Μεταστροφές στην Ορθοδοξία - Greek Flowers of Orthodoxy 30


https://orthodoxsmile.blogspot.com

Orthodox Smile

Ορθοδοξία










Μεταστροφές στην Ορθοδοξία


Greek Flowers of Orthodoxy 3


ORTHODOX CHRISTIANITY – MULTILINGUAL ORTHODOXY – EASTERN ORTHODOX CHURCH – ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ – ​SIMBAHANG ORTODOKSO NG SILANGAN – 东正教在中国 – ORTODOXIA – 日本正教会 – ORTODOSSIA – อีสเทิร์นออร์ทอดอกซ์ – ORTHODOXIE – 동방 정교회 – PRAWOSŁAWIE – ORTHODOXE KERK -​​ නැගෙනහිර ඕර්තඩොක්ස් සභාව​ – ​СРЦЕ ПРАВОСЛАВНО – BISERICA ORTODOXĂ –​ ​GEREJA ORTODOKS – ORTODOKSI – ПРАВОСЛАВИЕ – ORTODOKSE KIRKE – CHÍNH THỐNG GIÁO ĐÔNG PHƯƠNG​ – ​EAGLAIS CHEARTCHREIDMHEACH​ – ​ ՈՒՂՂԱՓԱՌ ԵԿԵՂԵՑԻՆ​​ / Abel-Tasos Gkiouzelis - https://orthodoxsmile.blogspot.com - Email: gkiouz.abel@gmail.com - Feel free to email me...!

♫•(¯`v´¯) ¸.•*¨*
◦.(¯`:☼:´¯)
..✿.(.^.)•.¸¸.•`•.¸¸✿
✩¸ ¸.•¨ ​




Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία μέσω των βιβλίων του λαϊκού ιεροκήρυκα Δημήτριου Παναγόπουλου (+1982)

Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπιδρᾶ μέσῳ τοῦ λαϊκοῦ ἱεροκήρυκος Δ. Παναγοπούλου: «Κάποια μέρα ἐπισκέφθηκε τό Λεπροκομεῖο. Πηγαίνοντας ἀπό ἀσθενῆ σέ ἀσθενῆ, ἔλεγε λίγα λόγια καί ἔδινε καί κάτι. Παράλληλα, ὅμως, ἄφηνε καί ἀπό ἕνα βιβλίο του.
Ἕνας ἀσθενής, παίρνοντας, τά δῶρα του, εἶδε καί τό βιβλίο “Περί μετανοίας”... ἐνοχλήθηκε καί μέ ὕφος θυμωμένο λέει: 
—Δέν μοῦ χρειάζεται αὐτό. Πάρτο πίσω.
Ὁ Παναγόπουλος μέ καλωσύνη καί πραότητα, τοῦ ἀπαντᾶ:
—Ἀφοῦ δέν σοῦ χρειάζεται, πέταξέ το ἤ δῶσε το σέ κανένα ἄλλο. Ἐγώ δέν μπορῶ νά τό ξαναπάρω. Καί ἀμέσως ἔφυγε.
Μετά ἀπό μερικούς μῆνες ξαναπῆγε, ἔδινε πάλι τά δῶρα του κλπ.. Φεύγοντας ἀπό ἕνα θάλαμο, τοῦ φωνάζει κάποιος:
—Κύριε Παναγόπουλε, σᾶς θέλω. 
Ὅταν πλησίασε κοντά του, ἐκεῖνος συνεχίζει:
—Περίμενα νά μέ ρωτήσετε τί ἔκανα τό βιβλίο τό ὁποῖο μοῦ δώσατε τήν προηγούμενη φορά, ἀλλά ἀφοῦ δέν μέ ρωτᾶτε ἐσεῖς, θά σᾶς πῶ ἐγώ. Μόλις φύγατε, τό πῆρα νά τό δώσω κάπου ἀλλοῦ ἤ νά τό πετάξω. Αἰσθανόμουν πολύ ἄσχημα ἀπέναντί σας, ἐπειδή νόμιζα ὅτι μέ εἴχατε προσβάλει μέ αὐτό τό βιβλίο. Παράλληλα, ὅμως, ἡ ἐμφανής καλωσύνη σας καί ἡ πραότητά σας, μοῦ ὑπεδείκνυαν νά τό διαβάσω καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά τό κάνω. Δέν σᾶς λέω πολλά, κύριε Παναγόπουλε, εὐεργέτα μου· δεχθῆτε μόνο ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Δοξάζω τό Θεό ὅλη τήν ὥρα, πού μ᾽ ἔστειλε ἐδῶ μέσα καί Τόν βρῆκα! Μακάρι νά μή ξαναβγῶ ποτέ ἔξω, μή τυχόν καί Τόν ἀρνηθῶ πάλι. Δόξα Τῷ Θεῷ! Μεγάλο πρᾶγμα ἡ ἐξομολόγησι»(ΜΓ, 95).

«Ὁ ἀδελφός τοῦ λαϊκοῦ ἱεροκήρυκα Δημητρίου Παναγοπούλου, Σωτήριος, ἀξιωματικός τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ, ὑπηρετοῦσε σέ μία ἀκριτική περιοχή τῆς Ἑλλάδος καί ἔμενε σέ μιά κωμόπολι. Ἕνα ἀπόγευμα πῆγε στήν Ἐκκλησία γιά τόν Ἑσπερινό. Ὅταν τελείωσε ὁ Ἑσπερινός, ἐκεῖνος ἔφευγε γιά τό σπίτι του, ἐνῶ ὁ Ἱερεύς βρισκόταν ἀκόμη στό Ἱερό. Στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ εὑρισκόμενος ὁ ἀξιωματικός, βλέπει νά καταφθάνη ἕνα νεαρό ζεῦγος καί μέ ἀγωνία νά ρωτοῦν: 
—Εἶναι ὁ Ἱερεύς ἐδῶ;
Τούς βεβαίωσε ὅτι ἦταν ἀκόμη μέσα καί τότε ἐκεῖνοι ἀνέπνευσαν ἀνακουφισμένοι. Καί τότε, μέχρι νά τελειώση ὁ Ἱερεύς κάτι πού ἔκανε καί νά βγῆ ἀπό τό Ἱερό, λένε στό Σωτήριο:
—Ξέρετε, μένουμε μακρυά στό τάδε μέρος, στά σύνορα, εἴμασθε τελωνειακοί ὑπάλληλοι. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία οὔτε συγκοινωνία καί μόνο μέ ἰδιωτικό αὐτοκίνητο μποροῦμε νά ἔλθουμε, ἀλλά ὄχι ὅποτε θέλουμε, διότι δέν ἔχουμε δικό μας. Ἤλθαμε ἄλλες δύο φορές καί δέν προφθάσαμε τόν Ἱερέα, γι᾽ αὐτό τώρα εἴχαμε τόση ἀγωνία. Ξέρετε τί μᾶς συμβαίνει;, συνέχισε ὁ τελωνειακός: Κάποια μέρα, ἐνῶ βαδίζαμε σ᾽ ἕνα δρόμο, πέρασε ἕνα ἐκδρομικό ποῦλμαν, γιατί συγκοινωνία δέν ὑπάρχει ἐκεῖ καί κάποιος μᾶς πέταξε ἕνα βιβλιαράκι. Τό πήραμε καί τό διαβάσαμε, ἀλλά τρελλαθήκαμε ἀπό τήν στενοχώρια μας, διότι ἐξ αὐτοῦ καταλάβαμε ὅτι εἴμασθε πολύ ἁμαρτωλοί καί πρέπει τό ταχύτερον νά ἐξομολογηθοῦμε, μή τυχόν καί πεθάνουμε καί κολασθοῦμε.
Καί βγάζοντας ἡ κυρία τό βιβλιαράκι ἀπό τήν τσάντα της, λέει:
—Νά, αὐτό εἶναι πού μᾶς ἄνοιξε τά μάτια.
Ἔκπληκτος τότε ὁ Σωτήριος βλέπει τό βιβλίο τοῦ ἀδελφοῦ του Περί Μετανοίας καί Ἐξομολογήσεως! Συγκινήθηκε, ρίγησε, δέν τούς ἀποκάλυψε, ὅτι ἦταν ἀδελφός τοῦ συγγραφέα καί τούς προέτρεψε νά κάνουν αὐτό τό ὁποῖο ἀποφάσισαν»(ΜΓ, 94).

«Κάποτε ἄλλοτε πάλι, ὁ λαϊκός ἱεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος, ἑτοίμαζε ἕνα πακέτο μέ βιβλία νά τό στείλη στήν Αὐστραλία. Δέν τό εἶχε ἀκόμη δέσει, ὅταν ἀπό τό τυπογραφεῖο τοῦ πῆγαν τά πρῶτα βιβλία “Περί Μοναχισμοῦ”. Παίρνει δύο ἀπ᾽ αὐτά καί τά βάζει στό πακέτο. Σκέπτεται, ὅμως, ὅτι τέτοιου εἴδους βιβλία δέν χρειάζονται ἐκεῖ καί τά ξαναβγάζει, ἀλλά κάτι μέσα του τοῦ ἔλεγε νά τά στείλη καί αὐτά. Τά ξαναπαίρνει, τά βάζει στό πακέτο καί τά ταχυδρομεῖ. Ὅταν ὁ παραλήπτης ἔλαβε τό πακέτο καί τό πῆγε στό σπίτι του, τήν ὥρα κατά τήν ὁποία τό ἄνοιγε βρισκόταν ἐκεῖ κι ἕνας νεαρός φίλος του. Εἶδε ὅλα τά βιβλία καί θέλησε νά χαρίση καί σ᾽ αὐτόν ἕνα, ὁπότε παίρνει τό ἕνα “Περί Μοναχισμοῦ” καί τοῦ τό δίνει. Στή συνέχεια παίρνει καί τό ἄλλο καί τό δίνει καί αὐτό λέγοντάς του:
—Πάρε το καί δῶσε το ὅπου θέλεις. 
Τά πῆρε ὁ φίλος του καί ἔφυγε. Κράτησε τό δικό του καί τό ἄλλο τό ἔδωσε σέ μιά γνωστή του κοπέλλα, Ἑλληνίδα. Ἀποτέλεσμα: Καί οἱ δύο ἔφυγαν γιά τήν Ἑλλάδα καί σήμερα βρίσκονται σέ Μοναστήρια, δοξολογοῦντες τόν Κύριο νυχθημερόν, πού διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ τούς κάλεσε κοντά Του καί, μάλιστα, νά γίνουν καί Μοναχοί!»(ΜΓ, 95).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>










Η μεταστροφή ενός Ρώσου στρατιωτικού από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἰδού καί μία μεταστροφή ἀπό τό Σοβιετικό block: «Ἔφευγε ὁ νεαρός ἀξιωματικός μέ τή μονάδα του γιά τό Ἀφγανιστάν. Ἕνα βράδυ, τίς παραμονές τῆς ἀναχωρήσεώς του, συγκεντρώθηκαν στό σπίτι του συγγενεῖς καί φίλοι νά τόν ἀποχαιρετίσουν. Μεταξύ αὐτῶν ἦταν καί ἕνα ἱερέας, ξάδελφος τοῦ ἀξιωματικοῦ.
Πρός τό τέλος τῆς οἰκογενειακῆς αὐτῆς συγκεντρώσεως ὁ ἱερέας ζήτησε μέ τρόπο ἀπό τόν ἀξιωματικό νά τοῦ γράψη τά ὀνόματα ὅλων τῶν ἀνδρῶν τούς ὁποίους διοικοῦσε, γιά νά τά μνημονεύη κάθε μέρα στή θ. Λειτουργία. Ὁ ἀξιωματικός στήν ἀρχή ξαφνιάσθηκε καί στή συνέχεια φάνηκε πώς πῆγε νά προβάλη κάποια ἀντίρρησι. Ἴσως ἀπό εὐγένεια, ἤ ἴσως βλέποντας τήν ἤρεμη μά ἀποφασιστική ματιά τοῦ ἱερέα, συγκρατήθηκε. Ἔγραψε τά ὀνόματα τῶν ἀνδρῶν τῆς μικρῆς μονάδος τήν ὁποία διοικοῦσε καί, χωρίς ἐνθουσιασμό, τά ἔδωσε στόν ξάδελφό του ἱερέα.
Ἡ μονάδα αὐτή ἔλαβε μέρος σέ πολλές πολύνεκρες συγκρούσεις μέ Ἀφγανούς ἀντάρτες. Κι ὅσο περνοῦσε ὁ καιρός, ἔτσι πού ἔβλεπε ὁ νεαρός ἀξιωματικός ζωντανούς τούς ἄνδρες του μετά ἀπό κάθε μάχη, ἄρχισε νά συνειδητοποιῆ πώς αὐτόν καί τή μονάδα του τούς θωράκιζε ἡ προσευχή τοῦ ἱερέα. Μιά δύσκολη στιγμή ἦταν πού, μέσα στόν ὀρυμαγδό τῶν ἐκρήξεων, φώναξε αὐθόρμητα στούς ἄνδρες του: “Ἱερέας προσεύχεται γιά μᾶς· μή φοβᾶσθε”.
Ἡ περιπέτεια τοῦ Ἀφγανιστάν κάποτε τελείωσε, καί τελείωσε μέ βαρύ τίμημα γιά τούς σοβιετικούς. (Δεκαπέντε χιλιάδες οἱ νεκροί καί τριάντα χιλιάδες οἱ τραυματίες. Εἶναι ἀριθμοί πού ἐπίσημα παραδέχεται ἡ σοβιετική πλευρά). Οἱ ἄνδρες τῆς μικρῆς μονάδος τοῦ νεαροῦ ἀξιωματικοῦ ἐπέστρεψαν ὅλοι σῶοι στήν πατρίδα τους. Ὁ ἴδιος παραιτήθηκε πιά ἀπό τό στρατό. Τά χέρια πού κράτησαν φονικό ὅπλο, ἑτοιμάζονται τώρα νά κρατήσουν τό Ποτήριον τῆς Ζωῆς. Ὁ πρώην ἀξιωματικός ἀπαρνήθηκε τά ἀξιώματα τοῦ κόσμου καί προετοιμάζει τόν ἑαυτό του γιά νά δεχθῆ τό φοβερό ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης»(ΟΓ, 1990-91, 63).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011




<>







Ένας ταξιτζής: Εγώ δεν πίστευα

Ὅπως ὄχι σπάνια, βιαστική ξεκινώντας τή μέρα, ἄπλωσα τό χέρι κάνοντας σῆμα νά σταματήση ταξί.
Μέριμνες, ἐπικείμενες συνεργασίες ἔσφιγγαν τό νοῦ καί τήν καρδιά μου.
Κάθισα στό κάθισμα ἀνακουφισμένη· εἶχα κερδίσει τουλάχιστον λίγα λεπτά τῆς ὥρας...
Εἶπα τόν προορισμό μου. Ὁ ὁδηγός, νεαρός ἀρκετά, ἔγνεψε καί μοῦ χαμογέλασε στόν καθρέφτη.
... “Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις...”.
Ἔκλεισα τά μάτια μου κι ἀφέθηκα νά ἀκούω τόν ἐκκλησιαστικό σταθμό στό ραδιόφωνο τοῦ ταξί σάν μιά παρηγοριά, μιά ἐλπίδα, μιά ἐνίσχυσι στίς ἔγνοιες μου.
Τί ἔδωσε τήν ἀφορμή νά ποῦμε ἕνα λόγο μέ τόν ὁδηγό δέν πρόσεξα... δέν θυμᾶμαι.
Θυμᾶμαι τί μ᾽ ἔφερε σέ μιά τόσο ὄμορφη πραγματικότητα!
—Κυρία, ἐγώ δέν πίστευα. Ὁ Θεός ἔκανε στή ζωή μου ἕνα θαῦμα. Ἔνιωσα τήν ἀγάπη Του. Δέν ξέρω νά μιλάω γιά Ἐκεῖνον. Τί νά πῆς γιά ἕνα τόσο μεγάλο Θεό! Ἀπό τότε ὅμως Τοῦ εἶπα: “Νά μιλάω ἐγώ δέν μπορῶ. Θά ἔχω ὅμως συντονισμένο τό ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου μου στόν ἐκκλησιαστικό σταθμό καί θά μιλᾶς Ἐσύ! Αὐτό μπορῶ νά τό κάνω”.
Σταμάτησε νά μιλάη τό παλληκάρι κι ὁ ὄρθρος συνεχιζόταν ἁπαλά, παρακλητικά.
Ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, ἡ φωνή Του ἦταν τό κήρυγμα ἑνός διαφορετικοῦ ἱεραποστόλου.
Κι ὁ Θεός σίγουρα θά ἀνταποκρινόταν μυστικά καί στή δική του ψυχή καί σέ κάποιους πού Τόν ἀναζητοῦν καί παλεύουν.
Ἡ ἀμοιβή γιά τή διαδρομή συνοδεύτηκε μ᾽ ἕνα ἐγκάρδιο “εὐχαριστῶ”, μιά δοξολογία γιά τούς δρόμους πού ἀνοίγει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί μιά ἱκεσία νά πληθαίνουν οἱ ταπεινοί μάρτυρες τοῦ θείου ἐλέους!

E.


YT.


<>







Η μεταστροφή του μετέπειτα ιατρού και Επισκόπου Anthony Bloom από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἰδού πῶς μᾶς ἀφηγεῖται τή μεταστροφή του ὁ μετέπειτα ἰατρός καί Ἐπίσκοπος Anthony Bloom: «Θυμᾶμαι ὅτι μοῦ εἶπε ὁ πατέρας μου κάποτε, ὅταν γύρισα ἀπό διακοπές: 
—Ἀνησύχησα γιά σένα.
Καί ἐγώ τοῦ εἶπα: —Νομίσατε ὅτι μοῦ συνέβη κάποιο ἀτύχημα;
Ἐκεῖνος ἀπάντησε: —Αὐτό δέν θά εἶχε καμμιά σημασία, ἀκόμη κι ἄν δέν εἶχες σκοτωθῆ. Νόμιζα ὅτι εἶχες χάσει τήν ἀκεραιότητά σου»(ΑΒ, 9). 
«—Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στή ζωή σας καμμιά συγκεκριμένη στιγμή μεταστροφῆς;
—Αὐτό συνέβη σέ διάφορα στάδια. Μέχρι τά μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καί τρομερά ἀντιεκκλησιαστικός. Δέν γνώριζα τό Θεό, δέν ἐνδιαφερόμουνα γι᾽ Αὐτόν καί μισοῦσα ὅ,τι ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.
—῞Ολα αὐτά παρά τίς ἰδέες τοῦ πατέρα σας;
—Ναί, γιατί μέχρι τά δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολύ δύσκολη. Δέν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη. Ἐγώ ἤμουν ἐσωτερικός σέ ἕνα σχολεῖο πού ἦταν πολύ αὐστηρό. Τά μέλη τῆς οἰκογενείας μου ζοῦσαν σέ διαφορετικά σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνον ὅταν ἔγινα δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἴδια στέγη καί αὐτό ἦταν μιά πραγματική εὐτυχία καί χαρά. Εἶναι πράγματι παράξενο νά σκέπτεται κανείς ὅτι, σέ ἕνα σπίτι μιᾶς συνοικίας τῶν Παρισίων, μποροῦσε νά ἀνακαλύψη μιά τέλεια εὐτυχία· καί, ὅμως, αὐτό συνέβαινε. Τότε γιά πρώτη φορά, μετά τήν ἐπανάστασι [τήν κομμουνιστική τοῦ 1917], ἀποκτήσαμε σπίτι.
Ἀλλά πρίν ἀπό αὐτό, πρέπει νά πῶ ὅτι συνέβη κάτι πού μέ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. ῞Οταν ἤμουν περίπου ἕνδεκα χρονῶν μέ ἔστειλαν σέ μιά θερινή κατασκήνωσι ἀγοριῶν, ὅπου συνάντησα ἕναν ἱερέα, πού θά ἦταν περίπου τριάντα χρονῶν. Κάτι ἀπ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τήν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη τήν ὁποία σκορποῦσε στόν καθένα μας. Ἡ ἀγάπη του δέ αὐτή δέν εἶχε σχέσι μέ τό ἄν ἤμαστε καλοί, καί δέν ἄλλαζε ὅταν ἤμασθαν κακοί. Μποροῦσε ν᾽ ἀγαπάη χωρίς ὅρους. Ποτέ πρίν στήν ζωή μου δέν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Μέ ἀγαποῦσαν στό σπίτι, ἀλλά αὐτό τό εὕρισκα φυσικό. Ἐπίσης εἶχα φίλους, ἀλλά κι αὐτό ἦταν φυσικό. Τέτοια ἀγάπη δέν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τήν ἐποχή ἐκείνη δέν προσπάθησα νά δώσω καμμιά ἐξήγησι σ᾽ αὐτό, ἁπλῶς βρῆκα σ᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο κάτι πού μέ προβλημάτιζε καί συγχρόνως μοῦ ἄρεσε. Μόνο μετά ἀπό χρόνια, ὅταν πιά εἶχα ἀνακαλύψει τό Εὐαγγέλιο, σκέφθηκα ὅτι, αὐτός ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μέ μιά ἀγάπη πού ἦταν πέρα ἀπό αὐτό τόν ἴδιο. Μοιραζόταν μαζί μας τή θεία ἀγάπη, ἤ ἄν προτιμᾶτε ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη του ἦταν τόσο βαθειά καί εἶχε τέτοιο στόχο καί τέτοιο ἄνοιγμα ὥστε μποροῦσε νά περιλαμβάνη ὅλους μας, εἴτε εἴμασθε χαρούμενοι εἴτε πονεμένοι, ἀλλά πάντοτε μέσα στήν ἴδια ἀγάπη. Αὐτή ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθειά πνευματική ἐμπειρία τήν ὁποία εἶχα.
—Τί συνέβη μετά ἀπ᾽ αὐτό;
—Τίποτε. Γύρισα πίσω στό σχολεῖο, στό ὁποῖο ἤμουν ἐσωτερικός καί κάθε τι συνεχίσθηκε ὅπως καί πρίν, μέχρις ὅτου βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπό τήν ἵδια στέγη. ῞Οταν γεύθηκα τήν πλήρη εὐτυχία, συνέβη κάτι τό τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικά ἀνακάλυψα ὅτι, ἡ εὐτυχία, ἄν δέν ἔχη κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δέν θά μποροῦσα νά ἀποδεχθῶ μιά ἄσκοπη εὐτυχία. Δυσκολίες καί βάσανα ἔπρεπε νά ὑπερνικηθοῦν, ὑπῆρχε, ὅμως, πάντοτε κάτι πέρα ἀπ᾽ αὐτά. Ἀλλά ἐπειδή ἀκριβῶς δέν ὑπῆρχε τέτοιο νόημα καί ἐπειδή δέν πίστευα σέ τίποτε, ἡ εὐτυχία φαινόταν ἀνούσια. Ἀποφάσισα, λοιπόν, νά δώσω στόν ἑαυτό μου μιά προθεσμία ἑνός ἔτους, νά ἀνακαλύψη ἄν ἡ ζωή εἶχε κανένα νόημα. Ἐάν δέ, στό διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου, δέν θά μποροῦσα νά βρῶ κάποιο νόημα ἀποφάσισα νά μήν συνεχίσω νά ζῶ πλέον, θά αὐτοκτονοῦσα.
—Καί πῶς λοιπόν βγήκατε ἀπό τήν κατάστασι αὐτῆς τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;
—Ἄρχισα νά ψάχνω γιά ἕνα ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπό ἐκεῖνο τό ὁποῖο μποροῦσα νά βρῶ μέσα στή σκοπιμότητα. Τό νά σπουδάζη κανείς γιά νά γίνη χρήσιμος στή ζωή ἦταν κάτι πού δέν μέ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθῆ σέ ἄμεσους σκοπούς καί ξαφνικά ὅλα αὐτά βρέθηκαν χωρίς νόημα. ῎Ενοιωσα μέσα μου κάτι τό δραματικό καί κάθε τι γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρό καί ἀνόητο.
Πέρασαν μῆνες καί κανένα νόημα δέν παρουσιάσθηκε στόν ὁρίζοντα. Μιά μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς —ἤμουνα τότε μέλος μιᾶς Ρωσικῆς ὀργανώσεως νέων στό Παρίσι— ἕνας ἀπό τούς ὑπευθύνους ἦλθε κοντά μου καί μοῦ εἶπε: 
—Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νά σᾶς μιλήση, ἔλα καί ἐσύ. 
Ἐγώ ἀπάντησα μέ φανερή ἀποδοκιμασία ὅτι δέν θά πήγαινα. Δέν χρειαζόμουν τήν Ἐκκλησία. Δέν πίστευα στό Θεό. Δέν ἤθελα νά χάσω τόν καιρό μου μέ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίσθηκε ἔξυπνα τήν ὑπόθεσι —μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλοι ὅσοι ἀνῆκαν στήν ὁμάδα μου εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μέ τόν ἴδιο τρόπο καί θά ἦταν ντροπή νά μήν πάη κανείς, γιατί ὁ ἱερέας εἶχε ἔλθει καί θά ἦταν πολύ ἄσχημο, ἐάν, οὔτε ἕνας, δέν παρακολουθοῦσε τήν ὁμιλία του.
—Μήν τόν προσέχεις, εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, δέν μέ ἐνδιαφέρει, μόνον ἔλα γιά μιά τυπική παρουσία. Μέχρι αὐτοῦ τοῦ σημείου ἤμουν πρόθυμος νά φανῶ νομοταγής στή νεανική ὀργάνωσί μας. ῎Ετσι παρέμεινα μέχρι τέλους τῆς διαλέξεως. Δέν εἶχα σκοπό νά προσέξω. Τά αὐτιά μου, ὅμως, ἔπιαναν μερικές φράσεις καί ἀγανακτοῦσα περισσότερο. Ὁ Χριστός καί ὁ Χριστιανισμός παρουσιάσθηκαν μέ τέτοιο τρόπο πού μοῦ ἦταν βαθύτατα ἀποκρουστικά. Ὅταν τελείωσε ἡ διάλεξι ἔτρεξα στό σπίτι μέ σκοπό νά ἐλέγξω, ἐάν ἦταν ἀλήθεια αὐτά τά ὁποῖα εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τή μητέρα μου ἄν εἶχε Εὐαγγέλιο, γιατί ἤθελα νά διαπιστώσω ἐάν τό Εὐαγγέλιο θά ὑποστήριζε τήν τερατώδη ἐντύπωσι τήν ὁποία ἀπεκόμισα ἀπό τήν ὁμιλία. Δέν προσδοκοῦσα τίποτε καλό ἀπό τήν ἀνάγνωσί μου καί ἔτσι μέτρησα τά κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νά εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τό συντομότερο, γιά νά μή χάσω ἄδικα τό χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νά διαβάζω τό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιον.
Ἐνῶ διάβαζα τήν ἀρχή τοῦ κατά Μᾶρκον Εὐαγγελίου, πρίν φθάσω στό τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι στήν ἄλλη πλευρά τοῦ γραφείου μου ὑπῆρχε κάποιος. Καί ἡ βεβαιότητα, ὅτι ἦταν ὁ Χριστός πού στεκόταν ἐκεῖ, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτέ, ἕως τώρα, δέν μέ ἔχει ἐγκαταλείψει. Αὐτό ὑπῆρξε πραγματικά ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Διότι, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἦταν ζωντανός καί ἐγώ εἶχα ζήσει τήν παρουσία Του, μποροῦσα νά πῶ μέ βεβαιότητα ὅτι αὐτά τά ὁποῖα τό Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιά τή σταύρωσι τοῦ Προφήτου τῆς Γαλιλαίας ἦταν ἀλήθεια, καί ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκηο ὅταν εἶπε: “Ἀληθῶς Υἱός Θεοῦ ἐστι”(πρβλ. 15, 39). Μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως μποροῦσα νά διαβάσω μέ βεβαιότητα τήν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, γνωρίζοντας ὅτι τό κάθε τι ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια, ἀκριβῶς διότι τό ἀπίστευτο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως ἦταν γιά μένα πιό βέβαιο ἀπό κάθε ἄλλο ἱστορικό γεγονός. Τήν ἱστορία ἤμουν ὑποχρεωμένος νά τήν πιστέψω, τήν Ἀνάστασι τή γνώριζα σάν γεγονός. Καθώς βλέπετε, δέν ἀνακάλυψα τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας μέ τό πρῶτο μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καί δέν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σάν μιά ἱστορία, τήν ὁποία κανείς μπορεῖ νά πιστέψη ἤ ὄχι. Ἄρχισε μέ ἕνα γεγονός τό ὁποῖο παραμέριζε ὅλα τά προβλήματα ἀπιστίας ἀκριβῶς διότι ἦταν μιά ἄμεση καί προσωπική ἐμπειρία»(ΑΒ, 11).

Ἀπό το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννης Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης Δαμασκηνός, Αθήνα 2011


<>











Ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής διηγείται την μεταστροφή ενός αθέου προς την Θεία Εξομολόγηση και την Εκκλησία


«Διηγήθηκε ὁ διακο-Διονύσιος ὁ Φιρφιρῆς:
“Κάποτε βρέθηκα γιά δουλειά ἔξω στή Θεσ/νίκη. Πῆγα σ᾽ ἕνα ἐστιατόριο νά φάω. Ἔκανα τήν προσευχή μου καί κάθησα νά φάω. Παραδίπλα ἦταν μιά παρέα. Μοῦ λέει κάποιος λαϊκός...
—Λοιπόν, τί μᾶς παριστάνεις τώρα; Τί θέλεις νά μᾶς δείξης;
—Γιά νά μήν μοῦ σταθῆ κανένα κόκκαλο στόν λαιμό, βρέ ἀδελφέ, ἀπάντησα λίγο ὀργισμένα.
Σέ λίγο ἀπ᾽ τό τραπέζι αὐτῆς τῆς παρέας ἀκούστηκε θόρυβος καί βιαστικά κάποιον τόν ἔβγαλαν ἔξω. Ἐγώ δέν γύρισα νά κοιτάξω. Μετά ἀπό καιρό πού ξαναβγῆκα στή Θεσ/νίκη μέ συναντᾶ κάποιος κοντά στό Λευκό Πύργο καί μέ χαιρετᾶ ρωτώντας:
—Μέ γνωρίζεις, Πάτερ;
—Ὄχι, ἀπαντῶ.
—Δέν μέ θυμᾶσαι; Ἐσύ μ᾽ ἔκανες Χριστιανό.
—Δέν σέ θυμᾶμαι.
—Θυμᾶσαι κάποτε σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο πού ἔτρωγες καί κάποιος σοῦ εἶπε αὐτό καί αὐτό;
—Ναί, κάτι θυμᾶμαι.
—Ἔ, ἐγώ ἤμουν. Βλέπεις ἐδῶ; Μοῦ στάθηκε ἕνα κόκκαλο στό λαιμό καί μοῦ ἔκαναν ἐγχείρησι γιά νά τό βγάλουν, ἐνῶ συγχρόνως μοῦ ἔδειχνε τό λαιμό του μέ τό σημάδι τῆς τομῆς. Μετά ἀπ᾽ αὐτό καί στήν Ἐκκλησία πηγαίνω καί ἐξομολογοῦμαι καί προσευχή κάνω. Σ᾽ εὐχαριστῶ, Πάτερ· ἐσύ μ᾽ ἔσωσες”»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2022/04/blog-post_304.html).

YT,



<>










1995: Ο ετοιμοθάνατος κυρ-Αλέκος, φανατικός άθεος, εξομολογήθηκε και κοινώνησε

Ανδρόγυνο ο κυρ-Αλέκος και η κυρά-Καίτη, παντρεμένοι το 1920 περίπου. Κατοχή-εμφύλιος-φτώχεια κάργα και των γονέων. Η κυρά-Καίτη ευλαβέστατη, προσευχή, εξομολόγηση, θεία κοινωνία κλπ.

Ο κυρ-Αλέκος φανατικός άθεος, κομμουνιστής αλλά πολύ δίκαιος, ελεήμων, φιλάνθρωπος. Ήξερε από φτώχεια, στέρηση, κατατρεγμό. Συμπονούσε και βοήθαγε όσους μπόραγε. Φθάσανε και οι δυο, τ’ αντρόγυνο γύρω στα 1995. Ο κυρ-Αλέκος βαριά αρρώστια, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος. Η κυρά-Καίτη λαμπάδα δίπλα του, διακονούσε, έκλαιγε, προσευχότανε.

Παιδιά και εγγόνια είχανε στη ζωή τους, τις μέριμνές τους, σπουργιτάκια περνάγανε αστραπή από τους γέρους και φεύγανε.

Η κυρά-Καίτη παρακάλαγε τον άνδρα της:

«να φέρουμε άνδρα μου τον παπά της ενορίας να εξομολογηθείς, να κοινωνήσεις μη φύγεις σαν άψυχο ζώο για την άλλη ζωή και κολασθείς».

Τίποτε ο μπάρμπας, την σιχτήραγε και την απειλούσε:

«Μη φέρεις παππά στο σπίτι μας γιατί θα σας αμολήσω από το μπαλκόνι, εσένα, τον παπά και τα λιβανιστήρια σας».

Μια νύχτα ανοιξιάτικη ψιθύριζε κατατρομαγμένος ο μπάρμπας την κυρά του:

–  Τρέχα Καίτη, φοβάμαι.

– Τι θέλεις άντρα μου τ’ αποκρίθηκε αλαφιασμένη εκείνη.

-Να Μωρή, της απάντησε αυτός πανικόβλητος. Δεν βλέπεις αυτόν τον αγριεμένο αράπη, τον δίμετρο που με κοιτάει άγρια και γελάει; Ποιος είναι; Πως μπήκε στο σπίτι μας; Τι θέλει;

Η γυναίκα δεν είδε κανέναν άλλο, σταυροκοπήθηκε φωτίστηκε, κατάλαβε:

-«Άντρα μου στο ορκίζομαι όπου θες δεν βλέπω κανένα άλλο. Είμαι σίγουρη ότι είναι ο διάβολος και ήλθε ο κακούργος να σ’ αρπάξει να σε κολάσει».

Αστραπιαία ο κυρ-Αλέκος συνήλθε, κατάλαβε και της είπε:

– Σε πιστεύω -άμανες υπάρχει ο διάβολος- υπάρχει και ο Χριστός και παράδεισος και κόλαση.

Πήγαινε γρήγορα μόλις ξημερώσει και φέρε τον παπά, όποιον βρεις στην ενορία, να με ξομολογήσει και να με κοινωνήσει.

‘’Κατουρήθηκε’’ από φόβο και χαρά η Γριά. Μόλις ξημέρωσε πήγε στην ενορία, βρήκε κάποιον παπά Δημήτρη, το και το παπά μου και έλα γρήγορα. Έτσι και γίνανε όλα. Μόλις ξομολογήθηκε και κοινώνησε ο μπάρμπα Αλέκος γαλήνεψε, έλαμψε το προσωπάκι του και πέθανε συγχωρεμένος με Θεό και ανθρώπους.

Πόσο μας αγαπά ο Χριστός μας, πόσο ζητά ένα ψίχουλο καλή πρόθεση, καλό λογισμό να μας σώσει!

Από το βιβλίο ”Η ζωή διδάσκει τον Χριστό”, Αθήνα 2017






<>










Η μεταστροφή ενός αθέου αναρχικού στην Ορθόδοξη Πίστη μέσω ποιημάτων μετά από συνάντηση με τον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη (+1991)

Ὅταν ἤμουν 20 χρόνων ἀγαπητέ μου καθηγητή, ἤμουν ἀναρχικός. Εἶχα μακριά μαλλιά, εἶχα σκουλαρίκια, εἶχα τυραννήσει πνευματικούς ἀνθρώπους, τους δασκάλους μου.

Μέ ἔστειλαν σ’ ἕνα χριστιανικό οἰκοτροφεῖο και τό ἔκανα ἄνω-κάτω!

Μία μέρα, μέ τήν προτροπή ἑνός θείου μου, ἀποφάσισα νά ἐπισκεφθῶ τόν πατέρα Πορφύριο. Νόμιζα ὅτι θά συναντοῦσα ἕνα ἀφελές γεροντάκι, ἀλλά γρήγορα διαψεύστηκα! Μόλις μέ εἶδε ὁ Γέροντάς μου εἶπε:

«Μωρέ ἐσύ θέλεις νά πιστέψεις, ἀλλά δέν σέ ἀφήνει τό πολύ σου, τό δυνατό σου μυαλό! Ἀλλά ποῦ θά πᾶς; Σέ ἀγαπάει, σέ περιμένει ὁ Χριστός καί θά σέ κερδίσει μία μέρα! Μωρέ, ἔλα αὔριο νά τά ποῦμε!»
Πῆγα ἐγώ τήν ἄλλη μέρα νά τά ποῦμε…!

Ὁ Γέροντας, μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε:
«Μωρέ, σού ἀρέσουν τά ποιήματα; Γιατί, κι ἐγώ εἶμαι…ποιητής! Πᾶμε στό δάσος νά σού ἀπαγγείλω;»
Μέ πῆρε ἀπό τό χέρι κι ἄρχισε νά μοῦ λέει ποιήματα…!
Ἐγώ, καθώς ἄκουγα ἀναλύθηκα σέ δάκρυα καί ἔκλαιγα. Γιατί…;
Διότι, αὐτά τά ποιήματα, πού ἀπάγγελνε ὁ Γέροντας, ἤσαν τά δικά μου ποιήματα! Αὐτά, πού εἶχα γράψει καί τά εἶχα κρυμμένα σ’ ἕνα τετράδιο, πιστεύοντας ὅτι κάποια μέρα θά τά δημοσίευα. Εἶχα συγκλονισθεῖ!
Ὁ νέος ἐκεῖνος ἔγινε καθηγητής σέ δύο πανεπιστήμια καί ἱερέας!

Ἐλεύθερη ἀπόδοση ὁμιλίας τοῦ καθηγητοῦ κ. Γ. Κρουσταλάκη.


YT.

<>









Η μεταστροφή στην Ορθόδοξη Πίστη ενός αθέου Ελληνοαμερικάνου στο Σικάγο των ΗΠΑ μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη (+1994) κατα τη δεκαετία του 1980


«Τό ἀκόλουθο περιστατικό μέ τό Γέροντα Παΐσιο, εἶναι ἀληθινό, ἐνῶ ἡ δημοσιοποίησί του ἄργησε λόγῳ τῆς ταπεινότητος τῶν ἀνθρώπων πού ἀρχικά τό διηγήθηκαν.
Ὁ Ν.Α., εὐκατάστατος ὁμογενής ἀπ᾽ τό Σικάγο τῶν Η.Π.Α., πολύ κάλος ἄνθρωπος καί ἄθεος, πρίν 25 περίπου χρονιά, εἶδε μιά βραδυά στόν ὕπνο του ἕνα μικροσκοπικό παππούλη νά τοῦ ζητάη εὐγενικά νά τόν παραλάβη ἀπό κάποιο ἀεροδρόμιο τοῦ Σικάγου, δίνοντάς του συγκεκριμένη ἡμερομηνία καί ὥρα.
“Νίκο καλό μου παιδί, ἔλα τάδε μέρα τάδε ὥρα στό τάδε ἀεροδρόμιο νά μέ παραλάβης σέ παρακαλῶ”.
Ὅταν ξύπνησε τό πρωΐ, ὁ Ν. διηγήθηκε στή σύζυγό του Μ. τό ὄνειρο πού εἶχε δεῖ.
Ἐκεῖνη, ἀρχίζοντας τά πειράγματα λόγῳ τῆς ἀθεΐας του, τοῦ εἶπε ὅτι ἦταν ἀπλῶς ἕνα ὄνειρο καί νά μήν δώση σημασία.
Τό ὄνειρο μέ τό μικροσκοπικό παππούλη ἐπαναλήφθηκε στόν ὕπνο τοῦ Ν. πολλές φόρες, σέ σημεῖο πού ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀρχίσει νά ταράζεται. Κάποτε ὁ “ἐφιάλτης” σταμάτησε καί ὁ Ν. ἠρέμησε.
Μετά ἀπό ἀρκετό καιρό ἔφθασε ἡ καθορισμένη ἡμερομηνία πού ὁ παππούλης εἶχε προαναγγείλει στό ὄνειρο. Ὁ Ν. ἀποφάσισε νά πάη κρυφά στό ἀεροδρόμιο γιά νά ἀποφύγη τά κοροϊδευτικά σχόλια τῆς γυναίκας:
“Τί ἔχω νά χάσω”, συλλογίστηκε, “στό κάτω κάτω θά κάνω τή βόλτα μου, θά πιῶ τό καφεδάκι μου καί ὕστερα θά πάω στή δουλειά μου”.
Πράγματι ἔτσι κι ἔγινε. Πῆγε καί ἀφοῦ κάθισε σέ μιά γωνιά τοῦ χαώδους ἀεροδρομίου τοῦ Σικάγου, περίμενε τόν ἄγνωστο παππούλη τοῦ ὀνείρου.
Ἦπιε κάμποσους καφέδες, ἄλλα ἡ ὥρα περνοῦσε καί ὁ παππούλης δέν φαινόταν πουθενά. Μέτα ἀπό μιά-μιάμιση ὥρα, σκέφτηκε, “ἕνα τσιγάρο ἀκόμα καί φεύγω, καλά καί δέν τό εἶπα στή Μ. γιατί θά μέ κορόιδευε αἰωνίως”.
Πρίν καλά καλά προλάβη νά τελειώση τή σκέψι του, γυρίζοντας ἀπ᾽ τήν ἄλλη μεριά, βλέπει ξαφνικά μπροστά του νά ἐμφανίζεται στ᾽ ἀλήθεια ὁ μικροσκοπικός παππούλης πού ἔβλεπε στόν ὕπνο του. “Εὐχαριστώ Ν. καλό μου παιδί πού ἦρθες, ἤξερα πώς θά ἐρχόσουν”, τοῦ ἐἶπε ὁ Γέροντας Παΐσιος.
Μήν πιστεύοντας στά μάτια του, ἔχοντας μπροστά του στήν πραγματικότητα τόν παππούλη πού ἔβλεπε στόν ύπνο του, ὁ Ν. παραλίγο νά πάθη συγκοπή!
Εντελώς σαστισμένος καί σοκαρισμένος, ἀφοῦ τρόμαξε νά συνέλθη, πήρε τόν παππούλη καί πῆγαν στό σπίτι του, στά προάστια τοῦ Σικάγου, ὀπού ὁ Γέροντας διέμεινε κάμποσο καιρό.
Ὁ Ν. καί ἡ Μ. μεταμελήθηκαν καί μπῆκαν στό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ὁρκισμένος ἄθεος, ὁ Ν. ἔγινε πολύ πιστός Χριστιανός.
Μοῦ διηγήθηκαν οἰ ἴδιοι τό ἀπίστευτο αὐτό περιστατικό, στό σπίτι τούς στό Σικαγο, πρίν 15 περίπου χρόνια (δεκαετία 1980).
Μαρτυρία: Ἀντωνία Μποτονάκη-Ἁγιορείτικο Βῆμα»(Ἠλίας Καλλιώρας, https://www.facebook.com).


