροσιστούν στην θάλασσα.

Η ίδια η κοπέλα αποτραβήχτηκε στην απόμερη άκρη της αμμουδιάς για να κάνει ηλιοθεραπεία εντελώς γυμνή.

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και η ίδια η κοπέλα κατόπτευε τον χώρο για να μην έχει καμία ενοχλητική παρουσία.

Ξαφνικά και από το πουθενά ερχόταν προς το μέρος της μια μαυροφόρα με τσεμπέρι (αυτά που φορούσαν οι παλιές νησιώτισσες).

Ντράπηκε η κοπέλα και έριξε ένα ρούχο πάνω της.

Όλο και πλησίαζε προς αυτήν η φιγούρα της μαυροφορεμένης γυναίκας, που η θωριά της δημιουργούσε στην κοπέλα μια πρωτόγνωρη ειρήνη.

Πλέον βρισκόταν δίπλα της και άρχισε να της μιλάει και να της λέει ….

Η κοπέλα ανασηκώθηκε, ένα αίσθημα ντροπής που έφτανε στο σημείο του φόβου την κατακυρίευσε, ενώ άκουγε από τα χείλη της άγνωστης γερόντισσας με το πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο…

«- Γιατί είσαι γυμνή; δεν σου είπαν ότι τον ΥΙΟ Μου τον ξεγύμνωσαν πάνω στον ΣΤΑΥΡΟ για να σώσει εσένα και όλο τον κόσμο;»

«- Γιατί είσαι θεόγυμνη σαν την Ελλάδα που την ξεγύμνωσαν οι εχθροί μου;»

«- Γιατί δεν βλέπετε τους εχθρούς που έρχονται κατευθείαν επάνω σας ;»

«- Η Ελλάδα και εσύ θα σωθείτε αν φορέσετε την ΜΕΤΑΝΟΙΑ…»

Στα απότομα και κοφτά λόγια της μαυροφόρας, η κοπέλα δεν μπορούσε να αντι – πεί απολύτως τίποτε.

Μόνο ψέλλισε δειλά…

-Είστε από το νησί ;

Η γερόντισσα έγνεψε αρνητικά την Κεφαλή της και της είπε :

«- Μένω στο απέναντι νησί»
και της έδειξε την ΤΗΝΟ….

Και μετά απ’ αυτό, εξαφανίστηκε από κοντά της, αφήνοντας την κοπέλα άναυδη, να σταυροκοπιέται και να λέει από φόβο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ»…

Δεν μπορεί καλοί μου αδελφοί να γίνονται τόσα πολλά θεοσημεία στην Ελληνική επικράτεια και εμείς να μένουνε απαθείς στο σχέδιο της Σωτηρίας, που εκπόνησε για εμάς ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ…

Προσωπικά εδώ και μια δεκαετία βρισκόμαστε επί των επάλξεων της αρθρογραφίας, γνωρίζοντας από παλαιά και από τους αγίους πατέρες τι έρχεται…

Στώμεν καλώς

Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας

ΥΓ. Προσπάθησα να σας το μεταφέρω το γεγονός αυτό με τον πτωχό λόγου μου, τα συμπεράσματα είναι καθαρά δικά σας.

Πηγή:



<>








Πώς ένας Άγγλος σταμάτησε το ποτό από το Ορθόδοξο αγιασμό


Εἶχα καποτε κανονίσει νά ἔρθη ἱερέας γιά ἁγιασμό στό χῶρο ἐργασίας μου καί ἐκεῖνη τήν περίοδο μιά οἰκογένεια ἀπ᾽ τήν Ἀγγλία οἱ ὁποίοι δέν ἦταν βαπτισμένοι οὔτε Χριστιανοί μέ ρώτησαν ἄν μποροῦσαν νά εἶναι καί ἐκεῖνοι στήν τελετή.
Ὁ ἄνδρας τῆς οἰκογένειας εἶχε πρόβλημα μέ τό ποτό καί ἦταν ἀλκοολικός ἀπό νεαρή ηλικία καί δέν μποροῦσε νά ζήση μιά μέρα χωρίς νά πιῆ.
Ὅταν κάναμε τήν τελετή καί ὁ Πάτερ ἔδωσε ἁγιασμό σέ ὅλους μας ὁ φίλος ἀπό Ἀγγλία μοῦ εἶπε ὅτι ἔνιωσε τήν πιό ὡραία μέθη τῆς ζωῆς του κι ἀπίστευτη εὐφορία “ἀπ᾽ τό ποτό πού τό ἔδωσε ὁ παπᾶς”.
Τοῦ εἶπα δέν εἶναι ποτό εἶναι ἁπλά νερό τό ὁποῖο ἁγιαζετε ἀπό τό Θεό μέ τίς προσευχές τοῦ ἱερέα καί δέν χαλάει ποτέ.
Ὅσοι ἤπιαμε νερό γευτήκαμε...
Αὐτός δέν μέ πίστευε. Ἀπό ἐκεῖνη τήν ἡμέρα ἔνιωθε αὐτήν τήν τέλεια μέθη γιά μῆνες καί δέν μποροῦσε νά βάλει ποτό στό στόμα του ἀφοῦ τοῦ βρωμοῦσε σέ σχέσι μέ τό “ποτό” πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἱερέας! 
Ἐγώ χαριτωλογόντας καί ἀπό ἐμπειρία τοῦ λέω πού εἶσαι ἀκόμα νά βαπτιστῆς καί νά κοινωνήσης Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ νά δῆς ἐκεῖ τί θά νιώσης! 
Πάντως χρόνια μετά ὅποτε ἐπικοινωνοῦμε πάντα φέρνει στή συζήτησι τή μέρα πού ἤπιε τόν ἁγιασμό καί ἔνιωσε γιά ἀρκετό διάστημα γαλήνη καί εὐφορία καί ὅτι δέν ἤθελε ποτό πλέον...! 
Εὔχομαι ὁ Θεός μέ ἀὐτή τήν ἐμπειρία πού τοῦ χάρισε κάποτε νά ἔρθη στήν ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας.



<>






Η επιστροφή μιας μοναχής στο Μοναστήρι της με την βοήθεια του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ (+1833)

Ἡ μοναχή Βαρβάρα Ἰλίνιτσα τοῦ Ντιβέγεβο διηγεῖται:

“Ἐπισκέφθηκα κάποτε τόν Γέροντα [ὅσιο Σεράφειμ τοῦ Σάρωφ] μαζί μέ τήν ἀδελφή Ἀκυλίνα Βασίλιεβνα, πού ἤθελε νά φύγη ἀπ᾽ τό μοναστήρι. Μίλησε μόνος μαζί της γιά πολλή ὥρα, προσπαθώντας νά τή μεταπείση, ἀλλά μάταια. Τότε βγῆκε ἔξω καί εἶπε:

—Θά σᾶς δώσω παξιμάδια ἀπ᾽ τήν κιβωτό μου.

Κιβωτό ἀποκαλοῦσε τό φέρετρό του, ὅπου εἶχε τά παξιμάδια του.

Πράγματι, ἔδωσε ἕνα δέμα στήν Ἀκυλίνα κι ἄλλο ἕνα σ᾽ ἐμένα. Ἔπειτα γέμισε ἕνα μεγάλο σακί μέ παξιμάδια καί ἄρχισε νά τό χτυπᾶ δυνατά μ᾽ ἕνα ξύλο. Αὐτό μᾶς ἔκανε νά βάλουμε τά γέλια. Ὁ Γέροντας μᾶς κοίταξε καί μετά τό χτύπησε ἀκόμα πιό δυνατά. Ἐμεῖς δέν μπορούσαμε νά καταλάβουμε τήν αἰτία. Τέλος, ἔδεσε τό σακί, τό ἔβαλε στόν ὦμο τῆς Ἀκυλίνας καί μᾶς εἶπε νά γυρίσουμε στό Ντιβέγεβο.

Ἀργότερα ἀντιληφθήκαμε τί ἤθελε νά μᾶς δείξη μέ τό χτύπημα τοῦ σακιοῦ: Ἡ ἀδελφή Ἀκυλίνα ἔφυγε ἀπ᾽ τό μοναστήρι. Στόν κόσμο, ὅμως, ταλαιπωρήθηκε πολύ, ὑπομένοντας ἀκόμα καί ξυλοδαρμούς. Τότε συναισθάνθηκε τό σφάλμα της καί γύρισε μετανοημένη στό Ντιβέγιεβο, ὅπου ἔζησε ἐνάρετα καί πέθανε εἰρηνικά”.

Ἀπό τό βιβλίο: Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2021

<>








Η μεταστροφή δύο Ρώσων από τον αλκοολισμό στην Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή με την βοήθεια του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης της Ρωσίας (+1908)


Οἱ βιογράφοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης τῆς Ρωσίας (+1908) μεταφέρουν τήν ἀκόλουθη σχετική δικήγησι ἑνός μέθυσου ἐπιχειρηματία: 

“Κάποτε γύρισα στό σπίτι μου λιγότερο μεθυσμένος ἀπ᾽ ὅ,τι ἄλλες φορές. Μπαίνοντας, εἶδα ἕνα νεαρό ἱερέα, πού κρατοῦσε τό μικρό μου γυιό στά χέρια του καί τοῦ μιλοῦσε στοργικά. Πῆγα νά ξεσπάσω σέ βρισιές. Τά μάτια τοῦ παππούλη, ὅμως, μάτια γεμάτα ἀγάπη ἀλλά καί σοβαρότητα, μέ καθήλωσαν. Ἔνιωσα ντροπή. Ἔσκυψα τό κεφάλι, καταλαβαίνοντας ὅτι κοίταζε κατευθείαν μέσα στήν ψυχή μου. Ἄρχισε νά μέ συμβουλεύη... Μοῦ ἔλεγε ὅτι στό σπίτι μου ἔχω τόν παράδεισο, καθώς, ὅπου ὑπάρχουν παιδιά, ἐκεῖ εἶναι ἕνας παράδεισος, καί ὅτι αὐτόν τόν παράδεισο δέν πρέπει νά τόν ἀλλάζω μέ τή βρόμα τοῦ καπηλειοῦ. Δέν μέ κατηγοροῦσε· ἀπεναντίας, μέ δικαιολόγησε γιά τή ζωή πού ἔκανα. Ἀλλά ἐγώ καταλάβαινα πώς ἤμουν ἀδικαιλόγητος... Ὅταν ἔφυγε, κάθησα σιωπηλός.. Δέν ἔκλαιγα. Ἡ καρδιά μου, ὅμως, ἔκλαιγε... Ἡ γυναῖκα μου μέ κοίταζε μέ ἀπορία. Καί νά, ἀπό τότε ἔγινα ἄνθρωπος”.

Μέθυσος κατάντησε κι ἕνας ἔμπορος, πού εἶχε ἀρχίσει νά πίνη ἀπ᾽ τή στενοχώρια του, ὅταν ἔμεινε χῆρος μ᾽ ἕνα μικρό γυιό. Τό πολύ πιοτό, μάλιστα, τόν ὁδήγησε σέ παραμέλησι τοῦ ἐμπορίου καί οἰκονομική ἐξαθλίωσι. Μιά μέρα τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης καί τόν συμβούλεψε πατρικά:

—Σταμάτα πιά νά πίνης καί νά γυρνᾶς στούς δρόμους. Ἄνθρωπος ἤσουν· ἄνθρωπος νά ξαναγίνης.

Φόρεσε τό πετραχήλι του καί πρόσθεσε:

—Γιά ν᾽ ἀρχίσης μιά νέα ζωή, πρέπει νά προσευχηθοῦμε.

Καί ἄρχισε νά προσεύχεται...