<>








Γεωργία: Πώς πείστηκε ένας άθεος Καθηγητής Πανεπιστημίου ότι η Θεωρία της Εξέλιξης δεν ισχύει

Αρχές της δεκαετίας του 1980. Κρατικό Πανεπιστήμιο Τιφλίδας.

Νεαρός Γεωργιανός φοιτητής, τελείωνε μια Θεωρητική Σχολή. Για να πάρει το πτυχίο του έπρεπε να περάσει την κρατική εξέταση του μαθήματος «Αθεΐα». Το επέβαλλε το καθεστώς. Ο νεαρός είχε τότε το δικαίωμα να διαλέξει τον καθηγητή, (η εξέταση ήταν πάντα προφορική). 

Διάλεξε λοιπόν έναν που του φάνηκε κάπως συμπαθής. Όταν πήγε να εξεταστεί του δήλωσε ορθά–κοφτά ότι δεν πιστεύει σε αυτές τις αθεϊστικές θεωρίες και δεν πρόκειται να απαντήσει σε καμία σχετική ερώτηση.

-Μπορείτε να με κόψετε, είπε στον καθηγητή.

-Βέβαια και θα σε κόψω, αλλά πρώτα πες μου, τι θα κάνεις. Σπούδασες πέντε χρόνια και αποφασίζεις να μην πάρεις το πτυχίο σου; Κρίμα δεν είναι;

-Δεν πειράζει, απάντησε ο νεαρός ψύχραιμα. Υπάρχει ποίηση, φιλία.... όλα αυτά θα με βοηθήσουν να το ξεπεράσω. Σε καμία περίπτωση όμως δε θα μπορούσα να σας πω αυτό που δεν πιστεύω.

-Δικό σου το πρόβλημα.

-Τώρα μεταξύ μας (ο νεαρός χαμήλωσε τη φωνή του) εσείς στ’ αλήθεια πιστεύετε ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο; Δηλαδή, οι πρόγονοί μας που έχυσαν τόσο αίμα για να υπερασπιστούν την πίστη ήταν ανόητοι;

Ο καθηγητής χαμογέλασε.

-Πολύ θαρραλέος είσαι και αυτό το 2 που θα σου βάλω τώρα (δηλαδή σε κόβω) είναι μόνο για το θάρρος σου. Στο καλό να πας.

Ο καθηγητής έγραψε το βαθμό στο φοιτητικό βιβλιάριο του νεαρού, όπως συνήθιζαν τότε και συνέχισε την εξέταση άλλων φοιτητών. Ο νεαρός έφυγε. Κάθισε σε ένα καφενείο πικραμένος. Άνοιξε το φοιτητικό του βιβλιάριο. Αυτό που είδε ήταν απίστευτο. Ο καθηγητής, του είχε βάλει 20… άριστα...!!!

Γ.Π.

Σημείωση: Το περιστατικό το διηγήθηκε Γεωργιανή φοιτήτρια, που έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

Ο αντίπαλος και ο αντίθεος όχι μόνο βαθμολογεί με άριστα το θάρρος της ομολογίας αλλά και το θαυμάζει και τον πείθει.


<>







Η μεταστροφή ενός Αυστραλού από τον Ινδουϊσμό στην Ορθοδοξία με την βοήθεια της Αγίας Γαβριηλίας Παπαγιάννη ιεραπόστολο της Ινδίας (+1992)

Διηγείται η Ἅγία Γαβριηλία Παπαγιάννη (+1992), ιεραπόστολος στην Ινδία: 

«Μιά φορά, στήν Ἰνδία, ἦταν ἕνας πολύ μεγάλος “Δάσκαλος”, ἀπ᾽ αὐτούς πού λένε guru (Ἐγώ τότε ἐργαζόμουν στό μικρό Νοσοκομεῖο πού ἀνῆκε στό Αshram του (: τή Μονή του)). Μιά μέρα λοιπόν, ἦρθε ἕνα νέος 26 χρονῶν ἀπό τήν Αὐστραλία, πολύ χαριτωμένος, φέρνοντας μαζί του ἕνα μεγάλο κιβώτιο. Παρουσιάσθηκε ἐκεῖ πού ἦταν ὁ μεγάλος αὐτός Δάσκαλος καί εἶχε γύρω του κόσμο πού τόν ἄκουγε νά μιλᾶ... Ὅταν μπῆκε αὐτός ὁ νέος, ἦταν κατακόκκινος ἀπό τή χαρά καί τή συγκίνησί του. Κοίταζε τό Δάσκαλο, ὅπως κοιτάζουμε, τί νά σᾶς πῶ, μιάν εἰκόνα Ἁγίου! Ἀφοῦ λοιπόν ὁ “Δάσκαλος” τόν κοίταξε καλά-καλά, τοῦ λέει: “Ὥστε ἐσύ εἶσαι πού ἦρθες ἀπό τήν Αὐστραλία; Τί μᾶς ἔφερες;”. Αὐτός ὁ καημένος ἀπό τή συγκίνησί του δέν μποροῦσε νά μιλήση. Κι ὁ ἄλλος νά ἐπιμένη: “Μᾶς ἔφερες μπανάνες; Μᾶς ἔφερες φροῦτα; Μᾶς ἔφερες γλυκά; Τί μᾶς ἔφερες;”... Ἀρχίζει τό δύστυχο τό παιδί νά ἀνοίγη τό κιβώτιο. Καί βγάζει χαρτιά, καί δεύτερα χαρτιά, καί τρίτα χαρτιά... “Ἐ, δεῖξε μας πιά τί θά μᾶς χαρίσης;”. Στό τέλος ἔβγαλε ταινίες καί τό μαγνητόφωνο πού εἶχε φέρει γιά νά ἠχογραφήση τή φωνή τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Δασκάλου! “Μπά!... Αὐτά εἶναι ὅλα; Τίποτε ἄλλο δέν ἔφερες;... Πηγαίνετε νά τοῦ δείξετε τό δωμάτιό του!”.

Πάει ὁ καημένος στό δωμάτιό του, καί κάθεται καί κλειδώνεται καί δέν ἤθελε πιά νά βγῆ ἔξω καθόλου. Ἔπαθε σόκ! Περίμενε νά δῆ ἕνα ἄνθρωπο πού τόν εἶχε σχεδόν θεοποιήσει καί τόν βλέπει τώρα νά περιμένη μπανάνες καί φροῦτα σάν κοινός θνητός, καί στό τέλος νά τοῦ λέη καί νά πάη στό δωμάτιό του, μιά καί δέν ἔφερε τίποτε... Ἐνῶ ὁ δύστυχος εἶχε ἔρθει γιά νά ἀπαθανατίση τή φωνή τοῦ guru καί νά τή στείλη πίσω στήν Αὐστραλία (... κι ὅλοι νά θαυμάσουν τό κατόρθωμά του, γιατί βέβαια, μέσα σ᾽ ὅλα αὐτά ὑπῆρχε λιγάκι τό Ἐγώ)... Τό παιδί, ὅπως καταλαβαίνετε, ἔπαθε πραγματικό σόκ. Τήν ἄλλη μέρα προσπάθησαν νά τόν βγάλουν ἀπό τό δωμάτιό του, νά πάη νά ἀκούση τίς διδαχές, ἀλλ᾽ αὐτός δέν ἤθελε. 

Μιά φορά μοῦ λέει: “Ἐσύ μοῦ λές ὅτι ὅταν θέλη ὁ Θεός κάτι, γίνεται, κι ὅτι ὅταν ἀφήσης τόν ἑαυτό σου ἐλεύθερα στά χέρια τοῦ Θεοῦ, σοῦ τό κάνει, κι ὅτι ὁ μόνος τρόπος νά φθάσης στό Θεό εἶναι μέσῳ τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος σέ παίρνει ἀπό τό χέρι καί σέ διαπαιδαγωγεῖ καί σέ πάει ἐκεῖ ὅπου πρέπει, φθάνει νά ἀφεθῆς”. “Ναί” τοῦ λέω “φθάνει ὅμως νά ἀφεθῆς πραγματικά”! Κάποια ἄλλη μέρα μοῦ λέει: “Ἐσύ λές ὅτι πρέπει νά ἀφεθοῦμε τελείως στό χέρι τοῦ Θεοῦ, κι ὅτι τότε... ῾Ὡραῖα! Ἄς πᾶμε λοιπόν οἱ δύο μας, χωρίς χρήματα, σ᾽ ἕνα βουνό, σ᾽ ἕνα ἄγνωστο μέρος, νά δοῦμε... Θά βροῦμε τροφή καί κατοικία, ὅπως μοῦ λές;”.  “Καί βέβαια θά βροῦμε! Ρωτᾶς;”. “Ὥστε εἶσαι βεβαία;”. “Εἶμαι βεβαία”. “Ἄν τό δῶ αὐτό, θά πιστέψω στό Χριστό καί θά παρατήσω ὅλους τούς Δασκάλους καί ὅλους τούς guru”. Ὅμως παιδιά μου, στήν Ἁγία Γραφή λέει: μήν ἐκπειράσης Κύριον τόν Θεόν σου, καί: μή ζητᾶς σημεῖο. Ἀλλά ἐγώ τότε, εἶχα μιά τέτοια λαχτάρα καί βεβαιότητα ὅτι αὐτό τό παιδί πρέπει νά μή χάση τό Χριστό του, ἀφοῦ γεννήθηκε σέ χριστιανική χώρα. Τί θά μποροῦσε νά γίνη τώρα; Ὁπότε τοῦ λέω: “Ναί, θά φύγουμε”. Εἴχαμε μαζί μας χρήματα γιά τό τραῖνο καί γιά τόν ὕπνο τό πρῶτο βράδυ κάτι πολύ λίγο, ἕνα ρούπι (κάτι σάν ἑκατό δραχμές). Τήν ἄλλη μέρα θά περιμέναμε πιά τί θά γίνη.  Εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα! Σάν νά πήγαινα σέ γνωστό μέρος... Λοιπόν, τό παιδί αὐτό εἶχε μαζί του μερικά φροῦτα καί τά πήραμε μαζί μας.

Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ, ξεκινᾶμε γιά τό βουνό. Κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε, κι ἀνεβαίνουμε... Κι ἔγινε μεσημέρι. Κάποια στιγμή καθίσαμε σ᾽ ἕνα λόφο νά ξεκουρασθοῦμε. Μοῦ λέει: “Δέν ἔγινε κανένα θαῦμα ἀκόμη”. Τοῦ λέω: “Πολύ βιάζεσαι. Ἐγώ σοῦ εἶπα ὅτι ἀπόψε, ἄν θέλη ὁ Θεός, θά βροῦμε ποῦ νά μείνουμε”. “Καλά” λέει. Ὁ ἥλιος ὅμως σέ λίγο ἄρχισε νά πέφτη, γιατί ἐκεῖ ἦταν βουνό καί χαμήλωνε γρήγορα. Βλέπαμε κάτω τήν κοιλάδα, καί νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια, εἶχα ἀρχίσει νά σκέπτωμαι ὅτι κάπως ... ἄργησαν νά γίνουν τά θαύματα πού περίμενα, ἀλλά ὅτι ἔχει ὁ Θεός... Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Καί τώρα, τί λές ἐσύ;”. “Λέω ὅτι ἀπόψε θά κοιμηθοῦμε ἐκεῖ πού θέλει ὁ Θεός”. Καί δέν περνᾶ λίγη ὥρα, καί κοντά στό δειλινό πιά, τήν ὥρα πού θά ἔφευγε ὁ ἥλιος, βλέπουμε κάτω ἀπό τό λόφο νά ἀνεβαίνη σιγά-σιγά πρῶτα ἕνα τροπικό καπέλλο, ὕστερα ἕνα πρόσωπο, ὕστερα δύο φιγοῦρες Ἰνδές. Σέ λίγο διακρίναμε ὅτι τό πρόσωπο μέ τό τροπικό καπέλλο ἦταν γυναικεῖο, μέ γυαλιά, ἡλικιωμένο καί Εὐρωπαϊκό. Οἱ δύο Ἰνδές ἦταν νέες κοπέλλες. Ἀνεβαίνουν, ἀνεβαίνουν τά πρόσωπα καί φθάνουν κοντά μας.

“Καλησπέρα σας”. “Καλησπέρα”. “Ἀπό ποῦ ἔρχεσθε”; “Ἐρχόμασθε ἀπό κάτω”. “Καί ποῦ πᾶτε”; “Σέ φίλους”. Αὐτός μέ ἀγριοκοίταξε. Σοῦ λέει, γιατί λέει ψέμματα αὐτή; “Κι ἀπό ποῦ εἴσασθε”; “Εἶμαι ἀπό τήν Ἑλλάδα καί ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία”. Λέει: “Κι ἐγώ ἀπό τήν Ὁλλανδία. Εἶμαι μεγαλωμένη στήν Ἀμερική κι αὐτές οἱ δύο Ἰνδές πού βλέπετε, εἶναι δύο ἀπό τίς ἕξι κόρες πού ἔχω υἱοθετημένες ἐδῶ καί τίς σπούδασα Νοσοκόμες. Ἐσεῖς τί δουλειά κάνετε;”. Λέω: “Διδάσκω Φυσιοθεραπεία καί τώρα μόλις τελείωσα ἀπό κάποιο Νοσοκομεῖο”. “Ἄχ! Ὁ Θεός σέ ἔστειλε. Μήπως εἶσαι ἐλεύθερη νά ἔρθης ἀπόψε στό σπίτι μας; Τά δύο αὐτά κορίτσια μου ἔχουν ἄδεια γιά ἕνα μῆνα, κι ἄν ἤθελες νά τούς μάθαινες λιγάκι”... Λέω “Εὐχαρίστως... Ἀλλά ἔχω κι αὐτόν τό νέο μαζί μου καί πηγαίναμε...”. “Ἔχω υἱοθετημένο καί ἕνα ἀγόρι. Θά μοιρασθοῦν τό δωμάτιό του, καί ἀπόψε θά εἴμασθε μιά οἰκογένεια”. “Εὐχαριστῶ κι ἐσᾶς καί τό Θεό πού μᾶς ἔφερε κοντά”. Ὁ νέος ἀπό τήν Αὐστραλία, πραγματικά δηλαδή, εἶχε τελείως ἀποσβολωθῆ... Ὁ Θεός εἶχε κάνει τό θαῦμα του κι ἐγώ πετοῦσα! Εἶχα ἕναν ἐνθουσιασμό τότε πού δέν λέγεται. Ἡ Ἰνδία ἦταν ἡ μεγάλη περιπέτειά μου μέ τήν Πίστι τοῦ Θεοῦ. Γιατί εἶχα πάει χωρίς νά ξέρω τίποτε. Σέ ξένη χώρα καί σέ ξένη γλῶσσα. Τέλος πάντων, φθάσαμε στό σπιτάκι τους στό βουνό. Ἕνα ὡραῖο σπίτι, πάνω σ᾽ ἕνα λόφο. Ἐκείνη μοῦ διηγήθηκε πῶς εἶχε φύγει νέα, πῶς ἔζησε τόσα χρόνια ἐκεῖ, πῶς οἱ φίλοι μόνο τή συντηροῦσαν, γιατί δέν ἀνῆκε σέ καμμία ὀργάνωσι, κι ὅλα αὐτά, καί πῶς ὁ Θεός τήν ἔχει εὐλογήσει. Ἐκεῖνο τό βράδυ, τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία εἶχε τόσο πολύ συγκινηθῆ, πού μέ δάκρυα στά μάτια, μοῦ λέει: “Ἀδελφή μου Λίλα, κάτσε στό πιάνο νά παίξουμε τώρα ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Ὁ Χριστός μόλις γεννήθηκε μέσα μου”! Καί κάθομαι στό πιάνο κι ἀρχίζουμε νά τραγουδᾶμε, κατακαλόκαιρα, ὅλα τά Χριστουγεννιάτικα τραγούδια! Κι ἀρχίζουν νά τραγουδοῦν καί τά κορίτσια μαζί μέ τή μητέρα καί τό γιό καί ὅλοι... Κι αὐτό τό παιδί, ὁ Ἄλαν, ἦταν κυριολεκτικά μέσα στήν εὐδαιμονία τοῦ Θεοῦ!

Ἀλλά βλέπετε, ὁ Θεός κάνει τά θαύματά του ἐκεῖ πού πρέπει νά τά κάνη. Γιατί αὐτό τό παιδί ἦταν τόσο παραστρατημένο σέ ἄλλες κατευθύνσεις. Κι ἐπειδή ὁ Θεός τόν ἤθελε, μᾶς ἔκανε ὅλα αὐτά. Κι ἐγώ εἶχα μιά τέτοια βεβαιότητα ὅτι δέν μπορεῖ νά χαθῆ ἔτσι, στά 26 του, μ᾽ ὅλα αὐτά τά γυμνάσματα πού φέρνουν ἀλλοιθωρισμούς καί ἕνα σωρό ἄλλα πράγματα, ὅταν δέν εἶναι... Τέλος πάντων. Μείναμε ἐκεῖ δεκαπέντε μέρες. Ἔδειξα στά κορίτσια αὐτά τά ὁποῖα ἤθελαν, κι ὕστερα αὐτός πῆγε πίσω στήν Αὐστραλία. Αὐτή ἡ κυρία, ἡ Ἱεραπόστολος, ἔκτοτε μέ προσκαλοῦσε κάθε καλοκαίρι καί πέρναγα ἕνα διάστημα κοντά της. Δέν ξέχασαν ποτέ αὐτή τήν ἱστορία, εἰδικά ὅταν τούς διηγήθηκα τί ἔγινε μ᾽ αὐτό τό παιδί ἀργότερα...

Γιατί δέν τελείωσε ἡ ἱστορία του. Πέρασε ἄλλος ἕνας χρόνος, κι ἄλλος ἕνας καί ξαναγυρίζει στά γυμνάσματα καί στούς ἄλλους ἐκεῖ. Ἐγώ τότε εἶχα φύγει μακριά, πάνω σ᾽ ἕνα βουνό καί δέν μποροῦσε κανένας νά μέ βρῆ. Ὅπως μοῦ εἶπε ἀργότερα, θυμήθηκε τί τοῦ ἔλεγα καί σκέφτηκε: “Ὅπως ἡ ἀδελφή Λίλα λέει ναί ἅμα τήν προσκαλοῦν, ἔτσι κι ἐγώ αὐτή τή φορά θά πῶ ναί κι ὅπου μέ βγάλει ἡ ἄκρη”! Γιατί δέν ἦταν πάλι εὐχαριστημένος μέσα του, ἐκεῖ. Σηκώνεται λοιπόν καί πάει ἐκεῖ, πού νόμιζε ὅτι θά μέ βρῆ —ἐκεῖ πού εἴχαμε ξανασυναντηθῆ. Ἀλλά τοῦ εἶπαν: “Δέν θά ᾽ρθη ἐδῶ φέτος, εἶναι πάνω στό βουνό”. Κοιτᾶτε τώρα “σύμπτωσι”! Ἔρχεται κάποιος ἐκεῖ πού ἤμουν καί μοῦ λέει: “Ξέρεις, ὁ Ἄλαν ἀπό τήν Αὐστραλία εἶναι στό τάδε μέρος”. “Ἄχ”, σκέφθηκα, “νά τοῦ στείλω ἕνα γράμμα νά ἔρθη ἐδῶ”, χωρίς νά ξέρω τήν καινούργια περιπέτεια πού εἶχε πάθει... Κι ἐκεῖ πού ἐκεῖνος περίμενε νά τοῦ ἔρθη μιά πρόσκλησι ἀπό κάποιον ἄλλο γιά μιά μεγάλη ἀλλαγή στή ζωή του καί δέν ξέρω τί ... ἔρχεται τό γράμμα μου. Ἦταν ἡ μόνη πρόσκλησι πού τοῦ ἔγινε! Καί παίρνει δρόμο κι ἔρχεται σ᾽ ἐκεῖνο τό βουνό, ὅπου δέν ὑπάρχουν Εὐρωπαῖοι, παρά μόνο ἐκεῖνος κι ἐγώ. Κι ἔρχεται καί μοῦ λέει: “Ὅλα καλά καί ἅγια ὅσα γίνανε τότε. Ἐγώ ἐν τῷ μεταξύ, ὅμως, εἶδα ἕνα σωρό πράγματα νά μή γίνωνται ἔτσι ὅπως τά λές. Γι᾽ αὐτό ἦρθα πάλι ἀναζητώντας τήν Ἀλήθεια στήν Ἰνδία”. “Μά ἀφοῦ σοῦ εἶπα, παιδί μου, ὅτι ἡ Ἀλήθεια δέν εἶναι μία θεωρία, εἶναι ὁ Χριστός πού εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια. Τί ἄλλο θέλεις; Μήπως θέλεις καί ἄλλα θαύματα”; “Μά ἐσύ λές ὅτι ζῆς πάντα μέσα στά θαύματα”. “Ναί, ζῶ στό θαῦμα. Γιατί τό ὅτι εἶσαι ζωντανός καί ξανάρχεσαι, τό ὅτι ἔχουμε τά μάτια μας καί τά πόδια μας, ὅλα αὐτά εἶναι θαῦμα. Βλέπεις ἐδῶ πού δουλεύω μέ τούς λεπρούς; Βλέπεις ἐκεῖ τούς τυφλούς; Τούς βλέπεις ὅλους αὐτούς ἐδῶ τούς ἄρρωστους ἀνθρώπους; Γιατί αὐτοί καί ὄχι ἐμεῖς; Τό ρώτησες ποτέ; Κατά Χάρι τά ἔχουμε ὅλα! Κατά Χάρι! Παρ᾽ ὅλη τήν ἁμαρτία μας! Κατά Χάρι εἴμαστε ὅπως εἴμαστε. Μέ τό Αἷμα τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ! Δέν τό καταλαβαίνεις αὐτό;”... Κι ἐκεῖ πάνω πού μιλούσαμε, ἔρχεται ἕνας γέρος ὅλο κλάματα... “Τρέξτε, στό Νοσοκομεῖο εἶναι βαριά τό παιδί μου. Ἐλᾶτε!”. Καί πηγαίνουμε. Τό χωριουδάκι αὐτό ἦταν πολύ μικρό καί τό Νοσοκομεῖο δέν ἦταν καί πολύ... Μοῦ λέει ὁ γιατρός: “Ἤρθατε νά δῆτε τό παιδί. Ἔπεσε ἀπό μιά σκαλωσιά καί μοῦ φαίνεται ὅτι ἔσπασε ἡ σπονδυλική του στήλη κι ὅτι ὥς τό πρωΐ θά ἔχη πεθάνει”. Βλέπουμε τό παιδί. Ἦταν δεκαοκτώ χρονῶν. Κι ἐγώ τόσο πολύ συγκινήθηκα πού εἶδα αὐτό τό παιδί, πού ἄρχισα νά τοῦ χαϊδεύω τό μέτωπο λιγάκι. Καί λέω στόν πατέρα του: “Ὄχι. Τά θαύματα τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγάλα! Τό παιδί θά ζήση. Μή σέ μέλει”.

“Τότε βοήσῃ καί ὁ Θεός εἰσακούσεταί σου· ἔτι λαλοῦντος σου ἐρεῖ· Ἰδού πάρειμι (: ἐνῶ ἀκόμα θά μιλᾶς, θά σοῦ πῆ· εἶμαι παρών)”(Ἡσ 58, 9).

Ἐκείνη τήν ὥρα, τό παιδί ἄνοιξε λίγο τά μάτια του. Ὁ πατέρας περίμενε ὅτι θά πεθάνη. Ὅταν ὅμως ἄκουσε ὅτι μπορεῖ καί νά ζήση τό παιδί του, γυρίζει καί μοῦ λέει: “Ἔ, ἀφοῦ θά ζήση τό παιδί μου, δός μου λίγα χρήματα νά πάω νά φάω, γιατί πεινῶ”. Τό ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως! Λέω: “Ἐγώ δέν ἔχω χρήματα, θά σοῦ δώση αὐτό τό παιδί”. Καί τό παιδί ἀπό τήν Αὐστραλία τοῦ ἔδωσε. Φύγαμε. Τήν ἄλλη μέρα τό πρωΐ μοῦ λέει: “Πᾶμε νά δοῦμε ἄν ζῆ τό παιδί”. Μόλις πήγαμε, βρίσκουμε στήν πόρτα τό γιατρό καί μᾶς λέει: “Θά σᾶς πῶ ἕνα πρᾶγμα, νά ἀπορήσετε. Ἡ Φύσι κάνει κάποτε τέτοια παιχνίδια! Τό παιδί ἔγινε καλά καί σήμερα τό πρωΐ ξεκίνησε μέ τά πόδια μέ τόν πατέρα του γιά τό χωριό τους, πού εἶναι δέκα μίλια μακρυά”! Ἔ!... Ὁ Αὐστραλός αὐτή τή φορά κόντεψε νά πέση κάτω! Ἦταν πραγματικά συγκλονισμένος. Γυρίζει καί μοῦ λέει: “Τώρα, πιστεύω στήν Παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ! Πιστεύω στό Χριστό! Εἶμαι Χριστιανός μέσα στήν ψυχή μου! Φεύγω πίσω στήν Αὐστραλία! Βρῆκα αὐτό πού ζητοῦσα”!

Φεύγει τό παιδί... Τά χρόνια περνοῦν. Φεύγω κι ἐγώ ἀπό τήν Ἰνδία... Πάω στή Βηθανία, γίνομαι Δόκιμη καί μιά μέρα παίρνω ἕνα γράμμα ἀπ᾽ αὐτό τό παιδί πάλι, ὅπου μοῦ λέει: “Ἡ μεγάλη μου ὑπερηφάνεια μ᾽ ἔφερε σέ ἀπόγνωσι. Τρεῖς νέες κόντεψαν νά πνιγοῦν τήν ὥρα πού κολυμποῦσαν, κι ἐπειδή ἤμουν πολύ καλός κολυμβητής, ἔπεσα στό νερό καί τίς ἔσωσα. Ἔπαθα ὅμως τόσο μεγάλη ἔπαρσι, πού τό διατυμπάνισα σ᾽ ὅλο τόν κόσμο καί στό τέλος ἔχασα τό νοῦ μου καί μέ κλεῖσαν σέ Νευρολογική Κλινική. Βγῆκα μετά, εἶμαι λένε καλά, ἀλλά ἐγώ μέσα μου δέν αἰσθάνομαι καλά. Τώρα τί μέ συμβουλεύεις νά κάνω”; Ἐγώ τότε εἶχα γνωρίσει στήν Ἰνδία τόν πατέρα Λάζαρο, τόν Ἄγγλο Ὀρθόδοξο. Τοῦ λέω: “Πήγαινε πάλι στήν Ἰνδία. Αὐτή τή φορά, ὅμως, κατευθείαν στόν πατέρα Λάζαρο σέ παρακαλῶ”. Κάθομαι καί γράφω στόν πατέρα Λάζαρο. Πῆγε τό παιδί...

Ὅταν μοῦ ἔγραψε ὁ πατήρ Λάζαρος μοῦ εἶπε ὅτι ἕνα ὁλόκληρο χρόνο τόν κοίταζε μόνο. Παρακολουθοῦσε κάθε μέρα τή Θεία Λειτουργία καί δέν τοῦ μιλοῦσε καθόλου. Ἦταν ἕνα αἴνιγμα. Κι ἕνα πρωΐ τοῦ λέει: “Πάτερ, τόσα χρόνια γνωρίζω τήν ἀδελφή Λίλα, ἀλλά ἐκείνη δέν μέ ρώτησε ποτέ ἄν εἶμαι βαπτισμένος, οὔτε ἄν εἶμαι Χριστιανός. Θά νόμισε ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον εἶμαι γεννημένος στήν Αὐστραλία, θά ἤμουν. Ἀλλά δέν εἶμαι βαπτισμένος. Δέν εἶμαι οὔτε Χριστιανός! Σέ παρακαλῶ, βάπτισέ με”! Ἡ χαρά τοῦ πατρός Λαζάρου ἦταν μεγάλη. Τόν βάπτισε κι ἀπό Ἄλαν τόν ὀνόμασε Ἀδριανό. Πῆρε τήν εὐλογία του κι ἔφυγε καί ἔγινε Ἱεραπόστολος... Αὐτά εἶναι τά μεγάλα καί συγκλονιστικά θαύματα τοῦ Θεοῦ!».


Ἀπό το βιβλίο:

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ

ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ἀπό τόν  Προτεσταντισμό στήν Ὀρθοδοξία

Μεταστροφές 1

ΕΚΔ. ΑΓ. ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ
ΑΘΗΝΑ 2011


<>








«Ὁ κ. Θωμᾶς Kipazula ἀπ᾿ τή Butumba τοῦ Congo τῆς Ἀφρικῆς μᾶς ἐξιστόρησε πῶς ἔγινε Χριστιανός:
—Κάποια μέρα πῆγα γιά ψάρεμα στο ποτάμι.
Ἐπιστρέφοντας στό σπίτι μου ἔπεσα ἄρρωστος στό κρεββάτι. Γιά μέρες δέν μποροῦσα οὔτε νά κινηθῶ.
Ἕνα βράδυ εἶδα στόν ὕπνο μου ὅτι ἕνα αὐτοκίνητο σταμάτησε κοντά στό σπίτι μου. Ἄνοιξε ἡ πόρτα καί βγῆκε ἕνας Εὐρωπαῖος μέ ἄσπρα ροῦχα καί μεγάλη γενειάδα. Κρατοῦσε στά χέρια του κι ἕνα βαλιτσάκι. Ἐγώ φοβήθηκα πολύ. Ἀνοίγοντας τό βαλιτσάκι μέ ρώτησε:
―Γνωρίζεις ποιός εἶμαι;
—Ὄχι, τοῦ ἀπάντησα.
—Ἐγώ εἶμαι ὁ Ὀρθόδοξος παπᾶς. Μέ λένε παπα-Κοσμᾶ καί πέθανα πρίν ἀπό λίγα χρόνια. Πήγαινε στήν ἐκκλησία τῶν Ὀρθοδόξων καί πές ἐκεῖ στόν κατηχητή καί στούς Χριστιανούς νά κάνουν προσευχή γιά σένα καί θά γίνης καλά.
Πράγματι πῆγα καί βρῆκα τόν κατηχητή
Ἀπόστολο καί τοῦ ἐξιστόρησα τό ὄνειρό μου. Ἐκεῖνος ἀπόρησε, πῶς ἕνας μή Ὀρθόδοξος εἶδε στόν ὕπνο του τόν παπα-Κοσμᾶ [Γρηγοριάτη]! Ἄρχισε νά μοῦ μιλάη γιά τή ζωή τοῦ παπα-Κοσμᾶ καί μέ συγκίνησε. Δέχθηκα νά παρακολουθήσω μαθήματα κατηχήσεως καί μετά ἀπό ἀρκετό διάστημα, ὁ π. Μελέτιος μέ βάπτισε, δίνοντάς μου τό ὄνομα Θωμᾶς.
Τήν περίοδο τῆς κατηχήσεως, πρίν βαπτιστῶ, ἡ γυναῖκα μου ἦταν ἔγκυος. Ἀλλά ἦταν ἀδύνατον να γεννήση φυσιολογικά καί κόντεψε νά πεθάνη. Τότε θυμήθηκα τό ὄνειρο μέ τόν παπα-Κοσμᾶ καί μέ πόνο στήν καρδιά μου φώναξα δυνατά:
―Πάτερ Κοσμᾶ, ἔλα νά μέ βοηθήσης...
Τό βράδυ τόν εἶδα στόν ὕπνο μου ἀκριβῶς ἴδιο, ὅπως καί τήν προηγούμενη φορά. Μοῦ μίλησε καί μοῦ εἶπε:
―Πήγαινε καί πές στούς Ὀρθοδόξους να κάνουν προσευχή.
Πράγματι ἡ γυναῖκα μου γέννησε χωρίς κίνδυνο ἕνα ἀγοράκι. Τό βαπτίσαμε στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τοῦ δώσαμε τό ὄνομα Κοσμᾶς»(http://apantaortodoxias.blogspot.com/2024/01/kipazula-butumba.html).

<>




Η πορεία μου από τις ανατολικές θρησκείες στην Ορθοδοξία (μαρτυρία μίας αδελφής μας)


Ειμαι 72 χρόνων, γυναίκα χωρισμένη μ ένα κορίτσι 42 χρόνων. Ο γάμος κράτησε μόνο 1,5 χρόνο. Έκτοτε ζω μόνη μου. Προέρχομαι από μια οικογένεια που δεν είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την Ορθοδοξία. Ακολουθούσε τυπολατρικά κάποιες νηστείες τη Μεγάλη βδομάδα, κοινωνούσε 2-3 φορές το χρόνο, είχε ένα εικονοστάσι ψηλά κοντά στο ταβάνι κάποιου δωματίου, για προστασία άκουγα, στο οποίο απευθύνονταν όταν ζητούσαν να γίνει η να αποτραπεί κάτι.

Δεν μιλούσαν για το Θεό παρά μόνο για να με φοβίσουν, δεν υπήρχαν εκκλησιαστικά βιβλία, εκτός από την Καινή διαθήκη του Τρεμπέλα, κάπου παρατημένη. Πήγαινα στο κατηχητικό στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και τις πρώτες του Γυμνασίου επειδή μας υποχρέωναν οι δάσκαλοι.Το βαριόμουνα, όλα μου φαινόντουσαν αδιάφορα, δεν με συγκινούσε τίποτε, ήμουνα πολύ κλεισμένη στον εαυτό μου ως παιδί μονάκριβο που δεν ήξερε το μοίρασμα, το άνοιγμα στους ανθρώπους.

Όταν πέρασα στη Νομική Σχολή Αθηνών, συναναστράφηκα κύκλους της αριστεράς, μυήθηκα στο Μαρξισμό, συμμετείχα σε αριστερές φεμινιστικές ομάδες κι έτσι για μια εικοσαετία έζησα την αθεΐα, ενώ είχα αρχίσει να διερευνώ και διάφορα ρεύματα συμμετέχοντας σε ομάδες μελέτης Θεοσοφίας, Στωικών, Πλατωνιστών, Αριστοτελικών.

Κατά τα 50 άρχισα να σπουδάζω εναλλακτικές θεραπείες, βελονισμό, ρεφλεξολογία, ινδική, θιβετάνικη ιατρική, γιόγκα, ται-τσι, οι οποίες μ έφεραν σ επαφή με τον πολιτισμό και τις θρησκείες αυτών των χωρών, Ινδουισμό και Βουδισμό. Θέλησα να γνωρίσω τι μπορούν να προσφέρουν στον άνθρωπο για να ‘χει καλλίτερη σχέση με τον εαυτό του και τους άλλους, ποιο είναι κατ αυτούς το νόημα ζωής, ποια η σχέση τους με το Θεό, πως προσεύχονταν, τι σκέφτονταν για τη μετά θάνατον ζωή . Όταν συνταξιοδοτήθηκα, άρχισα να ταξιδεύω Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία, Θιβέτ και άλλες ασιατικές χώρες, μένοντας σε άσραμ και μοναστήρια ακολουθώντας τα ειδικά προγράμματα διδασκαλίας στα αγγλικά αυτών των θρησκειών για ξένους. Όταν επέστρεφα στην Ελλάδα πήγαινα σε ομάδες Βουδιστικές και Ινδουιστικές όπου μελετούσαμε ιερά κείμενα, ακούγαμε Θιβετάνους δασκάλους που κατά καιρούς έρχονταν για να μας εκπαιδεύσουν, παρακολουθούσαμε τελετές.

Οι αλλαγές που ήρθαν στον εαυτό μου από αυτές τις επιρροές ήταν η δημιουργία ανάγκης να μιλάω σ ένα Θεό και να του απευθύνω τα αιτήματά μου, κάτι που δεν υπήρχε στη ζωή μου πιστεύοντας μέχρι τότε ότι όλα είναι ύλη, κόσμος προερχόμενος από Κοσμική έκρηξη κλπ. Κατά δεύτερον έμαθα μέσω της διαλογιστικής γαλήνης να κρατάω απόσταση απ’ ότι συνέβαινε, και να το θεωρώ ως μάθημα για να γίνω καλλίτερη, πλησιάζοντας τις αρετές του Θεού. Αυτό θα με βοηθούσε ν αποφύγω κύκλο πολλών επαναγεννήσεων [σαμσάρα λεγόμενη] στον οποίο μπαίνουν όσοι δεν βελτιώνονται στον κάθε κύκλο ζωής και χάνουν τις ευκαιρίες-μαθήματα.

Κατά τρίτον έμαθα να στηρίζομαι στον εαυτόν μου την εσωτερική μου δύναμη,για ότι κάνω να νοιώθω αυτόνομη ν αποφασίζω, χωρίς να ρωτάω το Θεό, παρά μόνο στα δύσκολα. Η επαφή μου με το Βουδισμό κράτησε περίπου 8 χρόνια μέσα σε ομάδες που κλονίζονταν από έριδες και ανταγωνισμούς και λίγο- λίγο απογοητευμένη αραίωσα. Πέρασα κάποιο διάστημα μελετώντας μόνη μου τα Βουδιστικά βιβλία και ερχόμενη σ᾽ επαφή με ομάδες αυτογνωσίας. Ένιωθα ότι κάτι έλειπε, κενό, που γινότανε πιο έντονο και από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις από τις οποίες ζητούσα νόημα ζωής, σκοπό να υπάρχω, κι αν δεν βρισκόμουν σε ερωτική σχέση ήμουν θλιμμένη και η αποκτηθείσα αταραξία μου πήγαινε περίπατο.

Μια Κυριακή πρωί, πριν 4 χρόνια, ακούγοντας την καμπάνα σηκώθηκα με τη διάθεση να πάω εκκλησία. Πήγα στην Πλάκα, στον Αγιο Νικόλαο το Ραγκαβα που μου ήταν γνώριμη από χρόνια, γιατί ήταν μια φίλη μου νεωκόρος και πήγαινα κάποιες φορές. Αισθάνθηκα γαλήνια και απ’ όλη τη λειτουργία και τον κηρυγματικό λόγο του π. Καριώτογλου μου γεννήθηκε η περιέργεια να γνωρίσω την Ορθοδοξία σε βάθος, να βρω απαντήσεις στα ερωτήματα που ήδη έχω αναφέρει προηγουμένως.

Αρχισα να πηγαίνω τις Κυριακές, περιόρισα τις Κυριακάτικες εκδρομές, τις έκανα Σάββατα, τους χορούς τα Σαββατόβραδα γιατί με ανάπαυση είχα αυτή την προτεραιότητα. Θα ήθελα να προσθέσω ότι όλο αυτό τον καιρό των αλλόθρησκων επιρροών, πήγαινα αραιά και που στον Ραγκαβά, να δω τη φίλη μου και καθόμουνα και στη λειτουργία, τη Μεγάλη Εβδομάδα, μου άρεσαν οι ύμνοι. Θεωρούσα τον Χριστό σαν ένα ιστορικό πρόσωπο που δίδασκε τους ανθρώπους να κάνουν το καλό, να συγχωρούν, να μην έχουν απληστία.

Μέσα σ᾽ αυτά τα τέσσερα χρόνια μελέτησα ασκητές Πατέρες κι εντυπωσιάσθηκα βλέποντας να μιλούν για τα ανθρώπινα και να προτείνουν συμπεριφορές ευεργετικές για τον άνθρωπο σεβόμενοι την ιδιοσυγκρασία αυτού που θ’ ασκηθεί, με τον τρόπο που είχα διδαχθεί τόσα χρόνια στις ομάδες αυτογνωσίας, με ποικίλες ψυχολογικές μεθόδους. Αυτή η γνώση είχε βαθιά επίδραση μέσα μου, μ’ έπεισε ότι βρίσκομαι με κάτι αυθεντικό, αληθινό, αισθάνθηκα την ουτοπία να ψάχνω σε λάθος δρόμους αυτά που θα με ωφελήσουν στη πνευματική μου πορεία, δρόμοι που μου τα πρόσφεραν και παραποιημένα, π χ σε μια ομάδα διδασκόμουν ότι ο Χριστός είναι δάσκαλος, φίλος αδερφός, μάθαινα τη συγχώρεση, αλλά και την μετεμψύχωση και ότι είμαι αθώα και αναμάρτητη δεν υπήρχε η έννοια του προπατορικού αμαρτήματος και της μετάνοιας.

Η γνώση ότι ο Χριστός ήρθε ως νέος Αδάμ να εξαγνίσει την ανθρωπότητα και με τη θυσία Του στο Σταυρό ήρθε να σώσει αυτούς που θα τον πιστέψουν και θα μετανοήσουν στάθηκε η αρχή της προσωπικής μου σχέσης μαζί Του. Η συναίσθηση ότι δεν είμαι αναμάρτητη και αθώα, όπως πίστευα, αλλά φέρω από τη σύλληψή μου το προπατορικό αμάρτημα που εξαγνίσθηκε με το βάπτισμα αλλά χρειάζεται τη διαρκή εγρήγορση να μην παραβαίνω το λόγο του Θεού και ότι έχω μια μόνο, αυτή τη ζωή να εξαγνισθώ, μ᾽ έκανε να καταλάβω τη βαθιά μου πλάνη που ζούσα κοντά στις άλλες διδασκαλίες. Αλλά μ᾽ έκανε πιο υπεύθυνη απέναντί Του να θέλω να τηρώ τον λόγο Του και για να μην Τον στεναχωρήσω Εκείνον που έχει υποστεί τόσα βάσανα για μένα κι έχει τόση υπομονή να περιμένει να συνειδητοποιώ τα λάθη μου, να περιμένει να είμαι έτοιμη να μετανοήσω. Με πόση υπομονή προς τους άλλους με έχει οπλίσει αυτή η στάση Του!! Κάτι πρωτόγνωρο για μένα.

Η ανάγκη μου να Του απευθύνομαι σε ότι κάνω, κόβει πολύ από την υπερηφάνειά μου. Γιατί πίστευα ότι όλα μπορώ να τα κάνω μόνη μου με την δύναμή μου, και αγνοούσα ότι ό,τι έχω Εκείνος μου το έχει δώσει, όσο θέλει μου το διατηρεί κι όταν θέλει μου το παίρνει. Η δύναμή μου βρίσκεται στην εμπιστοσύνη που Του έχω, ότι Εκείνος ξέρει προς τα πού με κατευθύνει, και μου δίνει τη διάκριση να αναγνωρίζω πόσο να αφαιρώ με κάθε νέα συνειδητοποίηση, από τον παλιό μου εαυτό, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία μου, ώστε κάθε αλλαγή να γίνεται με ανάπαυση και όχι πίεση, αλλά και με την βοήθεια του Πνευματικού μου .

Πηγή:

http://www.sostis.gr/blog/item/2962-i-poreia-mou-apo-anatolikes


<> 













Βιετνάμ, 2017: Η μεταστροφή της Βιετναμέζας Nguyen Thi Mai Anh από το Βουδισμό στην Ορθοδοξία μετά από εμφάνιση της Παναγίας ενώ βρισκόταν σε κώμα

O π. Γεώργιος, ένας ιερέας από τη Μόσχα, ο οποίος συχνά εξυπηρετεί σε ιεραποστολικά ταξίδια στην Ασία, πόσταρε στο Facebook τα λόγια μιας Βιετναμέζας γυναίκας η οποία μετεστράφη στην Ορθοδοξία κατόπιν εμφανίσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου.

Η γυναίκα, Nguyen Thi Mai Anh, που ήταν προηγουμένως Βουδίστρια, δούλευε και εργαζόταν στο Vũng Tàu, στο Βιετνάμ, βαπτίστηκε και εντάχθηκε στην Αγία Ορθοδοξία μας, το Μεγάλο Σάββατο του τρέχοντος έτους [2017].

Γράφει ότι κάτι καταπληκτικό συνέβη στη ζωή της πέρυσι. «Βρισκόμουν ξαπλωμένη, σε κώμα στο νοσοκομείο. Κάποια στιγμή, είδα μια ακτινοβολία, ένα υπέρλαμπρο φως. Αμέσως, είδα μπροστά μου την Υπεραγία Θεοτόκο. Κρατούσε και έτεινε προς εμένα ένα μπουκάλι νερό το οποίο και μου έδωσε. Όσο έπινα το νερό, η λάμψη και η Θεοτόκος εξαφανίστηκαν».

«Το επόμενο πρωί», συνεχίζει, «ξαφνικά επανήλθα από το κώμα, έχοντας απολέσει τις αισθήσεις μου για πολύ ώρα». Η Nguyen επιβίωσε και άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο Ιησού Χριστό και την Παναγία Μητέρα Του για ταχεία ανάρρωση και αποφάσισε ότι θα γίνει Χριστιανή, μόλις επιστρέψει στο σπίτι.

«Λίγες ημέρες αργότερα, είδα ένα ακόμη όραμα, με έναν άνδρα ο οποίος με οδήγησε στην Εκκλησία όπου έφαγα άρτο και ήπια Αγιασμό μαζί με όλους. Στην συνέχεια, περπάτησα γύρω γύρω την εκκλησία.»

Όταν πήρε εξιτήριο και επέστρεψε σπίτι της, δέχθηκε επίσκεψη από έναν φίλο της, ο οποίος της έφερε μια Εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό. «Ήμουν πάρα πολύ χαρούμενη γιατί η μορφή της Παναγίας στην Εικόνα ήταν ίδια με την Θεοτόκο, όπως την είδα στο όνειρό μου. Εκδήλωσα τη χαρά μου στο φίλο μου και του είπα το όνειρό μου. Εκείνος με οδήγησε σε μια Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου προσεύχονταν οι Ρώσοι, στην 5η συνοικία της πόλης Vũng Tàu, για να συναντήσω τον Κύριο και την Υπεραγία Θεοτόκο.»

Η γυναίκα αργότερα βαπτίσθηκε στην ίδια εκκλησία και γεννήθηκε εκ νέου υπό την προστασία της Πλατυτέρας Θεοτόκου και την ευλογία του Κυρίου.

«Είμαι πανευτυχής!» λέει, συνεχίζοντας «ευχαριστώ Θεέ μου, ευχαριστώ Παναγία μου, για αυτήν την δεύτερη γέννηση και το μέγα δώρο να βρω την Πηγή της Ζωής!»

Ο π. Γεώργιος αναφέρει ότι πριν από την βάπτιση έσπασε το πόδι της, αλλά αυτό δεν την εμπόδισε καθόλου. Βαπτίστηκε και ονομάστηκε Άννα και τώρα διαβάζει προσευχές στα βιετναμέζικα στις Ιερές Ακολουθίες!


YT.

<>







Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας

Ο πρώην Βουδιστής Κινέζος Αγιορείτης π. Ησαιας Σιμωνοπετριτης, λέει:

Οι πραγματικοί αναζητητές της αλήθειας θα “οργώσουν” τη Γη για να βρουν την Αλήθεια! Και η Αλήθεια… θα είναι πάντα μπροστά τους να τους αποκαλυφθεί!



<>






Ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994) και ο Γιωργάκης από το Θιβέτ - Η μεταστροφή ενός Έλληνα Βουδιστή Θιβετιανού μοναχού στην Ορθοδοξία


Ήρθε στο Άγιον Όρος και γύριζε στα μοναστήρια ένας νέος ηλικίας 16-17 χρόνων, ο Γιωργάκης. Από ηλικίας τριών ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε βουδδιστικό μοναστήρι στο Θιβέτ. Προχώρησε πολύ στην Γιόγκα, έγινε τέλειος μάγος, μπορούσε να καλή όποιον δαίμονα ήθελε. Είχε μαύρη ζώνη και ήξερε τέλεια καράτε. Με την δύναμη του Σατανά έκανε επιδείξεις που προξενούσαν εντύπωση. Χτυπούσε με το χέρι του μεγάλες πέτρες και έσπαζαν σαν καρύδια. Μπορούσε να διαβάζη κλειστά βιβλία. Έσπαζε στην παλάμη του φουντούκια, έπεφταν κάτω τα τσόφλια και οι καρποί έμεναν κολλημένοι στο χέρι του.

Καποιοι μοναχοί έφεραν τον Γιωργάκη στον Γέροντα Παΐσιο για να τον βοηθήση. Ρώτησε τον Γέροντα, τι δυνάμεις είχε και τι μπορούσε να κάνη. Απάντησε ότι ο ίδιος δεν έχει καμμιά δύναμη και ότι όλη η δύναμη είναι του Θεού.

Ο Γιωργάκης θέλοντας να επιδείξη την δύναμή του συγκέντρωσε το βλέμμα του σε μια μεγάλη πέτρα που ήταν σε απόσταση και η πέτρα έγινε θρύψαλα. Τότε ο Γέροντας σταύρωσε μια μικρή πέτρα και του είπε να την σπάση και αυτή. Αυτός συγκεντρώθηκε, έκανε τα μαγικά του, αλλά δεν κατάφερε να την σπάση. Τότε άρχισε να τρέμη και οι σατανικές δυνάμεις, που νόμιζε ότι έλεγχε, μη μπορώντας να σπάσουν την πέτρα, στράφηκαν εναντίον του και τον εκσφενδόνισαν στην άλλη όχθη του ρέματος. Ο Γέροντας τον μάζεψε σε άθλια κατάσταση.

«Άλλη φορά», διηγήθηκε ο Γέροντας, «ενώ συζητούσαμε, ξαφνικά σηκώθηκε, μου έπιασε τα χέρια και μου τα γύρισε προς τα πίσω. “Αν μπορή, ας έρθη να σ’ ελευθερώση ο Χατζεφεντής”, μου είπε. Το αισθάνθηκα σαν βλασφημία. Κούνησα έτσι λίγο τα χέρια μου και τινάχθηκε πέρα. Μετά σαν αντίδραση πήδησε ψηλά και πήγε να με χτυπήση με το πόδι του, αλλά το πόδι του σταμάτησε κοντά στο πρόσωπό μου, σαν να βρήκε ένα αόρατο εμπόδιο! Με φύλαξε ο Θεός.

»Τη νύχτα τον κράτησα και κοιμήθηκε στο Καλύβι. Οι δαίμονες τον έσυραν μέχρι κάτω στον λάκκο και τον έδειραν για την αποτυχία του. Το πρωί σε κακή κατάσταση, τραυματισμένος, γεμάτος αγκάθια και χώματα, ωμολογούσε: “Με έδειρε ο Σατάν, γιατί δεν μπόρεσα να σε νικήσω”».

Έπεισε τον Γιωργάκη να του φέρη τα μαγικά του βιβλία και τα έκαψε. «Όταν ήρθε εδώ», διηγήθηκε ο Γέροντας, «είχε μια Σολομωνική. Πήγα να την πάρω, δεν την έδινε με τίποτε. Πήρα ένα κερί και του είπα: “Σήκωσε λίγο το παντελόνι σου” και έβαλα το αναμμένο κερί στο πόδι του. Ξεφώνισε και πήδηξε πάνω από τον πόνο. “Ε, αν την φλόγα ενός μικρού κεριού δεν υπομένεις, πώς θα υπομείνεις το πυρ της κολάσεως μ’ αυτά που κάνεις;”»

Ο Γέροντας τον κράτησε λίγο κοντά του και τον βοήθησε, όσο έκανε υπακοή. Τον συμπόνεσε τόσο πολύ ώστε είπε: «Θα μπορούσα γι’ αυτό το παιδί ν’ αφήσω την έρημο και να βγω μαζί του στον κόσμο για να το βοηθήσω». Ενδιαφέρθηκε να μάθη αν είναι βαπτισμένος, και μάλιστα έμαθε και σε ποια Εκκλησία είχε βαπτισθή. Ο Γιωργάκης συγκλονισμένος από την δύναμη και την χάρι του Γέροντα, επιθυμούσε να γίνη μοναχός αλλά δεν μπόρεσε.

Ο Γέροντας χρησιμοποιούσε την περίπτωση του Γιωργάκη για να αποδείξη πόσο μεγάλη είναι η πλάνη αυτών που νομίζουν ότι όλες οι θρησκείες είναι ίδιες, όλες τον ίδιο Θεό πιστεύουν, και ότι δεν διαφέρουν οι Θιβετιανοί μοναχοί από τους Ορθοδόξους.

Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 246



<>









Ελένη, πρώην δασκάλα Yoga: Το θαύμα της μεταστροφής μου - Πώς πέρασα από την πλάνη της Yoga στην Ορθοδοξία

Στα 22 μου χρόνια άρχισε η πνευματική μου αναζήτηση. Μεγαλωμένη σε θρησκευτική οικογένεια και σηκώνοντας έναν προσωπικό σταυρό βρήκα μία φαινομενική διέξοδο στη yoga. Μόδα, γυμναστική, ευεξία…

Ένα δελεαστικό πακέτο πολύ καλά τυλιγμένο με φανταχτερά χρώματα. Με τράβηξε σαν μαγνήτης και χωρίς να έχω πλήρη έλεγχο της ζωής μου βρέθηκα να διδάσκω yoga. Ξεκίνησε η πλάνη πως οδεύω στον σωστό δρόμο που από μικρή πίστευα και ήθελα, στον ένα και μοναδικό τριαδικό Θεό. Άρχισα να ψάχνω απαντήσεις, να γνωρίζω πλανημένους ανθρώπους προσπαθώντας να γεμίζω τα κενά που όλο και μεγάλωναν. Καμία απάντηση και η πλάνη μεγάλωνε…

Ακολούθησε ταξίδι στην Ινδία ζώντας την απόλυτη “ύπνωση” και το ρέικι μπήκε στην ζωή μου. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί. Ένας φύλακας άγγελος με βοήθησε να επιστρέψω στην Ελλάδα. Σταμάτησα για προσωπικούς λόγους τα πάντα και έφυγα εκτός Αθηνών.

Μέχρι που ήρθε ένα βιβλίο στα χέρια μου: “Οι γκουρού, ο νέος και ο Γέροντας Παΐσιος”.

Το διάβασα σε μία μέρα και πήρα όλες τις απαντήσεις. Ένιωσα ότι κοιμόμουν και ξαφνικά ξύπνησα. Ξεκαθάρισαν όλα στο μυαλό μου συνειδητοποιώντας πως:

Δεν είναι απλά μία αίρεση η yoga και όλα τα εναλλακτικά που κυκλοφορούν. Είναι δαιμόνια που τους ανοίγεις την πόρτα και σου καταστρέφουν την ζωή.

Φόρεσα τον σταυρό μου, άρχισα να προσεύχομαι και να πηγαίνω στην εκκλησία, να κάνω μετάνοιες, να εξομολογούμαι και μετά από έναν πολύ δύσκολο πνευματικό πόλεμο βρέθηκα στα χέρια του Θεού αφήνοντας όλη μου την ζωή σ’ Εκείνον.

Ο Άγιος Παΐσιος έκανε το θαύμα του και με βοήθησε να αναγεννηθώ από τις στάχτες μου.

Σήμερα στα 31 μου χρόνια προσπαθώ να δίνω τον πνευματικό μου αγώνα με την βοήθεια του Θεού ακολουθώντας πιστά μία από τις συμβουλές του πνευματικού μου:

“Ακούμπησε την ζωή σου στα χέρια του Θεού και της Παναγίας”.

Ελένη

Πηγή:


ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΑΥΣ - ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΛΕΥΣΗ 


<>









Ιάπωνας παλαιστής βαφτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός

Από τα παιδικά του χρόνια ασχολήθηκε με τις πολεμικές τέχνες, οι οποίες τον ώθησαν στην μελέτη των παραδοσιακών ανατολικών θρησκειών και ειδικά στον Βουδισμό.

Μετά από διάστημα πολλών χρόνων ο Τοκάσι Κίσι γνώρισε τον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα να διαβάσει πάρα πολλά βιβλία.

Ο Χριστιανισμός για τον Τοκάσι ήταν μια ακόμη ηθική διδασκαλία και φάνηκε σ΄ αυτόν κάτι σαν τον Βουδισμό.

Μετά από μια επίσκεψή του στην Ρωσία, ένιωσε εσωτερικά μια επιθυμία να μάθει περισσότερα για την ορθοδοξία.

Η επιθυμία του να γίνει Χριστιανός έγινε ακόμη πιο ισχυρή μετά την επιστροφή του στην Ιαπωνία, όπου μετά από Κατήχηση στην Ιαπωνική γλώσσα, αναγνώρισε την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Επισκεπτόμενος πριν λίγο καιρό ξανά την Ρωσία, ανακοίνωσε την επιθυμία του να βαπτισθεί Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τελικά με ευλογία του Μητροπολίτη Μπέλγκοροντ κ. Ιωάννη, ο Ιάπωνας μαχητής πολεμικών τεχνών, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα του Αγίου και Βαπτιστού Ιωάννη.


<>










Από τον διαλογισμό και την μαγεία στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

Αναφέρει κάποιος Έλληνας Ορθόδοξος Χριστιανός την προσωπική του μεταστροφή από τον διαλογισμό και την μαγεία στην Ορθόδοξη Πίστη :

Έκανα κι εγώ διαλογισμό κάποτε, είχα φτάσει σε σημείο να ελέγχω διάφορα πράγματα, να παίρνω άφατη ενέργεια, ηρεμία και χαρά όμως όταν κουνούσα αντικείμενα με τη σκέψη, μέσα μου ένιωθα ότι δεν ενεργούσα εγώ αλλά κάποιος άλλος στη θέση μου... μίλησα με τον πνευματικό μου και έκοψα εντελώς με αυτές τις ασχολίες. 

Όταν μας λένε τα χαρτιά ή τον καφέ ή όποια μορφή μαντείας, συμβαίνει το εξής: το παρελθόν και το παρόν, όπως είπες, ο διάβολος τα γνωρίζει, το μέλλον όμως, δεν το γνωρίζει, όπως και κάθε ανομολόγητη σκέψη μας. Γνωρίζει όμως εμάς πολύ καλά, παίζει την ψυχολογία μας και το σκεπτικό μας στα δάχτυλα, (κι όχι μόνο ημών αλλά και όλων των προσώπων με τα οποία σχετιζόμαστε ή κρίνει ότι θα σχετιστούμε) οπότε καταλαβαίνει πώς θα ενεργήσουμε σε κάθε μελλοντική κατάσταση και μας το αποκαλύπτει μέσω του μάντη, οπότε εμείς, λέμε ωωω, όλα μου τα βρήκε ο/η τάδε!  

Ο Χριστός όμως είναι εκεί για να μας αγκαλιάσει και να κάτσει να ακούσει τον πόνο μας και να σκουπίσει τα δάκρυά μας, όταν την πατήσουμε, και το Άγιο Πνεύμα για να εμποδίσει περαιτέρω πλάνες.


<>








Ένας πρώην Βραχμάνος μεταστράφηκε με όλη του την οικογένεια στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν

Ένας μικρός Ρωσικός Ορθόδοξος Ι. Ναός αφιερώθηκε στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στο Bangalor της Ινδίας.

Μεταξύ των ενοριτών είναι ένας πρώην Βραχμάνος, ο οποίος μεταστράφηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του στην Ορθοδοξία μετά από θαυμαστή εμφάνιση του Χριστού σε αυτόν.

Πηγή:


ORTHODOX CHRISTIANITY

<>





Ο Α. Χ. από την Αθήνα διηγείται την μεταστροφή του από τον Ιουδαϊσμό στην Ορθοδοξία

Μια δημόσια εξομολόγηση

Ονομάζομαι Α. Χ. και γεννήθηκα το 1982 στην Αθήνα. Ο πατέρας μου ήταν Ιουδαίος στο θρήσκευμα ενώ η μητέρα μου παρότι ήταν βαπτισμένη Ορθόδοξη Χριστιανή ήταν αδιάφορη προς την Χριστιανική Πίστη. Παντρεύτηκαν στην Συναγωγή της Αθήνας και εκτός από εμένα απέκτησαν και άλλο ένα παιδί.

Μου έκαναν περιτομή όταν ήμουν μικρός όπως σε όλα τα εβραιόπουλα και την τελετή ενηλικίωσης που κάνουν δεκατριών ετών στα αγόρια (δώδεκα στα κορίτσια). Πήγα στο εβραϊκό δημοτικό σχολείο Αθηνών όπου εκτός των άλλων μαθημάτων που γίνονται σε όλα τα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν την εβραϊκή γλώσσα, εβραϊκή ιστορία και Παλαιά Διαθήκη. Ξεκινάνε τη μέρα με εβραϊκές προσευχές και τηρούν όλες τις γιορτές του έτους με αργίες ή άλλες εκδηλώσεις και έθιμα. Συχνά πηγαίναμε στη συναγωγή για διάφορες τελετές. Κάθε Παρασκευή γινόταν μια ειδική γιορτή πρίν από το Σάββατο που είναι η ιερή τους ημέρα. Πολλές εκδρομες και ταξίδια που γινόντουσαν είχαν ως κέντρο την εβραϊκη θρησκεία. Επίσης υπάρχουν στην Ελλάδα διάφορες ομάδες νεότητος όπου οργανώνουν διάφορες εκδηλώσεις εδώ ή στο εξωτερικό. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε στην εβραϊκή κατασκήνωση στους Πρόποδες του Ολύμπου. Και εκεί ό,τι γινόταν, γινόταν με κέντρο τα έθιμα και τις παραδόσεις της Εβραϊκής θρησκείας και της χώρας της. (Κάθε απόγευμα λένε ακόμα και τον ύμνο του Ισραήλ!).

Αυτά ήταν τα πρώτα θρησκευτικά ερεθίσματα που είχα ενώ προσωπικά δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το θέμα της ύπαρξης του Θεού, της Πίστης, ή της ζωής μετά το θάνατο. Θα έλεγα οτι έκανα μια κοσμική ζωή όπως τα περισσότερα παιδιά της εποχής μου, με ότι αυτό συνεπάγεται στο θέμα των αμαρτημάτων. Και ενώ τα χρόνια πέρναγαν σε αυτή την κοσμική ελευθέρια, με διασκεδάσεις αμαρτωλές, ένα τεράστιο ψυχικό κενό δημιουργόταν μέσα μου. Ενώ είχα όλες τις ανέσεις και τις ευκολίες που μπορεί να έχει ένας νέος, ενώ είχα την δυνατοτητα να αναλωθώ σε κάθε είδους αμαρτωλη πράξη και ψευτικη χαρά αυτού του κόσμου έβλεπα οτι κάτι έλειπε… Ένοιωθα ότι τίποτα από όλα αυτά δεν έχει νόημα και αξία ένοιωθα ότι στην ουσία δεν είμαι ευτυχισμένος. Και καθώς ο καιρός και τα χρόνια πέρναγαν το ψυχικό αυτό κενό γινόταν όλο και μεγαλύτερο χωρίς να μπορω να προσδιορίσω τι είναι αυτό που λείπει και που να μπορεί να δώσει πραγματικό νόημα στην ύπαρξή μου.

Δύο είναι τα περιστατικά που συνδέονται με τα γυμνασιακά μου χρόνια και που μέσα από αυτά φαίνεται η πρόνοια του Θεού να με οδηγήσει στην Εκκλησἰα Του.

Ήμουν στη Δευτέρα Γυμνασίου αν θυμάμαι καλά όταν κάποιοι καθηγητές μας αποφάσισαν να φτιάξουμε μια εικόνα των Τριών Ιεραρχών για την εορτή τους. Ανάμεσα στους τόσους μαθητές (κάθε σχολικό έτος είχε εφτά τμήματα των 20 με 30 μαθητών) επέλεξαν εμένα, που δεν ἠμουν καν Χριστιανός ούτε είχα κανένα ιδιαίτερο χάρισμα στη ζωγραφική να κάνω τον Μέγα Βασἰλειο.

Ο Ναὀς των Τριών Ιεραρχών στον κέντρο της Αθήνας ήταν αυτός που πολλά χρόνια αργότερα, θα έμπαινα για πρὠτη φορά συνειδητά στη ζωή μου να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου και να ξεκινήσω την πνευματική μου ζωή με τακτικό εκκλησιασμό. Επίσης η αγιογραφια είναι μια τέχνη που έμαθα καλά με τα χρόνια και εξασκώ τακτικά όποτε έχω χρόνο.

Το δεύτερο περιστατικό έχει να κάνει με την Αγιορείτικη Μονή της Σίμωνος Πέτρας που επισκεφτήκαμε με έναν φίλο μου. Είμασταν τότε δεκατεσσάρων με δεκαπέντε χρονών. Το βράδυ ξαπλώσαμε στο κελί μας να ξεκουραστούμε. Εγώ μόλις έκλεισα τα μάτια μου άρχισα αμέσως να νοιώθω οτι γίνεται σεισμός στο δωμάτιο. Μόλις το είπα στον φίλο μου, μου απάντησε ότι έχει πολλά χρόνια να γίνει σεισμός εδώ και είναι ιδέα μου, καλύτερα να
προσπαθήσω να κοιμηθώ. Το ίδιο φαινόμενο συνεχίστηκε πολλές φορές κατά την διάρκεια της νύχτας. Με το που έκλεινα τα μάτια μου ένοιωθα να σείεται όλο το δωμάτιο. Μόλις τα άνοιγα και σηκωνόμουν λίγο αυτό σταμάταγε. Με τα πολλά κάποια στιγμή αργά την νύχτα μπόρεσα να κοιμηθώ κάτω από τα γέλια και τις ειρωνίες του φίλου μου. Να σημειώσω εδω ότι στο Άγιο Όρος πήγα αβάπτιστος.

Σε μετόχι της Μονής Σίμωνος Πέτρας μετά από αρκετά χρόνια μια ευλογημένη μέρα δέχθηκα το Ιερό Μυστηριο της Βαπτίσεως και εισήλθα κανονικά στην Εκκλησία μας.

Μία ευσεβής σεμνή κόπέλα, γνήσιο τέκνο της Εκκλησίας, είναι ο πρώτος άνθρωπος που έγινε όργανο του Θεού για να με οδηγήσει στην μετάνοια και την επιστροφή μου σε Αυτόν. Εργαζόταν στο φροντιστήριο που μάθαινα Αγγλικα και γνωρίζοντας την εβραϊκή μου καταγωγή όπως και το ψυχικό κενό που βίωνα στη ζωή μου εκείνα τα χρόνια, δεν δίσταζε πολύ συχνά να μου ανοίγει συζητήσεις για πνευματικά θέματα, ακόμη και να μου δίνει βίβλία Χριστιανικού περιεχομένου, τα οποία έγω αγνοούσα πλήρως μέχρι εκείνη την εποχή. Το ενδιαφέρον μου για τον Χριστό, την Εκκλησία, και τους Αγίους ήταν τόσο που δυσκολευόμουν και εγώ ο ίδιος να παρακολουθήσω τον εαυτό μου! Διψούσα πραγματικά να μάθω για όλα αυτά τα πρωτόγνωρα πράγματα που πρώτη φορά άκουγα και άγγιζαν πραγματικά τη ψυχή μου. Ένοιωθα σαν να μου είχαν στερήσει κάτι όλα αυτά τα χρόνια και επιτέλους μάθαινα για αυτό. Ξαφνικά όλα αποκτούσαν νόημα. Υπήρχε τελικά στη ζωή κάτι που να αξίζει πραγμάτικα κάτι αληθινό. Και αυτός ήταν ο Χριστός μας. Το σκοτάδι που είχα μέσα μου άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί και να φαίνονται οι πρώτες ακτίνες φωτός. Μέσα σε πολύ λίγο δίαστημα χωρίς να πω τιποτα σε κανεναν ημουν βέβαιος οτι θέλω να βαπτιστώ Ορθόδοξος Χριστιανός.

Τον καιρό εκείνο είχα προγραμματίσει με ένα φίλο μου να πάμε ένα ταξίδι αναψυχής σε ένα νησί της Αμερικής. Από τη μία σκεφτόμουν την απόφαση που είχα πάρει να βαπτισθώ και να αρχίσω να ζώ μια σωστή πνευματική ζωή, από την άλλη δεν ήθελα να χάσω και αυτό το ταξίδι που είχαμε προγραμματίσει και ανυπομονούσαμε τόσο πολύ να πάμε. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να πάω και μόλις επιστρέψω να πραγματοποιήσω το σκοπό μου.

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού σκεφτόμουν συχνά τις αποφάσεις μου και όσα είχαν συντελεστεί στην ψυχή μου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και ήθελα να κάνω κάτι για τον Κύριο σαν δείγμα της απόφασής μου να Τον ακολουθήσω από έδω και πέρα. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να κόψω το τσιγάρο! Εδώ και εφτά χρόνια σχεδόν κάπνιζα ένα με δύο πακέτα την ημέρα μανιωδώς και ούτε ήθελα να το αφήσω. Ήταν το πρώτο πράγμα που έκανα όταν άνοιγα τα μάτια μου το πρώι και όταν έπεφτα να κοιμηθώ το βράδυ. Ήμουν εθισμένος σε αυτό σε απίστευτο βαθμό. Μαλιστα αγόρασα από το αεροδρόμιο πριν φύγουμε από την Ελλάδα μια ολόκληρη κούτα με πόλλα πακέτα να τα έχω μαζί μου στις διακοπές μου.

Αφου λοιπόν προσευχήθηκα πρώτη φορά στη ζωή μου στον Θεό γι᾽ αυτό το θέμα με πίστη και αφού ζήτησα την βοήθειά Του να με στηρίξει στην απόφασή μου το θαύμα έγινε. Από εκείνη τη μέρα σταμάτησα το κάπνισμα! Έτσι απλά. Αυτή είναι η δύναμη του Χριστού μας όταν Τον επικαλούμαστε να μας βοηθήσει να κόψουμε τα πάθη μας και να δείξουμε λίγη καλή προαίρεση.

Στο αεροπλάνο της επιστροφής από το ταξίδι στην Αμερική, δίπλα μου κάθησε ένας ιεραπόστολος. Λες και τον έβαλε εκεί ο Θεός να με περιμένει στο αεροπλάνο της επιστροφής για να μου υπενθυμίσει τις υποσχέσεις μου και τι έπρεπε να κάνω από εδώ και πέρα. Κατά την διάρκεια του ταξιδιού κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση για διάφορα πνευματικά θέματα και μου έλυσε πολλές απορίες που είχα. Στο τέλος κατα την άφιξή μας στην Αθήνα μού έκανε δώρο μια Καινή Διαθήκη.

Ετσι γύρισα απο την Αμερικη μέ δύο δώρα. Μία Αγία Γραφή και μία κούτα τσιγάρα που δεν κάπνισα ποτέ…!

Ο καιρός να πραγματοποιήσω τον πόθο μου να γίνω μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είχε φτάσει. Και έγω δεν ήξερα από πού να αρχίσω, πού πρέπει να απευθυνθώ. Σε μια συζήτηση με ένα φίλο του αδελφού μου, που στα αλήθεια δεν γνώριζα και τόσο κάλα, δεν ξέρω πώς μου ηρθε να του πω τις σκέψεις μου. Αυτός αποδείχτηκε πως έιχε στενή σχέση με την Εκκλησία και μου πρότεινε να επισκεφτούμε τον Πνευματικό του Πατέρα, ο οποίος είναι γνωστός Αρχιμανδρίτης της Αθήνας, με μεγάλο συγγραφικό έργο σε θεματα κυρίως απολογητικά και μεταστροφές ανθρώπων από άλλες θρησκείες και αιρέσεις. Ο κατάλληλος άνθρωπος δηλαδή για την περίπτωση τη δική μου που δεν γνώριζα ούτε τα πιο βασικά της Πίστης μας. Έτσι λοιπόν ενα απόγευμα κατευθυνθήκαμε στον Ι. Ναό των Τριών Ιεραρχών που υπηρετούσε τότε ο παππούλης.

Για άλλη μια φορά βλέπουμε την Θεία Πρόνοια του Θεού να ενεργεί σκανδαλωδώς και να έργάζεται τη σωτηρία μου. Από όλους τους φίλους και γνωστούς που είχα εξομολογούμε τις σκέψεις μου σε έναν άνθρωπο, το φίλο του αδελφού μου, τον όποιο εκείνο τον καιρό γνώριζα ελάχιστα, και αυτός αποδεικνύεται όχι μονο πιστός Ορθόδοξος Χριστιανός αλλά με οδηγεί και σε έναν Πνευματικό Πατέρα που μπορεί πραγματικά να με βοηθήσει στην απόφασή μου και να με κατηχήσει με το σωστό τρόπο.

Ο Γέροντας μάς άκουσε και τους δύο μέ πολύ αγάπη και ενδιαφέρον. Δέχτηκε να ξεκινήσουμε την κατήχηση και μόλις ένοιωθα έτοιμος και έκρινε και αυτός οτι είχε έρθει ο καιρός θα προχωρούσαμε στη βάπτιση. Επίσης μου γνώρισε όλη την πνευματική αδελφότητα που είχε σχηματιστεί απο πνευματικά του παιδιά με τα οποία κάναμε εκδρομές, πηγαίναμε βόλτες, εκκλησιαζόμασταν και πηγαίναμε στα κυρήγματα μαζί. Και ενώ στην αρχή δεν ήθελα να βιαστώ στο θέμα της βάπτισης μεχρι να περάσει λίγος καιρός και να είμαι απόλυτα βέβαιος για αυτό το βήμα στη ζωή μου, τόσο πολύ με γέμιζε η Θεία Χάρη του Θεού με την παρουσία Της και με την παρουσία των πνευματικών μου αδέλφών που άρχισα να παρακαλάω τον Γέροντα να προχωρήσουμε στο Ιερό Μυστήριο της Βάπτισης το συντομότερο δυνατόν. Τελικά αυτο πραγματοποιήθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων του 2005 στο Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι της Αναλήψως παρουσία πολλών πνευματικών αδελφών, αφού την προηγούμένη μέρα εξομολογήθηκα με συντριβή για πρώτη φορά ολά τα αμαρτήματα που είχα διαπράξει μέχρι εκείνη την ωρα. Ήμουν τότε 23 χρονών.

Η Βάπτιση σε μεγάλη ηλικία είναι μία πνευματική εμπειρία, ένα βίωμα που αποτυπώνεται ανεξήτηλα στην ψυχή του ανθρώπου. Νοιώθει ότι ανακαινίζονται τα πάντα μέσα του. Νους, ψυχή, καρδια, όλα καινούργια. Κάνει λογισμούς και σκέψεις τόσο αγνές και καθαρές που ποτέ δεν φανταζόταν οτι θα είχε. Νοιώθει ότι έχει ψυχή και μάλιστα είναι λευκή, καθαρή. Υπάρχουν στιγμές που την ώρα της προσευχής η ακόμα και κατά τη διάρκεια της ημέρας νοιώθει μια φλόγα και ένα θεϊκό πύρ να σιγοκάιει στο σημείο της καρδιάς του. Και όλα αυτά βέβαια είναι έργα του Αγίου Πνεύματος. Μακάριος αυτός που θα διατηρήσει την καθαρότητα που έλαβε στο Άγιο Βάπτισμα σε όλη του τη ζωή, που θα κρατήσει και θα αυξήσει αυτές τις χαρισματικές καταστάσεις. Ακόμα και το σώμα του το νοιώθει πιο ελαφρύ.

Ανυπομονούσα να βρεθώ μόνος μου σε κάποιο σημείο να κάνω προσευχή. Κάθε Θεία Λειτουργία γινόταν πανυγήρι στη ψυχη μου. Νοιώθει αγάπη κανείς για τα πάντα, όλους και όλα. Δεν προλάβαινα να ζητήσω στην προσευχή μου κάτι πνευματικό και ο Κύριος μού το πραγματοποιούσε την επόμενη μέρα. Όλα αυτά είναι δώρα του Θεού σε όλους τους ανθρώπους που αποφασίζουν συνειδητά να βαπτιστούν σε μία ώριμη ηλικία για να τους κάνει να καταλάβουν οτι η απόφαση τους ήταν η σωστή. Ότι Αυτή είναι η Οδός, η Αλήθεια και η Ζωή και οτι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η μόνη Εκκλησια πάνω στη Γη, το Σώμα Του.

Η υπάρξη Πνευματικού Πατέρα, πνευματικού οδηγού,  είναι μια τεράστια ευλογία στη ζωή μας. Αληθινά ευτυχισμένοι αυτοί που το συνειδητοποίησαν και το βίωσαν αυτό στη ζωή τους. Η Εκκλησία μας τα έχει ορίσει όλα πολύ σοφά. Όλοι οι μεγάλοι Άγιοι της εποχής μας, Άγιος Παϊσιος, Αγιος Πορφύριος, πατήρ Σωφρόνιος τόνιζαν αυτή την παράμετρο στην πνευματική ζωή των ανθρώπων που τους επισκέπτονταν. Δύο χιλιάδες χρόνια η Εκκλησια μας εχει αποταμιεύσει πλούσια πνευματική εμπερία που μεταλαμπαδεύουν οι Πνευματικοί μας Πατέρες σε μας τα απλά μέλη της. Έχουμε υποχρέωση να ψάξουμε για έναν καλό Πνευματικό Πατέρα που δόξα τω Θεώ είναι πολλοί στις μέρες μας, να εξομολογούμαστε με καθαρότητα και ειλικρίνια τις αμαρτίες μας, αλλα και να τον συμβουλευόμαστε για τα διάφορα προβλήματα της ζωής. Όχι μόνο θα αποφεύγουμε τις παγίδες του διαβόλου αλλά θα βλέπουμε και μεγάλη ευλογία σε κάθε πράξη μας. Θα ανανεώνουμε τη Θεία Χάρη που λάβαμε στο Άγιο Βάπτισμα και θα οδεύουμε με ασφάλεια προς την αιωνιότητα και την Βασιλεία των Ουρανων.

Σαν επίλογο θέλω να αναφερθώ στους Εβραίους της Ελλάδας, γιατί έχω γνωρίσει αρκετούς από αυτούς είτε συγγενείς είτε φίλους. Οι περισσότεροι απο αυτούς είναι άνθρωποι καλής προαιρέσεως οι οποίοι όμως έχουν άγνοια στα θέματα της Πίστεως. Το γεγονός οτι ζούν σε μια Ορθόδοξη χώρα δρα ευεργετικά στη ψύχη τους, στους περισσότερους από αυτούς. Αν παραμένουν Εβραίοι το κάνουν μόνο από κάποια συνήθεια, στην παράδοση των προγόνων τους, ελάχιστοι από αυτούς γνωρίζουν τι πρεσβεύει η εβραϊκή θρησκεία, ή τα σχέδια και τις επιδιώξεις του σιωνισμού παγκοσμίως. Αν πλησιάσεται τους περισσότερους από αυτούς και με σωστό τρόπο τούς βάλετε την καλή ανυσηχία για τα πνευματικά μπορεί να γίνουν θαύματα. Σαν μαθήτες του Χριστού και συνεχιστές των Αποστόλων έχουμε ευθύνη να βοηθήσουμε όλους τους ανθρωπόυς γύρω μας, είτε είναι άλλης θρησκείας, είτε αιρετικοί είτε μακρυά απο την Εκκλησία, να τους δείξουμε αυτά που έκανε ο Χριστός σε μάς και να τους οδηγήσουμε στον δρόμο της Αλήθειας. Είναι κάτι που θα μας ζητηθεί λόγος εν ημέρα Κρίσεως.


<>







Η επιλογή ενός Εβραίου μεταξύ Προτεσταντισμού, Ρωμαιοκαθολικισμού και Ορθοδοξίας


Κάποτε ἕνας Ἑβραῖος ἀποφάσισε νὰ γίνει Χριστιανὸς καὶ θέλησε νὰ ἐξετάσει τὶς ἐκδοχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ γιὰ νὰ ἐπιλέξει. Βρίσκει λοιπὸν ἕναν Ὀρθόδοξο, ἕναν προτεστάντη κι ἕναν παπικό. Τοὺς λέει τὶς προθέσεις του κι ἐκείνοι συμφωνοῦν νὰ τὸν “ξεναγήσουν” στὶς ἐκκλησίες τους. 

Πάει ὁ Ἑβραῖος μὲ τὸν προτεστάντη μιὰ Κυριακή, μπαίνει στὸ ναὸ καὶ βλέπει τοὺς ἀνθρώπους τακτοποιημένους μὲ τὰ καλά τους ροῦχα, ὁ καθένας στὸ κάθισμά του, μπροστὰ ἀπὸ τὸν κάθε πιστὸ μία Καινὴ Διαθήκη, ἡ χορωδία νὰ λέει τοὺς ὕμνους ἁρμονικά, τὰ πάντα νὰ λάμπουν ἀπὸ καθαριότητα καὶ μετὰ στὸ τέλος ὅλοι τοῦ φέρθηκαν εὐγενικὰ μὲ πολὺ καλοὺς τρόπους. 

Τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ συνεννοήθηκε μὲ τὸν παπικὸ νὰ πάει στὸ δικό του ναό. Μπαίνει μέσα, πλένει τὰ χέρια, ρίχνει τὸ κέρμα ν᾿ ἀνάψει τὸ λαμπάκι ἀντὶ γιὰ κερὶ καὶ κάθεται. Οὔτε ἐκεῖ ὄρθιοι, ὅλοι στὰ καθίσματά τους μὲ τάξη καὶ ἁρμονία. Ἄκουσε καὶ τὴν ἐγκύκλιο τοῦ πάπα, εἶδε καὶ τὶς φωτογραφίες του ποὺ δέσποζαν ἀκόμα καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ. Πέρασε ἡ ὥρα, τέλειωσε ἡ λειτουργία, τὸν καλοδέχθηκαν, τὸν κέρασαν κι ἔφυγε. 

Τὴν τρίτη Κυριακὴ κανόνισε νὰ πάει στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Μπαίνει μέσα καὶ βλέπει ἄλλους νὰ μιλᾶνε μεταξύ τους, πολλοὺς ὅρθιους γιατὶ δὲν ἔφθαναν τὰ καθίσματα, τὴν νεωκόρο νὰ μαλώνει μὲ μία κυρία γιατὶ τῆς ἔσβησε γρήγορα τὸ κερὶ ποὺ ἄναψε, ἄκουγε τὰ μωρὰ νὰ τσιρίζουν καὶ νὰ μὴν τὰ παρατηρεῖ κανείς, ὁ παπᾶς νὰ φωνάζει στὸν ψάλτη νὰ τελειώσει τὰ τεριρὲμ κλπ. Μόλις τελείωσε ἡ Λειτουργία ἄρχισαν καὶ τὰ μνημόσυνα, ὅπου ἄλλοι ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία κι ἄλλοι ἔμπαιναν μὲ θόρυβο καὶ φασαρία. Ὁ Ὀρθόδοξος ἀπογοητεύτηκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα ποὺ εἶδε ὁ προσήλυτος Ἑβραῖος. 

Τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα συναντήθηκαν ὅλοι γιὰ νὰ μάθουν τί ἀποφάσισε ὁ Ἑβραῖος. Ὅταν βρέθηκαν Ὅλοι μαζὶ τοὺς λέει: Στὴν προτεσταντικὴ ἐκκλησία εἶδα μεγάλη τάξη καὶ εὐγένεια. Στὴν παπικὴ εἶδα μεγάλη ἀφοσίωση στὸν πνευματικό σας ἀρχηγὸ καὶ τὶς ὁδηγίες του ἱερέα σας. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶδα τέτοιο μπάχαλο ποὺ δὲν τὸ περίμενα! Ὁ Ὀρθόδοξος σκυθρώπιασε ἀπογοητευμένος, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δύο ἀναθάρρησαν. Καὶ καταλήγει ὁ Ἑβραῖος: Θὰ γίνω Ὀρθόδοξος! Μὰ πῶς; Ἀναρωτιοῦνται οἱ ἄλλοι.

Ἀκοῦστε, λέει ὁ Ἑβραῖος. Τὰ δικά σας δικαιολογοῦνται μὲ τὴν τάξη ποὺ ἔχει ὁ ἕνας καὶ τὴν πειθαρχία ποὺ ἔχει ὁ ἄλλος. Τοῦτο ἐδῶ – καὶ δείχνει τὸν Ὀρθόδοξο – δὲν δικαιολογεῖται ἀλλιώς. Μὲ τέτοιο μπάχαλο, μόνο ἂν ἔχεις τὸν πραγματικὸ καὶ ἀληθινὸ Θεὸ μαζί σου διατηρεῖσαι 2000 χρόνια!





<>





π. James Bernstein, ΗΠΑ – Ο γιος του Ραβίνου που από Προτεστάντης έγινε Ιερέας της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Η συγκλονιστική ιστορία της ζωής του Εβραίου π. James Bernstein, που έπειτα από πολλές αναζητήσεις βρήκε τον δρόμο του Θεού και σήμερα είναι Κληρικός στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle της Washington των ΗΠΑ.

H ζωή του π. James Bernstein, ενός Ορθόδοξου Κληρικού της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, θα μπορούσε να αποτελεί χωρίς κανέναν ενδοιασμό ιδανικό σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.

Ο ίδιος, μεγαλωμένος στην Αμερική και γαλουχημένος με τις Εβραϊκές παραδόσεις, πέρασε από ατέλειωτα σκαμπανεβάσματα και πολλές διακυμάνσεις, ώστε, τελικά, βρήκε τις απαντήσειςσε όλα τα υπαρξιακά ερωτήματά του στην Ορθόδοξη Πίστη.

Ο πατέρας του, ο Ισαάκ, γεννήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, συγκεκριμένα το 1909, στην Αγία Γη, στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, όπου και ανδρώθηκε ακολουθώντας την Ιουδαϊκή θρησκεία. Μάλιστα, θέλησε να αφιερωθεί και να γίνει Ραβίνος.

Το 1941 και ενώ ήταν σε εξέλιξη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο ραβίνος και η σύζυγός του, μαζί με τα παιδιά τους, αποφάσισαν να πάρουν τον δρόμο της προσφυγιάς. Διάλεξαν το τελευταίο πλοίο, που είχε προορισμό την Αμερική, και ταξίδεψαν μέσω της Αιγύπτου και της νότιας οδού της Αφρικής, καθώς στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό καιροφυλακτούσαν πολεμικά πλοία και υποβρύχια.

Ο Arnold, όπως ήταν το όνομα του π. James, πρωτοβλέπει το φως αυτού του κόσμου στις 6 Μαΐου 1946 στο Lansing της Πολιτείας του Michigan. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να είχε τελειώσει, αφήνοντας πίσω του εκατομμύρια νεκρούς και αναρίθμητα ανοιχτά τραύματα, ωστόσο η πίστη του πατέρα του Arnold άρχισε να κλονίζεται εξαιτίας της τραγικής μεταχείρισης που υπέστησαν οι Εβραίοι από τον Χίτλερ.

ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΑΚΙΣΤΗΣ

Η οικογένεια μετακομίζει στο Queens της Νέας Υόρκης, σε μια μη Εβραϊκή συνοικία. Παρά τις αντιξοότητες που έχει προκαλέσει ο πόλεμος, συνεχίζουν ναπηγαίνουν στην Εβραϊκή Συναγωγή. Ο νεαρός Arnold διακρίνεται για το κοφτερό μυαλό του. Ασχολείται με το σκάκι, καταφέρνοντας να βγει πρωταθλητής σε όλη την Αμερική σε ηλικία μόλις 13 ετών.

Λίγα χρόνια αργότερα αναδεικνύεται πρώτος, τρεις στις τέσσερις χρονιές, σε πρωτάθλημα σκακιού που έγινε μεταξύ των λυκείων της Νέας Υόρκης. Εκείνη την περίοδο βιώνει μια κατάσταση που θα φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Πέφτει στα χέρια του η Καινή Διαθήκη, την οποία διαβάζει και επηρεάζεται τόσο πολύ, ώστε επιθυμεί να μεταστραφεί στον προτεσταντισμό.

Πλέον, ως ευαγγελικός προτεστάντης, ζει το 1967, για έναν χρόνο, στην πατρίδα του πατέρα του, το Ισραήλ, στα σύνορα της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Εξι Ημερών. Οταν τελειώνουν οι εχθροπραξίες, μετακομίζει στην παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ, στην πατρογονική εστία της οικογένειάς του, μένοντας μαζί με Αραβες χριστιανούς. Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Arnold αποφασίζει να σπουδάσει οικονομικά στο Queens College του City University of New York, από όπου και παίρνει το πτυχίο του το 1970.

Η πορεία της ζωής τον βρίσκει, όχι πολύ αργότερα, στο San Francisco, όπου πήγε για να ιδρύσει μια νέα Ευαγγελική Προτεσταντική Εκκλησία. Ακριβώς εκείνη την περίοδο ασχολήθηκε ενεργά με μια πνευματική κίνηση της εποχής, που ονομαζόταν Κίνημα του Ιησού. Παραμένοντας στην Πολιτεία της California, έγινε κληρικός της Ευαγγελικής Προτεσταντικής Εκκλησίας το 1975, από την οποία αποχώρησε το 1981 μαζί με τη σύζυγό του και τα παιδιά τους, με σκοπό να βαπτιστούν Ορθόδοξοι Χριστιανοί.

Από τη δυτική ακτή των ΗΠΑ βρέθηκε και πάλι στην ανατολική πλευρά, στη μεγαλούπολη της Νέας Υόρκης, εκεί όπου μεγάλωσε. Πλέον, ήξερε ποιος ήταν και τι ήθελε να κάνει στο υπόλοιπο της ζωής του.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ

Το 1985 αποφάσισε να φοιτήσει στο Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Βλαδιμήρου, από όπου το 1989 έλαβε το μεταπτυχιακό του στη Θεολογία. Δεν ήταν όμως μόνον ο ίδιος που επέστρεψε στα θρανία για να εμπλουτίσει τις γνώσεις και την εμπειρία του. Η σύζυγός του Μάρθα συνέχισε τις σπουδές της, παίρνοντας και αυτή μεταπτυχιακό στη Νοσηλευτική, με την ειδικότητα της μαίας.

Ο Αμερικανοεβραίος Ορθόδοξος θεολόγος δεν επιθυμούσε μόνο να βαπτιστεί Ορθόδοξος Χριστιανός, αλλά είχε και τη ζέση να γίνει λειτουργός του Υψίστου.

ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ

Ετσι, στις 10 Ιουλίου του 1988 χειροτονήθηκε ιερέας της Μητρόπολης Βορείου Αμερικής, του Πατριαρχείου Αντιοχείας, και διακόνησε επί τρία συναπτά έτη στην Ενορία του Αγίου Αντωνίου στο New Jersey.

Εναν χρόνο αργότερα ο π. James βρέθηκε στην Πολιτεία της Washington, κοντά στα σύνορα των ΗΠΑ με τον Καναδά, όπου έως σήμερα συνεχίζει να διακονεί ως ιερέας στην Ενορία του Αγίου Παύλου, κοντά στο Seattle. Μάλιστα, με τη βαθιά εμπειρία του, τις παραινέσεις και τις νουθεσίες του συνέβαλε με πολύ ουσιαστικό τρόπο στη μεταστροφή μιας μεγάλης κοινότητας Προτεσταντών στην Ορθοδοξία!

Πηγή:


ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

<>



Ἄκτιστο Φῶς: Πρίν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία ψυχή. Μία ἁγία ψυχή. Θά ποῦμε ἕνα ὄνομα γιά νά κρατήσουμε πάλι τό προσωπικό δεδομένο. Τήν λένε Φωτεινιώ... Ἤ ἐγώ τήν λέω Φωτεινιώ.
Ἡ κυρα-Φωτεινιώ ἦρθε μέ οἱκογένεια στό σπίτι τῆς μητέρας μου, ἐκεῖ πού φιλοξενούμουνα τότε, γιατί δέν εἶχα σπίτι καί εἴχανε τακτοποιήσει τότε τό χώρο —καλοσύνη της ἡ μητέρα μου— εἶχε κάνει ἕνα μικρό ἀρχονταρίκι μέ τά εἰκονίσματά μας, μέ τό καντήλι, μέ τά κεράκια μας, μέ τά ἅγια Λείψανα καί εἴχαμε ἕνα μικρό καναπέ πού μέ χωροῦσε ἐμένα.
Τόν ἀνοίγαμε καί κοιμόμουνα τό βράδυ καί τό πρωΐ τόν μαζεύαμε καί στολιζόταν καί ἦταν σάν μικρό ἀρχονταρίκι, πού μποροῦσα ἐγώ νά ἀκούσω κάποιον λογισμό ἤ κάποιος νά μέ συμβουλευτῆ ἤ νά ἀκούση μιά γνώμη, κάπως κατ᾽ ἰδίαν.
Ἦρθαν, λοιπόν, ἕνα ἀπόγευμα αὐτό τό ζευγάρι, τέσσερα ἄτομα καί ἔφεραν μαζί τους τήν κυρά Φωτεινιώ. Θά ᾽ταν ἑξηντατριό, ἑξῆντα τεσσάρων ἐτῶν. Μιά μικρόσωμη γυναῖκα ἀλλά μέ πολύ φωτεινό πρόσωπο. Καί μοῦ λέει: 
—Πάτερ μου, ἔμαθα ὅτι εἶστε ἀπ᾽ τό Σινᾶ. Καί μοῦ συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό καί ἦρθα νά ρωτήσω ἐσᾶς, γιατί φοβᾶμαι ὅτι δέν μπορῶ νά τά πῶ στόν καθένα αὐτά πού μοῦ συμβαίνουν. 
Λέω:
—Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περᾶστε.
Καθίσαμε, λοιπόν, στό μικρό ἀρχονταρίκι καί ἄρχισε νά μοῦ διηγῆται ὅτι γεννήθηκε κάπου στή Στερεά Ἑλλάδα καί στά ἑφτά της χρόνια ὀρφάνεψε. Ἔπεσε δυστυχῶς σέ ἄπληστους θείους οἱ ὁποῖοι διαμέλισαν ἐν μιά νυκτί τήν περιουσία της καί τήν σφετεριστήκανε καί τήν κακομεταχειριζόντουσαν.
Αὐτή ἡ κακομοίρα, μικρή καί εὐαίσθητη, προσκολλήθηκε στή γειτόνισά της, τήν κυρά-παπαδιά ἡ ὁποία ἦταν καί αὐτή χήρα καί εἶχε τρία κορίτσια. Εὐτυχῶς, ἡ μεγάλη της εἶχε προλάβει νά πάη στήν ἀκαδημία νά γίνη δασκάλα καί ἔτσι βγάζαν τά πρός τό ζῆν. Ἀλλά ἐπειδή ἦταν νοικοκυρές, εἶχε μάθει ἡ παπαδιά καί τά ἄλλα κορίτσια καί μάθαινε καί τήν Φωτεινιώ, νά κεντᾶνε προῖκες γιά τίς πλούσιες κοπέλλες, —τότε δέν ὑπῆρχαν οἱ μηχανές καί δέν ὑπῆρχαν τά ἕτοιμα ἐνδύματα. Ἔτσι, λοιπόν, κεντοῦσαν τά μονογράμματα στά σεντόνια, στίς μαξιλαροθήκες, στίς πετσέτες καί κάναν ἄλλα κεντήματα. Καί βγάζαν τά πρός τό ζῆν.
Δίπλα μέ τήν παπαδιά πού καθόταν ὅλη τήν μέρα ἡ Φωτεινιώ ἀπ᾽ τά ἑφτά της χρόνια, τήν ἄκουγε νά προσεύχεται. Μά ἡ παπαδιά μέσα στούς Ψαλμούς πού ἔλεγε, ἔλεγε καί κάτι: 
—Φχαριστῶ Σοι. Φχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ.
Τήν ἄκουγε νά τό λέη συνέχεια καί σάν πεδούλα ἡ κυρά Φωτεινιώ τή ρώτησε: 
—Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λές εὐχαριστῶ; Γιατί λες, εὐχαριστῶ Σοι Κύριε;
Λέει:
—Τί νά πῶ ἄλλο παιδί μου; Μᾶς ἔδωσε τόσα ἀγαθά ὁ Θεός καί μᾶς ἔχει καλά καί μέ τή Χάρι τοῦ Θεοῦ Τόν γνωρίζουμε. Μόνο εὐχαριστῶ μπορῶ νά τοῦ πῶ. Τίποτε ἄλλο δέν μπορῶ νά ζητήσω.
Ἔτσι, ἡ Φωτεινιώ μεγάλωσε καί ἐνστερνίστηκε αὐτή τήν εὐχή. Σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη εὐχή καί σάν νά μήν ἤξερε ἄλλη προσευχή, ὅ,τι τῆς συνέβαινε ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Ἔμεινε μέχρι τά δεκαεφτά της χρόνια νά κοιμᾶται στούς θείους της στό σπίτι καί τό πρωΐ, πρωΐ-πρωΐ νά φεύγη καί νά πηγαίνη στῆς κυρα-παππαδιᾶς καί νά τῆς δίνη καί ἐκείνη ἕνα χαρτζιλίκι, ἔτσι ὥστε νά μήν χρεώνη τούς θείους της γιά τά δικά της ἔξοδα.
Στά δεκαεφτά της χρόνια, πῆγε μιά ἐκδρομή σ᾽ ἕνα Μοναστήρι, μαζί μέ τήν κυρα-παππαδιά καί μέ τήν ἐνορία, στήν Βόρεια Ἑλλάδα σ᾽ ἕνα γυναικεῖο Μοναστήρι καί πόθησε ἡ κακομοίρα νά γίνη μοναχή. Τῆς ἄρεσε τόσο πολύ αὐτή ἡ ζωή πού κατανενυγμένη ζήτησε νά γίνη. Ὅμως, ἔπρεπε νά ἔχη γονεῖς νά τήν ἀφήσουν, γιατί ἦταν ἀνήλικη.
Και ἔτσι γυρίζοντας βρέθηκε ἀντιμέτωπη μέ ἕνα δυσάρεστο γεγονός, ὅτι οἱ θεῖοι της γιά νά τήν ξεφορτωθοῦν τῆς εἶχαν βρεῖ ἕνα γαμπρό, ὁ ὁποῖος φυσικά δέν θά ἦταν καί σόι ἀφοῦ δέν ζήταγε προίκα. Ἔτσι, λοιπόν, σ᾽ ἕνα χρόνο, ἄρον ἄρον τήν παντρέψανε. Ἡ κακομοίρα, ὅμως, ἀντιμετώπιζε τό πρόβλημα, ὅτι αὐτός εἶχε καφενεῖο καί δυστυχῶς μάθαινε νά πίνη καί ἦταν καί ἔπινε καί ἄλλες οὐσίες ἐκεῖ στό καφενεῖο καί τά πράγματα δυσκόλεψαν.
Γέννησε, ὅμως, τοῦ χάρισε τρία παιδιά: ἕνα ἀγόρι, τόν Φάνη καί δύο κορίτσια. Δέν θυμᾶμαι τά ὁνόματά τους νά σᾶς πῶ. Ἀλλά θυμᾶμαι ὅτι εἶχε τρία παιδιά. Καί ἡ κακομοίρα προσπαθοῦσε νά τά ἀναθρέψη μέ νουθεσία Κυρίου.
Αὐτός, ὅμως, ὅποτε γύριζε ἀπ᾽ τό καφενεῖο μεθυσμένος ἤ τό παιδί τό ἕνα ἦταν ἄρρωστο ἤ γκρίνιαζε, προσπαθοῦσε νά τά μαλώση καί νά τά δείρη καί αὐτή ἡ κακομοίρα ἔβαζε τόν ἑαυτό της μπροστά καί ἔτρωγε αὐτή τό ξύλο. Ἔτσι ἐκτός ἀπ᾽ τίς βρισιές πού δεχόταν, αὐτή ἔτρωγε καί τό ξύλο, ἔτρωγε καί κανά παιδάκι ξύλο. Καί ἡ κακομοίρα πάντοτε μέ τήν εὐχή “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Ποτέ δέν παραπονέθηκε.
Στά τέσσερα πέντε χρόνια τοῦ γάμου της, ἐπειδή δέν πήγαινε καλά ἡ ἐπιχείρησι τοῦ ἄντρα της, τά ξαδέλφια του τοῦ εἴπανε:
—Ἔλα σέ μᾶς στήν Πρωτεύουσα τοῦ νομοῦ νά βροῦμε ἕνα καφενεῖο νά βάλουμε τό βιός μας μέ τό βιός σου νά κάνουμε ἕνα μεγάλο καφενεῖο. 
Ὄντως ἔτσι ἔγινε. Βρῆκαν καί ἕνα σπιτάκι στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ, πού εἶχε ἕνα πηγάδι καί μιά μικρή στάνη καί μποροῦσαν νά ἐπιβιώσουνε καί οἱ δυό φτωχικά καί ὄντως κάναν τό καφενεῖο μεγαλύτερο ἀλλά σιγά σιγά ὁ καφενές ἔγινε καφετέρια, ἡ καφετέρια ἔγινε καφέ-bar καί σιγά σιγά ἔγινε νυκτερινό κέντρο...
Μέ πεταλουδίτσες, μέ διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνοῦσε ἀργά ὁ Ἀνέστης, δέν τοῦ ἄρεσε πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, φώναζε, τήν ἔλεγε “μούχλα”, τήν ἔλεγε “πανούκλα”, τήν ἔλεγε “χολέρα”. Τήν ἔβριζε, τήν ταπείνωνε. Ἐκείνη πάντοτε μέ ταπείνωση καί πολύ καρτερία ἔλεγε: “Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε. Εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”.
Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αὐτό τό μαρτύριο. Δέν τήν ἀφήναν νά πάη στήν ἐκκλησία καί μοῦ ἔλεγε μέ δάκρυα:
—Παίρναν, παππᾶ μου, τά παπούτσια μου καί τά ρίχναν στό πηγάδι ἤ τά ρίχναν στή κοπριά γιά νά μήν μπορῶ νά πάω. Πῶς θά πάω; Ξυπόλητη; Καί τά ἔβγαζα, τά ἔπλενα καί μετά τά φοροῦσα. 
Καί λέω:
—Τόν χειμῶνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τά φοροῦσες;
—Ὄχι, λέει, τά ἄλειφα καί μέ λίγο λάδι νά μήν μέ λέη ἡ γειτονιά ἀνοικοκύρευτη. Καί πήγαινα στήν ἐκκλησία καί δέν μέ ἔνοιαζε.
Ἔτσι, λοιπόν, μετά ἀπό δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωῆς, μιά μέρα ἦταν Καθαρά Δευτέρα, εἶχε ἔρθει ὁ κυρ-Ἀνέστης ἀπό βραδίς στό σπίτι, κατά τίς τέσσερεις τό πρωΐ τά χαράματα καί κοιμόταν, ἐκείνη ἑτοιμασε τό πρωΐ τά καλαθάκια γιά τά παιδιά της, τά μπουγαλάκια τους μέ τά νηστίσιμά τους γιά νά πᾶνε νά γιορτάσουν τά κούλουμα ἔξω στήν ὕπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ὁ κυρ-Ἀνέστης καί λέει:
—Φάνη σήκω. Καί ἑτοιμασε τήν ψησταριά, γιατί θά βάλουμε νά ψήσουμε κρέας καί νά χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τά παιδιά πού εἶναι κλειστή ἡ ταβέρνα νά πιοῦμε καί νά φᾶμε ὅλοι μαζί.
Καί τόλμησε ἡ κακομοίρα ἡ κυρά Φωτεινιώ νά πῆ:
—Βρέ Ἀνέστη μου, σήμερα εἶναι Καθαρά Δευτέρα. Οἱ Χριστιανοί ὅλοι νηστεύουν καί τιμᾶνε τήν ἀρχή τῆς Σαρακοστῆς, πού στήν Μ. Ἑβδομάδα ὁ Χριστός μας σταυρώθηκε γιά τή Σωτηρία μας. Τί θά κάνουμε; Σάν τούς Ἑβραίους νά φᾶμε Καθαρά Δευτέρα κρέας; 
—Ρέ, ἐσύ θά μέ πῆς, πανούκλα, Ἑβραῖο, ἐσύ θά μέ πῆς...
Καί ἐκεῖ πού ἄρχισε νά τῆς φωνάζει καί νά τήν βρίζη, πέταγε τά πράγματα ἀπ᾽ τό σαλόνι του στό σπίτι του, ἔσπαγε τά πράγματα καί ὅπως πηγαίνει νά τήν χτυπήση... τόν ἐπισκέπτεται ὁ Κύριος ἐν βραχίονι ὑψηλό καί πέφτει κατάχλωμος κάτω.
Ἄρχισε νά τρέμη, μαζευτῆκαν τά παιδιά, ἄρχισε ὁ γυιός νά φωνάζη στήν μάνα τοῦ:
—Ἐσύ φταῖς ρέ μάνα γιατί τόν σκότωσες τόν πατέρα μας. Τί τοῦ ἔκανες; 
Ἦταν κατάστασι τραγική. Ἦταν καί τεράστιος ὁ κυρ-Ἀνέστης. Ἦρθαν οἱ γείτονες. Τόν βάλαν στό κρεββάτι καί ὅταν ἦρθε ὁ γιατρός τό μόνο πού διαπίστωσε ἦταν ὅτι, δυστυχῶς, εἶχε ὑποστῆ ἡμιπληγία, εἶχε ἀγγιχτῆ τό κέντρο τῆς ὁμιλίας του, εἶχε στραβώσει τό στόμα του καί τό δεξί του χέρι καί τό δεξί του πόδι εἶχαν παραλύσει.
Ὀκτώμισι χρόνια τόν διακονοῦσε μέ ὑπομονή, χωρίς νά λέη τίποτε παρά μόνο: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Τά παιδιά της τήν βασάνιζαν, τήν γιουχάρανε, τήν κοροιδεύανε, τῆς κάναν τά ἴδια, ἐκείνη ὑπέμενε λέγοντας πάντοτε: “Εὐχαριστήσομεν τῷ Κυρίῳ”. Μούγκριζε καμμιά φορά ὁ κυρ-Ἀνέστης. 
Λέω: 
—Πῶς τά κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ; 
—Τί νά ‘κανα;, λέει, πάτερ μου. Στήν ἀρχή δέν καταλάβαινα. Κι ὅταν πήγα μιά φορά κοντά του, τότε μέ τό ἀριστερό του χέρι, πού ἦταν τό μόνο γερό, μοῦ ἔπιασε τήν κοτσίδα καί μέ κοπάναγε. Καί δέν μέ ἄφησε πάρα μόνο μετά ἀπό μισή ὥρα, ὅταν κουράστηκε τό χέρι του. Τότε μόνο ἡσύχασε.
—Καί τό ἔκανες αὐτό συχνά κυρά Φωτεινιώ; 
—Αἴ, δόξα τῳ Θεῷ. Ὄχι πολύ συχνά. Κανά δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Λίγο νά ξεκουράζεται. Γιατί ὁ καημένος ἔχει ἄγχος. 
Καί δέν τόν κατέκρινε. Δόξα τῷ Θεῷ, ἔλεγε. Καί τῆς τραβοῦσε τά μαλλιά μόνο δυό φορές τήν ἑβδομάδα. Τέλος πάντων.
Μιά Παραμονή τῶν Θεοφανείων μετά τά ὁκτώμισι χρόνια, ἦταν οἱ Μεγάλες Ὧρες. Καί ἀφοῦ ἡ κακομοίρα πῆρε τόν ἁγιασμό πῆγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα νά εὐπρεπίση τό σπίτι της, νά ἑτοιμάση τό καντήλι της, νά θυμιάση γιατί θά περνοῦσε ὁ παπα-Βασίλης νά ἁγιάσει τό σπίτι. Καί ὄντως πέρασε ὁ παπα-Βασίλης. Καί ἅγιασε τό σπίτι. Καί ἤθελε-δέν ἤθελε ὁ κυρ-Ἀνέστης τόν διάβασε μιά εὐχή, μουγκρίζοντας ὁ κυρ-Ἀνέστης γιατί δέν ἀγαποῦσε τούς παπάδες, ἀλλά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ἀλλιῶς, πού νά πάη νά σηκωθῆ ἀφοῦ ἦταν παράλυτος; Τόν διάβασε ὁ παπᾶς ὅμως καί ἔφυγε.
Στό κατόπι ὅμως τοῦ παπα-Βασίλη, ἔρχεται ὁ Θεοφάνης. Ὁ Φάνης. Ὁ γυιός. Καί ἀρχίζει καί φωνάζει:
—Τί βρωμοκοπάει ἐδῶ σάν τά νεκροταφεῖα; Καί ἐσεῖς καί τά νεκροταφεῖα σας. Ἄντε πάλι, μούχλα, ἐσύ. Πάλι θύμιασες; Καί μέ τά θυμιατά σου τί βρήκαμε; Νά, πίσω πᾶμε. Καί τί ὠφεληθήκαμε ἐμεῖς μέ τά θυμιατά σου; 
Καί μέ τά νεῦρα του, πετάει τό καντήλι, πετάει τίς εἰκόνες, ρίχνει τά κεριά καί βγαίνει ἡ κακομοίρα ἔξω γιά νά δῆ τί γίνεται στό σαλόνι ἀπ᾽ τήν κουζίνα, γιατί εἶχε ἀνοίξει φύλλο καί ἑτοίμαζε πίτες, γιατί θά ‘ρχόντουσαν τήν ἄλλη μέρα νά τήν εὐχηθοῦν καί ἐκείνη καί τό γυιό της καί νά μήν τήν δοῦν ἀνοικοκύρευτη καί ἐκεῖ στά νεῦρα του παίρνει τόν πλάστη ἀπ᾽ τά χέρια της καί τῆς τόν κοπανάει στό κεφάλι.
Ἡ κακομοίρα ἀπ᾽ τόν πόνο λιποθύμισε καί ἔπεσε κάτω. Καί ἦρθαν οἱ γειτόνισσες νά τήν συνεφέρουν, τῆς βάλαν καί μιά σακούλα μέ πάγο στό κεφάλι καί ὅταν συνῆλθε σέ καμμιά ὥρα καί εἶδε τόν ἑαυτό της στόν καθρέφτη, τρόμαξε. Εἶχε ἕνα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σάν ἀβγό στό μέτωπό της. Καί εἶχε ἀρχίσει νά μελανιάζη ὅλη ἡ δεξιά πλευρά.
—Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πῶς θά πάω στήν ἐκκλησία μέ τό καρούμπαλο; Πῶς θά πάω μελανιασμένη; Τί θά λέη ἡ γειτονιά γιά τά παιδιά; Καλά ὁ ἄντρας σου. Ἀλλά τά παιδιά; Θά μέ κουτσομπολεύουν καί θά στεναχωριοῦνται.
—Τί ἔκανες, καλέ κυρά Φωτεινιώ;
—Ἔβαλα ὅλη τή νύχτα κομπρέσα, παπᾶ μου καί εἶπα τό πρωΐ νά πῶ στήν κόρη μου νά μοῦ δώση λίγο ἀπό ἔκεῖνες τίς ποῦδρες πού βάζουνε νά καλύψω τό μελάνιασμα. Ἀλλά μέ τό καρούμπαλο, τί θά ἔκανα; Σκέφτηκα, λέει, νά βάλω ἕνα φακιόλι, ἕνα μαντήλι καί νά κάνω ἔτσι ὅπως κάνουν οἱ εὐσεβεῖς καί νά πάω στή ἄκρη. Νά μήν πάω στήν θέσι πού πήγαινα στήν ἐκκλησία.
—Καί τό ‘κανες, κυρά Φωτεινιώ; 
Λέει:
—Ναί. Σηκώθηκα πρωΐ πρωί.
Σηκώθηκε ἡ κακομοίρα, τακτοποίησε τό σπίτι της, ἄλλαξε τόν κυρ-Ἀνέστη, τόν ξύρισε, τόν ἔπλυνε, τόν ἑτοίμασε, ἄναψε τό καντήλι της, θύμιασε καί ἔφυγε τροχάδι γιά τήν ἐκκλησία. 
—Μά σάν μπῆκα, λέει, παπᾶ μου μέσ᾽ στήν ἐκκλησία, ἕνα οὐράνιο Φῶς εἶδα μέσ᾽ στήν ἐκκλησία. Ἕνα Φῶς πού ἔφεγγε καί τά πολυέλαια ἦταν σβηστά. 
Λέω:
—Καί τί χρῶμα εἶχε αὐτό τό Φῶς, κυρά Φωτεινιώ; 
—Λευκογάλαζο, παπᾶ μου. Ἄστραφτε τό Φῶς. Κι ἐγώ, παρόλο πού ἔκανε κρύο ἔξω τσουχτερό αἰσθανόμουνα μιά θερμότητα. Μιά θερμότητα καί μιά δροσιά. Καί ἡ καρδιά μοῦ ἄνοιγε. Καί ἔλεγα: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε”. Πῆγα λοιπόν στή ἀκριανή πόρτα πού εἶναι στά ἀριστερά, κεῖ πού κάθονται οἱ γυναῖκες γιά νά μπορῶ νά ἀτενίσω τόν Παντοκράτορα, νά χαίρομαι, νά παρηγοριέμαι. Καί ὅσο προχωροῦσε ἡ Λειτουργία τόσο αὐτό τό Φῶς αὔξαινε. Καί ὄχι μόνο αὔξαινε, παπᾶ μου, ἀλλά ἔπεφτε καί μιά χρυσόσκονη καί ἄστραφτε ὄλο αὐτό τό Φῶς, σάν νά εἶχε χιλιάδες μυριάδες ἀστέρια. Καί σάν κοιτάω τόν Παντοκράτορα, τί νά δῶ παπᾶ μου; Εἶχε... Ἔβγαινε αὐτό τό Φῶς ἀπ᾽ τό Φωτοστέφανο τοῦ Χριστοῦ μας, ἀπ᾽ τό Πρόσωπό Του, τά Χεράκια Του, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο... καί κάλυπτε τόν κόσμο. Καί ὅσοι ἦταν στήν ἐκκλησία, ἄλλους τούς ἔλουζε τό Φῶς καί ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς καί γινόντουσαν ὅλοι μιά λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. στούς ἄλλους δέν ἔμπαινε μέσα τους τό Φῶς, ὅμως, τούς θώπευε.
Και τήν ρώτησα:
—Ἦρθε καί σέ σένα τό Φῶς; Ἦρθε στή γωνιά σου, στήν γωνίτσα σου τό Φῶς;
—A! Ἄμ, καλοῆρθε παπᾶ μου. Ἦρθε.
—Πῶς τό αἰσθάνθηκες, κυρά Φωτεινή;
—Σάν ἕνα Χέρι πού μέ θώπευε. Μέ ἄγγιζε ἀπ᾽ τό μέτωπο, μέ χάιδευε στούς ὤμους, στά μπράτσα καί στίς παλάμες. Καί μετά μέ πήγαινε ἀριστερά. Καί τό ἴδιο πράγμα. Καί ἄνοιξε ἡ καρδιά μου παπᾶ μου καί ἄρχισαν νά τρέχουν τά δάκρυά μου μετά. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Ἀλλά τό Χέρι αὐτό μοῦ ἐπούλωσε τίς πληγές, μού ἔκλεισε τίς πληγές ὅλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές πού εἶχα. Τά βρισίδια, τούς ξυλοδαρμούς, τούς βιασμούς, τό ξύλο, τήν ταπείνωσι... ὅλα μοῦ τά ἐπούλωσε ὁ Χριστός. Τίποτε δέν αἰσθανόμουνα. Αἰσθανόμουνα μιά ἀπέραντη εὐφορία. Ἀλλά καί κάτι ἄλλο, παπᾶ μου. Μέ κλειστά τά μάτια, ἔβλεπα τά γινούμενα στή Λειτουργία. Ἔβλεπα τά πάντα. Ἔβλεπα τήν Μεγάλη Εἴσοδο, εἶδα τούς Πατέρες, εἶδα τή Λειτουργία ὅλη. Τήν ἔζησα στόν Παράδεισο... Ξαφνικά, ὅμως, εἶδα τίς γυναῖκες νά ἀρχίσουν νά κινοῦνται καί κατάλαβα ὅτι πᾶμε γιά νά κοινωνήσουμε. Ἦρθε ἡ ὥρα τῆς Θ. Κοινωνίας. Ἑτοιμάστηκα. Καί ὅπως κοίταζα νά δῶ τό τσεμπέρι μου, τί νά δῶ; Τό Χέρι μοῦ εἶχε κάνει καλά καί τό καρούμπαλο! Δέν εἶχα οὔτε καρούμπαλο! Εἶχε φύγει τό καρούμπαλο. Καί μέ μεγάλη χαρά ὅτι δέν θά ἐκτεθῶ στήν γειτονιά, στάθηκα στή σειρά. Ἀλλά εἶπα νά δῶ, κι ἔτσι δεξιά νά δῶ, ποιός κοινωνάει; Ὁ παπά-Βασίλης πού ἦρθε καί μᾶς ἅγιασε ἤ ὁ παπα-Γιάννης; Καί ξαφνικά, παπᾶ μου... Οὔτε ὁ παπα-Βασίλης ἤτανε. Οὔτε ὁ παπα-Γιάννης. Ἕνας Δεσπότης... Μά τί Δεσπότης... Τί χρυσά ἄμφια φοροῦσε! Τί διαμάντια καί μπριλάντια εἶχαν πάνω τά ροῦχα Του! Ἄστραφτε ὁλόκληρος! Καί φοροῦσε μιά Κορῶνα... Ὄχι σάν αὐτές τῶν Δεσποτάδων. Μιά Βασιλική Κορῶνα. Πού ἄστραφταν χιλιάδες τά μπριλάντια καί τά διαμάντια. Καί πάνω στήν Κορῶνα του εἶχε Ἀγγέλους. Μά καί δίπλα Του εἶχε δύο Παραστάτες Ἀγγέλους πού κρατοῦσαν τό Μάκτρο. Με ἔπιασε τρόμος. Τά Χέρια Του, τό Πρόσωπό Του, ἔφεγγαν σάν τόν ἥλιο. Καί κρατοῦσε μιά χρυσή λαβίδα. Ἀλλά δέν εἶχε μέσα τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο. Καί ἡ δόλια, λέω, ἡ κακομοίρα, τί θά κάνω; Πῶς θά κοινωνήσω τό κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά ἔχουν σήμερα. Ἄλλος Δεσπότης ἦρθε καί ἄλλες συνήθειες ἔχουν. Καί τί νά κάνω ἐγώ; Καί πῶς θά καῶ; Καί θά βάλω τίς Φωνές στόν κόσμο;
—Καί τί ἔκανες, βρέ κυρά Φωτεινιώ; Δέν κοινώνησες;
—Ὄχι, λέει. Προφασίστηκα εὐγένεια. Καί πῆγα στήν ἄκρη καί ἔλεγα: “Περᾶστε. Περᾶστε καί ἐσεῖς”. Αἴ, περάσανε καμμιά εἰκοσιπενταριά πού ἦταν στήν οὐρά... Μετά δέν εἶχε ἄλλο “περάστε”. Ἔπρεπε νά μπῶ ἐγώ στή σειρά.
—Τι ἔκανες, κυρά Φωτεινιώ;
—Τι ἔκανα λέει; Πλησίασα καί κοιτάζοντας χαμηλά μήν μπορῶντας νά δῶ τό Πρόσωπο τοῦ Δεσπότη, ἀκόμα καί τά παπούτσια του παπᾶ μου χρυσά ἤτανε. Καί οἱ Ἄγγελοι δίπλα Του σάν νά μήν πατοῦσαν στή γῆ. Καί εἶπα: “Χριστέ μου, εὐχαριστώ Σοι. Ἄντε, γιά τήν ἀγάπη Σου. Ἄς εἶσαι Ἐσύ καί ἄς καῶ. Ἐσύ νά εἶσαι καί ἄς καῶ. Κι ἐγώ θά κοινωνήσω. Ἔκλεισα τά μάτια μου, ἔβαλα τό Μάκτρο (κόκκινο ὕφασμα πού κρατᾶμε κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μας κατά τήν Θ. Μετάληψι) κάτω ἀπ᾽ τό στόμα μου καί ἄνοιξα τό στόμα μου.
—Κοινώνησες, κυρά Φωτεινιώ;
—Κοινώνησα παπά μου.
—Κάηκες κυρά Φωτεινιώ;
—Ὄχι, παπᾶ μου. Δροσίστηκε ἡ ψυχή μου. Ἄνοιξε ἡ καρδιά μου. Καί ἄρχισα νά λέω ἀπ᾽ τήν καρδιά μου: “Εὐχαριστῶ Σοι, Κύριε. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Σέ εὐχαριστῶ Σοι Κύριε”. Καί ἄρχισα φαίνεται νά τό λέω δυνατά καί ξαφνικά ἀκούω τή φωνή τοῦ παπα-Βασίλη νά μοῦ λέει: “Κυρά Φωτεινιώ, εἶσαι καλά;” καί ἀνοίγω τά μάτια μου καί βρίσκομαι μπροστά στόν παπά-Βασίλη πού κρατοῦσε τό ἅγιο Ποτήριο καί σκέπαζε μέ τό Μάκτρο. Και λέω: “Παναγία μου, θά ρεζιλευτώ”... Καί πῆγα στήν ἄκρη καί σκεφτόμουνα: “Ὅλα αὐτά πού εἶδα, παπᾶ μου, ἦταν ἀληθινά; Λές νά ‘ταν φαντασία; Μά εἶδα τόν Δεσπότη, εἶδα τούς Ἀγγέλους, εἶδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, εἶμαι τρελλή;”. Μόλις τελείωσε ὁ ἁγιασμός καί πῆγα σπίτι μου, μπῆκα ἀμέσως στήν ἀποθηκούλα νά ἀλλάξω τά ροῦχα μου, γιά νά βάλω τά ροῦχα τοῦ σπιτιοῦ καί νά βάλω τήν ποδιά μου νά ἑτοιμάσω τό φαγητό. Καί σάν ντύθηκα, κάτι μοῦ μύριζε τό σπίτι. Καί μπαίνω μέσα στό σαλόνι καί τί νά δῶ; Ἡ μικρή μου θυγατέρα κρατοῦσε ἕνα θυμιατό καί θύμιαζε τίς εἰκόνες. Στή θέσι τους οἱ εἰκόνες, εὐπρεπισμένο τό καντηλάκι μου, ἀναμένα τά κεράκια μου καί δίπλα στήν Παναγία ἕνα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Καί μοῦ λέει ἡ κόρη μου: “Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ἡμέρα. Εἴπαμε νά θυμιάσουμε, μιᾶς καί σοῦ ἀρέσει νά θυμιάζης τό σπίτι. Ἀλήθεια, μᾶς ἔφερες ἀντίδωρο;” κι ἐγώ ἔμεινα... Καί σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σέ αὐτό τό σπίτι δέν μοῦ ζητήσανε ποτέ ἀντίδωρο”. Καί ἀπαντοῦσα στήν κόρη μου: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”! Κι ἔρχεται καί ὁ γυιός μου ἀπ᾽ τό κατόπι μου στό πλάι καί σκύβει ταπεινά καί μοῦ φυλάει τό χέρι καί μοῦ λέει: “Συχώρα μέ μάνα. Συχώρα με” καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”. Καί ἀκούω τόν Ἀνέστη νά μοῦ φωνάζη καί μπαίνω βιαστική νά δῶ μήπως ἤθελε κάτι καί τόν βλέπω καθήμενο στό κρεββάτι του καί μοῦ ἔκανε σινιάλο μέ τό ἀριστερό του χέρι. Καί σάν τόν εἶδα εἶχε μιά ἱλαρότητα τό πρόσωπό του καί μιά γλυκύτητα τά μάτια του. Καί τοῦ δίνω τό χέρι μου, νομίζοντας θέλει νά καθίση καί αὐτός ἀρχίζει καί μοῦ τό φιλοῦσε. Μέσα καί ἔξω, παπᾶ μου μοῦ τό φιλοῦσε κλαίγοντας καί μοῦ ‘λεγε μέ τό μισό του στόμα: “Συγχώρα με, Φωτεινιώ. Συγχώρα με νά χαρῆς”. Καί ἔρχεται πίσω τό παιδί... Καί ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ἔρχεται τό παιδί μου πάλι καί μέ φιλάει στό μέτωπο ἐκεῖ πού ἦταν τό καρούμπαλο καί μοῦ λέει: “Συχώρα με, μάνα. Δέν θά τό ξανακάνω. Τήν εὐχή σου νά χω, μάνα”. Κι ἐγώ ἀπαντοῦσα: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Κι ἐδῶ σταμάτησε ἡ διήγησι τῆς κυρά Φωτεινιῶς. Γιά εἴκοσι λεφτά πλάνταξε στό κλάμμα. Κι ἀφοῦ συνῆλθε μέ ρώτησε μέ μιά παιδική ἁπλότητα, σάν μικρό κοριτσάκι ἔνοχο: 
—Πάτερ μου, εἶμαι κουζουλή; Τρελλάθηκα; Λές νά μέ κλείσουν στό Δρομοκαΐτειο; Λές νά εἶμαι γιά δέσιμο καί εἶδα τόσες φαντασίες; Λές νά εἶμαι τρελλή; Τί θά πῆς, Πάτερ; Τί γνώμη ἔχεις; Εἶμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα; 
Κι ἐγώ ἀπάντησα: 
—“Ευχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν γιά τήν ὕπαρξί σου, κυρά Φωτεινιώ, τῷ Κυρίῳ. Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ”!
Ἡ κυρά Φωτεινιώ δέν ἦταν ὁ Ἅγ. Χρυσόστομος, οὔτε ὁ Ἅγ. Νείλος, οὔτε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, οὔτε ὁ Μέγας Παϊσιος. Ἦταν μιά ψυχή σάν κι ἐσᾶς, σάν κι ἐμᾶς. Ἁπλῶς ἔμαθε καλά στήν καρδιά της νά λέη: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ” καί ὁ Θεός τήν πλήρωσε πλουσιοπάροχα.
Θά σᾶς πῶ καί τήν ἔκβασι γιατί ξέρω πώς θά χαρῆτε. Σήμερα, χήρα πιά ἡ κυρά Φωτεινιώ, εἶναι Μοναχή καί πηγαίνουν τά παιδιά της καί τῆς φιλοῦν τό χέρι καί τό μέτωπο... Καί ἐκείνη κάθεται ἐκεῖ καί ἀφουγκράζεται καί θυμᾶται τό Δεσπότη Χριστό, πού τήν κοινώνησε μέ τήν χρυσή Λαβίδα τό Τίμιο Φρικτό Σῶμα καί Αἷμα Του.
Εἴθε ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά λαβώση τήν καρδιά μας μέ τήν ἄπειρη ἀγάπη του καί νά μᾶς διδάξη ἀπ᾽ τά κατάβαθα, τά τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς μας, ἀναβαθμίζοντας τή δική μας παιδική προσευχή σέ εὐχαριστηριακή, νά λέμε κι ἐμεῖς, δίνοντας τό μπόλι τῆς καρδίας καί τοῦ σώματος: “Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ, πάντων ἔνεκεν”.