“Μέ δάκρυα παρακαλοῦσε τό Θεό γιά μένα, τόν ἁμαρτωλό”, διηγόταν ἀργότερα ὁ ἔμπορος. “Μετά εὐλόγησε ἐμένα καί τόν γυιό μου. Ἔφυγε, ἀφοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά προσεύχεται γιά μᾶς καί θά μᾶς ἐπισκέπτεται... Ἔνιωσα σάν νά ξύπνησα ἀπό μακρύ καί βαθύ ὕπνο. Τό σπίτι μου ἔγινε πολύ ἀγαπητό. Μέ δάκρυα μετανοίας ἀγκάλιασα τό παιδί μου... Οἱ δουλειές μου ἄρχισαν νά πηγαίνουν καλά, κι ἔγινα πάλι ἄνθρωπος”

Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2018



<>






Oscar Mauricio Lopez Casillas, Μεξικό: «Πήρα τόσο σοβαρά τον Ντοστογιέφσκι πού έγινα Ορθόδοξος»


Εκτός από ένας από τους πιο διάσημους και δημοφιλείς συγγραφείς στον κόσμο, ο Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky είναι ένας Ορθόδοξος φιλόσοφος του οποίου οι ιδέες εξακολουθούν να επηρεάζουν τους αναγνώστες του και να τους εξοικειώνουν με βαθιές χριστιανικές έννοιες. Για να τιμήσουμε τα 200α γενέθλιά του που γιορτάζονται τον Νοέμβριο του 2021, δημοσιεύουμε μια συνέντευξη με τον Oscar Mauricio Lopez Casillas, απόφοιτο της Φιλοσοφικής Σχολής του Universidad Vasco de Quiroga στο Μεξικό. Αφού ανακάλυψε τον Ντοστογιέφσκι, ο Όσκαρ έγινε ερευνητής του έργου του και προσυλητιστηκε στην Ορθοδοξία.

 

– Όσκαρ, ξέρει ο κόσμος και διαβάζει τον Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογιέφσκι στη χώρα σου;


– Πρώτον, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω για τον Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky, καθώς είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας! Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μένα, δεδομένου ότι τον περασμένο μήνα γιόρτασε τα 200α γενέθλιά του.

 

Είναι αυτονόητο ότι οι άνθρωποι στο Μεξικό γνωρίζουν και διαβάζουν τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Είναι τόσο δημοφιλής που μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια ενός από τους χαρακτήρες του Πιανίστα(ταινία του Πολωνού σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι): «Σήμερα όλοι θέλουν μόνο να διαβάζουν Ντοστογιέφσκι». Ωστόσο, παρόλο που ο Ντοστογιέφσκι είναι πολύ δημοφιλής στη χώρα μου και σχεδόν όλα τα βιβλία του βρίσκονται σε βιβλιοπωλεία ή βιβλιοθήκες, λίγοι άνθρωποι τον καταλαβαίνουν, τουλάχιστον όσον αφορά τα πραγματικά κίνητρα και τις έννοιες του έργου του. Οι άνθρωποι συνήθως επικεντρώνονται στον μηδενισμό του, αν και ο Dostoyevsky έγραψε γι ‘αυτό μόνο για να δείξει πώς οι αρχές του (μηδενισμού)μπορούν να ξεπεραστούν από την ισχυρή πίστη των θετικών πρωταγωνιστών του.


Δυστυχώς, το ημερολόγιο ενός συγγραφέα του Dostoyevsky δεν είναι τόσο γνωστό, οπότε ακόμη και η εύρεση ενός αντιγράφου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κρίμα, γιατί αυτό το βιβλίο είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του Ντοστογιέφσκι. Περιέχει τον προσωπικό απολογισμό του συγγραφέα για το έργο και τη ζωή του. Τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι έχουν επίσης γίνει δημοφιλή από τον Αμερικανό λογοτέχνη Τζόζεφ Φρανκ του οποίου τα έργα για τον Ντοστογιέφσκι είναι πολύ γνωστά στη χώρα μου.

 

– Πώς ανακαλύψατε τον Ντοστογιέφσκι; Ήταν επειδή σπούδασες στο Τμήμα Φιλοσοφίας;


– Ναι, αποφοίτησα από το Τμήμα Φιλοσοφίας του Universidad Vasco de Quiroga, αλλά δυστυχώς το πρόγραμμα σπουδών δεν περιλάμβανε τον Ντοστογιέφσκι ή άλλους Ρώσους φιλοσόφους όπως ο Κιρεγιέφσκι, ο Σολόβιοφ ή ο Μπερντιάεφ. Η μελέτη των έργων τους θα ήταν πολύ χρήσιμη. Τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων μας περιλαμβάνουν παρόμοιους συγγραφείς, όπως ο Kierkegaard, ο Miguel de Unamuno και ο Gabriel Marcel. Πιστεύω ότι σπουδαστές μας θα επωφελουνταν από τη μελέτη των έργων  του Ντοστογιέφσκι, λαμβάνοντας υπόψη το φιλοσοφικό, ψυχολογικό και θρησκευτικό τους θέμα.


Οι Αδελφοί Καραμαζόφ με συνηρπασαν περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ.

 

Αν θυμάμαι καλά, άκουσα για πρώτη φορά για τον Ντοστογιέφσκι όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Διάβαζα την “Τραγική Αίσθηση της Ζωής” του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο και συνάντησα ένα απόσπασμα όπου ονόμασε τους Αδελφούς Καραμαζόφ το μεγαλύτερο χριστιανικό δράμα. Όταν πήγα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Γκουανταλαχάρα την ίδια χρονιά, θυμήθηκα αυτές τις λέξεις και αγόρασα το βιβλίο. Αφού το διάβασα, έπρεπε να συμφωνήσω με τον Miguel de Unamuno – αυτό το βιβλίο με συνηρπασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ. Με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για τη ζωή του Ντοστογιέφσκι, να επανεξετάσω την προσέγγισή μου στον Χριστιανισμό και να μελετήσω σοβαρά τις χριστιανικές έννοιες, αναφερόμενος στις αρχικές πηγές.

 

– Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο όταν διαβάσατε τη δραματική βιογραφία του Ντοστογιέφσκι;

 

– Προφανώς, το πιο εντυπωσιακό επεισόδιο είναι η χάρη που έλαβε από τον Τσαρο Αλέξανδρο Β ́ λίγα λεπτά πριν από την εκτέλεσή του. Αυτή ήταν η στιγμή της αναγέννησης του Ντοστογιέφσκι, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως Χριστιανός. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε στο στρατόπεδο εργασίας, όπου βιώνοντας δυσκολίες και διαβάζοντας το Ευαγγέλιο τον έκανε, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, «να “ενδυθεί” τον νέο άνθρωπο». Αυτή η περίοδος της ζωής του, από την ακύρωση της θανατικής ποινής μέχρι την αποφυλάκιση, είναι το πιο σοκαριστικό μέρος αυτής της βιογραφίας, και μάλλον δεν είμαι ο μόνος που το πιστεύει. Αυτή η εμπειρία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εξηγεί ότι το πνευματικό βάθος, η ακρίβεια και η σοφία είναι τόσο χαρακτηριστικά στο έργο του Ντοστογιέφσκι.

 

– Ποιο από τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι το πιο σημαντικό για εσάς, ποιος είναι ο αγαπημένος σας χαρακτήρας και ποιο είναι το πιο σημαντικό απόσπασμα;

 

“Ο διάβολος θέλει τον θάνατό μας όσο ο Θεός θέλει τη σωτηρία μας, και εμείς και η ελευθερία μας είμαστε μεταξύ τους.”


– Το αγαπημένο μου απόσπασμα είναι από τους Αδελφούς Καραμαζόφ. Ήταν το πρώτο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι που διάβασα, και αργότερα έγινε το αγαπημένο μου βιβλίο. Έχει ως εξής: «Εδώ, ο Θεός και ο διάβολος πολεμούν και το πεδίο της μάχης είναι η καρδιά του ανθρώπου». Αν δεν κάνω λάθος, το είπε ο Ντμίτρι Καραμάζοφ. Αυτή η φράση περιέχει μια βαθιά σοφία βασισμένη στα έργα των Πατέρων της Αγίας Εκκλησίας. Μας υπενθυμίζουν ότι πρέπει να πολεμάμε συνεχώς τους εσωτερικούς μας πειρασμούς έτσι ώστε να μπορούμε να τους ξεπεράσουμε και να επιτρέψουμε στη θεία χάρη να κατέβει πάνω μας και να μας καθοδηγήσει. Ο διάβολος θέλει τον θάνατό μας όσο ο Θεός θέλει τη σωτηρία μας, και εμείς και η ελευθερία μας είμαστε μεταξύ τους. Τα έργα των Αγίων Πατέρων και των βιβλίων του Ντοστογιέφσκι μπορούν να μας δώσουν τα μέσα να νικήσουμε σε αυτή την πνευματική μάχη.

 

Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας είναι η Αλιόσα Καραμαζόφ. Αν και υπάρχουν και άλλοι χαρακτήρες που μου αρέσουν επίσης, όπως ο γέροντας Ζωσιμά, ο Κόμης Μίχκιν, η Σόνια Μαρμελάντοβα και ακόμη και ένας τόσο σαφώς αρνητικός χαρακτήρας όπως ο Νικολάι Σταβρογκίν. Αλλά είναι η Αλιόσα Καραμαζωφ του Ντοστογιέφσκι που έχει τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά που συνοψίζουν τις αξίες που εγκωμιάζει το Ευαγγέλιο, όπως η εκπληκτική ταπεινότητα και η σεμνότητα, καθώς και η ικανότητα να αγαπάς και να μην κρίνεις ούτε τους πιο τιποτένιους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο χαρακτήρας έχει όλες τις ιδιότητες που με τη βοήθεια του Θεού θα μπορούσε να ξεπεράσει το κακό.

 

Όσον αφορά την κατανόηση του πνευματικού περιεχομένου των έργων του Ντοστογιέφσκι, προτιμώ τις ερμηνείες του Μιχαήλ Ντουνάγιεφ.

 

– Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας από τους κύριους φιλοσόφους συγγραφείς του κόσμου. Ποιο από τα φιλοσοφικά θέματα για τα οποία έγραψε βρίσκεις το πιο σημαντικό;

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι φιλοσοφικά. Αν και δεν έγραφε φιλοσοφικές πραγματείες, οι χαρακτήρες του επικοινωνούσαν σημαντικές φιλοσοφικές ιδέες. Τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι μπορούν να ταξινομηθούν ως ένα ειδικό λογοτεχνικό είδος «φιλοσοφικής λογοτεχνίας». Έβαζε τις ιδέες του σε λογοτεχνική μορφή χωρίς να θυσιάζει το φιλοσοφικό πνευματικό βάθος. Θα έλεγα ότι οι συνοπτικοί διάλογοι των χαρακτήρων του Ντοστογιέφσκι είναι πιο σημαντικοί από τα μακροσκελή γραπτά ορισμένων φιλοσόφων.

 

Τα έργα του Ντοστογιέφσκι κάλυπταν πολλά φιλοσοφικά προβλήματα, όπως η ύπαρξη του Θεού, η ύπαρξη του κακού, η σχέση μεταξύ ενός ατόμου και μιας κοινωνίας καθώς και άλλα ζητήματα. Αλλά θα ήθελα να τονίσω το πιο σημαντικό – την ελευθερία. Πρόσφατα, διάβασα στη Θεολογία και Λογοτεχνία του Γιώργου Φλορόβσκι ότι ο Ντοστογιέφσκι εξέταζε το πρόβλημα της ελευθερίας και τα παράδοξα της σε όλη του τη ζωή. Σε όλη την ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, το πρόβλημα της ελευθερίας είχε εξεταστεί από διάφορες απόψεις. Ακολουθώντας τη χριστιανική έννοια, ο Ντοστογιέφσκι υποστηρίζει ότι κάθε άτομο είναι ελεύθερο επειδή κάθε άτομο δημιουργήθηκε κατ εικόνα και ομοιωση του Θεού. Αυτό επιλύει τα παράδοξα που περιγράφηκαν από τους σύγχρονους του υλιστές και σοσιαλιστές , οι οποίοι δήλωσαν ότι το κοινωνικό κακό μπορεί να εξηγηθεί από την αταξία στην κοινωνία, και ότι ένα έγκλημα είναι μια δικαιολογημένη και φυσιολογική διαμαρτυρία ενάντια σε μια άδικη κοινωνία. Ο Ντοστογιέφσκι είχε διαφορετική, χριστιανική άποψη για την ελευθερία και επέκρινε δριμύτατα μια τέτοια δικαιολογία  για την ύπαρξη του του κακού στον κόσμο.

 

– Είναι το χριστιανικό στοιχείο των έργων του Ντοστογιέφσκι επίκαιρο σήμερα; Πώς σε επηρέασε προσωπικά;

 

–  Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα που απαιτεί μια μακροσκελή απάντηση, αλλά θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.