<>






Ένας ιερέας πήγε στο σούπερ μάρκετ.

Όταν άπλωσε τα ψώνια στο ταμείο, άκουσε πίσω του ένα λογο με το εξής περιεχόμενο: «Ω, κοίτα, ο παπάς έχει κερδίσει τόσα πολλά για τον εαυτό του... Διδάσκει τον κόσμο για τη φτώχεια, αλλά έχει κερδίσει για τον εαυτό του. για να υπερφάει!Τι κοιλιά έχει φάει...».

Ήταν η φωνή μιας 50χρονης γυναίκας που δεν ηρέμησε και αποφάσισε να περάσει στην επίθεση:

- Λοιπόν, πήρες λίγα για τον εαυτό σου; - ρώτησε σαρκαστικά η γυναίκα.

«Λοιπόν, τά πήρα», απάντησε ο ιερέας.

- Μάλλον για ένα μηνα;

- Όχι, αγαπητή γυναίκα, νομίζω ότι μπορώ να το φάω σε δύο μέρες.

- Ναι, είναι ξεκάθαρο από την κοιλιά σου ότι σίγουρα μπορείς να το διαχειριστείς!

- Σωστά προσέξατε, η κοιλιά μου είναι η καταδίκη μου. Δεν μπορώ παρά να σκεφτώ το φαγητό.

- Και βάζω και τυρί και ζαμπόν στο καρότσι μου, λίγο πιο γρήγορα!

- Λοιπόν, καλά, υπάρχει μια τέτοια αμαρτία.

- Σωστά αυτά που λένε για σένα... Και κυκλοφορείς και με Merceds!

- Υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτό... Έχω ήδη ένα Merc, αλλά θέλω κάτι πιο σοβαρό. Ονειρεύομαι μια Cadillac, αλλά όλα πάνε προς το φαγητό, γιατί πρέπει να ταΐσω την κοιλιά μου...

- Ουάου, ούα! Εντάξει, τουλάχιστον το παραδέχεσαι! Ονειρεύεται το «KoniAk»! Είναι δυνατόν να μην μπορείτε να ζήσετε χωρίς να πιείτε;

- Λοιπόν, τι θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς αυτό; Τώρα θα βγάλω το ράσο μου και θα τρέξω στον πάγκο για μπύρα για να μην με δει κανείς.

- Ναι... Ούτε ντροπή, ούτε συνείδηση! Αυτό ακριβώς λένε για σένα!

- Ακριβώς, αλλά όχι ακριβώς. Αν ήξεραν καλύτερα, θα έλεγαν ακόμα χειρότερα.

- Χα! Και γενικά, μετά από αυτό, γιατί να ονομάσω τις αμαρτίες μου μπροστά σε ανθρώπους σαν εσένα;

«Όχι, δεν πρέπει, μην ανησυχείς», απάντησε ήρεμα ο ιερέας, βάζοντας τα πράγματα σε σακούλες.

Και τότε η γυναίκα σώπασε. Αν και το πρόσωπό της δεν άλλαξε, ήταν ξεκάθαρο ότι είχε μιλήσει πλήρως και είχε λάβει κάποια ικανοποίηση. Ξαφνικά επικράτησε μια ηρεμία. Και τότε ο ιερέας πήγε στην επίθεση.

- Εσύ, σαν μητέρα, νιώθεις καλύτερα;

Όμως η γυναίκα δεν απάντησε. Στην πραγματικότητα ένιωθε καλύτερα σε κάποιο βαθμό, αλλά φοβόταν να το παραδεχτεί δυνατά. Όπως είπε αργότερα αυτή η γυναίκα, εκείνη τη στιγμή, προς έκπληξή της, ανακάλυψε ένα άγνωστο μέχρι τώρα πράγμα: αποδεικνύεται ότι ακόμη και από έναν ιερέα που τρώει υπερβολικά και οδηγεί μια Mercedes, μπορείς να πάρεις παρηγοριά!

Όμως η ανακούφιση δεν κράτησε πολύ. Όταν αυτή η ωραία γυναίκα έφυγε από το κατάστημα, είδε με έκπληξη ότι ο ιερέας περπατούσε προς το VAZ 2104 Mercedes του με άδεια χέρια.

Στην αρχή δεν κατάλαβε ποιο ήταν το κόλπο, γιατί ο ιερέας έφευγε από το σούπερ μάρκετ με τέσσερις σακούλες. Όμως, κοιτάζοντας πίσω, είδε τέσσερις άστεγους να εξετάζουν χαρούμενα το περιεχόμενο των πακέτων που είχαν στα χέρια τους...

Εδώ, η «παρηγοριά» της αναζήτησης της αλήθειας της 50χρονης καταπατήθηκε από ένα ακατανόητο και σχεδόν ξεχασμένο συναίσθημα που ξέσπασε από κάπου στο υπόγειο της ψυχής της.

Η γυναίκα πάγωσε, κοιτάζοντας τα χαρούμενα πρόσωπα των αστέγων. Μέσα της συναντήθηκαν ταυτόχρονα αντικρουόμενα συναισθήματα ενοχής, παρεξήγησης, χαράς και αυτομαρτυρίας, που μαζί έγιναν ο πρόδρομος της μετάνοιας του αναζητητή της αλήθειας.

Και εκείνη τη στιγμή, η γυναίκα έκανε μια άλλη ανακάλυψη για τον εαυτό της: η αληθινή παρηγοριά, σε αντίθεση με την ικανοποίηση με την κατάκριση των άλλων, γεννά δάκρυα μετάνοιας και αγγίζει την καρδιά.

...Πέρασαν ήδη 7 χρόνια.

Και τώρα ο ιερέας της ενορίας, ο πατέρας Βίκτορ, και η  Βαλεντίνα Τιμοφέβνα, θυμούνται με χαμόγελο την ιστορία της γνωριμίας τους στο σούπερ μάρκετ.

Άνθρωποι, να είστε ελεήμονες.


<>








«Κάποια ἡμέρα [ὁ ὅσιος Γέροντας Ἰάκωβος Βαλοδῆμος] ἐπέστρεφε ἀπ᾽ τό χωριό Σουδενά, πού λειτουργοῦσε, στό Μοναστηράκι του, πού ἀπεῖχε δύο ὧρες περίπου. Στόν ἐρημικό ἐκεῖνο δρόμο βαδίζοντας προσευχόταν νοερῶς, ὅπως συνήθιζε πάντοτε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός κατώρθωνε νά ἔχη σέ ἐφαρμογή τό “ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε”.
Ἐντωμεταξύ ἄνδρες τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ ναρκοθέτησαν ἕνα σημεῖο τοῦ δρόμου. Κατέλαβαν ἀκολούθως τό ὕψωμα καί παρακολουθοῦσαν, μήπως περάση κανείς συμμορίτης. Ξαφνικά βλέπουν νά ξεπροβάλη ἀνύποπτος ὁ π. Ἰάκωβος στό ναρκοθετημένο σημεῖο τοῦ δρόμου. Μπήχνουν τίς φωνές γιά νά τόν προλάβουν:
—Παππούλη... Παππούλη...
Ἀλλά ὥσπου νά ἀκούση ὁ π. Ἰακωβος  —ἦταν ἄλλωστε προσηλωμένος στήν προσευχή— τήν πάτησε τή νάρκη. Ἐξερράγη μέ δαιμονιώδη κρότο. Ἐβούϊξαν οἱ πλαγιές  καί τά φαράγγια καί σύννεφα κονιορτοῦ σηκώθηκαν. Λές καί ἐξερράγη κάποια ἀπ᾽ τίς φιάλες τῆς Ἀποκαλύψεως.
—Πάει ὁ φουκαράς ὀ Παππούλης, λένε οἱ στρατιώτες καί τρέχουν στόν τόπο τοῦ δυστυχήματος. 
Καί τί βλέπουν; Τρίβουν τά μάτια τους. Δέν μποροῦν νά τό πιστέψουν. Βλέπουν τόν π. Ἰάκωβο ἄσπρο ἀπ᾽ τή σκόνη σάν μυλωνά, νά τινάζη τά ράσα του, χωρίς νά ἔχη πάθη τίποτε καθοκληρία. Δέν μποροῦν νά συνέλθουν ἀπ᾽ τήν ἔκπληξί τους. 
—Καί δέν ἔπαθες, Παππούλη τίποτε!, ρωτοῦν μέ θαυμασμό.
—Πῶς νά πάθω, παιδιά μου; Ἀφήνει ὁ Θεός νά πάθουμε τίποτε, ἀφοῦ ἔλεγα τήν προσευχή μου; Καί σᾶς δέν θά σᾶς ἀφήση ὁ Θεός νά πάθετε τίποτε. Θά σᾶς φυλάξη νά γυρίσετε στά σπίτια σας. Μονάχα νά πηγαίνετε μέ τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νά καθήσω, παιδιά μου, νά ἐξομολογηθῆτε, καί μεθαύριο νά σᾶς λειτουργήσω νά κοινωνήσετε;
—Ναί, παππούλη, ἀπάντησαν ὅλοι τους μέ ἕνα στόμα συνεπαρμένοι ἀπ᾽ τό θαῦμα.
Ἡ εὐκαιρία ἦταν μοναδική νά κερδιθοῦν οἱ ψυχές αὐτές καί ὀ ἄξιος λευΐτης, πού ἐνδιαφερόταν μόνο γιά νά σωθοῦν ψυχές, τήν ἐξεμεταλλεύθηκε. Σέ λίγο καθισμένος σέ μιά πέτρα κάτω ἀπό ἕνα δέντρο φορώντας τό ἐπιτραχήλι του, μέσα στό κρύο τοῦ χειμῶνα, τούς ἐξομολογοῦσε ἕνα-ἕνα. “Οὕτως ἐκαθέζετο” καί ὁ Κύριος παρά τό φρέαρ τῆς Σιχάρ κάι ἐξομολογοῦσε μιά ἁμαρτωλή»(ΧΒ, 40).



<>






Ἀρχιμ. Θεόφιλος Ζησόπουλος: «Ὅταν ἤμουν μαθητής εἶχα διαβάσει τήν ἑξῆς ἱστοριούλα.
Σ᾽ ἕνα ξερονήσι ὑπῆρχε ἕνας φάρος καί σ᾽ αὐτόν τό φάρο φαροφύλακας ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πτωχός, οἰκογενειάρχης, πού ἔπαιρνε ἀσφαλῶς τό μισθουδάκι του, ἀλλά ψάρευε κιόλας καί τόν κόπο τῆς ἐργασίας του τόν μετέφερε ἐκεῖ, σ᾽ ἕνα κοντινό νησί. Πήγαινε τακτικά. Πολλές φορές, ὅμως, ἀργοῦσε νά ἐπιστρέψει. Καμμιά φορά τό χρῆμα παρασέρνει τόν ἀνθρώπο καί τόν κάνει νά παραστρατήση. Πήγαινε κάθε τόσο σέ κάποιο καπηλειό κι ἐκεῖ ξόδευε τά χρήματά σου. Ἡ γυναῖκα καί τό μικρό του παιδί τόν περίμεναν στό σπίτι μέ ἀνησυχία πολλές φορές.
Ἡ γυναῖκα ἦταν πιστή. Καί συχνά προσευχόταν μέ τό γυιό της καί παρακαλοῦσε τό Θεό νά προστατεύη τό σύζυγό της καί νά τόν σώση ἀπ᾽ τό πάθος κι ἀπ᾽ τό ξεστράτισμά του αὐτό, ἀλλά χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα.
Ἦταν μιά χειμωνιάτικη νύχτα. Κι ἐκεῖνος ἄργησε νά ᾽ρθη. Τό χιόνι ἔπεφτε πυκνό. Ἡ ἀνεμοθύελλα μαινόταν. Καί ἡ ἀνησύχια τῆς μάνας καί τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ἦταν μεγάλη. Ὁ πατέρας δέν φαινόταν. Ἔκαναν τήν προσευχή τους μάνα καί παιδί καί πῆγαν νά κοιμηθοῦν. Μά ἠ μάνα δέν ἔκλεισε μάτι.  Οὔτε καί τό μικρό παιδί. 
Ξέρετε ἐσεῖς τά δράματα τέτοιων οἰκογενειῶν πού οἱ ἄνδρες μεθοῦν και χαρτοπαίζουν καί ξεστρατίζουν.
Ὅμως, τό μικρό παιδί εἶχε μιά ἀγωνία. Κρυφά, χωρίς νά τό ἀντιληφθῆ ἡ μάνα του, ἅρπαξε τό κλεφτοφάναρο τῆς θυέλλης, τό φανό, τόν ἄναψε σιγά-σιγά καί κατηφόρισε πρός τό μονοπάτι ἐκεῖνο πού θά περνοῦσε ὁ πατέρας.
Προχώρησε καί ὑψώνοντας τό φανάρι φώναζε δυνατά: 
—Πατέρα!... Πατέρα!... Ἔλα! Ἀπό δῶ εἶναι ὁ δρόμος.
Νόμισε τό παιδάκι πώς ἀπό μακρυά ἄκουσε τόν παφλασμό τῆς βάρκας καί σκέφθηκε πώς ὁ πατέρας του ἦταν κάπου ἐκεῖ κοντά.
Δέν ἔπεσε ἔξω. Μεθυσμένος καί ναρκωμένος ἀπ᾽ τό μεθύσι ὁ πατέρας σάν νά ξύπνησε. Σάν νά ἄκουσε τή φωνή τοῦ παιδιοῦ του. Γύρισε τά κουπιά του καί στράφηκε πρός τό μέρος πού εἶδε τό φῶς καί ἄκουσε τή φωνή. Προχώρησε. Ἔφθασε στήν ἄκρη, ἔδεσε τή βάρκα καί τρεκλίζοντας ἄρχισε νά περπατάη. Τό χιόνι εἶχε κλείσει τό μονοπάτι. Κι ἐκεῖ πού προχωροῦσε, σκόνταψε πάνω σέ κάτι. Ἦταν τό νεκρό παιδί του, τό δικό του παιδί πού ἀπ᾽ τό κρύο καί τήν παγωνιά ἔπεσε λιπόθυμο καί ξεψύχησε.
Ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ τόν ξύπνησε ἀπ᾽ τό μεθύσι. Τό φορτώθηκε στίς πλάτες κι ἀνέβηκε στό σπίτι. Τίς τραγικές σκηνές πού ἐπακολούθησαν μπορεῖτε νά τίς ἀντιληφθῆτε. Τραγικός ὁ πατέρας. Τραγική καί ἡ μάνα. Μπροστά στό νεκρό παιδί ὁ πατέρας ἔδωσε μιά ὑπόσχεσι.
—Παιδί μου, εἶπε, ὁ θάνατός σου μοῦ ἄνοιξε τό δρόμο. Ἀπό σήμερα καί πέρα δέν θά ξαναβάλω πιοτό στό στόμα καί οὔτε θά ξαναπάω στό δρόμο τῆς ἁμαρτίας. Ἀπό σήμερα καί πέρα θά γίνω ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ.
Εἰλικρινῶς μετανόησε καί ἡ αἰτία τῆς μετανοίας του ἦταν ὁ θάνατος τοῦ παιδιοῦ του»(ΔΚ, 71).



<>






«Εἶχε μαγαζί μέ γυναικεῖα εἴδη ἡ Στέλλα. Ταξίδευε στό ἐξωτερικό καί ἀγόραζε στό τέλος τῆς σεζόν συλλογές γνωστῶν οἴκων μόδας καί τίς ἔδινε σέ καλές τιμές στό πολυτελές κατάστημά της στή Γλύφαδα. Οἱ γονεῖς της εἶχαν χωρίσει ὅταν ἦταν ἀκόμη μικρή. Ἡ μάνα της πέθανε ἀπό καρκίνο, ὅταν ἡ Στέλλα ἦταν φοιτήτρια. Ὁ πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε, ἔκανε νέα οἰκογένεια καί αὐτή τήν ξέχασε ὁριστικά. Αὐτή, ὅμως, μόνη της κατάφερε νά ἔχει μιά πετυχημένη δουλειά μέ τό μαγαζί της· νά ἔχει ἄφθονα χρήματα, νά ταξιδεύη καί νά κάνη γενικά μιά ὄμορφη καί ἄνετη ζωή ὅπως ἤθελε νά πείση τόν ἑαυτό της.
Ὥσπου ἕνα ὀγκίδιο στό στῆθος ἀρχές τοῦ 2011 καί μιά ἐπίσκεψι στό γιατρό ἀνέτρεψαν τά πάντα στή ζωή της. Διάγνωσι καρκίνου, μαστεκτομή, ἀφαίρεσι λεμφαδένων, χημειοθεραπεῖες, μεταστάσεις, ἀκτινοβολίες, ἐπιθετικός καρκίνος καί ὅλη ἡ ζωή φαινόταν νά φεύγη ἀπ᾽ τά χέρια της· καί ἦταν μόλις 48 χρονῶν. Ἡ οἰκονομική ὕφεσι παράλληλα εἶχε ἐπηρεάσει δυσμενέστατα τήν ἐπιχείρησί της. Ταξίδια πιά δέν μποροῦσε νά κάνη καί ὅλες οἱ φίλες καί φίλοι, οἱ σύντροφοι καί οἱ γνωστοί της, πού στίς “καλές” μέρες γλένταγαν μαζί της, ἐξαφανίστηκαν ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο. Ποιός ἄλλωστε θά καθόταν μαζί μέ μιά καρκινοπαθή τελικοῦ σταδίου στήν ἀνάγκη της;
Στήν ἀπόλυτη αὐτή μοναξιά καί ἐγκατάλειψί της ἀπ᾽ τούς πάντες, βρέθηκαν κοντά της κάποιες Χριστιανές γυναῖκες ἐθελόντριες, πού φρόντισαν καί τῆς ἔβγαλαν βιβλιάριο ἀπορίας καί ξανάρχισε τῆς χημειοθεραπεῖες. Ἀλλά καί τήν παρηγόρησαν μέ τήν ἔμπρακτη ἀγάπη τους καί τῆς ἔβαλαν στά χέρια ἕνα βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς τῆς Παναγίας, πού τούς διάβαζε πιά συνεχῶς καί ἀχόρταγα. Ἐξομολογήθηκε στό Νοσοκομεῖο γιά πρώτη φορά στή ζωή της καί μετέλαβε μέ λαχτάρα, βαθιά συναίσθησι καί κατάνυξι...
Ἕνα πρωϊνό, ὅταν ἡ ἀδελφή Χριστιανή, πού τῆς εἶχε μιλήσει γιά τήν Παναγία καί τῆς εἶχε δώσει τό βιβλιαράκι μέ τούς Χαιρετισμούς, πῆγε νά τῆς ἀλλάξη τόν ὀρό, ἡ Στέλλα τῆς κράτησε τό χέρι καί τῆς εἶπε: “Φεύγω... φεύγω...! Ἡ Παναγία μας μοῦ τό εἶπε... Ἦλθε, μοῦ χαΐδεψε τό κεφάλι καί μοῦ εἶπε: Ὑπομονή παιδί μου, λίγη ὑπομονή ἀκόμη καί σέ τρεῖς ἡμέρες θά ξεκουραστῆς...”.
Τό ἀπόγευμα ζήτησε ξανά τόν ἱερέα καί Πνευματικό τοῦ Νοσοκομείου καί μίλησαν κάμποση ὥρα. Τήν ἑπόμενη μέρα ἦλθε καί τήν κοινώνησε. Μετά τήν τρίτη ἡμέρα, τό πρωϊνό ἐκεῖνο τοῦ Νοέμβρη, ἡ ἴδια ἀδελφή τή βρῆκε νεκρή μέ τό πρόσωπό της γεμᾶτο ἠρεμία καί γλυκύτητα. Κρατοῦσε στό στῆθος της τούς Χαιρετισμούς καί τίς μικρές εἰκόνες τῆς Παναγίας καί τοῦ Ἁγ. Νεκταρίου.
Τό τελευταῖο καί συγκλονιστικό εἶναι ὅτι ἐνῶ οἱ Χριστιανές ἐθελόντριες, πού τή φρόντιζαν, ἔκαναν τρεῖς μέρες μετά τό θάνατό της τά “τριήμερά” της μνημόσυνα, τό σῶμα της ἦταν ἀκόμα στό νεκροθάλαμο τοῦ Νοσοκομείου, ἀφοῦ οὔτε ὁ πατέρας της, οὔτε κανένας ἄλλος ἀπ᾽ τούς συγγενεῖς ἐμφανιζόταν γιά νά ἀναλάβη τά τῆς κηδείας της! Ἡ Στέλλα, ὅμως, ἐμφανίστηκε στό ὄνειρο μιᾶς ἄλλης νοσηλεύτριας καί τῆς εἶπε: “... Εἶμαι πολύ καλά, ἐδῶ. Ἄς εἶναι καλά οἱ δικοί μου, πού δέν μέ ἔχουν ξεχάσει...”. Καί ἐννοοῦσε, βέβαια, τίς Χριστιανές, πού τῆς συμπαραστάθηκαν, τήν ὁδήγησαν στή Μετάνοια μέ τήν προσευχή καί καταφυγή στήν Παναγία καί μετά τό θάνατό της, τήν μνημόνευαν στή Λειτουργία (Ἀπό τό βιβλίο Θαύματα τῶν Χαιρετισμῶν... Σήμερα, ἐπιλογές-διασκευή)»(ΛΝ, 4).


<>






Ἀναφέρει ο Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης:


Το 2003 κυκλοφόρησε ένα χαριτωμένο αγιορείτικο βιβλίο. Περιέχει διδακτικές διηγήσεις, περιστατικά και ιστορίες από την ζωή παλαιτέρων και νεωτέρων Πατέρων του Άθωνος. Τιτλοφορείται: Αγιορείτικα ανέκδοτα και διηγήσεις και όχι μόνο. Συγγραφεύς φέρεται ο μοναχός Νικάνωρ Καυσοκαλυβίτης.
Τα διηγήματά του γραμμένα με απλή και κατανοητή γλώσσα, είναι διδακτικά και ωφέλιμα για κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη. Ανάμεσα σ  αὐτά τα περιστατικά ευρήκα και την ζωή του π Νεκταρίου Γρηγοριάτου μοναχού, η οποία λόγω της μεγάλης ωφελείας που θα προσφέρη, σκέφθηκα να την καταχωρήσω εδώ σ  αὐτό το  Γρηγοριάτικο Γεροντικό, εφ  ὅσον κι αυτός συγκαταλέγεται στην χορεία των παλαιοτέρων Γρηγοριατών πατέρων. Παρουσιάζω την περιπετειώδη βιογραφία του, χωρίς ν  ἀλλοιώσω τα ιστορικά της στοιχεία, ενώ η σύνταξις του κειμένου θα φέρη τον προσωπικό χαρακτήρα του γράφοντος. Στην ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου μετέβη, πριν από 100 χρόνια, κάποιος νέος να μονάση. Ασφαλώς τότε ηγούμενος ήτο ο ικανώτατος Γέροντας αρχιμ. π.Συμεών Αγγελίδης, ο εκ Τριπόλεως Πελοποννήσου, ο οποίος εχρημάτισε ηγούμενος από το 1860 μέχρι το 1906.
Γεννήθηκε ο μοναχός αυτός, άγνωστο πότε, στην Πάτρα και το βαπτιστικό του όνομα ήτο Νικόλαος. Σύμφωνα με την τάξι του Αγίου Όρους, δοκιμάσθηκε επί μία τριετία και μετά εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός ονομασθείς Νεκτάριος. Την εποχή εκείνη, λόγω πτωχείας, ίσως είχε ευλογία κάθε μοναχός, ακόμη και κοινοβιάτης, να ασχολήται με κάποιο εργόχειρο για τα προς το ζην αναγκαία. Ίσως ο μοναχός Νεκτάριος να ζούσε εκτός της Μονής σαν εξαρτηματικός και ησχολείτο με κάποιο εργόχειρο για να καλύπτη τα απολύτως αναγκαία της ζωής του. Ήθελε, λοιπόν, ν  ἀγοράση παπούτσια και μερικά άλλα προσωπικά του αντικείμενα.
Ζήτησε ευλογία από τον Γέροντά του να πάη στην Θεσσαλονίκη για να πωλήση το εργόχειρό του. Δεν μας είναι γνωστό τι κατεσκεύαζε. Ο Γέροντάς του του απήντησε:
-Δεν πρέπει να βγης, έξω π. Νεκτάριε. Είσαι νέος μοναχός και ίσως κινδυνεύσης.
-Γέροντα, θα πάω να πωλήσω τα εργόχειρό μου και να ψωνίσω ο, τι προσωπικό μου χρειάζομαι και να επιστρέψω. Ο Γέροντας όμως δεν ευλογούσε την έξοδό του, αλλά και ο μοναχός δεν παραιτείτο από το θέλημά του. Τελικά υπεχώρησε ο Γέροντάς του και του είπε:
-Πήγαινε, αλλά δεν θα καθυστερήσης περισσότερο από τρεις ημέρες. Δηλαδή δύο ημέρες το ταξίδι σου και μία ημέρα για τα ψώνια σου.
Έφυγε ο π. Νεκτάριος κι έφθασε στην Θεσσαλονίκη. Ενώ εβάδιζε κοντά στον Βαρδάρη, ύψωσε το βλέμμα του σ  ένα μπαλκόνι και είδε μία κοπέλλα να τινάζη τις κουβέρτες. Αλλά και η κοπέλλα τον είδε και  επίμονα με το βλέμμα της τον περιεργαζόταν.
Αυτός ενόμισε ότι η κοπέλλα τον εκύτταξε με πονηρό λογισμό. Από εκείνη την στιγμή μπήκε μέσα του ο πειρασμός. Την επομένη ημέρα ξαναπέρασε πάλι από εκεί μήπως και την ιδή. Το ίδιο έκανε και τις υπόλοιπες ημέρες.
Οι λογισμοί του να εγκαταλείψη τον μοναχικό του Σχήμα για να κερδίση την κοπέλλα, φούντωσαν μέσα του. Δεν χάνει καιρό και θέτει σε εφαρμογή το σατανικό αυτό σχέδιο. Κάποιο απόγευμα έβγαλε τα ράσα του, έκοψε τα γένεια του και συνέχισε σαν λαϊκός πλέον τώρα να συχνάζη σ  εκείνη την εστία του πειρασμού. Δεν άργησε να προχωρήση και σε άλλα μέτρα για να μη χάση…το δόλωμα, που ο διάβολος του είχε βάλει μπροστά του. Ενοίκιασε δωμάτιο κοντά σ  αυτή την γειτονιά και εν συνεχεία έψαχνε να βρη δουλειά. Γνωρίσθηκε με κάποιον, ο οποίος και τον πήρε στην δουλειά του. Μία ημέρα είπε σ  αὐτόν που ήταν αφεντικό του στην δουλειά:
-Αυτή η κοπέλλα που μένει απέναντί μας, την έχω συμπαθήσει και θέλω να την κάνω γυναίκα μου.
-Τι λες βρε Νίκο; Είναι αλήθεια; Ξέρεις αυτή η κοπέλλα είναι αδελφή ενός πολύ καλού φίλου μου. Θα κάνω το παν να σε γνωρίσω μαζί του.
Πράγματι γνωρίσθηκε ο Νικόλαος με τον αδελφό της κοπέλλας και ένα βράδυ επήγαν μαζί στο σπίτι της. Τους υποδέχθηκε η μητέρα της κοπέλλας και τους προσέφερε ένα κέρασμα.
Επήγε και πάλι και πάλι ο Νικόλαος στο σπίτι της κοπέλλας. Τότε  είπε ο φίλος του στον αδελφό της κοπέλλας:
-Ο νεαρός Νικόλαος που εγνώρισες έχει ερωτευθή την αδελφή σου και θέλει να την κάνη γυναίκα του.
-Αλήθεια, λες βρε Γιώργο;
-Ναι, είναι σοβαρός άνθρωπος.
-Το βλέπω κι εγώ ότι είναι σοβαρός. Θα το ειπώ στην μητέρα μου.
Η μητέρα του, όταν έμαθε το νέο αυτό, απόρησε και τον ερώτησε:
– Βρε παιδί μου, αυτός δεν είναι απ  εδώ, είναι από την Πάτρα. Πως θα δεχθή να φτιάξη οικογένεια μακριά από τους ιδικούς του συγγενείς;
Τελικά συζήτησαν το θέμα όλοι μαζί και οι γονείς τους. Η κοπέλλα τους είπε:
-Εγώ, μητέρα, δεν έχω σκοπό να παντρευτώ ακόμη. Τελικά η κοπέλλα δέχθηκε τις πιεστικές προτάσεις των γονέων της και υποσχέθηκε να υπαντρευθή.
Έτσι μία ημέρα έγιναν οι γάμοι του Νικολάου και της Όλγας. Γρήγορα απέκτησαν και το πρώτο τους παιδί.
Στο Μοναστήρι οι Πατέρες περίμεναν τον μοναχό Νεκτάριο, αλλά ακόμη δεν φαινόταν πουθενά…Ο Ηγούμενος και όλοι οι Πατέρες έμαθαν για τα …κατορθώματά του και έκαναν προσευχή. Παρακαλούσαν τον Θεό να τον συγχωρήση και να λάβη την απόφασι να επιστρέψη.
Ο μοναχός Νικόλαος συνέχιζε κανονικά την κοσμική του ζωή, μη μεριμνώντας για τίποτε άλλο παρά μόνο για την οικγένειά του, το παιδί του και και τις δουλειές του. Κάθε ανάμνησι για το παρελθόν την απέφευγε διότι τον εμπόδιζε στην απόλαυσι της κοσμικής του ζωής.
Κάποια ημέρα, περίοδος καλοκαιριού, επήγε με το παιδί του, ηλικίας τότε οκτώ ετών, στην παραλία για να κάνουν το μπάνιο τους. Μετά το λούσιμο στην θάλασαα, βγήκε έξω να παίξη τόπι με τον παιδάκι του. Σε μια στιγμή του είπε το παιδί του:
-Μπαμπά, τι είναι αυτό το μαύρο πανί που έχεις επάνω σου;
-Δεν φορώ κάποιο μαύρο πανί επάνω μου, παιδί μου!  Δεν βλέπεις ότι είμαι μόνο με το “μαγιώ”;
-Εγώ βλέπω να φορής ένα μαύρο πανί με κόκκινα γράμματα και με κόκκινο σταυρό στο στήθος σου.
Εδώ ο Θεός  άκουσε τις προσευχές του Γεροντός του και των Αδελφών της Μονής του και έδωσε την δυνατότητα στο παιδάκι του να ιδή με τα νοερά καθαρά του μάτια το υπερφυσικό αυτό φαινόμενο. Είδε να έχει ενδυθή ο πατέρας του με το Αγγελικό Σχήμα. Αυτό σημαίνει ότι το Σχήμα του μοναχού αποτυπώνεται σαν σφραγίδα στο στήθος και στην ζωή του μοναχού. Έτσι, κι αν ακόμη ο μοναχός αρνηθή το Σχήμα του, το Σχήμα όμως δεν τον αρνείται. Τον ακολουθεί και αυτός ενώπιον του Θεού θα σταθή και θα κριθή σαν μοναχός Μεγαλόσχημος.
Ο πατέρας του κατάλαβε αμέσως τι του έλεγε το παιδί του. Σκέφθηκε και μονολόγισε μόνος του: “Ακόμη με θυμάται και μ  ἀγαπᾶ ο Θεός!  Μετά είπε στο παιδί του:
-Φεύγουμε. Ετοιμάσου να πάμε στο σπίτι μας.
Έφθασαν στο σπίτι, αλλά ο Νικόλαος, όπως ήτο στενοχωρημένος, φαινόταν  αγνώριστος από την γυναίκα του.
-Τι έχεις, βρε Νίκο, γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένος; Άλλη φορά ήσουν πάντα χαρούμενος και γελαστός. Κάτι σοβαρό σου συμβαίνει. Θέλω να μου το ειπής.
-Ετοίμασε να φάμε και μετά θα σου ειπώ τα πάντα με ειλικρίνεια.
Μετά το φαγητό, έβαλαν το παιδί να κοιμηθή και τότε ο Νικόλαος της απεκάλυψε για πρώτη φορά στην γυναίκα του τα εξής:
-Άκουσέ με, Όλγα. Εγώ, πριν σε γνωρίσω και σε ζητήσω για γάμο ήμουν μοναχός στο Άγιον Όρος. Ήλθα για δουλειές μου στην Θεσσαλονίκη. Σε είδα, σε ερωτεύθηκα. Πέταξα τα ράσα μου και το Σχήμα μου, εγκατέλειψα τις καλογερικές μου υποχρεώσεις και το μοναστήρι μου για να πάρω εσένα. Σήμερα το παιδί μας, με θεία νεύσι, είδε επάνω στο στήθος μου το Αγγελικό μου Σχήμα, το οποίον και κατερύπωσα με αυτή την άσωτη ζωή μου..
-Τι είναι αυτά που λέγεις, βρε Νίκο; Αν είναι αλήθεια αυτά που μου λέγεις, τότε είσαι δολοφόνος…Κατέστρεψες τρία σπίτια: Το δικό μας, της μητέρας μου και επρόσβαλλες το μοναστήρι σου και το Άγιο Σχήμα σου…Σήκω και φύγε αμέσως…Και τα δάκρυά της επήγαιναν ποτάμι. Ήτο άνθρωπος της εκκλησίας..
-Θα φύγω της είπε αυτός και θα γυρίσω στο Μοναστήρι μου. Αν με κρατήσουν θα μείνω για πάντα εκεί και εκεί θα πεθάνω. Εάν δεν με κρατήσουν, θα σκεφθώ που θα πάω..
-Φύγε, αμέσως για το μοναστήρι σου. Μη σκέπτεσαι εμένα και το παιδί μας. Θα φροντίση για εμάς ο Θεός. Φύγε για να μη καταδικασθής αιώνια. Όσο καθυστερής στον κόσμο, τόσο παροργίζεις τον Πανάγαθο Θεό μας. Εάν κάνης έτσι και μετανοήσης ειλικρινά θα σε συγχωρέση ο Θεός και θα σε σώση…
-Σε παρακαλώ, της είπε, μην ειπής τίποτε στο παιδί μας. Όταν μεγαλώση θα μάθη από σένα ποιός είναι και που είναι ο πατέρας του…
Πράγματι, έφθασε στο μοναστήρι του συντετριμμένος σαν τον άσωτο υιό ο Νεκτάριος. Μόλις τον είδε ο Γέροντάς του, τον γνώρισε, τον αγκάλιασε και τον έφερε μέσα στο Μοναστήρι.
Ο Νεκτάριος έπεσε στα πόδια του και με στεναγμούς παρακαλούσε και του έλεγε:
-Γέροντά μου, συγχώρεσέ με. Είμαι ο δεύτερος άσωτος γυιός. Δεν είμαι άξιος να στέκομαι μπροστά σου. Κατεμόλυνα το Σχήμα μου, το οποίο από τα χέρια σου έλαβα. Δεν έχω  μάτια να σ  ἀντικρύσω. Δέξαι με όχι σαν δούλο σου, όχι σαν γυιό σου, αλλά σαν το σκουλήκι και το σκουπίδι της γης.
Εν τω μεταξύ ήλθαν κι οι άλλοι Αδελφοί και Πατέρες. Άλλοι έκλαιγαν και άλλοι εχαίροντο για την επιστροφή του. Σηκώθηκε ο Γέροντάς τους, παπά Συμεών, τον αγκάλιασε και πήγανε μαζί στο Αρχονταρίκι. Εκεί του εξωμολογήθηκε ο Νεκτάριος όλα τα παθήματά του. Και ο Γέροντάς του του είπε:
-Παιδί μου, όλοι εμείς, εγώ ο Γέροντάς σου και οι Αδελφοί σου σε δεχόμεθα και πάλι στο μοναστήρι. Όμως θα πας να μείνης στην σπηλιά του Οσίου Γρηγορίου, του Κτίτορος της Μονής μας.
Ο Νεκτάριος δέχθηκε την εντολή του π. Συμεών και τον ευχαρίστησε διότι τον δέχθηκαν και πάλι στο μοναστήρι.
Ο Γέροντάς του του έδωσε μία φραντζόλα ψωμί και νερό και τον επήγε ο ίδιος να τον εγκαταστήση μέσα στην σπηλιά. Εκεί επέρασε ο Νεκτάριος ένα μήνα μ  αὐτό το ψωμί. Όταν πεινούσε έτρωγε και λίγα χόρτα, απ  αὐτά που φύτρωναν έξω εκεί στα κηπάρια του Καθίσματος της Παναγίας. Είχε βέβαια πολύ αδυνατίσει.
Μετά από ένα μήνα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και του έφερε νερό και ψωμί. Τον ερώτησε:
-Πως είσαι, πάτερ Νεκτάριε;
-Καλά με τις ευχές σας, Γέροντα. Δόξα σοι ο Θεός, πολύ καλά.
-Θα έλθη καιρός να κατέβης και κάτω στο Μοναστήρι μας, αλλά όχι τώρα.
Τώρα μόνο εσύ θα κάνης νηστεία, αγρυπνία και προσευχή για να δεχθή την μετάνοιά σου ο Θεός.
Μετά από αρκετό καιρό του μετέφερε ο Γέροντάς του μέσα σε μία στάμνα βρεγμένα όσπρια. Του είπε:
-Πάρε αυτή την στάμνα με τα όσπρια, όσα είναι μέσα. Θα βάζης το χέρι σου μόνο μία φορά την ημέρα και όσα βγάζης, θα τα τρως. Πάρε κι αυτά τα δύο πρόσφορα και το νερό σου.
Ήλθε καιρός και πέθανε ο παπά Συμεών και τον διαδέχθηκε ο παπά Ιάκωβος. Συνέχιζε κι αυτός να του πηγαίνη τρόφιμα καό νερό, όπως ο προηγούμενος.
Με τις προσευχές και τα δάκρυα καθαρίσθηκε η ψυχή του π. Νεκταρίου. Ήδη είχε φθάσει και 75 ετών.
Μία ημέρα τον ερώτησε ο Ηγούμενος:
-Πως πας, Αδελφέ;
-Καλά, δόξα σοι ο Θεός, Γέροντα. Και άρχισε να κλαίη ασταμάτητα. Μόλις ησύχασε λίγο, είπε στον Γέροντά του:
-Γέροντα, έρχεται ένα πουλάκι και μου κάνει παρέα.
Ο Γέροντας κατάλαβε ότι ήτο το Άγιο Πνεύμα, αλλά  τον ρώτησε:
–Τι πουλάκι είναι αυτό, Νεκτάριε;
-Να, είναι ένα άσπρο και ωραίο πουλάκι. Έρχεται και με κυττάει. Μου κάνει παρέα και μετά από λίγο φεύγει και πάλι έρχεται.
-Καλά, παιδί μου, συνέχισε την προσευχή σου.
Τελικά ο π. Νεκτάριος έφθασε στην ηλικία των 80 ετών.
Μία ημέρα τον επισκέφθηκε και πάλι ο Γέροντάς του και τον ρώτησε:
-Πως πας, Αδελφέ Νεκτάριε;
-Καλά, Γέροντα. Να το πουλάκι ήλθε και πάλι πολύ κοντά μου. Άπλωσα το χέρι μου να το πιάσω, αλλά αυτό μ  ἕνα πήδημα μπήκε μέσα στο στόμα μου και από τότε πάλι δεν έρχεται. Τώρα πως θα το βγάλω από μέσα μου; Και άρχισε να κλαίη.
-Δεν πειράζει. Μην ανησυχής, Νεκτάριε. Τώρα είναι καιρός να γυρίσης στο μοναστήρι μας. Θα μένης στο γηροκομείο και θα σ  ἔχουμε κοντά μας.
-Όχι, του είπε ο π. Νεκτάριος. Καλά είμαι εδώ. Άφησέ με να πεθάνω εδώ στην σπηλιά σε παρακαλώ.
-Όχι, του είπε ο Γέροντάς του, πρέπει να κάνης υπακοή και να κατέβης στην Μονή.
-Και αφού ήτο θέμα υπακοής, κατέβηκε μαζί του στην Μονή ο π. Νεκτάριος και έμενε πλέον στο γηροκομείο. Σε ηλικία 85 ετών εκοιμήθη εν Κυρίω. Έκαμαν την κηδεία του και στα τρία χρόνια έβγαλαν τα οστά του. Τι το εξαίσιο και θαυμάσιο; Τα οστά του ευωδίαζαν. Απ  αὐτό αντιλαμβάνεται ο καθένας τι καρπούς πνευματικούς ημπορεί να φέρη η υπακοή και η μετάνοια.
Δόξα στον Πανοικτίρμονα Θεό μας, ο Οποίος δέχθηκε την μετάνοια του μοναχού Νεκταρίου και τον επανέφερε όχι μόνο στην μοναχική τάξι, στην οποία ευρισκόταν και παλαιότερα, αλλά και τον αρίθμησε μεταξύ των χορών των αγίων της Εκκλησίας μας.
Αιωνία η μνήμη του οσίου γέροντος Νεκταρίου, ο οποίος ανήλθε εξ άδου κατωτάτου και μας άφησε σαν πνευματική κληρονομία το υπέροχο παράδειγμα της συνεχούς μέχρι θανάτου μετανοίας του.
Κύριε Ιησού Χριστέ πρεσβείαις πάντων των Οσίων Γεροντάδων μας και του αγίου Γέροντός μας π. Γεωργίου αξίωσον και ημάς της αιωνίου μακαριότητος. Αμήν.


Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου
Άγιον Όρος Άθω
2005


<>










Το θαύμα που άλλαξε τη ζωή μου: Η εξομολόγηση ενός πρώην άθεου Blogger

Χαίρετε. Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα θαυμαστό γεγονός που συνέβη σε μένα τον ανάξιο προ ολίγων μηνών. Έχω μεγαλώσει σε άθεη οικογένεια. Απο μωρό παιδί έχω διδαχθεί το μίσος προς οποιαδήποτε θρησκεία, είτε αυτή ονομάζεται μουσουλμανισμός, είτε χριστιανισμός κ.τ.λ. Μεγαλώνοντας λοιπόν δημιούργησα το δικό μου blog – ιστοσελίδα, μέσα απο το οποίο παρέθετα άρθρα ενάντια στην θρησκεία και ειδικότερα κατά του χριστιανισμού. Τα άρθρα μου περιείχαν αρκετά “σεβαστά” επιχειρήματα, μέσα απο τα οποία θα μπορούσε κανείς όχι μόνο να απορρίψει την ύπαρξη του Θεού, αλλά και να μισήσει ότιδήποτε τον θυμίζει. Μεταξύ αυτών των επιχειρημάτων, η θεωρία της εξέλιξης, άλλα επιστημονικά επιχειρήματα, χωρία απο την Παλαιά Διαθήκη τα οποία θεωρούσα ρατσιστικά και βίαια και άλλα πολλά.

Μέσω των άρθρων αυτών, έβγαζα τα απωθημένα μου εναντίον του Θεού και προσπαθούσα με κάθε τρόπο να χτυπήσω τον χριστιανισμό και να φέρω στην αθεΐα όσο το δυνατό περισσότερους πιστούς. Μέχρι που συνέβηκε το ακόλουθο θαύμα (εάν μπορεί να χαρακτηριστεί τέτοιο), το οποίο μου έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή. Μερικούς μήνες πρίν, στα γενέθλιά μου, μια αγαπημένη φίλη μου, η οποία απο μικρή ήτανε στο δρόμο της εκκλησίας μου χάρισε για δώρο μια εικόνα του Χριστού. Εγώ απόρησα, γιατί όλοι οι φίλοι και φίλες μου γνώριζαν ότι απο μικρός ήμουνα άθεος και ότι είχα απορρίψει κάθε πιθανότητα και ενδεχόμενο ύπαρξης του Θεού. Δέχτηκα όμως το δώρο αυτό και απο ευγένεια τοποθέτησα την εικόνα του Χριστού στο δωμάτιό μου.

Ένα βράδυ λοιπόν, χωρίς να κατανοώ ακόμα το γιατί, άρχισα να “μιλάω” στην εικόνα του Χριστού και να της θέτω αρκετά ερωτήματα όπως “Αν υπάρχει Θεός, γιατί το κακό κυριαρχεί στον κόσμο”, “Γιατί ο Θεός δεν κάνει γνωστή την παρουσία του (αν υπάρχει) σε μένα και στους άλλους άθεους για να πιστέψουμε σε αυτόν” και άλλα τέτοιας φύσεως ερωτήματα. Ξαφνικά, αστραπιαία, φώς απλώθηκε απο την εικόνα σε όλο το δωμάτιό μου, ενώ παράλληλα ένα συναίσθημα που βίωσα για πρώτη φορά στη ζωή μου με κατέλαβε. Μια εσωτερική αγαλίαση, ένα αίσθημα που με διαβεβαίωνε για την ύπαρξη του Θεού, ενώ με δάκρυα στα μάτια ζήτησα συγχώρεση απο τον Χριστό για όλα τα χρόνια που όχι μόνο τον αμφισβήτησα, αλλά και τον πολέμησα.

Έκτοτε έχω διαγράψει το αντι-χριστιανικό μου blog, προσεύχομαι στον Θεό να με συγχωρέσει για την ζημιά που έχω κάνει σε πολύ κόσμο με τα πρώην αθεϊστικά άρθρα μου. Επίσης, βρήκα ένα πνευματικό πατέρα τον οποίο εμπιστεύομαι και στον οποίο προσπαθώ να εξομολογούμαι σε τακτική βάση για όλες μου τις αμαρτίες. Η ζωή μου έχει αλλάξει ριζικά, αφού για πρώτη φορά εδώ και χρόνια βιώνω το αίσθημα της εσωτερικής ησυχίας και χαράς. Εύχομαι να διαδώσετε το πιο πάνω θαύμα προς δόξαν Θεού, ώστε περισσότερος κόσμος να πιστέψει και να επιστρέψει στο δρόμο του Θεού. Ευχαριστώ.

Κώστας



<>







Η μεταστροφή του Γέροντα Θεόκτιστου του Διονυσιάτη-Αγιορείτη (+1995) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη και στον Μοναχισμό


Ὁ φιλάγιος, φιλόθεος, φιλάδελφος καί φιλακόλουθος Γέροντας Θεόκτιστος ὁ Διονυσιάτης (+1995) εἶχε μιά πηγαία εὐλάβεια καί μυστική ἀρετή. Ἔλεγε ὁ μακάριος: “Ἤμουν μακρυά ἀπ᾽ τό Θεό, ἀλλά μέ λυπήθηκε ἡ Παναγία. Ἀρρώστησα βαριά. Τήν παρακάλεσα νά μέ κάνη καλά. Γιατρεύτηκα κι ἔγινα μοναχός. Πέτυχα τόν πρῶτο ἀριθμό τοῦ λαχείου”. Ἔλεγε σέ κάποιους προσκυνητές: “Κάθομαι ἀπέναντι ἀπ᾽ τήν Παναγία —τό παρεκκλήσι πού βρίσκεται ἡ θαυματουργική εἰκόνα τῆς Παναγίας τῶν Χαιρετισμῶν, τοῦ Ἀκαθίστου— καί μοῦ μαλακώνει ὁ πόνος. Πάω στό παρεκκλήσι τῶν Ἁγ. Ἀναργύρων καί μοῦ ἡσυχάζει τό στομάχι”

Ἀπό τό βιβλίο: Μοναχοῦ Μωϋσέως Ἁγιορείτου, Ἱερές Μορφές τοῦ Ἁγ. Ὄρους, ἐκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2006


<>







Η μεταστροφή ενός αναρχικού από τον αθεϊσμό στον Ορθόδοξo Χριστιανισμό και στον Μοναχισμό



Ομιλία π. Νήφωνος Βατοπαιδινού στον Ι.Ν. Αγίου Δημητρίου Βύρωνος:

 

Όταν ήμασταν στο Βατοπαίδι, στις αρχές που πήγαμε, ζούσε και ο Γέροντας μας ο Ιωσήφ. Ήταν γύρω στα τέλη Νοεμβρίου. Ήμουν αρχοντάρης, αρχοντάρης είναι ο μοναχός που υποδέχεται τους ξένους. Και τότε είχαν γίνει μερικά επεισόδια στις 17 Νοεμβρίου στο Πολυτεχνείο, είχαν σπάσει και είχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.

 

Μια ομάδα από αυτά τα παιδιά, τους αναρχικούς, κυνηγημένοι από την αστυνομία έφυγαν και ήρθαν για να κρυφτούν στο Άγιο Όρος. Και ήρθαν εκεί διότι ο ένας από αυτούς -ο οποίος είχε ξυρισμένο το κεφάλι του από τις δύο πλευρές και είχε ένα σαν λειρί εδώ μπροστά και ήταν και βαμμένο πράσινο στις άκρες- είχε ένα θείο στη Μονή Εσφιγμένου. Και τους είπε, θα πάμε στο θείο μου εκεί να κρυφτούμε. Φυσικά, ούτε διαμονητήρια είχαν ούτε ήξεραν πως θα μπουν μέσα. Πήγαν, δεν μπορούσαν να μπουν και μπήκαν με τα πόδια .. πόσες ώρες να φθάσουν. Έφθασαν στην Μονή Εσφιγμένου. Ξέρετε είναι και λίγο αυστηροί εκεί και μόλις τους είδαν σ’ αυτά τα χάλια .. με τα σκουλαρίκια .. τους έδιωξαν. Έφυγαν. Και ήρθαν με τα πόδια, σουρούπωνε θα βράδιαζε, στο Μοναστήρι μας. Ετοιμαζόταν ο πορτάρης να κλείσει την πόρτα και μόλις τους είδε ο καημένος κι αυτός φοβήθηκε, έτσι όπως ήταν η όψη τους και ειδοποίησε το Γέροντα και λέει, Γέροντα τι να κάνουμε; Τώρα να τους διώξουμε; Που θα πήγαιναν; Δεν είχαν και χρόνο γιατί οι Μονές κλείνουν τις πύλες με τη δύση του ηλίου.

 

Είπε ο Γέροντας, εντάξει, εφόσον τα έφερε η Παναγία τα παιδιά εδώ βάλτε τους σε ένα δωμάτιο στο Αρχονταρίκι αλλά μην τους βάλετε κοντά με τους άλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά και έχετε και λίγο το νου σας.

 

Λοιπόν, ως αρχοντάρης τους φιλοξένησα. Εντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, απορημένοι από το περιβάλλον που ζούσαν, κουρασμένοι κιόλας από την οδοιπορία. Ξεκουράστηκαν λοιπόν, τους βάλαμε να φάνε. Τους μιλήσαμε λίγο αλλά τους είπαμε ότι ένα βράδυ θα φιλοξενηθείτε, αύριο πρέπει να φύγετε. Λοιπόν, τους είπαμε και λίγα λόγια αγάπης, ότι ο Θεός είναι αγάπη, ό,τι κι αν κάνουμε στη ζωή μας υπάρχει μετάνοια.

 

Και την επόμενη μέρα αυτός με το λειρί λέει, πάτερ, θέλω να μείνω ακόμη μία ημέρα. Μπορώ να μείνω; Οι άλλοι δεν ήθελαν, έφυγαν. Λέω, θα ρωτήσω και θα σου απαντήσω. Ε, ο Γέροντας λέει, εντάξει αφού θέλει ας μείνει ακόμη ένα βράδυ. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, του λέω θα μείνεις, όμως θα ακολουθήσεις το πρόγραμμά μας, θα έρχεσαι στην Εκκλησία, στην τράπεζα. Έμεινε ακόμη ένα βράδυ, λέει, μπορώ να μείνω ακόμη ένα βράδυ; Λέει ο Γέροντας, κοίταξε, πες τε του τουλάχιστον να βάλει ένα σκουφάκι να μην φαίνεται έτσι και να προκαλεί και τους άλλους, και τους πατέρες και τους προσκυνητές. Δεν είπε όχι, δέχτηκε.

 

Έμεινε δύο μέρες, τρεις μέρες ο Πέτρος. Πέτρος ήταν το όνομά του, ένα παιδί με μεγάλα πράσινα μάτια. Και ένα απόγευμα όταν κάναμε Εσπερινό, πίσω στη λιτή -λιτή είναι ο πρόναος ας πούμε- ακούστηκαν αναφιλητά, κάποιος έκλαιγε με λυγμούς. Πήγα εγώ να δω και ήταν ο Πέτρος σκυμμένος και έκλαιγε με αναφιλητά.

 

  -Πέτρο μου συμβαίνει κάτι;

 

Σκέφτηκα μήπως του είπε κάποιος κάτι που ήταν έτσι. Όχι.

 

Μου λέει, θέλω να σου μιλήσω.

 

Βγήκαμε λοιπόν έξω μετά που τελείωσε ο Εσπερινός και μου λέει,

 

-- Πάτερ, υπάρχει και για μένα σωτηρία; Μπορώ κι εγώ να σωθώ;

 

Λέω, Πέτρο μου, για όλους υπάρχει σωτηρία. Ο ληστής ήταν πάνω στο σταυρό και ο Χριστός μας τον έσωσε.

 

Λέει, μα εγώ τόσο πολύ πλήγωσα και τους ανθρώπους και τους γονείς μου και τον Θεό. Και μου απεκάλυψε ότι ήταν από μία οικογένεια διαλυμένη. Ο πατέρας χτυπούσε τη μητέρα του, αυτός δεν μπορούσε να τα βλέπει. Δώδεκα χρονών έφυγε από το σπίτι του, έμενε στα Εξάρχεια, έμπλεξε εκεί με αναρχικούς, με ναρκωτικά και λοιπά. Ήταν μια ζωή έτσι ταραγμένη.

 

Αλλά όμως ήταν μια πολύ καλή ψυχούλα. Το λέω αυτό αδελφοί μου για να μην απορρίπτουμε ποτέ μας κανέναν. Γιατί εκείνους που εμείς απορρίπτουμε τους μαζεύει ο Θεός. Εμείς νομίζουμε ότι είμαστε οι καλοί και εκεί είναι που την πατάμε. Και θα δούμε εκπλήξεις έλεγε ο ΓεροΠαΐσιος στη Δευτέρα Παρουσία. Θα δούμε εκείνους που δεν υπολογίζαμε να μπαίνουν μέσα και θα δούμε άλλους που υπολογίζαμε, όπως είμαι εγώ, να μένουν απ’ έξω. Μη γένοιτο όμως. Ευχόμαστε και ελπίζουμε στην αγάπη του Χριστού μας, όλοι μας να σωθούμε.

 

Λοιπόν ο Πέτρος, μετά απ’ αυτήν την αλλοίωση που η Παναγία μας του έκανε, του είπαμε ότι πρέπει να εξομολογηθεί. Και με τόσα δάκρυα εξομολογήθηκε, που κάτω το πάτωμα είχε γίνει μία μικρή λιμνούλα από τα δάκρυα του Πέτρου.

 

Ο Πέτρος έμεινε αρκετά στο Μοναστήρι μας. Ο Γέροντας είπε, πες τε του να το κόψει αυτό το πράγμα τουλάχιστον. Και είπε, όχι δεν θα το κόψω, όχι γιατί δεν θέλω, δεν θα το κόψω για να μην πάω έξω και μου πουν ότι σε έβαλαν οι μοναχοί και το έκοψες, θα πάω έξω και θα το κόψω μόνος μου. Κι έτσι, φορούσε το σκουφάκι.

 

Έφυγε ο Πέτρος λοιπόν, άρχισε να κάνει μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ακόμη μία φορά με αλλοιωμένη την όψη και τον χάσαμε τον Πέτρο, δεν ξαναπαρουσιάστηκε. Εν τω μεταξύ δεν είχε μιλήσει ποτέ με την μητέρα του από τότε που έφυγε από το σπίτι, και προσπαθήσαμε, κάναμε την επανασύνδεση. Βρήκαμε τα τηλέφωνα, της είπαμε, συγκλονίστηκε η γυναίκα γιατί νόμιζε ότι είναι πεθαμένο το παιδί της και έγινε μία πολύ ευλογημένη έτσι κατάστασις.

 

Μετά από δύο χρόνια είχαμε πάει σε μία πανήγυρη μίας Μονής του Αγίου Όρους και μετά την πανήγυρη πήγαμε με τα πόδια σε ένα άλλο Μοναστήρι κοντινό να προσκυνήσουμε. Τότε ήταν μαζί μας και ο μακαριστός ο μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ο οποίος μας είπε, μην πείτε ότι είμαι επίσκοπος να μην μου κάνουν τιμές οι πατέρες και ξεσηκώνονται.

 

Πήγαμε εκεί λοιπόν, μας κέρασαν και όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε έρχεται ένας μοναχός και μου λέει,

 

-- Πάτερ Νήφων δεν με γνώρισες;

 

-- Κοίταξα, λέω, όχι, ποιος είσαι;

 

-- Λέει, κοίταξέ με καλά.

 

Τι είδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ήταν ο Πέτρος.

 

Ήταν ο Πέτρος ο οποίος ήταν δόκιμος μοναχός. Και τότε έπεσε ο ένας μέσα στην αγκαλιά του άλλου. Κλαίγαμε και δόξασα την Παναγία μας για τα μεγάλα θαύματα που κάνει. Αυτά είναι τα θαύματα αδελφοί μου. Σας είπα ένα. Όποιος προσκυνητής πάει στο Άγιο Όρος είναι και ένα θαύμα μέσα στην ψυχή του, γι’ αυτό να ευχαριστούμε την Παναγία μας που υπάρχει και το Άγιο Όρος και όλα τα Μοναστήρια και οι Ναοί και επιτελούν αυτά τα μεγάλα θαύματα της θεραπείας των ψυχών. Που όλος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μία ψυχή.


Πηγή:




<>








Η μεταστροφή του Μητροπολίτου Νικοπόλεως Μελετίου (+2012) από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Πίστη το 1950 όταν ήταν 17 ετών


Διηγείται ο Μητρ. Νικοπόλεως Μελέτιος: 

«Κατά τήν ἐφηβεία ὐπέστην καί ἐγώ τήν λεγόμενη “κρίσι ἐφηβείας”. Καί ἔζησα ἕνα χρονικό διάστημα, χωρίς νά δίνω σημασία σέ καμμία μορφή πνευματικῆς ζωῆς. Τότε συνέβη τό ἑξῆς, τό ὁποῖο ὑπῆρξε κάπως πιό καθοριστικό γιά τή ζωή μου. Τό ἔτος 1950 (ἤμουν 17 ἐτῶν) εἶχα μαζέψει μερικές πενταροδεκάρες ἀπ᾽ τό πενιχρό χαρτζιλίκι πού ἐπέτρεπε ἡ ἐποχή ἐκείνη νά μοῦ χορηγοῦν. Πῆγα, λοιπόν, σ᾽ ἕνα καροτσάκι νά ἀγοράσω φτηνά βιβλία. (Τά τῶν βιβλιοπωλείων ἦταν ἀπρόσιτα, πολύ ἀκριβά). Ἐκεῖ ἔκανα τήν ἐπιλογή πού θά ἔκανε ἕνα ὁποιοδήποτε ἀγόρι τῆς ἡλικίας μου ὁποιασδήποτε ἐποχῆς. Πρῶτα τράβηξαν τό βλέμμα μου δύο βιβλία. Τό ἕνα ἔγραφε Ἡ Γαλατεία, Ἐρωτική Μυθιστορία, τοῦ Πολυβίου Δημητρακοπούλου. Τό δεύτερο εἶχε τόν τίτλο Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης. Εἶπα μέσα μου: “Τόν πιάσαμε τόν Ἀπόστολο Παῦλο νά ἔχη ἀπόκρυφες πράξεις μέ κάποια Θέκλα. Μᾶς χρειάζεται κι αὐτό, γιά νά ξέρουμε τί δρόμο θά τραβήξουμε καί ἐμεῖς στή ζωή μας, καί νά μήν ἀκοῦμε τά λόγια τῶν παπάδων”. Μετά ἀγόρασα καί ἕνα Εὐαγγέλιο καί ἕνα βιβλίο μέ βίους Ἁγίων. Ὅταν διάβασα τήν Ἐρωτική Μυθιστορία (πορνό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη - ἠθοπλαστικό γιά τή σημερινή ἐποχή) τό σιχάθηκα. Κατάλαβα ὅτι δέν εἶχα νά πάρω ἀπολύτως τίποτε. Τό ἄλλο βιβλίο, Ἀπόκρυφοι Πράξεις Παύλου καί Θέκλης, ἦταν ἕνα βιβλίο, τό ὁποῖο περιέγραφε, πῶς ἡ Ἁγ. Θέκλα ἔγινε Χριστιανή μέ τό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί πῶς τόν ἀκολούθησε μέ ὅλη της τήν ψυχή καί στό τέλος ἔγινε Πρωτομάρτυς. (Μετά ἔμαθα ὅτι ἡ λέξι “Ἀπόκρυφοι” σημαίνει ὅτι δέν εἶναι τό βιβλίο αὐτό μέσα στόν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης· δέν ἀνήκει στά Κανονικά βιβλία πού ἀποτελοῦν τήν Καινή Διαθήκη). Ἦταν ἕνα ὑπέροχο βιβλίο, τό ὁποῖο ὄχι ἁπλῶς μέ γοήτευσε, ἀλλά ὑπῆρξε καί τό πρῶτο ἔναυσμα τοῦ πόθου νά γίνω μοναχός. Τό τρίτο βιβλίο μέ τούς βίους τῶν Ἁγίων μέ ἐνίσχυσε στόν πόθο μου αὐτό. Ἰδιαίτερη ἐντύπωσι μοῦ ἔκανε ὁ βίος τοῦ Ἁγ. Ἀθανασίου Χριστιανουπόλεως. Καί ἡ Καινή Διαθήκη ἔγινε ἀπό τότε τό καθημερινό μου ἀνάγνωσμα. Καί ὅταν μετά ἀπό δύο χρόνια πῆγα στό Πανεπιστήμιο τήν ἤξερα σχεδόν ἀπ᾽ ἔξω.

(Μήτρ. Νικοπόλεως Μελετίου, Κατάθεση Ψυχῆς, ἐκδ. Ἱ. Μ. Προφ. Ἠλιού, Πρέβεζα 2021).


<>






Η θαυμαστή μεταστροφή τριών αθέων Ρώσων φοιτητών στην Ορθόδοξη Πίστη από τον Άγιο Ιωάννη της Κρονστάνδης της Ρωσίας (+1908)


Ὑπάρχουν, ὡστόσο, ὡς ἀντιστάθμισμα καί περιπτώσεις ἐντελῶς ἀντίθετες, ὅπως ἐκείνη τῶν τριῶν ἄπιστων νεαρῶν, πού θέλησαν νά χλευάσουν τή θαυματουργική δύναμι τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τῆς Κρονστάνδης τῆς Ρωσίας (+1908):

Δύο φοιτητές τόν κάλεσαν νά προσευχηθῆ γιά τή θεραπεία ἑνός φίλου τους, πού ξάπλωσε καί προσποιήθηκε τόν ἄρρωστο. Μετά τήν ἐπίσκεψι καί τήν προσευχή του, ὅμως, διαπίστωσαν ὅτι ὁ δῆθεν ἄρρωστος δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ ἀπ᾽ τό κρεββάτι. Εἶχε πάθει ὁλοκληρωτική παράλυσι! Τελικά ἔγινε καλά καί σηκώθηκε, μόνο ὅταν καί οἱ τρεῖς μετανόησαν εἰλικρινά.

Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2018


<>












Ἀναφέρει ἡ Μοχαχή Μαριάμ: «Σέ κάποια ἀπ᾽ τίς ὁμιλίες του ὁ Γέροντας Τιμόθεος Τζαννής, μᾶς εἶπε πολλά γιά τήν ἐλεημοσύνη. Καί στό τέλος κάποιες ἀπό μᾶς, συγκινημένες ἀπ᾽ ὅ,τι ἀκούσαμε, τόν ρωτούσαμε ποῦ θά μπορούσαμε νά δώσουμε κάτι.
Χάρηκε πολύ καί μᾶς ἔδωσε διευθύνσεις. Σέ μένα καί σέ μιά φίλη μου ἔδωσε τό ὄνομα μιᾶς φτωχῆς γυναίκας πού ἔμενε ἔξω ἀπ᾽ τήν πόλι. Κάποιο Σάββατο ἀπόγευμα μετά τόν ἐσπερινό συμφωνήσαμε νά πᾶμε. Ψωνίσαμε διάφορα τρόφιμα, γλυκά καί ρουχαλάκια γιά τά παιδιά καί ξεκινήσαμε ρωτώντας γιά νά βροῦμε τό σπίτι. Τελικά βγήκαμε σ᾽ ἕνα χωράφι κι ἐκεῖ μᾶς ἔδειξαν ἕνα ρημαγμένο καλύβι σκεπασμένο μέ χόρτα καί καλάμια. Τό μέγεθός του μόλις πού χωροῦσε τέσσερα ἄτομα.
Χτυπήσαμε δισταχτικά τήν πόρτα. Μᾶς ἄνοιξε μιά νεαρή γυναῖκα γύρω στά σαράντα πέντε. Κοντούλα, μά συμπαθής καί πολύ πρόσχαρη. Ἡ ἐνδυμασία της ἄθλια.
—Καλῶς τίς κυρίες. Περάστε μέσα, μᾶς εἶπε. 
Μπήκαμε μέσα καί σταθήκαμε σέ μιά ἄκρη. Ὁ χῶρος ἄθλιος. Δυό ντιβανάκια, τρεῖς καρέκλες τρύπιες, ἕνα ξύλινο τραπεζάκι καί μερικά παλαιά σκεύη κουζίνας, ἦταν ὅλο κι ὅλο τό νοικοκυριό. Στό ἕνα κρεββατάκι ἦταν ξαπλωμένο ἕνα ἀγοράκι τριῶν ἤ τεσσάρων ἐτῶν, παράλυτο. Τό φώναζαν Νεκτάριο. Καί πιό πέρα ὁ μεγαλύτερος γυιός, ὁ Ἀντώνης, περίπου δέκα χρονῶν. Μᾶς κοίταζε λυπημένος καί μέ κάποια ἀπορία. Μείναμε ἄφωνες γιά λίγα λεπτά, κι ἔπειτα χαϊδέψαμε καί φιλήσαμε τά παιδιά. Τούς μοιράσαμε σοκολάτες καί γλυκά, δώσαμε τά τρόφιμα, τά ρουχαλάκια καί λίγα χρήματα στή γυναῖκα. Ἡ γυναῖκα ἔκλαιγε καί δόξαζε τό Θεό συνεχῶς λέγοντας: 
—Αὐτό τό παιδί θά μέ σώση. Ὁ Θεός μοῦ τό ἔστειλε, Ἐκεῖνος ξέρει. 
Θαυμάσαμε τήν πίστι αὐτῆς τῆς φτωχῆς γυναίκας καί εἴδαμε νά λάμπη τό πρόσωπό της. Τότε ἐκείνη μᾶς εἶπε:
—Ἐγώ ἤμουν πολλά χρόνια στήν πορνεία. Κάποιος καλός ἄνθρωπος μέ λυπήθηκε καί μέ παντρεύτηκε. Ἔκανα αὐτά τά δυό παιδιά, ἀλλά πολύ γρήγορα τόν πῆρε ὁ Θεός καί ἔμεινα χήρα. Ἔτσι θέλησε ὁ Θεός. Ἔπρεπε νά πληρώσω γιά τά κακά πού ἔκανα στούς ἄλλους καί στόν ἑαυτό μου. Ἄς ἔχη δόξα τό ὄνομά Του. Ἄς μοῦ συγχωρήση τό πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν μου.
—Θαυμαστή ἡ πίστι της, μά καί ἡ μετάνοιά της θαυμαστότερη. Μοῦ θύμισε τήν πόρνη τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπα στή φίλη μου φεύγοντας. 
Δέν θά ξεχάσω ποτέ τό λαμπρό πρόσωπό της. Ὅλα ἦταν τόσο ὄμορφα μέσα στό ἄθλιο φτωχοκάλυβο.
Ὅταν εἴπαμε τά νέα στόν πνευματικό μας, συγκινήθηκε καί δάκρυσε»(ΜΜ, 117).

<>








π. Νήφων Βατοπαιδινός: «Ὅταν ἤμασταν στό Βατοπαίδι, στίς ἀρχές πού πήγαμε, ζοῦσε καί ὁ Γέροντάς μας ὁ Ἰωσήφ. Ἦταν γύρω στά τέλη Νοεμβρίου. Ἤμουν ἀρχοντάρης, ἀρχοντάρης εἶναι ὁ μοναχός πού ὑποδέχεται τούς ξένους. Καί τότε εἶχαν γίνει μερικά ἐπεισόδια στίς 17 Νοεμβρίου στό Πολυτεχνεῖο, εἶχαν σπάσει καί εἶχαν γίνει μεγάλες φασαρίες.
Μιά ὁμάδα ἀπό αὐτά τά παιδιά, τούς ἀναρχικούς, κυνηγημένοι ἀπ᾽ τήν ἀστυνομία ἔφυγαν καί ἦρθαν γιά νά κρυφτοῦν στό Ἅγ. Ὄρος. Καί ἦρθαν ἐκεῖ διότι ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς —ὁ ὁποῖος εἶχε ξυρισμένο τό κεφάλι του ἀπ᾽ τίς δύο πλευρές καί εἶχε ἕνα σάν λειρί ἐδῶ μπροστά καί ἦταν καί βαμμένο πράσινο στίς ἄκρες— εἶχε ἕνα θεῖο στή Μονή Ἐσφιγμένου.
Καί τούς εἶπε, θά πᾶμε στό θεῖο μου ἐκεῖ νά κρυφτοῦμε. Φυσικά, οὔτε διαμονητήρια εἶχαν οὔτε ἤξεραν πώς θά μποῦν μέσα. Πῆγαν, δέν μποροῦσαν νά μποῦν καί μπῆκαν μέ τά πόδια... πόσες ὧρες νά φθάσουν. Ἔφθασαν στή Μονή Ἐσφιγμένου. Ξέρετε εἶναι καί λίγο αὐστηροί ἐκεῖ καί μόλις τούς εἶδαν σ᾽ αὐτά τά χάλια... μέ τά σκουλαρίκια.. τούς ἔδιωξαν. Ἔφυγαν.
Καί ἦρθαν μέ τά πόδια, σουρούπωνε θά βράδιαζε, στό Μοναστήρι μας. Ἑτοιμαζόταν ὁ πορτάρης νά κλείση τήν πόρτα καί μόλις τούς εἶδε ὁ καημένος κι αὐτός φοβήθηκε, ἔτσι ὅπως ἦταν ἡ ὄψι τους καί εἰδοποίησε τό Γέροντα καί λέει, Γέροντα τί νά κάνουμε; Τώρα νά τούς διώξουμε; Ποῦ θά πήγαιναν; Δέν εἶχαν καί χρόνο γιατί οἱ Μονές κλείνουν τίς πύλες μέ τή δύσι τοῦ ἡλίου.
Εἶπε ὁ Γέροντας, ἐντάξει, ἐφόσον τά ἔφερε ἡ Παναγία τά παιδιά ἐδῶ βάλτε τους σ᾽ ἕνα δωμάτιο στό ἀρχονταρίκι ἀλλά μήν τούς βάλετε κοντά μέ τούς ἄλλους προσκυνητές. Βάλτε τους κάπου ξεχωριστά καί ἔχετε καί λίγο τό νοῦ σας.
Λοιπόν, ὡς ἀρχοντάρης τούς φιλοξένησα. Ἐντάξει, φαινόντουσαν λίγο τρομαγμένοι, ἀπορημένοι ἀπ᾽ τό περιβάλλον πού ζοῦσαν, κουρασμένοι κιόλας ἀπ᾽ τήν ὁδοιπορία. Ξεκουράστηκαν, λοιπόν, τούς βάλαμε νά φᾶνε.
Τούς μιλήσαμε λίγο ἀλλά τούς εἴπαμε ὅτι ἕνα βράδυ θά φιλοξενηθῆτε, αὔριο πρέπει νά φύγετε. Λοιπόν, τούς εἴπαμε καί λίγα λόγια ἀγάπης, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ὅ,τι κι ἄν κάνουμε στή ζωή μᾶς ὑπάρχει μετάνοια.
Καί τήν ἑπόμενη μέρα αὐτός μέ τό λειρί λέει, πάτερ, θέλω νά μείνω ἀκόμη μία ἡμέρα. Μπορῶ νά μείνω; Οἱ ἄλλοι δέν ἤθελαν, ἔφυγαν. Λέω, θά ρωτήσω καί θά σοῦ ἀπαντήσω. Ἔ, ὁ Γέροντας λέει, ἐντάξει ἀφοῦ θέλει ἄς μείνη ἀκόμη ἕνα βράδυ.
Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, τοῦ λέω θά μείνης, ὅμως, θά ἀκολουθήσης τό πρόγραμμά μας, θά ἔρχεσαι στήν ἐκκλησία, στήν τράπεζα. Ἔμεινε ἀκόμη ἕνα βράδυ, λέει, μπορῶ νά μείνω ἀκόμη ἕνα βράδυ;
Λέει ὁ Γέροντας, κοίταξε, πέστε του τουλάχιστον νά βάλη ἕνα σκουφάκι νά μήν φαίνεται ἔτσι καί νά προκαλῆ καί τούς ἄλλους, καί τούς Πατέρες καί τούς προσκυνητές. Δέν εἶπε ὄχι, δέχτηκε.
Ἔμεινε δύο μέρες, τρεῖς μέρες ὁ Πέτρος. Πέτρος ἦταν τό ὄνομά του, ἕνα παιδί μέ μεγάλα πράσινα μάτια. Καί ἕνα ἀπόγευμα ὅταν κάναμε ἐσπερινό, πίσω στή λιτή —λιτή εἶναι ὁ πρόναος ἄς ποῦμε— ἀκούστηκαν ἀναφιλητά, κάποιος ἔκλαιγε μέ λυγμούς. Πῆγα ἐγώ νά δῶ καί ἦταν ὁ Πέτρος σκυμμένος καί ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά.
—Πέτρο μοῦ συμβαίνει κάτι;
Σκέφτηκα μήπως τοῦ εἶπε κάποιος κάτι πού ἦταν ἔτσι. Ὄχι.
Μοῦ λέει, θέλω νά σοῦ μιλήσω.
Βγήκαμε, λοιπόν, ἔξω μετά πού τελείωσε ὁ ἐσπερινός καί μοῦ λέει:
—Πάτερ, ὑπάρχει καί γιά μένα σωτηρία; Μπορῶ κι ἐγώ νά σωθῶ;
Λέω, Πέτρο μου, γιά ὅλους ὑπάρχει σωτηρία. Ὁ ληστής ἦταν πάνω στό σταυρό καί ὁ Χριστός μας τόν ἔσωσε.
Λέει, μά ἐγώ τόσο πολύ πλήγωσα καί τούς ἀνθρώπους καί τούς γονεῖς μου καί τό Θεό. Καί μοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι ἦταν ἀπό μία οἰκογένεια διαλυμένη.
Ὁ πατέρας χτυποῦσε τή μητέρα του, αὐτός δέν μποροῦσε νά τά βλέπη. Δώδεκα χρονῶν ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι του, ἔμενε στά Ἐξάρχεια, ἔμπλεξε ἐκεῖ μέ ἀναρχικούς, μέ ναρκωτικά καί λοιπά. Ἦταν μιά ζωή ἔτσι ταραγμένη.
Ἀλλά, ὅμως, ἦταν μιά πολύ καλή ψυχούλα. Τό λέω αὐτό ἀδελφοί μοῦ γιά νά μήν ἀπορρίπτουμε ποτέ μᾶς κανένα. Γιατί ἐκείνους πού ἐμεῖς ἀπορρίπτουμε τούς μαζεύει ὁ Θεός. Ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι εἴμαστε οἱ καλοί καί ἐκεῖ εἶναι πού τήν πατᾶμε.
Καί θά δοῦμε ἐκπλήξεις ἔλεγε ὁ Γερο-Παΐσιος στή Δευτέρα Παρουσία. Θά δοῦμε ἐκείνους πού δέν ὑπολογίζαμε νά μπαίνουν μέσα καί θά δοῦμε ἄλλους πού ὑπολογίζαμε, ὅπως εἶμαι ἐγώ, νά μένουν ἀπ᾽ ἔξω. Μή γένοιτο, ὅμως. Εὐχόμαστε καί ἐλπίζουμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας, ὅλοι μας νά σωθοῦμε.
Λοιπόν, ὁ Πέτρος, μετά ἀπ᾽ αὐτή τήν ἀλλοίωσι πού ἡ Παναγία μας τοῦ ἔκανε, τοῦ εἴπαμε ὅτι πρέπει νά ἐξομολογηθῆ. Καί μέ τόσα δάκρυα ἐξομολογήθηκε, πού κάτω τό πάτωμα εἶχε γίνει μία μικρή λιμνούλα ἀπ᾽ τά δάκρυα τοῦ Πέτρου.
Ὁ Πέτρος ἔμεινε ἀρκετά στό Μοναστήρι μας. Ὁ Γέροντας εἶπε, πέστε του νά τό κόψη αὐτό τό πράγμα τουλάχιστον. Καί εἶπε, ὄχι δέν θά τό κόψω, ὄχι γιατί δέν θέλω, δέν θά τό κόψω γιά νά μήν πάω ἔξω καί μοῦ πουν ὅτι σέ ἔβαλαν οἱ μοναχοί καί τό ἔκοψες, θά πάω ἔξω καί θά τό κόψω μόνος μου. Κι ἔτσι, φοροῦσε τό σκουφάκι.
Ἔφυγε ὁ Πέτρος, λοιπόν, ἄρχισε νά κάνη μία πνευματική ζωή. Ξαναήρθε ἀκόμη μία φορά μέ ἀλλοιωμένη τήν ὄψη καί τόν χάσαμε τόν Πέτρο, δέν ξαναπαρουσιάστηκε.
Ἐντωμεταξύ δέν εἶχε μιλήσει ποτέ μέ τή μητέρα του ἀπό τότε πού ἔφυγε ἀπ᾽ τό σπίτι, καί προσπαθήσαμε, κάναμε τήν ἐπανασύνδεσι.
Βρήκαμε τά τηλέφωνα, τῆς εἴπαμε, συγκλονίστηκε ἡ γυναῖκα γιατί νόμιζε ὅτι εἶναι πεθαμένο τό παιδί της καί ἔγινε μία πολύ εὐλογημένη ἔτσι κατάστασι.
Μετά ἀπό δύο χρόνια εἴχαμε πάει σέ μία πανήγυρη μίας Μονῆς τοῦ Ἁγ. Ὄρους καί μετά τήν πανήγυρη πήγαμε μέ τά πόδια σέ ἕνα ἄλλο Μοναστήρι κοντινό νά προσκυνήσουμε.
Τότε ἦταν μαζί μας καί ὁ μακαριστός ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Γρηγόριος, ὁ ὁποίος μᾶς εἶπε, μήν πεῖτε ὅτι εἶμαι Ἐπίσκοπος νά μήν μοῦ κάνουν τιμές οἱ Πατέρες καί ξεσηκώνονται.
Πήγαμε ἐκεῖ, λοιπόν, μᾶς κέρασαν καί ὅταν ἐτοιμαζόμασταν νά φύγουμε ἔρχεται ἕνας μοναχός καί μοῦ λέει:
—π. Νήφων δέν μέ γνώρισες;
—Κοίταξα, λέω, ὄχι, ποιός εἶσαι;
—Λέει, κοίταξέ με καλά.
Τί εἶδα; Δύο πράσινα μεγάλα μάτια. Ἦταν ὁ Πέτρος.
Ἦταν ὁ Πέτρος ὁ ὁποῖος ἦταν δόκιμος μοναχός. Καί τότε ἔπεσε ὁ ἕνας μέσα στήν ἀγκαλιά τοῦ ἄλλου. Κλαίγαμε καί δόξασα τήν Παναγία μας γιά τά μεγάλα θαύματα πού κάνει. Αὐτά εἶναι τά θαύματα ἀδελφοί μου. Σᾶς εἶπα ἕνα.
Ὅποιος προσκυνητής πάει στό Ἅγ. Ὄρος εἶναι καί ἕνα θαῦμα μέσα στήν ψυχή του, γι᾽ αὐτό νά εὐχαριστοῦμε τήν Παναγία μας πού ὑπάρχει καί τό Ἅγ. Ὄρος καί ὅλα τά Μοναστήρια καί οἱ Ναοί καί ἐπιτελοῦν αὐτά τά μεγάλα θαύματα τῆς θεραπείας τῶν ψυχῶν. Πού ὅλος ὁ κόσμος δέν ἀξίζει ὅσο μία ψυχή...».