 

Φυσικά, η πίστη προέρχεται πάντα από τον Θεό. Αλλά στην περίπτωσή μου, μπορώ να πω ότι ο Θεός χρησιμοποίησε τον Ντοστογιέφσκι για να φτάσει σε μένα, ενας πεισματάρης και επαναστατικός νεολαίος όπως ήμουν εγώ τότε. Όλα τα εμπόδια που φαινόταν να με χωρίζουν από την πίστη γκρεμίστηκαν από τον αρχικό αληθινό Χριστιανισμό που περιέγραψε αυτός ο Ρώσος συγγραφέας. Ήταν ο Ντοστογιέφσκι που βοήθησε τη γρήγορη μετάβασή μου από την αβεβαιότητα στη σταθερή πεποίθηση ότι η αλήθεια βρίσκεται στο Χριστιανισμό, και από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έγινε διαφορετική και ουσιαστική. Δεδομένου ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν Ορθόδοξος, και ποτέ δεν είχα σχέση με το Ρωμαιοκαθολικό παρελθόν μου και ποτέ δεν σκέφτηκα να στραφώ στον Προτεσταντισμό, αποφάσισα να δώσω στην Ορθοδοξία μια ευκαιρία και άρχισα να την μελετώ.


Η θεία χάρη με οδήγησε στην αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, και ο Ντοστογιέφσκι και τα βιβλία του ήταν η γέφυρα μου προς τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Συχνά λέω στους φίλους μου ότι πήρα τα έργα του Ντοστογιέφσκι τόσο σοβαρά που έγινα Ορθόδοξος Χριστιανός. Αν και έγινε η μεταστροφή μου με τη βοήθεια του Θεού, πρέπει να παραδεχτώ ότι ο Ντοστογιέφσκι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή μου.

 

Θέλω να πω σε όλους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την προσωπικότητα και τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι ότι πρέπει να κάνουν μια προσπάθεια και να μάθουν για την Ορθοδοξία, γιατί χωρίς αυτή τη γνώση δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσουν το πνευματικό βάθος της λογοτεχνικής κληρονομιάς του. Πρόσφατα, κατά την παρουσίαση του νέου του βιβλίου, το Ευαγγέλιο του Ντοστογιέφσκι, ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας (Αλφείεφ) δήλωσε ότι οι ιδέες της Ορθοδοξίας αντικατοπτρίζονται σαφώς στα βιβλία του Ντοστογιέφσκι και ότι η παγκόσμια δημοτικότητά του διευκολύνει την επέκταση της Ορθοδοξίας. Προσωπικά πιστεύω ότι ένα τέτοιο ιεραποστολικό έργο είναι ζωτικής σημασίας, γι ‘αυτό προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο για τη Λατινική Αμερική, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά τον Ντοστογιέφσκι, αλλά γνωρίζουν πολύ λίγα για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό.


Πηγή:


http://trelogiannis.blogspot.com/2021/12/oscar-mauricio-lopez-casillas.html






<>





Η Παναγία οδηγεί θαυματουργικα έναν νεαρό από την μαγεία στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη


«Σέ μία δεδομένη χρονική στιγμή, ἔφθασε κάποιος νεαρός ἀπ᾽ τή Λεμεσό καί θέλησε νά προσκυνήση τήν Παντάνασσα. Ἦταν παρών καί ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός, “καί τότε”, διηγεῖται τό περιστατικό ὀ Καθηγούμενος Ἐφραίμ, “ἐνῶ ἔβαλε τό σταυρό του ὁ νεαρός γιά νά τήν προσκυνήση, μόλις πῆγε νά τήν προσκυνήση, ἡ Παναγία δέν τόν ἄφησε. Ἔλαμψε ἕνα φῶς, ὅπως ὁ ἥλιος, καί τόν ἔριξε κάτω!”. Ὁ νεαρός ἀποκάλυψε ὅτι ἀσχολοῦνταν συστηματικά μέ μαγεῖες καί γι᾽ αὐτό δέν τόν ἄφησε ἡ Παναγία, ἀλλά, ὅμως, “ἦταν μία ἀφορμή αὐτή, αὐτό τό θαῦμα πού ἔγινε, ὥστε τό παιδί νά σταματήση τήν κακή ζωή”»(ΚΠ, 465).


<>



Άρχισε από αυτά που μπορείς

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994)


Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (+1994):

«Μιά φορά εἶχε ἔρθει στό Καλύβι ἕνα νέο παιδί ἀπελπισμένο, γιατί ἔπεφτε σέ σαρκική ἁμαρτία καί δέν μποροῦσε νά ἀπαλλαγῆ ἀπό αὐτό τό πάθος. Εἶχε πάει σέ δυό Πνευματικούς πού προσπάθησαν μέ αὐστηρό τρόπο νά τό βοηθήσουν νά καταλάβη ὅτι εἶναι βαρύ αὐτό πού κάνει. Τό παιδί ἀπελπίσθηκε. 
—Ἀφοῦ ξέρω ὅτι αὐτό πού κάνω εἶναι ἁμαρτία, εἶπε, καί δέν μπορῶ νά σταματήσω νά τό κάνω καί νά διορθωθῶ, θά κόψω κάθε σχέσι μου μέ τό Θεό.
Ὅταν ἄκουσα τό πρόβλημά του, τό πόνεσα τό καημένο καί τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, εὐλογημένο, ποτέ νά μήν ξεκινᾶς τόν ἀγῶνα σου ἀπό αὐτά πού δέν μπορεῖς νά κάνης, ἀλλά ἀπό αὐτά πού μπορεῖς νά κάνης. Γιά νά δοῦμε τί μπορεῖς νά κάνης, καί νά ἀρχίσης ἀπό αὐτά. Μπορεῖς νά ἐκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;
—Μπορῶ, μοῦ λέει.
—Μπορεῖς νά νηστεύης κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή;
—Μπορῶ.
—Μπορεῖς νά δίνης ἐλεημοσύνη τό ἕνα δέκατο ἀπό τό μισθό σου ἤ νά ἐπισκέπτεσαι ἀρρώστους καί νά τούς βοηθᾶς;
—Μπορῶ.
—Μπορεῖς νά προσεύχεσαι κάθε βράδυ, ἔστω κι ἄν ἁμάρτησες, καί νά λές “Θεέ μου, σῶσε τήν ψυχή μου”;
—Θά τό κάνω, Γέροντα, μοῦ λέει.
—Ἄρχισε λοιπόν, τοῦ λέω, ἀπό σήμερα νά κάνης ὅλα αὐτά που μπορεῖς, καί ὁ παντοδύναμος Θεός θά κάνη τό ἕνα πού δέν μπορεῖς.
Τό καημένο ἠρέμησε καί συνέχεια ἔλεγε:
—Σ᾽ εὐχαριστῶ, πάτερ.
Εἶχε, βλέπεις, φιλότιμο καί ὁ Καλός Θεός τό βοήθησε».

(Ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Τό Φιλότιμο, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀρναία 2022).


<>









Η μεταστροφή ενός κλέφτη στην Ορθόδοξη ζωή μέσω της Οσίας Αγάθης της Κουσελαούκα Μολδαβίας (+1873)

Στο χωριό Πασατέλ της Μολδαβίας, όπου ζούσε η Αγάθη,κατοικούσαν και δύο πιστοί ο Βασίλης και η Ξένια,οι οποίοι μεγάλωναν 12 παιδιά. Είχαν ένα μικρό κομμάτι γης και μία αγελάδα για να τρέφουν την οικογένεια. Ο εχθρός όμως του ανθρωπίνου γένους προέτρεψε έναν άνθρωπο ονόματι Αρτέμιο να τους κλέψει την αγελάδα. Ο Βασίλης και η Ξένια ζήτησαν την βοήθεια της Αγάθης και εκείνη τους ησύχασε λέγοντας: «Εμπιστεύτειτε στον Κύριο τον πόνο σας και Εκείνος θα σας θρέψει»έχοντας εμπιστοσύνη στο απέραντο έλεος του Θεού.

Η Οσία Αγάθη τους έστειλε σπίτι και αυτοί άρχισαν να προσεύχονται θερμά. Το βράδυ εκείνο ο Αρτέμιος είδε ένα τρομαχτικό όνειρο:είχε λέει πέσει σε ένα βαθύ λάκκο, σκοτεινό, απ' όπου μάταια προσπαθούσε να βγει. Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες ο Αρτέμιος πρόσεξε στην άκρη του λάκκου να στέκεται η Αγάθη ηοποία απλώνοντας το χέρι της για να τον βοηθήσει του έλεγε :«Επέστρεψε αυτά που έκλεψες!». Μετά από αυτό εξαφανίστηκε. Ο Αρτέμιος ξύπνησε κααττρομαγμένος και κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει. Το ίδιο εκείνο πρωινό επέστρεψε την αγελάδα και έζησε την υπόλοιπη ζωή του εν προσευχή και νηστεία.



<>





Ό Άγιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης και ο πατέρας ενός πνευματικού τέκνου του που ήθελε να τον σκοτώσει

Διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (+1957): “Ὅταν ἤμουν στή Θεσ/νίκη, ἑνός πνευματικοῦ μου τέκνου ὁ πατέρας, ἀπό διαβολική ἐνέργεια παρακινούμενος, ἔφερε βαρέως τό ὅτι ὁ γυιός του ἤθελε νά ἀκολουθήση τό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί μέ θεωροῦσε ὡς ὑπεύθυνο καί ἀποφάσισε νά μέ φονεύση”. Συνήθως ἔτσι γίνεται. Οἱ γονεῖς ἀγαποῦν καί πιστεύουν ὅτι ἀγαποῦν τά παιδιά τους περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο τά ἀγαπᾶ ὁ Θεός, καί μέσα σέ αὐτόν τό ζῆλο φθάνουν σέ ἀποφάσεις δύσκολες. “Κάτερχόμενος σέ κατήφορο δρόμο μέ εἶχαν εἰδοποιήσει νά μήν πάω ἀπό ἐκεῖ διότι θά μέ φονεύσουν, ἐγώ ὅμως εἶπα· ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἄς γίνη ὅ,τι θέλει· καί ὄντως βλέπω αὐτόν πού με ἀπειλοῦσε νά μέ σκοπεύη καί νά μοῦ φωνάζη. Ἐγώ σταμάτησα καί τοῦ λέω: Νά εἶναι εὐλογημένο. Ἀμέσως τοῦ ἔπεσε τό ὅπλο ἀπ᾽ τά χέρια καί ἔσκυψε καί φίλησε τά χέρια μου ζητώντας συγχώρησι”.

(Μαθητεύοντας στόν Γέροντα τῆς Ἀναλήψεως Ἱερώνυμο Σιμωνοπετρίτη, ἐκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἅγ. Ὄρος 2018).

<>









Ο Σταμάτης, το AIDS και ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994)

Μία χρονιά, πήγαμε στο Άγιον Όρος τις ημέρες των Θεοφανείων και επισκεφθήκαμε τον άγιο Παΐσιο. Ήταν πολύ όμορφα. Το βράδυ φιλοξενηθήκαμε στη Μονή Ιβήρων. Ήμασταν μια παρέα, εγώ, ένας φίλος μου στρατιώτης κι ένας Γερμανός. Μιλούσαμε στα αγγλικά και μας έλεγε «γιατί είναι έτσι οι Εκκλησίες και γιατί οι παπάδες σας κοιτάνε προς τον Θεό και δεν κοιτάνε τον ναό», κάτι τέτοια τρελά, ξέρετε αυτά τα προτεστάντικα, και τα κουβεντιάζαμε.

Τότε μας πλησιάζει ένας νέος. Φορούσε κοντομάνικο μέσα στο καταχείμωνο. Είχε ένα παντελονάκι τζιν απλό, παπουτσάκια τελευταίας μάρκας. Το κοντομάνικο αυτό ήταν αυτά τα Lacoste της εποχής εκείνης, κάτι ακριβό. Ήταν ευειδής πολύ, είχε ένα μουσάκι, πολύ καλός! Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, έτσι όπως είμαστε οι τρεις μας, ερχόταν κοντά μας και προσπαθούσε να ακούσει τι λέγαμε, επειδή τα λέγαμε στα αγγλικά. Εμείς, λοιπόν, μόλις τον είδαμε, ανοίξαμε λίγο τον κύκλο μας και λέμε «ελάτε κι εσείς, κύριε». Αυτή η πρόσκληση γέννησε όλη αυτή την ιστορία που θα σας διηγηθώ.

Το παλικάρι αυτό δεν ήξερε τι ήταν το Άγιον Όρος. Ήξερε ότι στο Άγιον Όρος υπάρχουν πατέρες άγιοι, είναι ένας γερο-Παΐσιος, και ότι στο Άγιον Όρος πηγαίνεις για να προσευχηθείς για αυτά τα οποία θέλεις. Έτσι και ήρθε, λοιπόν. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος έχει περπάτημα κι αυτός φόραγε σκαρπίνια. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος κάνει κρύο κι αυτός είχε πάρει μόνο ένα ελαφρό αντιανεμικό. Είχε τα τσιγαράκια του μαζί και μιαν ωραία πίπα. Είχε λεφτά μπόλικα, αλλά, άμα εκεί δεν υπάρχουν πράγματα να αγοράσεις, τι να τα κάνεις τα λεφτά; Είχε έρθει, λοιπόν, και του είπανε «να πας στην Ιβήρων». Τον φορτώσανε στο αυτοκίνητο και βγήκε στην Ιβήρων.

Δεν ήξερε τίποτα. Είχε έρθει ολομόναχος για να προσευχηθεί. Το βράδυ του λέω, πού σε βάλανε να κοιμηθείς; Τον είχανε βάλει να κοιμηθεί σ’ ένα μεγάλο ξενώνα με άλλους ανθρώπους. Του λέω, σκελέα ζεστή έχεις; Μου λέει, δεν έχω. Του λέω, θα σου δώσουμε, γιατί πού να κοιμηθεί ο άνθρωπος; Δεν είχε φέρει τίποτα. Εγώ ήμουν παχουλός, αλλά ο άλλος ο φίλος μου ήταν αδυνατούλης. Αυτός ήταν ψηλούλης, βέβαια, αλλά τι να κάνουμε; Βολεύεσαι και με κοντό παντελονάκι. Τον ντύσαμε, λοιπόν. Του δώσαμε κάλτσες από τις δικές μας και του τις φορέσαμε. Του φορέσαμε μια ωραία φανέλα μάλλινη που είχαμε, για να ζεσταίνεται ο άνθρωπος. Του δώσαμε και ένα από τα ζακετάκια που είχαμε φέρει μαζί και του πήραμε εν γένει όλη την ενδυμασία την κοσμική και τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα.

— Πώς σε λένε, βρε παιδί μου; του λέμε.
— Με λένε Σταμάτιο.
— Σταμάτη, μανάρι μου, δεν είχες ακούσει πως εδώ στο Άγιον Όρος κάνει κρύο και πρέπει να είσαι καλά ντυμένος;
— Δεν ήξερα. Εγώ πήρα το αεροπλάνο, πήρα το ταξί και ήρθα…

Ήταν Ελληνογερμανός. Έλληνας πατέρας και Γερμανίδα μητέρα. Και καταλαβαίνετε, αυτοί εκεί βγαίνουν ψηλοί, ξανθοί. Αρρενωπός, πολύ ωραίος!

Όπως καθόμασταν, λοιπόν, μας λέει:

— Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας, να μου δείξετε λίγο το Άγιον Όρος, γιατί εγώ δεν ξέρω.
— Ναι, βέβαια, θα σε πάρουμε.
— Σας παρακαλώ, θέλω να πάω στον γερό-Παΐσιο.

Φτου, λέω εγώ από μέσα μου! Εγώ πήγα προηγουμένως και έκατσα έξι ώρες. Πάλι θα ξανανεβώ τα γκρεμνά, να πάω στο γερο-Παΐσιο, να χτυπάω τα κουδουνάκια, να βγαίνει έξω, να μου λέει «μα εσύ, χοντρέ, ήρθες προηγουμένως, τι θέλεις πάλι εδώ;» Όχι, εγώ θέλω να πάρω το λεωφορείο, να κατεβώ, να ρίξουμε τον Σταυρό στη θάλασσα, να φύγουμε, να πάμε στις Καρυές, να κατεβούμε στη Δοχειαρίου, θα μας περιμένει ο ηγούμενος της Δοχειαρίου, θα μας βρίζει, αυτός δεν είναι εύκολος άνθρωπος… Πω πω!

Νευρίασα πολύ. Αλλά έχεις υποχρέωση να τα υποστείς όλα αυτά. Στο τέλος, πρέπει να πεις «ναι, θα πάμε». Γιατί είναι ο Χριστός… Και λέω, «αδελφέ μου, θα χαλάσουμε το δίκτυο, θα πάμε».

Άντε, βουρ, ξανά. Εμείς με τις βαλίτσες στην πλάτη, αυτός χωρίς τίποτα. Τα σκαρπίνια τα φορούσε, δεν είχαμε με τι να του τα αλλάξουμε τα σκαρπίνια. Του φτιάξαμε και μια μπαστούνα και άντε να ανεβαίνουμε στα γλιτσερά αυτά τα παγωμένα μονοπάτια. Τώρα ήταν κι ανηφόρα, ενώ την προηγούμενη μέρα κατηφορίζαμε. Ανεβαίνουμε, φτάνουμε στον γερο-Παΐσιο και χτυπάμε το καμπανάκι. Βγαίνει ο γερό-Παΐσιος και λέει: «α! επειδή σήμερα έβρεξε αποβραδίς και μπήκε νερό μες στη στέρνα, ήρθατε να το τραβήξετε το νερό να το βγάλετε έξω! Καλώς τα παλικάρια!». Μας άνοιξε και στρωθήκαμε στη δουλειά να βγάλουμε το νερό από τη στέρνα. Τον Σταμάτη όμως τον πήρε κατ’ ιδίαν και μιλήσανε.

Σώθηκε!

Όση ώρα μιλάγανε, το παιδί αυτό άρχισε να λάμπει. Έφυγε η σκοτεινιά του προσώπου του κι έλαμπε! Και μου λέει ο γερο-Παΐσιος:

— Έλα εδώ, Βαγγελάκο. Άκου προσεκτικά. Αναλαμβάνεις σε όλη σου την ζωή να προσεύχεσαι για έναν νεαρό ονόματι Μιχάλη που αρρώστησε και πέθανε. Και παπάς να γίνεις και ό,τι να γίνεις, θα προσεύχεσαι γι’ αυτόν σ’ όλη σου την ζωή.

Και του λέει του Σταμάτη: «Εσύ δεν έχεις δικαίωμα να ξαναπροσευχηθείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Την αναλαμβάνει την υποχρέωση της προσευχής σου ο Ευάγγελος».

Εδώ να σημειώσω πως, όταν ήμασταν ακόμα στην Ιβήρων, τον είχα ρωτήσει τον Σταμάτη:

— Εσύ γιατί ήρθες στο Άγιον Όρος;
— Ένας φίλος μου πέθανε και ήρθα στο Άγιον Όρος, να προσευχηθώ για την ψυχή του.

Εγώ όμως ήμουν γιατρός και ήμουν έξυπνος, δεν ήμουν χαζός. Αν με ρώταγες εμένα, θα έλεγα και από τι πέθανε ο φίλος μου. Αφού δεν είπε λοιπόν αυτός, από AIDS θα πέθανε. Το κατάλαβα αμέσως. Αλλά την εποχή εκείνη το AIDS αμέσως συνδυαζόταν με τη ζωή της ομοφυλοφιλίας. Γι’ αυτό δεν του είπα τίποτα, για να μην τον στεναχωρήσω τον άνθρωπο.

Όπως κάναμε να φύγουμε από την Παναγούδα, ο γερο-Παΐσιος τον είχε αγκαλιά. Κι όπως βγήκαμε στην πόρτα, του δίνει ένα σκαμπιλάκι και του λέει:

«Σταμάτιέ μου, να μην φοβάσαι τίποτα. Αφού κορόιδεψες εμένα και δεν κατάλαβα τίποτα για σένα, φαντάσου πώς θα κοροϊδέψεις τα τελώνια!»

και συμπλήρωσε, «παιδί μου, να μην φοβάσαι για τίποτα, εγώ θα σε μνημονεύω πάντα».

Ακούστε τώρα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Ο Σταμάτης για μένα είναι ένας άγιος. Τον μνημονεύω ως Σταματίου μοναχού. Γεννήθηκε στη Γερμανία από πατέρα Έλληνα, ο οποίος ήταν λίγο βάναυσος. Η μητέρα του ήταν Γερμανίδα και είχε αυστηρή παιδαγωγική. Το παιδί έγινε πάρα πολύ όμορφο. Το έστειλαν σε ένα γυμναστήριο κι εκεί που γυμναζόταν, το πλησίασε κάποιος και έτσι, άρχισε να διαφαίνεται αυτή η προς το ίδιο φύλο αγάπη και τρυφερότητα. Το παιδί μεγάλωσε και ήρθε στην Αθήνα και ήταν καθηγητής του Ινστιτούτου Γκαίτε των Αθηνών και αμειβόταν πάρα πολύ καλά. Εκεί γνώρισε έναν τραπεζιτικό υπάλληλο με τον οποίο σχετίστηκε. Αυτός ήταν ο περίφημος Μιχάλης, που του είπε ο γέροντας «δεν θα τον ξαναμνημονεύσεις ποτέ, θα τον μνημονεύει ο Ευάγγελος». Αυτός ο καημένος είχε αρρωστήσει από AIDS. Ο Σταμάτης είχε τέτοια τρέλα και έρωτα μ’ αυτό τον άνθρωπο, ώστε του είπε: «θα κολλήσω κι εγώ AIDS, για να είμαστε κι οι δύο άρρωστοι μαζί».

Αυτά, βέβαια, είναι πνευματικές ασθένειες, που τι δείχνουνε; Την ένταση του πάθους, για το οποίο πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί πώς μιλάμε.

Ο Μιχάλης αρρώστησε από λευχαιμία. Τότε δεν υπήρχαν καλά φάρμακα. Τώρα σχεδόν όλοι οι φορείς είναι καλά στην υγεία τους. Τους δίνει κι ένα επίδομα το ελληνικό κράτος 800 ευρώ το μήνα, τους δίνει και τα φάρμακά τους που κάνουν 2.000 ευρώ.

Ο άρρωστος αρρώστησε και τον βάλανε στο νοσοκομείο. Οι γονείς του δεν δεχόντουσαν να μπαίνει ο Σταμάτης μες στο δωμάτιο. Αυτός ξεροστάλιαζε ο μαύρος κάτω από το νοσοκομείο του Αγίου Σάββα και από κει μάθαινε ότι είχε φτάσει 50 κιλά ο άρρωστος. Τότε έκανε δίαιτα κι έφτανε κι αυτός στα 50 κιλά. Του λέγανε, αδυνάτισε ο Μιχάλης και έφτασε στα 46, έκανε κι αυτός δίαιτα και έφτασε στα 46. Του λένε, αδυνάτισε κι έπεσε στα 43, έκανε κι αυτός δίαιτα κι έπεσε στα 43.