Ηλίας Καλλιώρας, facebook.com

<>





Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας θεραπεύει δαιμονισμένη στον Καναδά και έπειτα εκείνη του ζητάει να εξομολογηθεί

Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας:

“Είχα πάει στον Καναδά και εκεί μίλησα στην Ελληνική ομογένεια, για τον διάβολο, για το πώς μάς ξεγελά και μάς υποσκελίζει στην αμαρτία. Όταν τελείωσα την ομιλία και έφευγε ό κόσμος από το χώρο όπου έγινε ή ομιλία, ξαφνικά άρχισε να γίνεται ένας μεγάλος σαματάς. Ήρθαν κάποιες κυρίες τότε και με ενημέρωσαν ότι κάποια μεγαλοκυρία είχε δαιμονιστεί. Φώναζε και ούρλιαζε ή δαιμονισμένη λέγοντας λόγια για μένα:

Με φανέρωσε αυτός ό άνθρωπος, με έβγαλε στη φόρα. Τί γυρεύει εδώ στον Καναδά; Ήρθε να πάρει τούς δικούς μου, τούς οποίους είχα καλά δεμένους. Θα του κάνω κακό και θα τον εκδικηθώ και πολλά άλλα παρόμοια έλεγε ή δαιμονισμένη.

Την μετέφεραν σέ ένα δωμάτιο. Και μόλις λίγο ηρέμησε, πήγα και την συνάντησα. Είχε κλειστά τα μάτια και έτρεμε σαν το ψάρι. Κατά το χρέος μου άνοιξα το Ευχολόγιο, φόρεσα το πετραχήλι μου και της διάβασα τις ευχές του Μεγάλου Βασιλείου και όταν τελείωσα, άνοιξε τα μάτια, σταμάτησε να τρέμει και με λέει:

Πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ! Πράγματι την εξομολόγησα. Ή κοπέλα αυτή είχε δαιμόνιο για πολλά χρόνια, αλλά δεν είχε εκδηλωθεί μέσα της. Κοινωνούσε, εκκλησιαζόταν κανονικά, αλλά δεν γνώριζε oτι ήταν δαιμονισμένη.

Με αφορμή όμως εκείνη την ομιλία πού είχα κάνει εκδηλώθηκε το δαιμόνιο πού είχε.
Πολλοί πού ήταν παρόντες στο σκηνικό με την δαιμονισμένη, ωφελήθηκαν πολύ και άνθρωποι πού δεν πίστευαν στα δαιμόνια και στον διάβολο, πίστεψαν στην ύπαρξη των πονηρών πνευμάτων από το περιστατικό αυτό.

Το περιστατικό απλώθηκε πολύ γρήγορα στην ευρύτερη περιοχή και με πήραν τηλέφωνο και από τις Η.Π.Α να πάω και εκεί στην ομογένεια να τούς μιλήσω και να τούς εξομολογήσω. Έτσι με τη Χάρη του Θεού πήγα και σέ εκείνους τούς ανθρώπους και βοηθήθηκαν και εκείνοι”.

Από το βιβλίο: Ο Θεός Είναι Μαζί μας, Εμείς Είμαστε Μαζί Του;, εκδ. Ορθόδοξη Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 2015


<>







Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία

Η Ορθόδοξη Βάπτιση της Ιησουέλας

Τίρανα, 11 Ιανουαρίου 1967. Ο ρουμανικής καταγωγής Έλληνας Gregory Β. με την αγαπημένη του γυναίκα Γκαλίνα αποκτούν το μοναδικό τους παιδί ένα ασθενικό κοριτσάκι.
Μια μουντή μέρα βρέθηκε μπροστά στο Δημαρχείο για να δηλώσει το όνομα του παιδιού. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισαν μάτι με τη γυναίκα του και αυτή τη φορά αιτία δεν ήταν το κλάμα του μωρού. Ήταν δυνατόν στο παιδί τους να μη δώσουν ένα χριστιανικό όνομα; Ούτε ο Θεός δεν το θέλει κάτι τέτοιο. Το ’θελε όμως το Κόμμα και… δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ήρωες, αλλιώς οι «σοσιαλιστικές» χώρες θα ήταν μόνο φυλακές και νεκροταφεία. Χρειάζεται κάποια διπλωματία, χρειάζεται να επιβιώσεις… Βασανίζεται με όλες αυτές τις σκέψεις πηγαίνοντας στο Δημαρχείο και περιμένοντας στην ουρά να έλθει η σειρά του.

Σε μια στιγμή, αναστέναξε βαθιά· ήξερε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση, μόνο ο Θεός αν τον φώτιζε. Έσφιξε με απόγνωστη το σταυρουλάκι που έκρυβε στην τσέπη του και ψιθύρισε ασυναίσθητα: Ιησού, Έλα! Πήγε να προσθέσει κάτι και αιφνιδίως φωτίστηκε, έλαμψε το πρόσωπό του, φεγγοβόλησαν τα μάτια του.

—Όνομα παιδιού; ρώτησε εκείνη τη στιγμή ο υπάλληλος.

—Ιησουέλα, απαντά λαχανιαστά ο ταλαίπωρος πατέρας!

—Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α; επανέλαβε ο υπάλληλος ανασηκώνοντας τα φρύδια με απορία. Κάτι δεν του πήγαινε καλά, αλλά δεν του ερχόταν και στο μυαλό καμιά απάντηση. Πάντως, χριστιανικό όνομα δεν ήταν. Αυτός ήταν ήσυχος για το κεφάλι του. Και σημείωσε στα χαρτιά: «Ιησουέλα».

Τίρανα, 16 Ιουλίου 1991. Πρώτη μας μέρα στην εκκλησία των Τιράνων που την ετοιμάζουμε για τον Έξαρχο. Μεγάλη μέρα για όλους! Σήμερα πρωτοέρχεται στην Αλβανία ο Έξαρχος Αναστάσιος —επιτέλους— της ελεύθερης Αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας της Αλβανίας. Φωτογραφίζω την εκκλησία των Τιράνων —δηλαδή τι εκκλησία, τέλος πάντων, θα μιλήσουμε παρακάτω γι’ αυτό. Εκείνη την ώρα δεν είχα καν σκεφθεί να γράψω για τις εκκλησίες της Αλβανίας… Πλησιάζω μια ομήγυρη γυναικών. Μιλούν με έξαψη για το μεγάλο γεγονός, για το θαύμα, που επιτέλους θα μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα το Θεό τους…

Ξεχωρίζω μια όμορφη κοπέλα, κάπου 25 ετών. Τη λένε —δεν κατάλαβα καλά— Ι-η-σ-ο-υ-έ-λ-α, περίεργο όνομα. Μιλά αγγλικά με μια Βελγίδα δημοσιογράφο. Θα ’θελε, της έλεγε, τόσο να βρεθεί κάποιος να τη βαπτίσει· όχι, δεν έχει κάνει το μυστήριο της βαπτίσεως. Θα ’θελε να αποκτήσει μια χριστιανή μητέρα από την Ελλάδα, να την καθοδηγήσει…

Απομακρύνθηκα, αλλά δεν μπορούσα να ξεχάσω αυτό που έλεγε για μια πνευματική μητέρα να τη βαπτίσει. Έκανα κάποια νύξη στις αδελφές εθελόντριες του Ε.Ε.Σ. που ήταν μαζί μας. Όλες βάπτιζαν μικρά παιδιά — άμα αρχίσεις να βαπτίζεις στην Αλβανία δεν προφθαίνεις να δέχεσαι προτάσεις! Όπου έστρεφα να φωτογραφίσω, έβλεπα τη γλυκιά μορφή της Ιησουέλας. Μα, επιτέλους, δεν ήρθα στα Τίρανα για βαφτίσια. Νεύριασα με τον εαυτό μου. Η ώρα περνούσε και έπρεπε να φύγουμε για το αεροδρόμιο… Μπήκαμε βιαστικά στα αυτοκίνητα, όταν ξανακούσαμε τη φωνή της: «Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας; Θα μπορούσα να σας διευκολύνω στις συνεννοήσεις με τις υπηρεσίες του αεροδρομίου». Και την πήραμε.

Την άλλη μέρα, ξεκινήσαμε για περιοδεία σε όσες εκκλησίες θα προφταίναμε να επισκεφθούμε μέσα σ’ ένα διήμερο στην Αλβανία.

«Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας και να παραμείνετε ένα τετραήμερο; Θα σας δείξω όλες τις εκκλησίες της Αλβανίας», ήταν πάλι η πρόταση της Ιησουέλας που είναι δασκάλα και έχει διαβάσει για ό,τι μας ενδιέφερε.

Έτσι, ξεκινήσαμε με την Ιησουέλα για μια εβδομάδα και με τη βοήθεια της θα σας δείξουμε εκκλησίες που λάμπουν από ομορφιά, εκκλησίες που στη θέση τους δεν υπάρχει ούτε πέτρα, εκκλησιές που στο Ιερό σταυλίζονται ζωντανά, εκκλησίες που περιμένουν το στοργικό μας χέρι να τις αναστηλώσουμε, για να στηλώσουμε την πίστη αυτών των ανθρώπων που την κράτησαν στα δύσκολα χρόνια, που κρατήθηκαν στη ζωή με την πίστη τους.

Ανήμερα των Εισοδίων της Θεοτόκου, η Ιησουέλα εισήλθε στη χριστιανική οικογένεια. Τη βάπτισα στην εκκλησία των Τιράνων και της έδωσα το όνομα της μητέρας του Χριστού: Μαρία.

Πηγή: Ειρήνης Δορκοφίκη, «Η Ιησουέλα βρήκε το Θεό στην Αλβανία» (Εκκλησίες της Αλβανίας), ελληνική ευρωεκδοτική.


<>






Δήλωση του Ορθόδοξου Αμερικανού θανατοποινίτη της Αριζόνας Μοναχού Εφραίμ (πρώην Αντωνίου - Frank Atwood)


Δήλωση Frank Atwood 26/5/2022

"Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου δίνετε να απευθυνθώ σε σας. Ονομάζομαι Frank Atwood και πρόκειται να εκτελεστώ από την Πολιτεία της Αριζόνας στις 10:00 π.μ., της 8ης Ιουνίου 2022. Είμαι καταδικασμένος να πεθάνω για ένα έγκλημα που δεν διέπραξα, αλλά θα αφήσω τα στοιχεία που υποστηρίζουν οι εμπειρογνώμονες και τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι δικηγόροι μου, να μιλήσουν για την αθωότητά μου. Επειδή αυτή είναι η τελευταία μου ευκαιρία να απευθυνθώ σε οποιαδήποτε ομάδα, είναι πρόθεσή μου να μιλήσω από την καρδιά μου όσο πιο ειλικρινά και αληθινά μπορώ. 

Επειδή ανήκω στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και πίστη στην πραγματικότητα ότι η ψυχή μου θα ζήσει αιώνια στον Παράδεισο με τον Κύριο Ιησού Χριστό, τον οποίο γνώρισα, υπακούω και αγαπώ. Επιτέλους θα ελευθερωθώ από τους γήινους δεσμούς που έχουν σακατέψει το σώμα μου και μου προκαλούν βασανιστικό πόνο. Και δεν θα ζω πια σε έναν κόσμο στον οποίο οι άλλοι υποφέρουν από την ίδια μου την ύπαρξη. 

Στην οικογένεια τής Vicki Lynn Hoskinson, μπορώ να πω ειλικρινά ότι, ενώ ξέρω ότι δεν θα πιστέψετε ποτέ ότι δεν την απήγαγα… δεν το έκανα! Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο πόνος σας είναι όσο πιο αληθινός μπορεί να είναι με οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη ζωή, και η βαθιά προσευχή μου είναι ότι ο θάνατός μου θα δώσει σε εσάς και στους δικούς σας κάποια μορφή ανακούφισης και τέλος στην ατελείωτη δυστυχία και το μαρτύριό σας. 

Θα φύγω από αυτόν τον κόσμο με ευγνωμοσύνη και αγάπη στην καρδιά μου για κάποιους πολύ ιδιαίτερους ανθρώπους. Στην, για τριάντα χρόνια αγαπημένη σύζυγό μου, την Σάρα, που με συντρόφευσε σε καλές και χειρότερες εποχές, την αφοσιωμένη σύντροφό μου στην ελληνορθόδοξη πίστη, την αγάπη της ζωής μου και την καλύτερή μου φίλη... Σε αγαπώ και σε ευχαριστώ. 

Επίσης, στον πνευματικό μου πατέρα Γέροντα Παΐσιο, που με ποίμαινε με αγάπη τις τελευταίες δεκαετίες προς υπακοή στις εντολές του Χριστού, στην κάθαρση και στον φωτισμό. Γεροντά μου, η αγάπη μου για σένα υπερβαίνει κάθε έκφραση. Επίσης στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και πολλά Μοναστήρια σε όλη την Κύπρο, την Ελλάδα και τις Η.Π.Α., οι συνεχείς προσευχές σας με στήριξαν και μέχρι την τελευταία μου πνοή θα συνεχίσω τις προσευχές μου για εσάς και επικαλούμαι τις προσευχές σας να με βοηθήσουν όταν θα περάσω τα τελώνια. 
Ιδιαίτερη αναφορά στον πρωτουργό της επιστροφής μου στον Οίκο (στην Εκκλησία), Μητροπολίτη Αθανάσιο, τον διαφωτιστή μου, στον Μητροπολίτη Ιερόθεο, επίσης στον Γέροντα Νικόδημο, στον π. Φιλάρετο και στον μοναχό Σωφρόνιο. 

Πρέπει επίσης να αναφέρω τους φίλους μου και την νομική μου ομάδα. Τον Σαμ, τον Έβαν, τον Τζο, τον Ντέιβιντ και την Έιμι, που αποτελούν την ακούραστη εκπροσώπησή μου ενάντια στον μηχανισμό του θανάτου της κοινωνίας. Η υποστήριξή σας ήταν καταπληκτική και εκτιμήθηκε βαθιά. Φίλοι μου Νίκο και Πάνο, εύχομαι ο Θεός να ευλογεί πλούσια την καλοσύνη σας, σας ευχαριστώ! Τέλος, μερικοί υποστηρικτές, όπως ο Michael Zoosman, με το " L'Chaim, Jews Against the Death Penalty" και ο Abe Bonowitz, με το "Death Penalty Action". Μπράβο εκ μέρους μου και εκ μέρους των θανατοποινιτών της Αμερικής για τον ατελείωτο αγώνα σας. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω την Ελένη και τον Επίσκοπο Επιφάνιο. Κλείνοντας, θα ήθελα να ζητήσω όλη η ανθρωπότητα να προσευχηθεί στον Χριστό να μας ελεήσει, να μας δώσε το έλεος που χρειαζόμαστε απεγνωσμένα λόγω της τραγικής μας έλλειψης προσευχής και μετάνοιας. Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε να σας απευθυνθώ σήμερα. Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με."

Ο Frank Atwood καταδικάστηκε το 1987 σε 30 χρόνια κάθειρξη και θανατική ποινή στις φυλακές της Αριζόνας στην Αμερική. Εκεί γνώρισε τον γέροντα Εφραίμ και τον Γέροντα Παΐσιο (όχι τον Άγιο) σε επισκέψεις που έκαναν στην φυλακή. Βαπτίστηκε από Εβραίος Χριστιανός Ορθόδοξος και πήρε το όνομα Αντώνιος, από το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου, το πρώτο που έχτισε στην Αμερική ο Γέροντας Εφραίμ. Θα εκτελεστεί στις 8 Ιουνίου. 

Ο Frank δεν δέχθηκε ποτέ αυτά που του καταλογίζουν.

Αφήγηση: Σταύρος Κυπριανού

Πηγή - Facebook: Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος


<>









Χρύσω Πέππα-Μακρυκώστα: Η μεταστροφή μου από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Χρύσω Πέππα-Μακρυκώστα:

«Ἦταν Σάββατο, 19 Ὀκτωβρίου 1934. Τήν ἡμέρα αὐτή ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τόν προφήτη Ἰωήλ, ὁ ὁποῖος προφήτευσε... ὅτι ὁ Θεός, ὅταν ἔλθη ὁ Μεσσίας, θά ἐκχέη τό Πνεῦμα Του τό Ἅγιο, ἐπί πᾶσαν σάρκαν, ἐπί τούς δούλους Του. Στήν Παλαιά Διαθήκη παρατηροῦμε ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐδίδετο μόνο σέ τρεῖς τάξεις ἀνθρώπων: στούς Ἱερεῖς, στούς Βασιλεῖς καί στούς Προφῆτες. Τό ἀντίθετο προκύπτει ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Μέ τό Βάπτισμα καί κατόπιν μέ τό Χρίσμα, λαμβάνουμε ὅλοι τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, “πληροῦσθε διά Πνεύματος”, πού πρέπει νά ἀγωνιζόμασθε διαρκῶς ὥστε, μέ τή βοήθεια τοῦ Παντοδυνάμου, νά διατηρῆται μέσα μας καί νά αὐξάνεται.
Ὅμως, μέχρι τότε, γιά μένα ἦταν ἄγνωστο καί ἐντελῶς ἀδιάφορο ἄν συμβαίνη αὐτό, γιατί, ὅπως ἔχω πεῖ ἐπανειλημμένως, ἐγώ μεγάλωσα κάτω ἀπό τήν ἐπίδρασι ἄλλων ἄσχετων ἰδεῶν. Καθοδηγούμενη ἀπό μιά ἔμφυτη ἔντονη κλίσι στά μαθηματικά εἶχα προσανατολίσει τό μυαλό μου σέ στόχους καθαρά πρακτικούς γι᾽ αὐτό, ἄλλωστε, σπούδασα θετικές ἐπιστῆμες, στήν Ἀθήνα, στό Λονδίνο καί τή Βιέννη, μέ συνέπεια νά μή μπορῶ νά δεχθῶ καί νά πιστέψω, τίποτε ἄν δέν εἶχα ἀποδείξεις.
Ἤμουν ἄθεη, δέν πίστευα σέ τίποτε καί σέ κανένα. Θρησκεία μου ἦταν ἡ ἐπιστήμη ἀλλά καί αὐτῆς, ἀκόμη, τά πορίσματα δέν τά δεχόμουν θεωρητικά καί ἀτεκμηρίωτα. Τά δεχόμουν μόνο μέ ἀποδείξεις στό ἐργαστήριο, μετά ἀπό τό πείραμα καί τό δοκιμαστικό σωλῆνα. Ἀκόμη κι ὅταν κάποτε μοῦ τέθηκε τό ὑπαρξιακό ἐρώτημα: —Ποιός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς, ποιός εἶναι ὁ προορισμός τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό ποῦ ἐρχόμασθε, ποῦ πηγαίνουμε;
 Καί πάλι ἡ ἀπάντησί μου ἦταν: —Δέν μέ ἐνδιαφέρει, οὔτε ἔχω χρόνο νά τό ψάξω τό θέμα, ἐγώ δέν ἔχω χρόνο νά διαθέσω ἔξω ἀπό τίς σπουδές μου, οὔτε πιστεύω· καί γιατί ἄλλωστε νά πιστέψω; Εἶχε περάσει ἀρκετός καιρός ἀπό τότε πού ἐγκαταστάθηκα στό Λονδίνο καί ἐν τῷ μεταξύ εἶχα γνωρισθῆ… μέ τήν οἰκογένεια Πελεκάνου καί μέ ἄλλους ἐκλεκτούς χριστιανούς ἀλλά καί ἱερωμένους ὅπως ὁ πρωθιερέας τῆς Ἁγίας Σοφίας Μιχαήλ Κωνσταντινίδης καί ὁ Πατέρας Ἰάκωβος καί συμμετεῖχα κάθε Σάββατο στίς συγκεντρώσεις τους.
Σ᾽ αὐτές δέν πήγαινα, βέβαια, ἐπειδή πίστευα ἀλλά γιατί μέσα ἐκεῖ, σέ μιά ἤρεμη ἀτμόσφαιρα αἰσθανόμουν καί ἐγώ ἤρεμη. Ἄκουγα, πάντως, μέ προσοχή τά ἀναγνώσματα, καί τίς συζητήσεις τους, παρακολουθοῦσα τή συμπεριφορά τους καί κάθε φορά, ὅλο καί περισσότερο, μέ ἐντυπωσίαζε ἡ γαλήνη στά πρόσωπα καθώς καί ἡ πραότητα καί ταπεινοφροσύνη τους. Ἀρκετές φορές, ἐκεῖ, σ᾽ ἐκεῖνο τό περιβάλλον, ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς τούς ἀνθρώπους, ἔκανα τή σκέψι: “ἄν ὑπάρχη κάπου ἡ Ἀλήθεια αὐτή μπορεῖ νά εἶναι στό Χριστιανισμό”. Καί κάποια ἄλλη ἀκόμη: “Ἄν τό καλοσκεφθῆ κανείς τό λεγόμενο ὑπαρξιακό πρόβλημα εἶναι τό πρῶτο τό ὁποῖο πρέπει νά λύση ὁ ἄνθρωπος”.
Αὐτό ἦταν γιά μένα καθοριστικό: Δηλαδή, τό ὅτι τό ὑπαρξιακό ἐμφανιζόταν ὡς “πρόβλημα”, ἦταν ἀρκετό νά ἀρχίση κάποτε, νά μέ κεντρίζη. Ἀπό τή φύσι του μαθηματικός ὁ νοῦς μου ἐρεθίσθηκε ἀμέσως ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἔρευνας, μέ ἀποτέλεσμα νά θέλω κατόπιν νά διαβάζω πλῆθος βιβλίων ἄλλων ὑπέρ καί ἄλλων κατά τοῦ χριστιανισμοῦ. Καί τοῦτο γιατί μέ ἐνδιέφερε μέ τήν ἀντιπαράθεσι νά διαμορφώσω, ἀνεπηρέαστη, μιά ἀντικειμενική γνώμη τήν ὁποία θά ἀποδεχόταν ἡ λογική μου.
Ἀλλά, καί ἡ λογική, ἀπό τή φύσι της μέ ὁδηγοῦσε ὡς ἕνα σημεῖο παραδοχῆς: “ὅτι κάποια ἀλήθεια ὑπάρχει προφανῶς στό χριστιανισμό”, ὅμως, ἐκεῖ σταματοῦσε, ἀδύναμη νά προχωρήση πιό πέρα. Ἡ ἐσωτερική ἐπιθυμία μου καί, μάλιστα, γιά νά γνωρίσω τήν Ἀλήθεια, δέν ἦταν ἀρκετή, ἀφοῦ στήν πραγματικότητα ἡ ψυχή μου, διαποτισμένη μέ τήν ἀδιαφορία καί τήν ἄρνησι, περί ἄλλα ἐτυρβάζετο καίτοι ἑνός εἶχε χρείαν.
Ἔτσι, ἄρχιζε πάντα τά Σάββατα, ὁ ἐσωτερικός διχασμός, ἡ σύγκρουσι, ἡ ἀγωνία. Κάποτε, σέ μιά στιγμή ἔντονης ἀνάγκης νά λυτρωθῶ ἀπό τό ἐπώδυνο συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς καί τοῦ ἀπύθμενου κενοῦ, βλέποντας τούς ἄλλους νά προσεύχωνται, ὅλοι μαζί, δάκρυσα ἀπό τό παράπονο καί εἶπα μέσα μου: “Θεέ μου, ἄν ὑπάρχη σέ σένα ἡ Ἀλήθεια σέ παρακαλῶ, ἀποκάλυψέ την, γιατί ἀλλιῶς δέν μπορῶ νά πιστέψω”.
Ὅπως κάθε Σάββατο, βράδυ, ἔτσι κι ἐκεῖνο τῆς 19ης Ὀκτωβρίου 1934 βρέθηκα στό σπίτι τοῦ Πελεκάνου. Ὁ οἰκοδεσπότης μέ εἶχε στά δεξιά του. Εἶχε ἀρχίσει ἀπό ἀρκετή ὥρα νά διαβάζη ἀποσπάσματα ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί στή συνέχεια τό Εὐαγγέλιο τῆς Κυριακῆς.
Ἀπό τήν ἴδια στιγμή εἶχε ἀρχίσει καί τούτη τή φορά νά μέ βασανίζη αὐτή ἡ ἀνυπόφορη ἐσωτερική πάλη τῶν ἀντιφατικῶν συλλογισμῶν καί τῶν ἀλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, πού κατέληγε σέ ἀνελέητο ροκάνισμα τῆς ψυχῆς μου, ἀπό ἀμφισβητήσεις, ἀμφιβολίες, ἀπορίες. Ἦταν ἕνα ἄγριο κονταροκτύπημα δυνάμεων τίς ὁποῖες δέν μποροῦσα νά πειθαρχήσω. Καί ἀμέσως κατάλαβα ὁριστικά καί χωρίς ἐνδοιασμό ὅτι δέν ἄντεχα ἄλλο πιά, καί εἶπα στόν ἑαυτό μου. “Ἐσύ, τί κάθεσαι καί ἀκοῦς τόση ὥρα, ἀφοῦ δέν πιστεύεις; Τί βρίσκεις ἐδῶ μέσα; Γιατί δέν σηκώνεσαι νά φύγης;”.
Καί τότε, ξαφνικά...
Ἐδῶ σταμάτησε, ἡ Χρύσω τήν ἀφήγησι καί πῆρε μιά βαθιά ἀνάσα. Μέ κύτταξε στά μάτια καί μέ ρώτησε ἄν μέ κούρασε. Ὕστερα πῆρε κι ἄλλες πολλές ἀπό ἐκεῖνες τίς χαρακτηριστικές ἀναπνοές, πού συνοδεύονταν ἀπό τά γνωστά μικρά βηχάκια ὅταν ἤθελε, πρίν μιλήση, νά καθαρίση τή φωνή της. Ὅση ὥρα ἀφηγεῖτο εἶχα τή βεβαιότητα ὅτι εἶχε γυρίσει 60, περίπου, χρόνια πίσω στό Λονδίνο, στό σπίτι τοῦ Πελεκάνου καί ξαναζοῦσε τήν ἐμπειρία ἐκείνης τῆς βραδιᾶς. Μέ παρέσυρε καί μένα καί τήν ἀκολούθησα στήν ἀναδρομή της καθώς μοῦ μετέδιδε σέ μιά νοερή ὀθόνη ὅ,τι ἔνοιωθε, ὅ,τι ἔζησε τότε.
Δέν ξέρω τί παρατήρησε στό πρόσωπό μου καί μοῦ εἶπε:
—Ἠρεμῆσθε...
Δέν θυμᾶμαι νά εἶχα ξαναδεῖ αὐτή τήν ἔκφρασί της, αὐτό τό βλέμμα καί τό ὕφος πού μαρτυροῦσαν, τώρα, σέ ἀντίθεσι μέ τό τότε, μιά ἐσωτερική νηνεμία, γαλήνη, εὐδαιμονία. Πάνω ἀπό τό σοφό μέτωπο, πλαισίωναν τό κεφάλι της, σάν στέφανος, τά πάλλευκα, ὅπως τό καθαρό χιόνι, μεταξένια μαλλιά της κι ὅλα μαζί συνέθεταν τήν προτομή ἑνός ἐξαϋλωμένου πλάσματος πού πλημμύριζε ὅλο τό χῶρο μέ μιά ἱερή πνευματικότητα.
Καί, τότε, συνέχισε ἡ Χρύσω, μοῦ συνέβη κάτι τό ἐντελῶς ἀπροσδόκητο καί κάθε φορά πού τό θυμᾶμαι, αἰσθάνομαι ρίγος νά διαπερνᾶ τό σῶμα μου καί πιό βαθιά μιά δόνησι νά μέ συνταράζη.
Μέσα σέ ἐκεῖνο τό ὑποβλητικό περιβάλλον, τήν ἀδιατάρακτη σιγή, πού δέν ἀκουγόταν οὔτε ὁ παραμικρός θόρυβος ἐκτός ἀπό τήν ἁπαλή, σιγανή φωνή τοῦ Πελεκάνου, καθώς ὁ νοῦς μου ἀχαλίνωτος ἀκροβατοῦσε, ἐνῶ ἡ ψυχή μου ἀδρανοῦσε μέσα σέ μιά νεκρική παγωνιά, ἀποκαμωμένη γιατί εἶχε φθάσει στά ἀκραῖα ὅρια ἀντοχῆς, ἄκουσα μιά δυνατή βουή ἀνέμου καί εὐθύς ἀμέσως, σέ ἐλάχιστα δευτερόλεπτα ἔνοιωσα νά γίνεται ἕνας ἰσχυρός σεισμός πού μέ συγκλόνισε. Φόβος μέ κυρίεψε.
Ἔκανα μιά ἀπότομη, ἐνστικτώδη κίνησι νά σηκωθῶ ἀλλά ξανακάθησα, ἀποσβολωμένη, στό κάθισμά μου ὅταν κύτταξα γύρω μου καί εἶδα ὅλους τούς ἄλλους ἀκίνητους στίς θέσεις τους ν᾽ ἀκοῦν ἤρεμα τό Εὐαγγέλιο. Καί ἡ ταραχή μου μεγάλωσε ἀκόμα πιό πολύ ὅταν κατάλαβα πώς ὁ σεισμός αὐτός δέν προερχόταν ἀπό κάτω, ἀπό τά ἔγκατα τῆς Γῆς ἀλλά ἀπό ψηλά, ἴσως, ἀπό τόν Οὐρανό. Μά πρίν καλά-καλά συνέλθω, συνέβη κάτι σπουδαιότερο. 
Αἰσθάνθηκα μιά φωτιά νά κατεβαίνη πάλι ἀπό ψηλά καί νά περνάη μέσα ἀπό τό μέτωπό μου κι ὕστερα μέσα ἀπό τό στῆθος μου, βαθιά στό ἐσωτερικό μου. Καί τρόμαξα γιά δεύτερη φορά καί ὁ φόβος μου ἔγινε πανικός ἀπό τούτη τή φωτιά καθώς ὁ νοῦς μου πού τά εἶχε χαμένα δέν μποροῦσε νά συλλάβη αὐτά πού ξαφνικά καί τόσο γρήγορα μοῦ συνέβαιναν καί, φυσικά, οὔτε νά δώση ὁ νοῦς μου ἐξήγησι, μποροῦσε.
Ὅμως, σέ λίγο, πολύ λίγο, δέν χρειαζόμουν, πιά, καμμιά ἐξήγησι τῆς λογικῆς μου σκέψεως γιατί μοῦ ἦλθε ἀπό ἄλλη θύρα ἐκείνη ἡ ἐξήγησι πού δέν χωράει ἀμφιβολία καί δέν χρειάζεται ἑρμηνεία. Ἦλθε ἀπό τή θύρα τῆς ψυχῆς μου, πού ἄνοιξε διάπλατη, κι ἦταν ὁλοκάθαρη σάν τό κρύσταλλο καί ὁλοφώτεινη σάν τόν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ, καθώς ἡ πύρινη ἐκείνη φλόγα πού ἔπεσε σάν ἀστραπή, ἀντί νά μέ κάψη καί νά μοῦ προκαλέση κακό, εἰσχώρησε ὅπως ἕνα δυνατό φῶς καί μιά γλυκιά θερμή πνοή, ἔλυωσε τόν πάγο καί εὐθύς ἀμέσως βεβαιώθηκα τήν ἴδια ἀκριβῶς στιγμή πώς ἔδιωξε ἀπό μέσα μου τήν παγωνιά τοῦ θανάτου. Καί ἐνῶ, μερικά λεπτά πρίν, εἶχα σχεδόν ἀποδιοργανωθῆ ἐσωτερικά μή μπορώντας νά βάλω μιά τάξι μέσα μου κι ἤμουν ἕτοιμη νά τό βάλω στά πόδια, ἔνοιωσα νά καταλαγιάζη, αὐτόματα, ὅλη ἡ ἀντάρα, καί νά κυκλοφορῆ στίς φλέβες μαζί μέ τό αἷμα μου μιά ἀπέραντη γαλήνη, μιά ἀνείπωτη εὐτυχία τήν ὁποία δέν μποροῦν νά σοῦ δώσουν ὅλες μαζί οἱ χαρές τῆς ζωῆς.
Ἡ πρώτη σκέψι μου ἦταν νά κυττάξω καί πάλι γύρω μου νά δῶ τί εἶχαν ἀντιληφθῆ οἱ ἄλλοι. Ὅμως, καί τούτη τή φορά δέν παρατήρησα ἀπολύτως τίποτα. Κανένα σημάδι στά πρόσωπα ἤ στήν ἔκφρασί τους πού νά μαρτυρᾶ πώς καί ἐκεῖνοι εἶχαν αἰσθανθῆ ὅ,τι καί ἐγώ ἤ εἶχαν καταλάβει αὐτά τά ὁποῖα συνέβησαν σέ μένα. Ὅλοι ἦταν ἀδιάφοροι, κανένας δέν μέ πρόσεχε, ὅλοι, ἐκτός ἀπό ἕναν, τόν οἰκοδεσπότη, ὁ ὁποῖος ὅση ὥρα διάβαζε, δίπλα μου, ἔνοιωθα ὅτι μέ παρακολουθοῦσε μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του καί τή στιγμή κατά τήν ὁποία γύρισα πρός αὐτόν τό βλέμμα μου, ἔκλεισε τό Εὐαγγέλιο, ἔκανε τό σταυρό του καί ψιθύρισε:
Σ᾽ εὐχαριστῶ Παναγία μου.
Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἤμουν ἀπολύτως βέβαιη ὅτι ὁ Θεός ἦταν ἐντός μου καί ὅταν ἐπέστρεψα στό δωμάτιό μου, τό ἴδιο βράδυ, ἔνοιωθα τόσο εὐτυχισμένη καί μ᾽ ἕνα πρωτόγνωρο συναίσθημα, κυττάζοντας πρός τόν Οὐρανό, ἔκανα τήν προσευχή μου: “Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς Οὐρανοῖς...”.
Ναί! Ὁ Θεός ἦταν μέσα μου, ἦταν αὐτή ἡ φωτιά. Γιατί ὁ Θεός εἶναι ΦΩΤΙΑ, πού θερμαίνει χωρίς νά καίη. Κατακαίει μόνο ὅποιο βλαβερό ζιζάνιο ἔχει φυτρώσει στήν ψυχή γιά ν᾽ ἀκολουθήση ἡ καλλιέργεια καί ἡ σπορά τοῦ Θείου Λόγου κι ὕστερα νά φυτρώση ἡ γαλήνη καί ἡ εὐτυχία.
Ὅταν, τό ἄλλο πρωΐ, στήν Ἐκκλησία, καλημέρησα τόν κύριο Πελεκάνο καί πρίν τελειώσω τή φράσι μου: 
—Ξέρετε, χθές τό βράδυ, στό σπίτι σας... μέ διέκοψε καί μοῦ εἶπε: 
—Ξέρω, ξέρω τί ἔγινε, γιατί εἶχα προσευχηθῆ, πάρα πολύ, στήν Παναγία, ἀλλά μήν τό πεῖς αὐτό, ποτέ, σέ κανέναν»(ΠΧ, 60).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>











Όταν ο Θεός "παραμονεύει" ευεργετικά στη γωνία - Μεταστροφές από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία

Ἀναφέρει ὁ Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ:

Ἡ ἑπομένη ἦταν κοσμική κοπέλλα. Μιά μέρα ὁ πατέρας της τῆς πῆγε στό σπίτι γιά νά μαγειρέψη ἕνα «χωνί» ψάρια. Ὁ Θεός, ὅμως, «παραμόνευε» εὐεργετικά στή γωνία. Τό χωνί ἦταν τυλιγμένο μέ τό θρησκευτικό περιοδικό Ζωή. Ἔπεσε, λοιπόν, τό μάτι της σ᾽ αὐτό, τό διάβασε καί μετεστράφη. Ἔγινε, μάλιστα, καί καλή ἁγιογράφος, μαθήτρια τοῦ Φώτη Κόντογλου. Ἦταν θεία προσωπικοῦ φίλου, ὁ ὁποῖος καί μοῦ ἀφηγήθηκε τά τῆς μεταστροφῆς της. 

Τέλος, ἕνα ἀπόγευμα στό ἐξομολογητήριο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦλθε κάποιος ἐπιστήμονας νά ἐξομολογηθῆ καί μοῦ εἶπε πῶς ὁδηγήθηκε στήν ἐξομολόγησι: Ἕνα ἀπόγευμα ἔβγαλε γιά βόλτα τό σκυλί του στό Κολωνάκι —ἐκεῖ ἔμενε. Τό σκυλί, δεμένο μέ λουρί, ὁδηγοῦσε τόν κύριό του καί τόν πῆγε στά σκουπίδια. Ἐκεῖ βρῆκε πεταμένο τό βιβλίο Ὑποθῆκες Ζωῆς, Ἀπό τή Ζωή καί τή Διδασκαλία τοῦ π. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου. Τό πῆρε, τό διάβασε καί ἦλθε νά ἐξομολογηθῆ! 