Τέλος, του λένε, πέθανε ο άνθρωπος, και λέει: «μα τι να κάνω γι’ αυτόν που αγαπώ, Θεέ μου;». Κάποιοι τότε του είπαν, πήγαινε στο Άγιον Όρος να βάλεις τους πατέρες να προσεύχονται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Τον έφερε το πάθος στο Άγιον Όρος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λέμε τίποτα επικριτικό…

Κι επειδή ο καημένος δεν ήξερε, νόμιζε ότι το Άγιον Όρος είναι η Πλατεία Κολωνακίου, στην οποία μαζευόντουσαν. Ήρθε λοιπόν στην Ιβήρων, ως «κολωνάκι του Αγίου Ορούς», γιατί η εικόνα εκεί της Παναγίας θεωρείται η πρώτη στο Άγιον Όρος. Εκεί γνωριστήκαμε και μας παρακάλεσε και πήγαμε στο γερο-Παΐσιο. Όσο εμείς δουλεύαμε, ο γερο-Παΐσιος τού είπε:

— Σταματάκη, μπορείς να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή;
— Μπορώ.
— Βγάζεις τόσα λεφτά από το γερμανικό κολλέγιο. Θα κρατάς το 1/10 για σένα και τα 9/10 θα τα μοιράζεις στους φτωχούς. Μπορείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς να λες τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κάθε μέρα;
— Μπορώ.
— Δε μου λες, Σταματάκη μου; Μπορείς να πηγαίνεις στο νοσοκομείο μία φορά τη βδομάδα και να περιποιείσαι έναν άρρωστο που δεν έχει κανέναν;
— Μπορώ, έλεγε ο Σταμάτης. (Αυτοί είναι οι άγιοι του Θεού).
— Μπορείς να πας να βρεις πνευματικό και να εξομολογηθείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς τον κανόνα που θα σου βάλει ο πνευματικός να τον κάνεις;
— Μπορώ.
— Μπορείς να πηγαίνεις κάθε Κυριακή στη Λειτουργία;
— Μπορώ.
— Πήγαινε, λοιπόν, κάνε ό,τι μπορείς και θα κάνει ο Θεός για σένα ό,τι δεν μπορείς.

Δηλαδή, αφού σε σέρνει το πάθος, πήγαινε και κάνε ό,τι μπορείς και άσε τον Θεό να σου παλέψεις το πάθος, να κάνει ο Θεός για σένα αυτό που δεν μπορείς να κάνεις εσύ.

Και τον συμβούλεψε, δεν θα ξαναθυμηθείς ποτέ αυτόν τον άνθρωπο και δεν θα μνημονεύσεις ούτε το όνομά του, ούτε στους πεθαμένους. Αυτό θα το αναλάβει αυτός εκεί. Και, όντως, ο πρώτος που μνημονεύω μετά από τον πνευματικό μου και μετά από γέροντες πνευματικούς, είναι αυτός ο δούλος του Θεού Μιχαήλ. Γιατί; Γιατί είναι παραγγελία του γέροντος Παϊσίου.

Γύρισε ο Σταμάτης από το Άγιον Όρος. Έχετε δει τι σημαίνει άγγελος του Θεού; Τον σκέπασε η χάρις του Αγίου Πνεύματος και έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε φοβερή πνευματική κατάσταση. Νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, μετάνοιες, εξομολόγηση… Αφιέρωσε τον εαυτό του, όποιος είχε AIDS και δεν είχε εξομολογηθεί, έπαιρνε τον πνευματικό και τον πήγαινε εκεί να τον εξομολογήσει. Αφιέρωσε τον εαυτό του να παίρνει έναν ιερέα και πήγαινε να κοινωνήσει τους αρρώστους στο νοσοκομείο, γιατί οι ιερείς των νοσοκομείων τότε είχανε κι αυτή την τρέλα και δεν τους κοινωνούσαν τους εϊτζικούς. Τον έπαιρνε με το αυτοκίνητό του και τον πήγαινε την νύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήτανε. Έπαιρνε τα σώματα των ανθρώπων που είχαν AIDS, τα έπλενε, τα καθάριζε, τα ετοίμαζε, τα σαβάνωνε, τα έβαζε με τα χέρια του μέσα σε μία νεκροσακούλα αεροστεγή, τους διάβαζε το ψαλτήρι όλη την νύχτα…

Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος… Ποιος το κατάφερε αυτό; Ο γερο-Παΐσιος. Είδατε Ιεραποστολή από ένα γεροντάκι που καθότανε σε ένα κελλάκι! Με τον τρόπο που έπιασε το ψαράκι, σώθηκε το ψαράκι, αλλά πήγε η χάρις αυτή και σε πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους.

Τον Σταμάτη, λοιπόν, τον πήγα σε μια γιατρίνα δική μου και τον παρακολουθούσε. Αυτοί τότε είχαν ένα σινάφι. Το σινάφι, μόλις έμαθε ότι ο Σταμάτης έφυγε από το σινάφι, λένε «ποιος είναι η αιτία; Αυτός ο χοντρούλης». Οπότε της Υπαπαντής, κάνουνε μια συμφωνία. Έρχονται δέκα και μπαίνουν μες στην Εκκλησία στην οποία έψελνα. Ένας από αυτούς ανεβαίνει στο ψαλτήρι και ετοιμάζεται να με δαγκώσει. Για να με εκδικηθεί! Εγώ τον βλέπω τον άνθρωπο, λέω μέσα μου «δεν τον ξέρω», τραβιέμαι και ξαφνικά γυρίζει και φεύγει…

Σε ενάμιση μήνα, στις 25 Μαρτίου, μου λέει ο Σταμάτης, σε παρακαλώ, πάμε να πάρουμε έναν άνθρωπο, είναι πολύ άρρωστος, πεθαίνει. Πάω στο σπίτι και βλέπω αυτόν που είχε έρθει να με δαγκώσει να είναι πολύ βαριά με πυρετό και να πεθαίνει. Και τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Πέθανε του Λαζάρου.

Τα ξέρουμε αυτά, γιατί τα ζήσαμε από κοντά με τις ευχές των γεροντάδων. Και τι κάναμε; Όσους μπορέσαμε, τους εξομολογήσαμε και κοινωνήσανε χαριτωμένοι. Και γι’ αυτό οι περισσότεροι πότε πεθάνανε; Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο, Σαββάτο του Λαζάρου. Έχω βγάλει στατιστικό. Οι περισσότεροι τέτοιες μέρες πέθαναν.

Ο Σταμάτης πέθανε τη Μεγάλη Παρασκευή και θάφτηκε το Μεγάλο Σάββατο. Μας είχε πει, «Θέλω να με θάψουνε χωρίς να ξέρει κανένας ποιος είμαι. Να ‘ρθουνε στην κηδεία μόνο αυτοί οι δύο». Εγώ ήμουν στο Καμερούν παπάς και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία, γιατί ήταν Μεγάλη Παρασκευή, και έστειλα έναν άνθρωπο και πήγε και δεν είχε ούτε πεθαμενατζήδες να τον κουβαλήσουνε. Τον κουβάλησαν λαϊκοί με τα χέρια και τον έθαψαν. Και ήθελε στον τάφο του απάνω να είναι χώμα και να μην έχει ούτε κάγκελα ούτε τίποτα, ώστε να μην ξέρουν οι άνθρωποι και να τον πατάνε, γιατί ήταν άξιος του πατήματος. Έτσι έλεγε!

Σας ερωτώ; Πού τον βάζετε τώρα εσείς αυτόν; Τι πιάνουμε εμείς μπροστά του; Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει τι είναι ο καθένας. Η Εκκλησία έχει την δύναμη να τους διασώζει όλους.

Και είδατε τι ωραία συμβουλή που του έδωσε ο γερο-Παΐσιος. Κάνε εσύ όσα μπορείς και ο Θεός θα κάνει τα άλλα. Και ο Θεός έκανε τα άλλα πραγματικά και τον σκέπασε και μέχρι το τέλος του βίου του, ξανά εξομολογήθηκε και μετέλαβε.

Ο πνευματικός που εξομολογήθηκε πρώτη φορά στην Αθήνα τού είπε: «Δεν θα κοινωνήσεις ποτέ. Μόνο την ημέρα που θα πεθάνεις». Βαρύ! Στεναχωρέθηκα… Το είπα στον γερο-Παΐσιο και είπε: «Όχι κι έτσι, βρε παιδάκι μου». Αλλά επειδή είχε πάει στον πνευματικό και του είχε βάλει αυτόν τον κανόνα, περίμενε πολλά χρόνια, μέχρι ο πνευματικός να του δώσει την ευλογία να πάει σε άλλον πνευματικό και να του δώσει εκείνος το δικαίωμα να κοινωνάει.

Βλέπετε πόση ταπείνωση! Δεν ήρθε στην Εκκλησία με το θέλημα, δεν ήρθε με το δικαίωμα, ότι έχω δικαίωμα! Αλλά ήρθε ταπεινά και ήσυχα…

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Ευάγγελου Παπανικολάου

Πηγή:


ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ.GR - ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ



<>








Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας:
«Εἴχαμε πάει κάποτε μέ ὀκτώ Λεωφορεῖα νά προσκυνήσουμε τόν Ἅγ. Ἰωάννη τό Ρῶσο στήν Εὔβοια. Κανείς ἀπό τούς ὀκτώ ὁδηγούς, δέν φιλοτιμήθηκε νά ἀνάψη κἄν, ἕνα κερί στόν Ἅγιο. Ἦσαν καί οἱ ὀκτώ ὁδηγοί ἄπιστοι καί μᾶς περίμεναν ἔξω!
Ἕνα ἀπ᾽ τά ὀκτώ πούλμαν τό πιό καινούριο παρουσίασε ξαφνικά μία βλάβη, καθώς ἐμεῖς προσκυνούσαμε τόν Ἅγιο. Εἶχε τρυπήσει τό ρεζερβουάρ. Κάτι τό παράδοξο νά συμβαίνη κάτι τέτοιο, σ᾽ ἕνα ὁλοκαίνουριο πούλμαν. Δέν μποροῦσαν οἱ ὁδηγοί νά κάνουν τίποτε!
Τότε πλησιάζω τόν ὁδηγό του συγκεκριμένου Λεωφορείου καί τοῦ λέω:
—Ἀγαπητέ Γεώργιε, δέν πᾶς ν᾽ ἀνάψης ἕνα κερί σ᾽ αὐτόν πού εἶναι ξαπλωμένος ἐκεῖ μέσα; Τό αὐτοκίνητό σου δέν ἔχει τίποτε! Ἀπό ἀγάπη πού ἔχει ὁ Ἅγιος σέ σένα, τρέχει αὐτό τό ρεζερβουάρ...
Αυτός ντράπηκε, ἀλλά πῆγε τελικά καί ἄναψε κερί στό Ἅγιο.
Ὅταν ἐπέστρεψε, τό ρεζερβουάρ δέν ἔτρεχε πιά!
—Βλέπεις τοῦ λέω, ὅτι ἐσύ ἔτρεχες καί ὄχι τό ρεζερβουάρ... Ὁ Ἅγιος σέ ἀγαπάει καί σοῦ λέει: τό θέμα δέν εἶναι νά παίρνης τό παραδάκι καί τό μπουρμπουάρ, δέν εἶναι μόνο αὐτό! Εἶμαι καί ἐγώ ἐδῶ! Καί αὐτούς πού ἔφερες σέ μένα, δέν ἤρθανε τυχαία ἐδῶ, γιά νά πάρης λεφτά ἐσύ, ἀλλά γιά νά πιστέψης!...»(https://www.facebook.com/Δημήτριος-Παναγόπουλος-Ἱεροκήρυκας-107822867238018/).

<>










Νότια Αφρική: Η μεταστροφή μίας Εγγλεζοαφρικάνας και των παιδιών της στην Ορθοδοξία μετά από εμφάνιση του κεκοιμημένου συζύγου της

Πρὶν μερικὰ χρόνια συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστό περιστατικὸ σὲ μία γυναίκα ἀπὸ τὸ Γιοχάννεσμπουργκ τῆς Ν. Ἀφρικῆς.
Η Carol Αἰκατερίνη, ἐγγλεζοαφρικάνα στὴν καταγωγή, οὐδεμία σχέση εἶχε στὸν πρότερο βίο της μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισμό. 
Πολὺ εὐκατάστατη, καταξιωμένη ἐπαγγελματίας στὸν χῶρο τῆς διαφήμισης, μητέρα δύο μικρῶν κοριτσιῶν, εἶχε μείνει χήρα, καθὼς ὁ ἀρχιτέκτων σύζυγος της Anthony εἶχε πεθάνει ἀπὸ καρκίνο.
Τρεῖς μῆνες μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ Anthony ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὰ ὄνειρα τῆς γυναίκας του, μιλώντας της γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὸ πόσο ἄτυχος ἦταν ποὺ δὲν Τὴν ἐβίωσε στὴν ἐπίγεια ζωή του καὶ πὼς θὰ ἤθελε ἐκείνη καὶ τὰ κοριτσάκια τους νὰ βαπτισθοῦν γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν τὴ Χάρη ὅπως ἐκεῖνος.
Γιὰ πολλὰ βράδια ἐμφανιζόταν στὸν ὕπνο τῆς γυναίκας του, δίνοντας της πολὺ συγκεκριμένες ὁδηγίες γιὰ νὰ κτίσει στὸ ἀπέραντο κτῆμα τους στὸ Kyalami ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο. 
Τῆς μιλοῦσε γιὰ τοὺς Ἁγίους μας καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν Ἅγιό του.
Τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ ἐργολάβου ποὺ θὰ ἀναλάμβανε τὸ ἔργο. Τῆς ἐξήγησε ἀναλυτικὰ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο μέσω τοῦ ἐνυπνίου.
Ἡ γυναίκα ὅταν βρῆκε στὸν τηλεφωνικὸ κατάλογο τὸ ὄνομα τοῦ ἐργολάβου καὶ ἐπικοινώνησε μαζί του, κόντεψε νὰ σαλέψει.
Κάνοντας ὑπακοὴ στὸν ἄνδρα της, ἄρχισε τὴν ἀνέγερση τοῦ ναϊδρίου, ὅπως ἐκεῖνος τῆς τὸ εἶχε περιγράψει στὸν ὕπνο της. 
Ὅταν παρουσιαζόντουσαν δυσκολίες, ὁ Anthony ἐφανιζοταν στὸν ὕπνο τοῦ ἐργολάβου καὶ τὶς ἔλυνε.
Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἀποπερατώθηκε, ἐγκαινιάστηκε, λειτουργήθηκε καὶ ἡ Carol μὲ τὰ κοριτσάκια της βαπτίστηκαν ὀρθόδοξες.
Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπό τά πολλά μεγάλα θαύματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μας πρός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους. 
Μᾶς διηγήθηκε ἡ ἴδια τὴν ἱστορία της, ὅταν τὴν ἐπισκεφτήκαμε στὸ κτῆμα της καὶ ἀνάψαμε κεράκι στὸ ἐκκλησάκι της ἔχοντας μείνει ἄφωνοι.

Μαρτυρία Ἀντωνίας Μποτονάκη ἀπὸ Ν. Ἀφρικὴ

Facebook: Ηλίας Καλλιώρας


<>




Η Παναγία, το AIDS και ο Billy Bo (Βασίλης Κουρκουμέλης) - Πώς σώθηκε ο γνωστότερος Έλληνας ομοφυλόφιλος της δεκαετίας του 1980

Ίσως κάποιοι παλαιότεροι να θυμάστε ένα πρόσωπο, ένα ωραίο παλικάρι. Ήταν ομοφυλόφιλος, σχεδιαστής μόδας, ο πασίγνωστος κάποτε Billy Bo (Βασίλης Κουρκουμέλης). Έτυχε να ακούσουμε από τα χείλη του πνευματικού του ποια ήταν η πορεία του, που δεν την λένε πολλοί, ούτε γράφτηκε ιδιαιτέρως στα βιβλία που εκδόθηκαν για αυτόν. Γράψανε όλοι για τις βόλτες που έκανε στη Μύκονο με διασημότητες, τις περιπέτειες που είχε ως άνθρωπος. Δίψαγε για τη ζωή, δίψαγε για την αγάπη. Μα δεν ήξερε πού να την βρει και την έψαχνε σε λάθος μονοπάτια.

Κάποια στιγμή τον επισκέφτηκε η ασθένεια (σ.σ. ο Billy Bo ήταν το πρώτο διάσημο θύμα του AIDS στην Ελλάδα). “Κακό πράγμα η ασθένεια”, λένε οι περισσότεροι. Κοιτά όμως που καμιά φορά είναι για καλό… Και όταν ήρθε η ασθένεια και χτύπησε ένα πνευματικό καμπανάκι, αυτός άκουσε το καμπανάκι. Άλλοι δεν το ακούνε καθόλου. Και πεθαίνουν με την ασθένεια, την όποια ασθένεια και δεν έχουν πάρει πνευματικό χαμπάρι τίποτα. Αυτός το άκουσε το καμπανάκι, που σημαίνει ότι είχε καλά στοιχεία μέσα του.

Και διηγείται ο πνευματικός: “Βλέπω ένα παιδί, ένα παλικάρι, σαν άγγελος ήταν, με τα ωραία τα δερμάτινα πάνω-κάτω. Μπαίνει στην εκκλησιά και λέει “πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ”. Και κατέβαλα προσπάθεια να δω αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Ήταν ψηλός, αλλά είχε και μια άλλη ομορφιά που έμοιαζε με τη γυναικεία…”

Ξεκίνησε λοιπόν και εξομολογήθηκε με μετάνοια. Άρχισε να έρχεται, μετά από έναν κανόνα που του έβαλε ο πνευματικός, να κοινωνάει, να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται, ώσπου σιγά-σιγά κατέπεσε και αναγκαζόταν ο ιερέας να πηγαίνει να τον εξομολογεί και να τον κοινωνεί στο σπίτι του, στο Κολωνάκι.

Όταν ο ιερέας πρωτοπήγε στο σπίτι, νόμιζε ότι μπήκε σε κανένα μουσείο! Ήταν ένας χώρος διακοσμημένος μόνο με μοντέλα, με φωτογραφίες από επιδείξεις μόδας κ.λπ. Κάθε φορά που ερχόταν μετά, έφευγε καμιά φωτογραφία και έμπαινε μια εικόνα στη θέση τους… Στο τέλος νόμιζες ότι έμπαινες σε μοναστήρι.

Όταν έφυγε στην Αμερική για να πάει να ψαχτεί για θεραπείες, παρήγγειλε ένα σιδερένιο σταυρό, μεγάλο, σπαστό για να χωράει στην βαλίτσα, για να τον βάλει πίσω από την πόρτα του δωμάτιου του στο νοσοκομείο, για να βλέπει τον Σταυρό του Χριστού και να προσεύχεται.

Δεν πέτυχαν οι θεραπείες, γύρισε πίσω, και άρχισε η μεγάλη κατηφόρα, η φθορά, ο δρόμος προς τον θάνατο. Τον ευλογημένο θάνατο, θα λέγαμε. Γιατί αν δεν πεθαίναμε, παιδιά, θα ταλαιπωριόμασταν για πάρα πολλά χρονιά! Και τι γίνεται;

Και διηγείται ο πνευματικός: “Κάποια στιγμή, πήγα Σάββατο πρωί και τον κοινώνησα. Έρχεται η ώρα που είναι να φύγω και μου λέει ο Βασιλάκης: Πάτερ, κάνε μου μια χάρη, έλα και μετά τα μεσάνυχτα σήμερα να με κοινωνήσεις. Γιατί θα φύγω πριν ξημερώσει, με ειδοποίησε η Πανάγια!

Είπα να τον πιστέψω, να μην τον πιστέψω; Ας του κάνω το χατίρι, αφού ο άνθρωπος να κοινωνήσει ζητάει”.

Πήγε, λοιπόν, ο ιερέας κατά τη 1-2 μες τη μαύρη νύχτα και τον κοινώνησε τον Βασιλάκη. Και όντως ο Θεός τον πήρε πριν ξημερώσει, ξημερώνοντας Κυριακή, όπως τον είχε πληροφορήσει η Παναγία! Μας τα διηγούταν αυτά ο ιερέας και μας λέει: “Ευχηθείτε, παιδιά μου, να έχω τα τέλη του Βασιλάκη”.

Να ποιος είναι ο Χριστός! Να ποια είναι η εκκλησία, που δεν μπερδεύει τους ανθρώπους. Δεν τους λέει “καλά πας”, ενώ πηγαίνουν στον γκρεμό. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Αλλά από την άλλη πλευρά η Εκκλησία δεν απογοητεύει και κανέναν. Και προβάλλει μπροστά στους ανθρώπους τον δρόμο για την θέωση.

Έτσι και ο Billy Bo. Δεν σώθηκε απλώς, αλλά για να πάει και η Παναγία να του πει “ετοιμάσου, έρχεσαι”, αυτό σημαίνει ότι ο Βασίλης πήγε και σε καλή θέση! Και έχουμε άπειρα τέτοια παραδείγματα, από τα αρχαία χριστιανικά χρόνια μέχρι και σήμερα…

ΠΗΓΗ Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από ομιλία του π. Γεωργίου Σχοινά



Ομοφυλοφυλία - Ορθόδοξο Ιστολόγιο

<>






Η μεταστροφή ενός άθεου ηθοποιού του Ελληνικού θεάτρου στην Ορθοδοξία κατά το  επιθανάτιο κρεβάτι

Μιά μέρα, σ᾽ ἕνα ἀπ᾽ τά πιό μεγάλα Νοσοκομεῖα ἔφεραν ἔνα ἄρρωστο ἠθοποιό τοῦ Ἑλληνικοῦ θεάτρου. Ξακουστό καί δοξασμένο. Ἡ ἀρρώστια του ἦταν σοβαρή…

Ἔτσι, ὁ ἡθοποιός εἶναι τώρα ξαπλωμένος στό κρεββάτι. Σκέπτεται. Θυμᾶται, Ἀναπολεῖ τά περασμένα… Καί μελαγχολεῖ.

Ἡ Θεία Πρόνοια ἔφερε κοντά του μία ἀδελφή νοσοκόμα πολύ πιστή. Τοῦ μίλησε γιά τή χριστιανική ζωή, γιά τήν ἀρετή, γιά τό φῶς. Ὁ ἠθοποιός ἐπηρεάσθηκε. Ἄρχισε νά σκέπτεται βαθύτερα. Σέ λίγες μέρες —τί θαῦμα!— ζήτησε νά ἐξομολογηθῆ. Ἦλθε ἀμέσως ἕνας κατάλληλος πνευματικός. Ὁ ἠθοποιός μίλησε μέ εἰλικρίνεια, μέ ἀληθινή μεταμέλεια…

Τό ἀπόγευμα, ὅμως, τῆς ἴδιας μέρας ἦλθε νά τόν ἐπισκεφθῆ μιά ἄλλη ἠθοποιός, συνεργάτις του στό θέατρο. Τόν ρώτησε πῶς εἶναι. Καί ὁ ἠθοποιός μ᾽ ἕνα στοχαστικό τρόπο, ἀπάντησε ἀργά-ἀργά καί μέ πόνο:

—Μέ ρωτᾶς πῶς εἶμαι. Πῶς θέλεις νά εἶμαι! Ἔπρεπε ν᾽ ἀρρωστήσω γιά νά καταλάβω μερικά πράγματα. Πέρασε ἡ ζωή μου μέσα σέ χίλιες δυό περιπέτειες…

Κλαίω τά χρόνια μου πού πήγανε χαμένα…

Καί κατέβασε τό κεφάλι του. Δυό δάκρυα κύλησαν ἀπ᾽ τά μάτια του.

Τήν ἄλλη μέρα κοινώνησε μέ ἀληθινή συντριβή. Πρός τό μεσημέρι ἔκλεισε τά μάτια του γιά πάντα… Δώδεκα παρά ἕνα λεπτό βρῆκε τό δρόμο τῆς σωτηρίας!

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>









Μεταστροφή από τον αλκοολισμό - Η δύναμη του Ευαγγελίου - Από τις Περιπέτειες ενός Προσκυνητή στην Ρωσία

Μία ιστορία παρμένη από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή» για έναν αξιωματικό που συναντά ο προσκυνητής.

Όταν ήμουν νέος υπηρετούσα στο στρατό έξω εις την ύπαιθρο, όχι στα γραφεία. Ήμουν καλός εις την δουλειά μου και οι ανώτεροί μου αξιωματικοί με αγαπούσαν γιατί ήμουν ένας ευσυνείδητος ανθυπολοχαγός. Ήμουν ακόμη νέος όπως και οι φίλοι μου. Δυστυχώς όμως άρχισα να πίνω και σιγά σιγά το πάθος του ποτού γιγάντωνε μέσα μου. Όταν δεν ήμουν κάτω από την επήρεια του οινοπνεύματος ήμουν τακτικός και καλός αξιωματικός, αλλά όταν έπινα εγινόμουν ανίκανος για κάθε τι, για πολλές μέρες κάθε φορά. Με ανέχθηκαν για αρκετόν καιρόν αλλά μία φορά ύστερα από πολύ ποτό, ασέβησα άσχημα εις τον διοικητή μου και ετιμωρήθηκα με φυλάκιση και υποβιβασμό εις την τάξη του στρατιώτου, για τρία χρόνια. Απειλήθηκα με ακόμη βαρύτερη τιμωρία αν εξακολουθούσα να παραδίδωμαι εις το πάθος μου αυτό της μέθης. Παρ’ όλες τις ποινές όμως και τις απειλές δεν ημπορούσα να κυριαρχήσω εις τον ευατό μου και να θεραπευθώ από το καταραμένο πάθος. Επιχειρούσα αλλά κάθε φορά απετύγχανα. Οι ανώτεροι μου απογοητευμένοι από την κατάστασή μου απεφάσισαν να με στείλουν σε σωφρονιστικές φυλακές. Όταν το έμαθα αυτό, το μαυλό μου πήγε να σταματίσει. Ήμουν απορροφημένος σε θλιβερές σκέψεις μέσα στο στρατώνα, όταν ήλθε εκεί ένας μοναχός που έκανε εράνους για μια εκκλησία. Καθένας μας του έδωσε ότι μπορούσε. Έπειτα ο μαναχός αυτός ήλθε κοντά μου και με ερώτησε γιατί ήμουν τόσο θλιμμένος. Του είπα τι μου συνέβαινε και αυτός με συμπάθησε πολύ για τη δυστυχία μου και μου είπε: «Το ίδιο συνέβηκε, κάποτε και με τον αδερφό μου. Τι νομίζεις, όμως, ότι τον εβοήθησε; Ο πνευματικός του του έδωσε ένα Τετραυάγγελο με αυστηρό κανόνα να διαβάζει ένα κεφάλαιο, χωρίς ούτε μιας στιγμής καθυστέρηση, κάθε φορά που θα αισθανόταν την επιθυμία να πιει. Εάν η επιθυμία εξακολουθούσε, έπρεπε να προχωρήσει εις το διάβασμα και άλλου κεφαλαίου και άλλου, μέχρις ότου το πάθος θα αναχαιτιζόταν. Ο αδελφός μου ακολούθησε πιστά την συμβουλή του πνευματικού του και έπειτα από λίγο καιρό κατώρθωσε να απαλλαγεί από το πάθος του ποτού. Πάνε δεκαπέντε περίπου χρόνια από τότε και τα χείλη του δεν άγγιξαν ούτε σταλαγματιά από οποιοδήποτε ποτό. Κάνε το ίδιο, και θα δεις ότι και εσύ θα γλιτώσεις από τη δυστυχία αυτή. Έχω ένα Τετραυάγγελο και θα έλθω επίτηδες πάλι, για να σου το φέρω».

Τον άκουσα με προσοχή και μόλις τελείωσε του είπα: «Πως θα μπορέσουν τα Ευαγγέλιά σου να με βοηθήσουν αφού όλες οι προσπάθειες οι δικές μου και των γιατρών απέτυχαν από του να με σώσουν από το πάθος του ποτού»; Εμίλησα κατ’ αυτόν τον τρόπο γιατί δεν ήξερα τι είναι το Ευαγγέλιο και δεν το είχα ποτέ διαβάσει. «Μην το λες αυτό» μου είπε, ο μοναχός, «σε βεβαιώνω εγώ ότι θα σε βοηθήσει», και την άλλη μέρα μου έφερε το Τετραυάγγελο.

Το άνοιξα, έρριξα μια ματιά μέσα και είπα: «Δεν το παίρνω , γιατί πως θα το χρησιμοποιήσω μη γνωρίζοντας, όπως οι ιερωμένοι, την παλαιοσλαυονική γλώσσα»; Όμως ο μοναχός προχώρησε για να με βεβαιώσει ότι οι λέξεις αυτές καθ’ αυτές του Ευαγγελίου, είναι γεμάτες από θεία χάρη, και έχουν θεία δύναμη, επειδή με αυτές είναι γραμμένο εκείνο που ο ίδιος ο Θεός παρέδωσε και αποκάλυψε εις τους ανθρώπους. «Δεν πειράζει αν εις την αρχήν δεν καταλαβαίνεις καλά, μόνον προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια. Ένας άγιος μοναχός είπε κάποτε: “Εάν συ δεν καταλαβαίνεις τις λέξεις του Ευαγγελίου του Λόγου του Θεού, τα πονηρά πνεύματα καταλαβαίνουν τι διαβάζεις και τρέμουν”. Το πάθος σου για το ποτό είναι οπωσδήποτε σατανική ενέργεια. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, ότι και εις το δωμάτιο όπου φυλάσσεται ένα Ευαγγέλιο τα πνεύματα του σκότους κρατούνται έξω από αυτό με τη δύναμή του, μέσα δε εκεί τρέμουν και το σκέφτονται πολύ να κάνουν κακό».

Έδωσα λίγα χρήματα εις τον μοναχό, δεν θυμάμαι πόσα, και αγόρασα το Τετραυάγγελο, το έβαλα μέσα σ’ ένα μπαούλο με άλλα πράγματα και το εξέχασα εκεί. Σε λίγο μία ταραχή για το πάθος του ποτού άρχισε να με φοβίζει. Μία ακατανίκητη επιθυμία για να πιω μ’ έκανε ώστε, σαν τρελός να σπεύσω να ανοίξω το μπαούλο για να πάρω κάμποσα χρήματα και να τρέξω στο ποτό. Αλλά τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στο Τετραυάγγελο και σε μια στιγμή πέρασαν ζωηρά μέσα στο μυαλό μου όλα αυτά που ο μοναχός μου είχε πει. Άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελιστού Ματθαίου. ‘Εφθασα εις το τέλος του κεφαλαίου αυτού χωρίς να καταλάβω ούτε μία λέξη, αλλά θυμήθηκα πως ο μοναχός μου είχε πει: «Μη στεναχωριέσαι αν δεν καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις, μόνο προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια». Εμπρός, είπα στον ευατό μου, θα διαβάσω και το δεύτερο κεφάλαιο. Τώρα διαβάζοντας άρχισα κάπως να καταλαβαίνω κάτι.

Έτσι συνέχισα το τρίτο κεφάλαιο και έπειτα ξαφνικά σήμανε το σιωπητήριο του στρατοπέδου. Τώρα πλέον δεν επετρέπετο η έξοδος σε κανένα και έπρεπε όλοι να πάνε για ύπνο. Όταν εξύπνησα το πρωί, μαζί μου ξύπνησε και η ανεκπλήρωτη επιθυμία για να πιω, όμως, ξαφνικά, εσκέφτηκα να διαβάσω ένα ακόμα κεφάλαιο, για να έβλεπα, τέλος πάντων, ποια θα ήταν η αποτελεσματικότητα του Ευαγγελίου. Το εδιάβασα πράγματι, ηρέμισα για λίγο και δεν επήγα να αγοράσω ποτό. Ξαναγιγάντωσε σε λίγο μέσα μου η επιθυμία, αλλά ξαναδιάβασα ακόμα ένα κεφάλαιο και αισθάνθηκα ανακούφιση. Αυτό μου έδωσε θάρρος και έκτοτε κάθε φορά που αισθανόμουν τον πειρασμό του πάθους της μέθης να με κυριεύει, εδιάβαζα ένα κεφάλαιο από εκεί που είχα μείνει και κάθε φορά υπερνικούσα το πάθος.

Το περισσότερο δε, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο και η κατάστασή μου καλυτέρευε και όταν πάνω-κάτω ετελείωνα την ανάγνωση των τεσσάρων Ευαγγελίων, τελείωνα και με το πάθος μου, που προχωρούσε ραγδαία προς τα πίσω, κοντεύοντας να ανήκει πια εις το παρελθόν.

Σε λίγο καιρό σιχαινόμουνα το ποτό και είναι είκοσι περίπου χρόνια, αφ’ ότου ούτε μια σταγόνα δεν έβαλα στο στόμα μου.

Όλοι εκπλαγήκανε για την μεταβολή μου αυτή. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθα εις τον βαθμό μου, προβιβάστηκα έπειτα και τέλος, ξαναμπήκα εις την σειρά προαγωγής που μου ανήκε, αλλά που την είχα χάσει εξ’ αιτίας του ποτού. Έπειτα παντρεύτηκα, και ζω ευλογημένα με την σύζηγό μου, έχουμε όλα τα καλά και δοξάζουμε τον Θεόν που μας έδωσε άφθονα τα πάντα. Βοηθούμε τους φτωχούς κατά δύναμη και φιλοξενούμε όταν μπορούμε τους προσκυνητές. Έχω και ένα γιο αξιωματικό, πρώτης τάξεως παιδί. Σημείωσε όμως το εξής: Αφ‘ ότου θεραπεύθηκα από το πάθος του ποτού έκανα τάμα να διαβάζω με τη σειρά, ένα ολόκληρο Ευαγγέλιο από τα τέσσερα, κάθε μέρα, κάθε είκοσι τέσσερεις ώρες, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και να φύγω από τον κόσμο αυτό.

Τίποτα εις τον κόσμο δεν μπορεί να με εμποδίσει από του να τηρώ κάθε μέρα το τάξιμό μου αυτό. Όταν είμαι καμιά φορά πολύ κουρασμένος, ξαπλώνω και παρακαλώ τη γυναίκα μου να διαβάζει, ώστε ποτέ να μη χαλάσω τον κανόνα που έχω καθιερώσει. Για ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, το έντυσα αυτό το Τετραυάγγελο με καθαρό ασήμι, και το έχω πάντοτε μαζί μου μέσα εις την απάνω τσέπη του σακακιού μου.

Πηγή:


<>









Η μεταστροφή του Αφρικανού Θωμά Kipazula μέσω θαυμαστής εμφάνισης του παπα-Κοσμά Γρηγοριάτη του Μαρτυρικού Ιεραποστόλου του Κονγκό (+1989)

Ο Θωμάς Kipazula από την Μπουτούμπα του Κονγκό καταθέτει στον π. Δαμασκηνό την δική του ιστορία για το πώς γνώρισε σε ενύπνιο τον παπα-Κοσμά Ασλανίδη τον Γρηγοριάτη-Αγιορείτη τον Μαρτυρικό Ιεραπόστολο του Κονγκό (+1989) και έγινε Ορθόδοξος:

«Κάποια μέρα πήγα για ψάρεμα στο ποτάμι. Επιστρέφοντας στο σπίτι μου έπεσα άρρωστος στο κρεβάτι. Για μέρες δεν μπορούσα ούτε να κινηθώ. Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ένα αυτοκίνητο σταμάτησε κοντά στο σπίτι μου. Άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας λευκός με λευκά ρούχα και μεγάλη γενειάδα. Κρατούσε στα χέρια του κι ένα βαλιτσάκι. Εγώ φοβήθηκα πολύ. Ανοίγοντας το βαλιτσάκι με ρώτησε:

– Γνωρίζεις ποιος είμαι;

– Όχι, του απάντησα.

– Εγώ είμαι ο Ορθόδοξος παπάς. Με λένε παπα-Κοσμά και πέθανα πριν από λίγα χρόνια. Πήγαινε στην εκκλησία των Ορθοδόξων και πες εκεί στον κατηχητή και στους χριστιανούς να κάνουν προσευχή για σένα και θα γίνεις καλά.

Πράγματι πήγα και βρήκα τον κατηχητή Απόστολο και του εξιστόρησα το όνειρό μου. Εκείνος απόρησε, πως ένας μη Ορθόδοξος είδε στον ύπνο του τον π. Κοσμά. Άρχισε να μου μιλάει για την ζωή του π. Κοσμά και με συγκίνησε. Δέχθηκα να παρακολουθήσω μαθήματα κατήχησης και μετά από αρκετό διάστημα, ο π. Μελέτιος με βάπτισε, δίνοντάς μου το όνομα Θωμάς.

Την περίοδο της κατήχησης, πριν βαπτιστώ, η γυναίκα μου ήταν έγκυος. Αλλά ήταν αδύνατον να γεννήσει φυσιολογικά και κόντεψε να πεθάνει. Τότε θυμήθηκα το όνειρο με τον παπα-Κοσμά και με πόνο στην καρδιά μου φώναξα δυνατά: “Πάτερ Κοσμά, έλα να με βοηθήσεις..!”. Το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου ακριβώς ίδιο, όπως και την προηγούμενη φορά. Μου μίλησε και μου είπε: “Πήγαινε και πες στους ορθοδόξους να κάνουν προσευχή.” Πράγματι η γυναίκα μου γέννησε χωρίς κίνδυνο ένα αγοράκι. Το βαπτίσαμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και του δώσαμε το όνομα Κοσμάς.»

Από το βιβλίο: «Γρηγοριάτικο Γεροντικό» του Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη, Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2005


<>









Η μετάνοια της Ζαμφίρας από τη Ρουμανία

Η Ζαμφίρα ήταν περίπου 36 ετών, όμορφή και απ’όσα είχα καταλάβει ”ελαφρών ηθών”.Ήταν στην φυλακή από τα δεκαέξι της χρόνια επειδή είχε σκοτώσει το παιδί της αλλά και γιά άλλα σοβαρά παραπτώματα.
Την επομένη λοιπόν η Ζαμφίρα ήρθε στην ακολουθία στο παρεκκλήσι. Την ημέρα εκείνη διαβάσαμε τον Ικετήριο κανόνα προς τον Ιησού Χριστό,την Παράκληση της Παναγίας και τον κανόνα της Θείας Μεταλήψεως. Η Ζαμφίρα όμως στο πίσω μέρος του ναού απαντούσε σε κάθε προσευχή κοροιδευτικά και έκανε άσχημες χειρονομίες. Φυσικά ενοχλούσε και εμένα αλλά και τους άλλους κρατουμένους οι οποίοι ήταν περίπου 35, άνδρες και γυναίκες. Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει παρατήρηση επειδή είχε ένα κάποιο ”κύρος”στον υπόκοσμο. Παρότι ήταν 36 ετών ήταν ψηλά στην ιεραρχία κάτι που όλοι οι κρατούμενοι σέβονταν απολύτως.Έδωσε ολόκληρη παράσταση και κάποιους τους διασκέδαζε με τα αστεία της. Την άφησα ήσυχη,μόνο την ρώτησα:
«Πώς σε λένε»; «Ζαμφίρα»μου απάντησε.Της είπα να ησυχάσει. «Καλά»μου απάντησε αυτή,συνέχισε όμως τα ίδια.
Μετά την ακολουθία τους εξομολόγησα όλους. Σε μια γυναίκα – η οποία ζούσε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα – είπα: «Δε μπορώ να σε κοινωνήσω τώρα. Θα κάνεις τον κανόνα που θα σου δώσω και θα έρθεις σε δύο εβδομάδες να κοινωνήσεις». Μόνο η Ζαμφίρα δεν εξομολογήθηκε.
Τότε την ρώτησα: «Εσυ θα εξομολογηθείς;
-Όχι δεν θα εξομολογηθώ, γιατί αν θα εξομολογηθώ θα σου πέσουν οι τρίχες από την μύτη.(σ.σ.αργκώ των φυλακισμένων).
-Τότε γιατί ήρθες στην εκκλησία αφού ούτε εξομολογείσαι, ούτε προσεύχεσαι, ούτε ακούς την ακολουθία.Ήρθες για βόλτα;
-Όχι ήρθα για να δω πόσο όμορφος είσαι.
Σε όλα απαντούσε πολύ απότομα. Τότε είπα : «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου»
Μετά από δύο εβδομάδες έστειλα έναν εθελοντή στην γυναικα στην οποία είχα βάλει κανόνα και η οποία έμενε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα, για να της θυμίσει ότι θα κοινωνήσει και να ετοιμαστεί. Πάει ο εθελοντής στο κελί και της λεει «Ο ιερέας είπε πως επειδή αύριο θα κοινωνήσετε να ετοιμαστείτε και να διαβάσετε την προσευχή προ της Θείας Μεταλήψεως» Της έδωσε ένα Ωρολόγιο και αμέσως πετάχτηκε η Ζαμφίρα,
-«Θέλω και εγώ να πάω αύριο στην εκκλησία.
-«Όχι δεν θα πας επειδή δεν κάθεσαι ήσυχη» της είπε ο εθελοντής.
-«Σε παρακαλώ, θέλω να πάω» επέμενε η Ζαμφίρα. «Δώσε μου ένα βιβλίο να διαβάσω».
Της έδωσε το Ψαλτήρι. Δεν ξέρω τι διάβασε και πόσο διάβασε αλλά την επόμενη ημέρα ήρθε και με βρήκε μια συγκρατούμενή της και μου είπε:
«Πάτερ η Ζαμφίρα δεν είναι καλά στο μυαλό της»
-«Δηλαδή,τι θέλεις να πεις»; ρώτησα εγώ.
-«Όλη νύχτα έκλαιγε. Διάβαζε και έκλαιγε. Δεν ξέρω τι διάβασε αλλά έκλαιγε πάρα πολύ.
Αφού τους εξομολόγησα όλους πήγα στην Ζαμφίρα.Ήταν γονατισμένη σε μια γωνία.Φαινόνταν κλαμμένη. Δεν έλεγε τίποτα.
-«Θέλεις να εξομολογηθείς;
-«Ναι πάτερ θα εξομολογηθώ, αλλά δεν θα εξομολογηθώ όπως όλοι οι άλλοι.
-«Πες μου πώς θέλεις».
-«Θέλω να εξομολογηθώ με δυνατή φωνή,μπροστά σε όλους.»
Και όπως στεκόμουν εγώ με το πρόσωπο προς την εικόνα του Χριστού, γύρισε προς τους άλλους κρατουμένους και άρχισε να εξομολογείται δημόσια!
Η εξομολόγηση κράτησε 45 λεπτά. Σε κάθε αμαρτία έκλαιγε, έκανε μια μετάνοια και έλεγε: «Παρακαλώ συγχωρέστε με». Αφού τελείωσε σκέφτηκα. ”Να την κοινωνήσω”; Σύμφωνα με τους κανόνες του Αγίου Βασιλείου έπρεπε να μην της επιτρέψω να κοινωνήσει για τριακόσια χρόνια με τόσο βαριές αμαρτίες που είχε κάνει.
Αυτό που κατάφερα να μάθω ήταν πως η γιαγιά της την είχε βαπτίσει όταν ήταν μικρή αλλά ποτέ δεν είχε κοινωνήσει. Συνεπώς θα ήταν η πρώτη φορά.
Δεν είχε φάει τίποτα εκείνο το πρωινό. Σκεφτόμουν τι θα έκανε ο Χριστός μετά από μια τέτοια εξομολόγηση προσευχόμενος ως εξής: «Κύριε εαν την κοινωνώ αναξίως παίρνω εγώ επάνω μου αυτήν την αμαρτία». Την κοινώνησα.Μετά την Θεία Κοινωνία έλαμπε από χαρά και έψελνε ”Αλληλούια”. Βρισκόνταν σε μια τέτοια κατάσταση χαράς που σπάνια συναντάς και σε χριστιανούς που ζουν ελευθεροί στον κόσμο.
Το βράδυ μου τηλεφώνησε ένας φύλακας: «Πάτερ,η Ζαμφίρα πέθανε»μου λέει»!
Στις 9 το βράδυ έφτασα στην φυλακή και ρώτησα μια φυλακισμένη που είχε κοινωνήσει μαζί της,τι συνέβη και μου είπε:
«Πάτερ, ήταν πολύ χαρούμενη που κοινώνησε. Από το πρωί προσευχόνταν στο Θεό, μου μιλούσε για το Θεό, για την μετάνοια, για την πίστη και την αγάπη και έκλαιγε για τις αμαρτίες της. Κατά της οκτώ το βράδυ μου λέει: «Δεν αισθάνομαι καλά,κάτι έχω».
Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε,έβαλε τα πιο καλά της ρούχα και είπε: «Εγώ θα πεθάνω τώρα, δώστε μου ένα κερί» (σ.σ.Σε άλλες ορθόδοξες χώρες όταν κάποιος ξεψυχάει πάντα κρατούν δίπλα του ένα αναμμένο κερί). Της έφεραν το κερί, γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο και πέθανε!
Την επομένη ημέρα οι γιατροί έκαναν συμβούλιο.Έπρεπε να χειρουργηθεί για κοίλη αλλά δεν έβρισκαν μια αιτία για τον ξαφνικό θάνατό της. Εγώ πιστεύω πως ο Θεός περιμένει τον καθένα να επιστρέψει κοντά Του και όταν αυτό γίνει και είναι καθαρός τότε ο Θεός κρίνει εαν θα τον πάρει δίπλα Του.

Ιερέας Βιορέλ Κοζοκάρου-Κίσιβο

Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης

Από το περιοδικό ”Familia Ortodoxa”τεύχος 39


<>





Επιστροφή από το σχίσμα στην Εκκλησία με θαύμα του Αγιασμού των Θεοφανείων

Μία νεαρή γυναίκα, παρασυρθείσα από τη γιαγιά της ως παιδί σε σχίσμα, παντρεύτηκε έναν Ορθόδοξο. Είπε τα εξής σχετικά με την επιστροφή της στην αγκαλιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας:

«Ήρθε η παραμονή του Βαπτίσματος του Κυρίου ή της παραμονής των Χριστουγέννων. Την ημέρα αυτή, ο σύζυγός μου επισκεπτοταν πάντοτε την εκκλησία, έλαβε τον αγιασμό των Θεοφανείων εκεί και επέστρεψε στο σπίτι με μεγάλη χαρά, φέρνοντας με τρυφερότητα, όπως το έλεγε , «το μεγάλο δώρο του Ουρανού». Την ημέρα εκείνης της αξέχαστης παραμονής των Θεοφανείων ήμουν τρομερά λυπημένη. Είχα μια συντριπτική επιθυμία να δω τον σύζυγό μου. Περίπου δύο ώρες μετά εμφανίστηκε το γκρίζο άλογό μας. Ο σύζυγός μου κάθισε σε ένα έλκηθρο, είχε μια μπλε κανάτα στα χέρια του.

Νερό των Θεοφανείων. Εγώ, χωρίς να αναφερθώ σε δικές μου σκέψεις, βιαστικά να συναντήσω τον σύζυγό μου, ο οποίος, εισερχόμενος με εξαιρετικό ευγενικό ενθουσιασμό και χαρά, άρχισε να τραγουδά «βαπτίζομαι στο Ιορδάνη, Κύριε» και άνοιξε το καπάκι της κανάτας.

Εκείνη τη στιγμή, τρεις φλογερές γλώσσες εμφανίστηκαν από το νερό πάνω από την κανάτα. Το τροπάριο σταμάτησε στο στόμα του. Φώναξε σαν παιδί από χαρά και αγάπη.

Βλέποντας ένα τέτοιο θαύμα χάριτος, που στηρίζονταν στα ιερά ύδατα των Θεοφανείων, ήξερα με την καρδιά και την ψυχή μου ότι η Αγία Αλήθεια κατοικεί μόνο στην Άγιο Ιερό Αποστολικό Ναό, από την οποία έφυγα με τη δράση του διαβόλου. Την ίδια στιγμή, στα βάθη της ψυχής μου, αποφάσισα να επιστρέψω στην αγκαλιά της Ιεράς Ορθόδοξης Εκκλησίας και το είπα στον σύζυγό μου. Η χαρά του δεν είχε όρια!

Το βράδυ, ο σύζυγός μου και εγώ πήγαμε στην ενοριακή μας εκκλησία, όπου ήταν ενωμένος στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία. Η κατάσταση της ψυχής μου ήταν τόσο χαρούμενη που μια τέτοια χαρά, νομίζω, είναι δυνατή μόνο στον Ουρανό! Η ανάγνωση της μεγάλων ωρών ξεκίνησε στο ναό, κάθε λέξη των ιερών ψαλμών που άκουγα ήταν σαν να έχω ένα κοφτερό κόφτη, βαθιά στην αμαρτωλή ψυχή μου και τούτα τα λόγια ήταν χαραγμένα μέσα μου: "Μην θυμάστε την αμαρτία της νεολαίας μου και την άγνοιά μου" (Ησ. 24,7). Μόνο τότε καταλάβα όλο το βάρος της αποστασίας μου από την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία και μέχρι σήμερα, με την ελπίδα του ελέους του Θεού, ζητώ τη συγχώρεση και τη χάρη για την μεγάλη και σοβαρή αμαρτία μου».



<>







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com