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Η μεταστροφή του Γάλλου Olivier Clément από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία


Ἰδού καί ἡ μεταστροφή τοῦ Οlivier Clément. Ἀφηγεῖται: Κάθε 15 μέρες, «περίμενα μέ εὐχαρίστησι τό ἐπιδόρπιο καί τή συζήτησι πάνω στό πρόβλημα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Θεοῦ. Οἱ θεῖες μου ἦταν ὑπέρμαχες τοῦ θεϊσμοῦ, στή γραμμή τῆς παραδόσεως τοῦ Jules Ferry. Ἐνῶ οἱ γονεῖς μου, διευθυντές σχολείου κι αὐτοί, εἶχαν γίνει ἄθεοι μέ τή μορφή τῆς στρατεύσεως. Κανένας δέν θύμωνε. Κανένας δέν προσπαθοῦσε νά πείση. Ἡ συζήτησι ἔμοιαζε περισσότερο μέ φιλική μουσική. Καί ὁ Θεός παρέμενε ὁ πιό ξένος στό βάθος τοῦ διαλόγου. Ἡ φωνή δέν χαμήλωνε, δέν κυμάτιζε, παρά μονάχα γιά τά μυστήρια τῆς ἀγάπης, τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἀρρώστιας. Προπάντων ὅταν γινόταν λόγος γιά τή φυματίωσι (δέν θά πρεπε ἡ “μικρή” νά παντρευθῆ ἕνα φυματικό) καί γιά τή διανοητική καθυστέρησι... Τό ὑπέρτατο “῎Ον”, ἀρκετά ἄρρωστο, μιά καί φαινόταν ἀνίκανο νά τά τακτοποιήση ὅλα κι ἀρνιόταν νά κάνη παντοῦ θαύματα, ὅπως λένε πώς ἔκανε καί κάνει στή Λούρδη, τό “Ὄν” φάντασμα, χάνεται ἀνάμεσα στό ἄρωμα τοῦ καφέ καί στό κουδούνισμα τῶν πιατικῶν. Αὐτές οἱ συζητήσεις δέν μοῦ ἄφησαν τίποτε. Ἦταν ὁ θόρυβος μιᾶς ἀπουσίας»(CO, 7). 
«Ἡ βασική ἐπιδίωξι τῶν πρώτων Γάλλων σοσιαλιστῶν ἦταν, ὁπωσδήποτε, ἡ δικαιοσύνη, ἀλλά, πάνω ἀπ᾽ ὅλα, ἠ “κοινωνία”: “Ἡ δική σας ζωή εἶναι δική μου”, ἔλεγε ἡ George Sand. Κι ὁ Pierre Leroux ἔβαζε σάν προμετωπίδα στό οὐσιαστικότερο βιβλίο του Περί τῆς Ἀνθρωπότητας, τό κομμάτι τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιά τό μοναδικό σῶμα, στό ὁποῖο εἶμασθε μέλη ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου (“ἀλλήλων μέλη”)»(CO, 18). 
«Ἀκόμα, τέτοια ἦταν καί ἡ βαθύτερη ἄποψι —λίγο ντροπαλή, λίγο κρυφή— τοῦ Jean Jaurès. Ὁ Jaurès χάρισε στόν Ἰησοῦ λόγια σφοδρῆς ἀγάπης. Ξαναδιάβαζε τακτικά —κι ἀφιέρωνε τό χρόνο του— στόν Ὅμηρο, τό Δάντη καί τή Βίβλο. Ὑπογράμμιζε τήν πρωταρχική σπουδαιότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γράφοντας: “Νά πραγματοποιοῦμε τή δικαιοσύνη στήν κοινωνική διάστασι, γιά νά προετοιμάσουμε... τήν ἐξοικειωτική διείσδυσι τῶν ψυχῶν στή μυστική διάστασι”. Πολύ ἔπαιξε τό πρᾶγμα στήν ἀρχή τούτου τοῦ αἰῶνα [τοῦ 20οῦ]. Ἡ κίνησι ἦταν ἀβέβαιη, τουλάχιστον σέ τούτη τή χώρα [τή Γαλλία]. Ἡ Φιλοσοφία τῶν Παραγωγῶν τοῦ Sorel, ἔδειχνε μιά παθητική νοσταλγία τῆς ἀρχαϊκῆς Ἐκκλησίας, πού θά ἦταν ἱκανή νά ἀλλάξη πραγματικά τή ζωή καί τῆς ὁμάδος τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ καθενός χωριστά καί, πού θά μποροῦσε, ἀκόμα, νά πληθύνη τούς τόπους ἐπικοινωνίας, τῆς βαθειᾶς ἐλευθερίας καί τῆς ὀμορφιᾶς μέσα σ᾽ ἕνα κοινωνικό ἱστό νεκρωμένο. Μονάχα, πού ἡ κίνησι αὐτή δέν συνταντήθηκε μ᾽ ἕνα Χριστιανισμό δημιουργικό, ἕνα Χριστιανισμό τῆς Θεανδρικότητος, ἀλλά μέ τόν Μαρξισμό τόν πιό συστηματικό»(CO, 18). 
«Διάβαζε [ὁ πατέρας μου]. Διασκεδαστικά βιβλία. Γι᾽ αὐτά δέν μιλοῦσε σέ κανέναν. Ὅμως, τά βρῆκα μέσα στήν ἀξιολογότατη βιβλιοθήκη του. Οἱ Ἀδελφοί Καραμαζώφ, τοῦ Dostoyevski, ὁ Πατήρ Σέργιος, τοῦ Tolstoy, ὁ Βίος τοῦ Ἁγίου Σεργίου, τοῦ Μπόρις Ζάϊτσεφ (πού ἦταν ὁ παπποῦς τοῦ φίλου μου Μιχάλη Ζολόγκουμπ. Πῶς πλέκονται παράξενα οἱ δρόμοι! Ὁ Θεός ὑφαίνει, αὐτό τό λίγο, πού Τοῦ ἐπιτρέπουμε νά δράση...). 
Ὁ πατέρας μου σιωποῦσε. Ζοῦσε τήν οἰκογένειακή ζωή καί σιωποῦσε. Ἡ ἀδελφή του ζοῦσε μόνη της στό χωριό καί σιωποῦσε. Ὡστόσο, ὅλα τά πράγματα, πού ἦταν γύρω της, ἰδιαίτερα τά φυτά, ἦταν ζωντανά, Βέβαια, ἦταν ἄθεη, σάν τόν πατέρα της. Ὅμως, βρῆκα μέσα στό συρτάρι, στό ὁποῖο ἔβαζε τά πιό ἀγαπημένα της πράγματα, ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Εὐαγγελίου κατά Ἰωάννη. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου, τό Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Αὑτό ἦταν τό μυστικό τους»(CO, 22).
«Ὁ Θεός γινόταν τό μεγάλο μυστικό τῆς ἐποχῆς μας. Δέν μοῦ μίλησαν ποτέ γι᾽ Αὐτόν. Καί ἀκόμα λιγότερο γιά τό Χριστό. Ὅταν κάποτε ἔκανα στόν πατέρα μου τίς ἀποφασιστικές ἐρωτήσεις: 
—Γιατί πεθαίνουμε;, μοῦ ἀπάντησε —θυμᾶμαι βρισκόμουνα στά ἑπτά ἤ στά ὀκτώ μου χρόνια: 
–Ὅταν πεθαίνουν, δέν ὑπάρχει, παρά τό μηδέν. Ὅμως, παρόλο αὐτό, πρέπει νά προσπαθοῦμε νά εἴμασθε καλοί, νά εἴμασθε δίκαιοι. 
—Καί οἱ ἄλλοι τί κάνουν;
—Ξέρεις, πώς οἱ ἄνθρωποι δέν ὑπακούουν, παρά μονάχα στό συμφέρον τους. Ὅμως, πρέπει, παρόλο αὐτό... 
Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἀπαντοῦσε σέ τέτοιες ἐρωτήσεις ἔδειχνε παράξενος. Ἡ ἰδεολογία τῶν πρότυπων σχολῶν τῆς ἀρχῆς τοῦ αἰῶνα μας χρωματισμένη μέ λίγο σοσιαλισμό, πού εἶχε καταντήσει θλιμμένος, σχηματοποιόταν ἀπ᾽ αὐτόν αὐθόρμητα. Γιά τό θεμελιακό θέμα, τό ὁποῖο ἐρευνοῦσε μέσα στή βιογραφία τοῦ ἁγίου Σεργίου, δέν εἶχε λεξιλόγιο νά μιλήση. Μιά μόνη λέξι σφράγιζε τήν τυποποιημένη φιλοσοφία του: τό μηδέν»(CO, 24). 
«Ἕνα εὐαγγελικό ἐπεισόδιο, σάν τή θεραπεία τῆς αἱμορροούσας γυναίκας, φαίνεται γεγονός κραυγαλέας ἀληθείας, ἕνα πρᾶγμα, πού δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφευρεθῆ»(CO, 97). 
Ὁ Νikolaï Lossky «ἔφερνε [σάν παιδί] σέ ἀμηχανία τόν πνευματικό του στό θέμα τῆς παντοδυναμίας τοῦ Θεοῦ, ρωτώντας τον ἄν ὁ Θεός ἦταν ἱκανός νά πλάση μιά πέτρα, τήν ὁποία νά μήν μπορῆ νά τή σηκώση! “Σήμερα, μοῦ ἔλεγε, ξέρω τήν ἀπάντησι: αὐτή ἡ πέτρα εἶναι ὁ ἄνθρωπος”»(CO, 135). Σήμερα ξέρουμε ὅτι ὅλες αὐτές οἱ μυστικές διαδρομές τοῦ Θεοῦ μεταποίησαν τήν ψυχή τοῦ Clément σέ Ὀρθόδοξη.
Γράφει καί ὁ Ι. Παπαδόπουλος: «Ὁ Olivier Clément δέν γνώρισε τό πνευματικό comfort καί τή μακάρια σιγουριά ὅσων γεννηθήκαμε στή “χριστιανική” Ἑλλάδα, βαπτισθήκαμε, μεγαλώσαμε σε “χριστιανικό” περιβάλλον καί... ἐγκατασταθήκαμε στήν εὐδαίμονα ὀρθοδοξία μας! Οἱ γονεῖς του, δάσκαλοι, ἦταν ἄθεοι. Δέν εἶχαν καμμία σχέσι μέ τήν Ἐκκλησία. Ἔτσι, ὁ Olivier Clément δέν ἔγινε χριστιανός, δέν βαπτίσθηκε. Στή νότιο Γαλλία ὅπου γεννήθηκε στίς 17 Νοεμβρίου τοῦ 1921, ἡ κοινωνία τότε παρουσίαζε μιά ἰδιότυπη σύνθεσι: οἱ καθολικοί, οἱ προτεστάντες καί οἱ.... σοσιαλιστές-“ἄθεοι”! Ὁ Olivier Clément πέρασε ὅλη τήν παιδική του ἡλικία χωρίς κανείς νά τοῦ μιλήση ποτέ γιά τό Θεό. “Δέν εἶχα μπῆ ποτέ μέσα σέ μιά Ἐκκλησία, οὔτε κἄν μοῦ πέρασε ἀπ’ τό μυαλό”.
 Ἔρχεται, ὅμως, ἡ ἐφηβεία, οἱ σπουδές στόν ἱστορικό κλάδο, τά μεγάλα ἐρωτήματα γιά τό νόημα τῆς ζωῆς, τό θάνατο, τό μηδέν, τήν ἀναζήτησι τοῦ θεμελιώδους... Μιά ὁλόκληρη δεκαπενταετία πυρετώδους ἀναζήτησεως καί πνευματικῆς περιπέτειας: ἀπ’ τό φλέρτ μέ τό μαρξισμό καί τό κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι τίς θρησκεῖες τῆς Ἀσίας, τό βουδδισμό καί κυρίως τόν ἰνδουϊσμό. Τήν περιπετειώδη αὐτή ἀναζήτησι τήν αἰσθάνεται κανείς ὁλοζώντανη διαβάζοντας τό βιβλίο του: Ὀ Ἄλλος Ἥλιος, Πνευματική Αὐτοβιογραφία (L’ Autre Soleil: Autobiographie Spirituelle, Ed. Stock, Παρίσι 1975).
Διαβάσματα, συναντήσεις ἀνθρώπων, ὅπως συμβαίνει συχνά, μποροῦν νά παίξουν ἀποφασιστικό ρόλο: “Ὁ πρῶτος πού μέ ἔκανε νά καταλάβω ὅτι μπορεῖ κανείς νά εἶναι χριστιανός, ὁ πρῶτος πού πραγματικά ἔκανε νά γείρη μέσα μου ἡ ζυγαριά ἀπ’ τήν Ἰνδία στό Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ Nikolai Berdyayev”. Τόν ὁποῖο, ὅμως, ποτέ δέν συνάντησε ἀφοῦ ἐκεῖνος πέθανε τό 1948, ὅταν ὁ Olivier Clément ἐγκαταστάθηκε στό Παρίσι. Στή διάρκεια τοῦ πολέμου εἶχε βρῆ σέ φιλική βιβλιοθήκη τό βιβλίο τοῦ Berdyayev Πνεῦμα καί Ελευθερία καί τό διάβασε “μονορούφι” σέ μιά μέρα καί μιά νύκτα. Στρέφεται ἔκτοτε πρός τούς χριστιανούς, ἀλλά ἔπρεπε νά νικήση τήν ἐνστικτώδη ἀπέχθεια τἠν ὁποία αἰσθανόταν γι’ αὐτούς καί πού εἶχε τίς ρίζες της στήν παιδική του ἡλικία. “Τόν καθολικισμό μοῦ τόν εἶχαν παρουσιάσει σάν τεράστια καί καταχθόνια ἐξουσία ἐπί τῆς γῆς, καταπιεστική καί εὐνουχιστική. Τό δέ προτεσταντισμό, σάν ἕνα στάδιο, ξεπερασμένο πιά, πρός τή λαϊκή κοινωνία, τό σοσιαλισμό”.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ στροφή πρός τούς χριστιανούς, καθολικούς καί προτεστάντες, δέν εὐοδωνόταν. “Πρέπει νά πῶ μέ ὅλη τή δύναμι ὅτι ἐκεῖνο πού μέ ἐμπόδισε νά γίνω χριστιανός τότε ἦταν ἡ ἀπουσία —ἔτσι μοῦ φάνηκε τουλάχιστον— μιᾶς ἀληθινῆς θεολογίας τῆς ἐλευθερίας καί μιᾶς ἀληθινῆς θεολογίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί τῆς ἐμπειρίας τοῦ Ἁγ. Πνεύματος”. Τό βασικό βιβλίο τοῦ Vladimir Lossky Μυστική θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας εἶχε γίνει καίριο ἀνάγνωσμά του καί συνακόλουθα οἱ Πατέρες στούς ὁποίους αὐτό παρέπεμπε (Ἁγ. Εἰρηναῖος, Διονύσιος ὁ Ἀεροπαγίτης, Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Νικόλαος Καβάσιλας κ.ἄ.). “Ἔψαξα νά τόν συναντήσω... τόν ἀκολούθησα. Αὐτός μοῦ ἔμαθε τή θεολογία.... Ὁ Vladimir Lossky ἦταν ριζωμένος στήν Ἐκκλησία ὅπως ἕνα δένδρο εἶναι ριζωμένο στήν τροφό γῆ. Ἀπ’ αὐτόν, τούς δικούς του καί ἀπό ὅλη τή ζωή τῆς μικρῆς ἐνορίας τῆς ὁποίας ἦταν μέλος, ἀνακάλυψα τήν Ἐκκλησία, ὄχι σάν μιά ἠθική, μιά ἰδεολογία, μιά ἐπίδρασι κοινωνική καί πολιτική, ἀλλά τή λειτουργική, εὐχαριστιακή ἐκείνη γόνιμη γῆ, ὅπου ὁ ἄνθρωπος τρέφεται καί μεταμορφώνεται”.
Μαθητεύει κοντά στό Vladimir Lossky, συναντᾶται μέ τόν π. Σωφρόνιο καί σέ λίγο μέ τόν P. Evdokimov μέ τόν ὁποῖο θά συνδεθῆ μέ μιά δυνατή καί μακρά φιλία... 
Ἔτσι ὡρίμασε ἡ ἀπόφασι γιά τό ἀποφασιστικό βῆμα: “Δέχθηκα τό βάπτισμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἤμουν τριάντα ἐτῶν. Ἦταν μιά ἐπιλογή διαυγής καί σοβαρή. Μιά συνειδητή ἐπιλογή, ἄν θέλετε, παρότι χρειάζεται ὅλη ἡ ζωή, ὅλος ὁ θάνατος γιά νά συνειδητοποιήση κανείς τή χάρι τοῦ Βαπτίσματος, γιά νά πεθάνη καί νά ξαναγεννηθῆ ἐν Χριστῷ”»(στό: ΚΚ, 8).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>








Γαλλία: Η μεταστροφή του ιατρού Κωνσταντίνου Σακελλαρίου από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία 

Ὁ ἰατρός Κων/νος Σακελλαρίου (1856-1916), γυιός Ἱερέως, σπούδασε ἰατρική στή Γαλλία ὅπου καί ἔχασε τήν πίστι του. «Πολλές φορές κρατώντας τό περίστροφο στό χέρι, τό ἀκουμποῦσε στό στῆθος του ἤ στόν κρόταφο, ἀλλά τό περίστροφο δέν ἐκπυρσοκροτοῦσε —σάν νά μήν ἤθελε νά ὑπακούση. Ἔστρεφε τότε πρός τά ἔξω τό πιστόλι του καί τότε ἐκπυρσοκροτοῦσε. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι, ἄν καί δέν ἦταν σέ θέσι νά ἐννοήση ὅτι αὐτό ἦταν ἐπέμβασι τῆς θείας Προνοίας. Θυμήθηκε, ὅμως, ἀμυδρά τή σεβάσμια μορφή τοῦ πατέρα του.
Καί σέ ἄλλη περίπτωσι ὁ νεαρός γιατρός ἀποφάσισε νά θέση τέρμα στή ζωή του. Εἶχε πάει στό Παρίσι καί ἦταν καλοκαίρι. Ἔμενε σέ ξενοδοχεῖο. Τό βράδυ ἀνέβηκε νά κοιμηθῆ στήν ταράτσα καί, μάλιστα, πάνω στό πεζούλι, μέ τήν ἀπόφασι νά πέση κάτω κατά τόν ὕπνο του καί νά γκρεμισθῆ στό δρόμο χωρίς νά τό καταλάβη. Ἀλλά καί ἐδῶ οἱ ἐλπίδες του διαψεύσθηκαν. Τή νύκτα ἔπεφτε ἀπό τό μέσα μέρος καί ποτέ πρός τά ἔξω, ὅσες φορές κι ἄν ἐπεχείρησε. Κάτι παρόμοιο δοκίμασε καί στήν ὄχθη τοῦ Σηκουάνα, ἀλλά κι ἐδῶ τό ἴδιο ἀποτέλεσμα. Τό γεγονός αὐτό τοῦ ἔκανε μεγάλη ἐντύπωσι»(ΗΜ, 14). Βλέπουμε στά περιστατικά αὐτά τή φανερή ἐπέμβασι τοῦ Θεοῦ στό μετέπειτα πιστό παιδί του.

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


Ym.

<>








Η μεταστροφή ενός αθέου θείου του λαϊκού ιεροκήρυκα Δημήτριου Παναγόπουλου (+1982)


Αναφέρει ο λαϊκός ιεροκήρυκας Δημήτριος Παναγόπουλος (+1982):

Είχα έναν άθεο θείο, που με έλεγε: 
- Γιατί δεν κατέβηκε ο Χριστός από Τον Σταυρό; Άμα ήταν Θεός, θα μπορούσε να ξεφύγει. Τον πιάσανε, τον «κατεργάρη» και Τον Σταυρώσανε οι Εβραίοι! Δεν μπορούσε να ξεφύγει! Τον εαυτόν Του δεν μπορούσε να βοηθήσει... 
- Τότε, πως ξέφυγε ο Χριστός, όταν κάποτε θέλησαν να Τον ρίξουν στον γκρεμό; τον ρώτησα. Ξέφυγε ανάμεσά τους. Πώς έγινε αυτό; 
- Πού το αναφέρει αυτό; με ρώτησε. 
Άνοιξα το Ευαγγέλιο και του έδειξα το χωρίο: 
«Και αναστάντες εξέβαλον αυτόν έξω της πόλεως και ήγαγον αυτόν έως οφρύος του όρους, εφ’ ου η πόλις αυτών ωκοδόμητο, εις το κατακρημνίσαι αυτόν. Αυτός δε διελθών δια μέσου αυτών επορεύετο» (Λουκάς 4,29-30). 
Είναι πολλών γνώμη αυτή, ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, Τον στρύμωξαν οι Εβραίοι και Τον Σταύρωσαν. 
Όχι, δεν είναι έτσι! Ο Χριστός από αγάπη προς τον άνθρωπο, ήρθε προς το εκούσιο πάθος και Σταυρώθηκε. Αυτό να το βάλουμε μέσα στο μυαλό μας και να Του χρωστάμε πολύ ευγνωμοσύνη και υποχρέωση. 
Στη συνέχεια τον ρώτησα:
- Θείε, ο Χριστός πέθανε, ή τον πεθάνανε;
- Τον πεθάνανε!
- Καθόλου δεν τον πεθάνανε! Απέθανε! Πέθανε την ώρα που ήθελε Αυτός! Και ήρθε στο εκούσιο πάθος στο θεληματικό αγάπη προς τον άνθρωπο. Αλλά ο άνθρωπος αγνώμων, δεν θέλει να το εκτιμήσει αυτό το πράγμα.
Και του διάβασα ενθυμούμαι τότε –ήταν άρρωστος στο σανατόριο– αυτό που λέγει η Εκκλησία μας τη Μεγάλη Παρασκευή, πως πέθανε ο Χριστός. 
Και του είπα εκείνη τη στιγμή του θανάτου του Χριστού: 
- Γράφει η Γραφή, ότι ο Χριστός «κλίνας την κεφαλήν, παρέδωκεν το πνεύμα» (Ιωάν. 19,30). 
Εσύ πως θα πεθάνεις και εγώ αύριο θείε; Πες μου πως; Θα αφήσουμε το πνεύμα και κλίνουμε την κεφαλή, θα κατεβάσουμε τα ρολά... 
Και δεν πρόκειται να τα ξανά ανοίξεις... 
Αυτός όμως κλίνας της κεφαλήν, παρέδωκεν το πνεύμα. Πέθανε την ώρα που ήθελε...
Με κοιτούσε και συλλογίζετο...
Εν πάση περιπτώσει, έπειτα από 3 χρόνια πίστεψε αυτός και τολμώ να πω ότι σώθηκε την τελευταία στιγμή...

Facebook: Ηλίας Καλλιώρας


<>










Η μεταστροφή μίας πόρνης της Αθήνας από τον αθεϊσμό στην Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή με την βοήθεια της πρώην οδηγού TAXI Μοναχής Πορφυρίας (+2015)


Η μοναχή Πορφυρία (+2015), η επί δεκαετίας 1997-2007 οδηγός TAXI  σε Αθήνα και Πειραιά μας αναφέρει:

«Ἡ βάρδια μου εἶναι νυκτερινή, ἡ ὥρα ἕντεκα τό βράδυ. Ἀνέβαινα τήν ὁδό Πειραιῶς, πρός Ὀμόνοια. Μέσα στό ταξί, ὡς συνήθως, μιλοῦσα μέ τόν γλυκύ μου Ἰησοῦ. Αὐθόρμητα εἶπα μέσα μου στό Χριστό μου: Τόν πρῶτο ἄνθρωπο πού θά μοῦ κάνη σινιάλο νά σταματήσω, θά τόν πάω χωρίς χρήματα, ἀρκεῖ νά τόν φέρω κοντά Σου. Δέν μέ σταμάτησε κανείς, μέχρι πού ἔφθασα Πειραιῶς καί Μενάνδρου. Ἐκεῖ στή γωνία στεκόταν μιά κοπέλλα. Σταμάτησα καί τήν κοιτοῦσα. Περίμενε πελάτη, γιά τό μεροκάματο. Χωρίς νά τό καλοσκεφθῶ, κατέβηκα καί πῆγα κοντά της.

—Καλησπέρα!

—Καλησπέρα!, μοῦ ἀπάντησε.

—Ξέρεις, αὐτή τήν ὥρα, αἰσθάνομαι πολύ πόνο στήν ψυχή μου καί θέλω μέ κάποιον νά τόν μοιρασθῶ.

Μέ κοιτοῦσε παραξενεμένη καί μοῦ λέει:

—Καλά, καί βρῆκες ἐμένα νά μιλήσης;

—Ναί! Ἡ καρδιά μου μοῦ λέει πώς ἐσύ θά μέ καταλάβης.

—Ξέρεις τί δουλειά κάνω ἐγώ;

—Τό βλέπω.

—Καί θέλεις νά μιλήσης μαζί μου;

—Ναί! Θέλω νά μιλήσω μαζί σου. Εἶσαι νά χάσουμε σήμερα καί οἱ δύο τό μεροκάματο; Ἴσως νά μπορέσης νά μέ βοηθήσης καί νά σωθῶ.

—Πᾶμε, μοῦ λέει διστακτικά.

—OΚ, φύγαμε!

Ἔρριξε μιά ματιά γύρω της καί μπῆκε γρήγορα στό ταξί.

Χαρούμενη ἐγώ, ἀλλά καί προβληματισμένη· τί θά τῆς ἔλεγα; Θεέ μου! ἔλα κάτω καί βοήθησέ με, τί νά κάνω τώρα; Τί νά τῆς πῶ; Ἀφοῦ συστηθήκαμε, τῆς λέω:

—Δύσκολα τά ἐπαγγέλματα πού διαλέξαμε νά κάνουμε, ἔ;

Καί ἔτσι ἀρχίζει μιά πολύ ὡραία συζήτησι.

Στήν ἀρχή γύρω ἀπ’ τό ταξί καί τίς δυσκολίες του. Καί δειλά-δειλά ἄρχισα νά μπαίνω στή δική της ζωή. Ὡστόσο, φθάσαμε στό Καβούρι. Τῆς εἶπα:

—Θά κατέβουμε ἐδῶ νά πιοῦμε καφέ καί νά συνεχίσουμε τήν κουβέντα μας.

Ἐκείνη τότε μοῦ εἶπε κάτι πού μέ συγκίνησε:

—Δέν ντρέπεσαι νά πᾶμε μαζί μέσα;

Ὅπως καταλαβαίνετε, τό ντύσιμό της ἦταν διαφορετικό ἀπ’ τό δικό μου, ἀλλά καί ἡ ὅλη της ἐμφάνισι. Τῆς εἶπα:

—Ὄχι! Δέν ντρέπομαι! Νά ντρέπωνται αὐτοί πού σέ ἔφεραν σ’ αὐτή τήν κατάστασι! Γιά μένα εἶσαι ἕνα γλυκό καί τρυφερό πλάσμα τοῦ Θεοῦ.

Μπήκαμε μέσα· τά βλέμματα ὅλων πέσανε ἐπάνω μας. Ὅμως, αὐτό δέν μέ ἐνδιέφερε καθόλου, οὔτε οἱ μελανιές τίς ὁποῖες εἶχε στά πόδια της μέ ἔκαναν νά ντραπῶ καί νά ἀρχίσω νά τρέχω. Γιά μένα ἐκείνη ἡ ὥρα ἦταν ἱερή. Ἔπρεπε, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, νά ἀναστήσω πάσῃ θυσία αὐτό τό κορίτσι.

Ὅπως κι ἄλλες φορές, αἰσθανόμουν πώς δέν μιλάω ἐγώ, ἀλλά κάποιος ἄλλος μέσα ἀπό ἐμένα· τό ἴδιο συνέβη καί σ’ αὐτή τήν περίπτωσι· κάποιος ἄλλος μέ ὠθοῦσε νά βοηθήσω αὐτή τήν κοπέλλα. Μοῦ διηγήθηκε ὅλη τή ζωή της ἀπ’ τά παιδικά της χρόνια μέχρι σήμερα. Καί, ἐπίσης, πῶς ἔφθασε νά κάνη αὐτό τό ἐπάγγελμα.

Ἕνα ἐπάγγελμα ὀδυνηρό, ὄχι ἁπλᾶ δύσκολο. Αὐτό τό ἐπάγγελμα σοῦ καταρρακώνει τήν προσωπικότητα, τήν ἀξιοπρέπεια, ξεχνᾶς ἄν εἶσαι ἄνθρωπος, ξεχνᾶς τά θέλω σου, ζῆς καί λειτουργεῖς μέ τά θέλω τῶν ἄλλων. Ἐσύ δέν ὑπάρχεις πουθενά, γιατί, ἐκτός ἀπ’ τή σάρκα σου, γι’ αὐτούς δέν ἔχεις τίποτε ἄλλο. Γι’ αὐτό καί εἶσαι ὑποχρεωμένος νά ὑπακοῦς στίς διαταγές τους. Δηλαδή, βρίσκεσαι στήν ὑπακοή τοῦ Διαβόλου καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Τή δυσκολία αὐτοῦ τοῦ ἐπαγγέλματος τήν ἄκουσα γιά πρώτη φορά αὐτή τή βραδιά. Πιστέψτε με, ρομφαία τρύπησε τήν καρδιά μου! Ἡ ἐξομολόγησι αὐτοῦ τοῦ κοριτσιοῦ μέ πόνεσε τόσο πολύ, πού ἀνάλογο πόνο δέν θυμᾶμαι νά ἔχω νοιώσει στή ζωή μου!

Τότε ἄρχισα νά τῆς μιλῶ γιά τό Θεό καί γιά τή μεγάλη εὐτυχία τήν ὁποία μᾶς χαρίζει, ὅταν εἴμασθε κοντά Του· τῆς μίλησα γιά τήν Παναγία μας καί τό πόσο γλυκειά, τρυφερή καί προστατευτική εἶναι γιά τά παιδιά Της. Τῆς μίλησα γιά τά θαύματα τῶν Ἁγίων μας, γιά τό Γέροντα Πορφύριο, γιά τά θαύματα τά ὁποῖα ἔζησα μέσα στό ταξί, μά καί πολλοί ἄνθρωποι μαζί μου. Τῆς μίλησα γιά τή δύναμι τῆς Ἐξομολογήσεως, τῆς Θείας Κοινωνίας καί γιά πάρα πολλά θέματα γύρω ἀπ’ τό Θεό καί τήν πίστι. Προσπαθοῦσα νά τήν πείσω νά ἀλλάξη τή ζωή τήν ὁποία ἔκανε, ἀφήνοντας τά δάκρυά μου νά τρέχουν συνέχεια, ἀσταμάτητα, κρατώντας της τρυφερά τά χέρια.

Ὅταν πιά, κουρασμένη ἀπ’ τό κλάμα μου, τῆς εἶπα: “Ὥρα εἶναι νά πηγαίνουμε”, πλήρωσα καί σηκωθήκαμε νά φύγουμε.

Ὅταν φθάσαμε στό ταξί, μέ περίμενε ἡ μεγάλη ἔκπληξι. Ἦλθε κοντά μου καί μοῦ λέει:

—Μ’ ἀφήνεις νά σέ ἀγκαλιάσω;

—Καί, βέβαια, νά μέ ἀγκαλιάσης, τῆς εἶπα μέ πολύ χαρά.

Μέ ἀγκάλιασε καί τότε ξέσπασε σέ λυγμούς. Μέσα ἀπ’ τούς λυγμούς της μοῦ ἔλεγε:

—Βοήθησέ με, βοήθησέ με, ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε, βοήθησέ με νά ἀλλάξω τή ζωή μου, κουράσθηκα νά κάνω αὐτή τή δουλειά! Εἶμαι πολύ νέα, ὅπως λές κι ἐσύ, ἄν καί νιώθω ἑκατό χρονῶν. Βοήθησε νά κάνω μιά καινούργια ἀρχή, νά κάνω οἰκογένεια, νά κάνω παιδιά. Ἔχεις δίκηο, μπορῶ νά ξαναρχίσω ἀπ’ τήν ἀρχή. Ὁ Θεός σου σέ ἔστειλε. Σέ παρακαλῶ, πήγαινέ με στό δικό σου Θεό καί, σέ παρακαλῶ, πές Του νά μοῦ δώση καί μένα ὅ,τι ἔδωσε σέ σένα. Νά γίνω κι ἐγώ εὐτυχισμένη καί χαρούμενη ὅσο καί ἐσύ.

Τῆς ὑποσχέθηκα πώς θά τή βοηθήσω. Τή φιλοξένησα ἐπί ἕνα μῆνα σπίτι μου. Ἕνας μῆνας μαρτυρικός καί ἐπικίνδυνος γιά μένα. Γιατί, ὅπως γνωρίζετε, αὐτές οἱ κοπέλλες ἔχουν καί κάποιον πού τίς “προστατεύει”. Κινδύνευσε ἡ ζωή μου μερικές φορές. Ὅμως, ἤμουν σίγουρη πώς ὁ Θεός δέν θά ἐπέτρεπε νά μοῦ συμβῆ κανένα κακό· ἀντιθέτως θά μέ βοηθοῦσε νά σώσω αὐτό τό κορίτσι· γιατί Ἐκεῖνος μέ ἔστειλε στό δρόμο της.

Ἔτσι κι ἔγινε· ἀπό ἐκείνη τή νύκτα ἡ ζωή της ὁλοκληρωτικά ἄλλαξε. Σήμερα εἶναι παντρεμένη, εὐτυχισμένη καί κοντά στό Θεό, ἔχει καί δύο παιδάκια.
Ἐκείνη ἡ νύκτα ἦταν εὐλογημένη, ἦταν θεϊκή!».

Ἀπό το βιβλίο:

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό
ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ἀθήνα 2011

<>





Η μεταστροφή του καθηγητή Ιστορίας Θεόδωρου Μανούσου από τον αθεϊσμό στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό

«Συγκινητικότατες καί δραματικές ὑπῆρξαν οἱ τελευταῖες στιγμές τοῦ παλιοῦ καθηγητοῦ τῆς Ἱστορίας Θεοδώρου Μανούσου, ὁ ὁποῖος ἐκσφενδόνισε πολλές φορές πολλές κατηγορίες κατά τοῦ χριστιανισμοῦ, καί καταπολέμησε πολλές ἀλήθειες τοῦ Εὐαγγελίου ὑπό τό ὄνομα τῆς ἐπιστήμης. Ἀλλά ὅταν ἦλθε ἡ φοβερή ἐκείνη στιγμή τοῦ θανάτου, μέ συντετριμμένη καρδιά μεταμελήθηκε, καί μέ ἀξιοθαύμαστη χριστιανική εὐτολμία, ὁμολόγησε, ὅτι πλανήθηκε. Ἐσπευσμένα δέ καί χωρίς στιγμιαία ἀναβολή, ζήτησε ἱερέα καί μετέλαβε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ζοῦν ἤδη αὐτόπτες καί ὅσοι θέλουν μποροῦν νά πληροφορηθοῦν»(ΙΜ, 26).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Από το Μαρτύριο του Αγίου Νέου Ιερομάρτυρα Μιχαήλ του Μπερντιάνσκ Ουκρανίας (+1940)

Οι ἀνακριτές βασάνιζαν ἀνελέητα τόν Ἅγ. Νεομάρτυρα τοῦ Μπερντιάνσκ π. Μιχαήλ (+1940), ζητώντας του νά ὁμολογήσει ἀντισοβιετική δραστηριότητα. Ἐκεῖνος ἀρνιόταν σταθερά. Ἔχοντας ἀφήσει ὁλοκληρωτικά τόν ἐαυτό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, σ᾽ ὅλη τή διάρκεια τῶν ἀνακρίσεων προσευχόταν καί κάθε τόσο ἔκανε εὐλαβικά τόν σταυρό του. Κάποια στιγμή, ἕνας ἀνακριτής, βλέποντάς τον, ἐξαγριώθηκε. Κουνώντας ἀπειλητικά τό περίστροφό του μπροστά στό πρόσωπο τοῦ π. Μιχαήλ, τόν πρόσταξε:
—Πάψε νά σταυροκοπιέσαι!
Ἐκείνος ἀποκρίθηκε ἀτάραχα:
—Ἐσεῖς ἔχετε τό δικό σας ὅπλο, κι ἐγώ τό δικό μου...
Στό στρατόπεδο ἦταν κλεισμένοι ὄχι μόνο πολιτικοί κρατούμενοι ἀλλά καί ποινικοί, ὅλοι τους βαρυποινίτες ἐγκληματίες. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, λοιπόν, θέλησε κάποτε νά διασκεδάση, βασανίζοντας τόν π. Μιχαήλ. Βρίσκοντας μιά εὐκαιρία, ἄρπαξε τόν ἄρρωστο ἱερέα, τόν ἀκινητοποίησε καί τοῦ ξερίζωσε σαδιστικά μία-μία τις τρίχες ὄχι μόνο ἀπό τά μαλλιά καί τά γένια, ἀλλά ἀκόμα καί ἀπ᾽ τά φρύδια καί τις βλεφαρίδες τῶν ματιῶν. 
Λίγο ἀργότερα ἕνας ἐπόπτης, βλέποντας μέ ἔκπληξι τόν π. Μιχαήλ παραμορφωμένο, τοῦ ζήτησε ἐπίμονα νά ἀποκαλύψη τό ὄνομα τοῦ δράστη. Ἐκείνος ἀρνήθηκε, μή θέλοντας τήν τιμωρία τοῦ βασανιστή του. Ἡ μεγαλοψυχία καί ἡ ἀνεξικακία του συγκλόνισαν τόν κακοποιό, πού μετανοημένος ἔτρεξε κοντά στό θύμα του και, πέφτοντας στά γόνατα, τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη.


<>







Η μεταστροφή του Γάλλου Ρενέ Ενί από τον αθεϊσμό στην Ορθοδοξία 

Ὁ Γάλλος πρώην ὑπαρξιστής Ρενέ Ἐνί ἀφηγεῖται: «Τό πρῶτο μου βιβλίο μέ τίτλο Ἡ Δόξα τοῦ Ἀλήτη βρῆκε μεγάλη ἀπήχησι στή Γαλλία καί ὑποστηρίχθηκε πολύ ἀπό τήν ὁμάδα τοῦ J. P. Sartre καί τῆς Simone de Βeauvoir. Ἀλλά τό ἴδιο ἔργο εἶναι μιά ἀποτυχία τῆς ὑπαρξιακῆς ἐμπειρίας γιατί ὁ ἀλήτης στό τέλος τινάζει μέ μιά σφαῖρα τά μυαλά του στόν ἀέρα. Στό ἔργο μου Εὐγένεια Κοπρώνυμος περιγράφω τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν χωρίς πίστι. Τούς ἀνθρώπους πού τελικά παγιδεύονται στά ἀδιέξοδά τους καί στίς παραπλανήσεις τῆς ψεύτικης ἐλευθερίας τους. Τό ἔργο αὐτό εἶναι θεατρικό, τό ᾽γραψα τό 1960 στήν Ἑλλάδα καί δημοσιεύθηκε τό 1970. Παίχθηκε στή Γαλλία, Ἰαπωνία, Αὐστρία καί Γερμανία. Ἐκεῖ περιγράφω τόν Πάπα πού ξέχασε νά κάνη ἀκόμα καί τό σταυρό του. Μιά κοπελλίτσα ἔρχεται ἀπό μακρινή χώρα, ψάχνει καί ἀναζητᾶ τήν πίστι, φθάνει στόν Πάπα καί τόν ρωτᾶ νά τῆς πῆ πώς γίνεται τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μά ἐκεῖνος τό ᾽χει ξεχάσει. ῾Ο Πάπας θά πῆ στήν κοπέλλα: “Οὔφ! Αὐτά εἶναι παλιά πράγματα. Εἶναι λεπτομέρειες τοῦ Χριστιανικοῦ ἀνθρωπισμοῦ πού ἔχουν ξεπερασθῆ πιά ἀπό τό νέο μας ὑπαρξιακό οὐμανισμό”. Τελικά ἠ κοπέλλα ψάχνοντας θά ἀνακαλύψη μόνη της τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, θά μάθη τό Πάτερ ἡμῶν πού στή συνέχεια τά διδάσκει καί στόν Πάπα.
Ὁ Πάπας στή συνέχεια πεθαίνει καί διαλύεται σάν τό σκουλήκι. Ἀπό ἐκεῖ, ἀκριβῶς, πῆρε καί τό ἔργο τό ὄνομα “κοπρώνυμος”. Εἶναι ἡ κοινωνία πού ζῆ μέσα στήν κοπριά της. Ἡ Εὐγένεια Κοπρώνυμος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν περήφανο καί μεθυσμένο Δυτικό Πολιτισμό τόν ὁποῖο ἡ τέχνη του ξεπερνᾶ ἀδιάκοπα αὐτή τήν κοπριά στήν ὁποία τελικά ὁ πολιτισμός αὐτός πνίγεται καί χάνεται. Εἶναι μιά κοπριά ἠθική, ἀλλά φυσική. Στό ἔργο, λοιπόν, αὐτό ὅλοι στό τέλος πεθαίνουν καί ἐξαφανίζονται, ἐκτός ἀπό τή μικρή κοπέλλα πού παίρνει τό δρόμο γιά νά βρεθῆ στή “χώρα τοῦ λαοῦ” ὅπως τήν ὀνομάζω.
Τό ἔργο εἶχε μεγάλη ἀπήχηση. Ἡ Simone de Βeauvoir ἔκανε μιά ἐκτενῆ κριτική, ἐνῶ ἡ intelligentsia τῆς Δύσεως νόμισε πώς «ἡ χώρα τοῦ λαοῦ» δέν ἦταν ἄλλη ἀπό τήν Κίνα τοῦ Mao. Ἐγώ τότε δέν ἤμουν ὀρθόδοξος ἀλλά ὅταν ἔγραφα τό ἔργο εἶχα ὑπόψιν μου τούς λαούς τῶν ὀρθοδόξων χωρῶν πού δέν ἀποτελοῦν μάζες.
Ἐρώτησι: Πῶς βλέπετε σήμερα σάν ὀρθόδοξος, τίς ὀντολογικές ἀπόψεις καί τίς ἰδέες τοῦ Sartre;
Ἀπάντησι: Ἁπλούστατα σάν ἰδέες. Ξέρετε δέν μπορῶ μεμονωμένα νά ἀναλύσω τίς ἰδέες τοῦ Sartre. Ὁ Sartre εἶναι ἐνα μέρος πολλῶν πραγμάτων. ῞Ενα μέρος ἐνός σωροῦ ἀπό σκουπίδια πού μουχλιάζει, ἀφρίζει καί διαλύεται μέσα στόν σκουπιδοντενεκέ. Ἡ δημοσιογραφική ὁρολογία τῆς Δύσεως μέ κατατάσσει καί θά μέ κατατάσση ἴσως γιά πάντα, στούς ἀριστερούς συγγραφεῖς. ῎Ισως καί τώρα πού ἔγινα Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Ἀλλά γιά μένα ὄλα αὐτά δέν εἶναι παρά ἰδέες, μούχλα, ἀφρός ἐνός σωροῦ ἀπό σκουπίδια πού διαλύεται. Εἶναι ὁ κόσμος τῆς ἀνελευθερίας»(ΤΜ, 84).

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>






Ένας άθεος ομοφυλόφιλος βαπτίζεται Ορθόδοξος επιλέγοντας την Ορθόδοξη ζωή κοντά στην Θεία Εξομολόγηση

— Καλησπέρα, αδελφέ! Ευχαριστούμε που δέχτηκες να μιλήσεις στο Ομοφυλοφιλία.gr. Πες μας λίγα λόγια για σένα.

— Χαίρετε! Eίμαι ο Δημήτρης και είμαι φοιτητής, 22 χρονών, σε μια επαρχιακή πόλη. Γεννήθηκα σε μια άθεη οικογένεια. Οι γονείς μου δεν με είχαν βαπτίσει μικρό, γιατί θεωρούσαν ότι ο άνθρωπος πρέπει να το επιλεγεί μόνος του. Βαπτίστηκα μετά από μελέτη και επιλογή μου στα 16 και από τότε άλλαξε η ζωή μου. Εδώ και 10 σχεδόν χρόνια, βιώνω ομόφυλες έλξεις.

— Πρέπει να είναι όμορφη εμπειρία να βαπτιστείς μεγάλος. Σίγουρα ένιωσες πολύ διαφορετικά.

— Ναι, ήταν μια μοναδική εμπειρία. Βίωσα τη μετάβαση από την πρώτη κατάσταση, όπου ήμουν ξένος με το Θεό, στο μετά, όπου ο Χριστός ζει μέσα μου.

— Οι ομόφυλες έλξεις όμως προϋπήρχαν.

— Ναι. Εμφανίστηκαν στην 1η Γυμνασίου, δηλαδή από τότε άρχισα να έχω σεξουαλικές φαντασιώσεις με παιδιά από το φιλικό περιβάλλον. Πιο πριν θυμάμαι, στο νηπιαγωγείο και στο δημοτικό είχα κάποιες σεξουαλικές περιπτύξεις με αγόρια της ηλικίας μου. Δεν ξέρω αν αυτές ήταν η αιτία της γένεσης αυτού του πάθους μέσα μου, διότι τα άλλα παιδιά με τα οποία είχα επαφή σήμερα είναι straight. Απλά πιστεύω ότι συνέβαλαν κι αυτές.
Επίσης, πιθανότατα σχετίζεται και η ανατροφή μου κατά την παιδική ηλικία. Λόγου χάρη, δεν υπήρχε το ανδρικό πρότυπο· ο πατέρας μου έλειπε από το σπίτι πολλές φορές και για μεγάλο διάστημα. Τον περισσότερο χρόνο ήμουν με τη μαμά μου, η οποία αρκετές φορές, όταν έκανα κάτι καλό, π.χ. όταν καθάριζε, πήγαινα κι εγώ να τη βοηθήσω, έλεγε «αχ! το κοριτσάκι της μαμάς!». Γιατί πάντοτε ήθελε μία κόρη, αλλά δεν απέκτησε. Αυτό το έλεγε κάποιες φορές μέχρι και στο γυμνάσιο. Τελικά το «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα» φαίνεται να ισχύει. Αλλά, εντάξει, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να τα βάλουμε με τους γονείς μας.

— Δημήτρη, πιστεύεις ότι οι ομόφυλες έλξεις είναι κάτι που το επιλέγουμε οι ίδιοι;

— Προφανώς και δεν μπορείς να επιλέξεις τις έλξεις σου, αν θα σου αρέσουν τα αγόρια ή τα κορίτσια. Αυτό που όντως επιλέγεις είναι ο τρόπος που θα διαχειριστείς τις έλξεις και γενικότερα ο τρόπος ζωής σου. Αυτό το πάθος είναι πάρα πολύ περίπλοκο. Δεν ξέρουμε ακριβώς πώς σχηματίζεται. Αλλά δεν αξίζει τόσο να ασχοληθούμε με τα αίτια, όσο με την αντιμετώπιση του.

— Εσύ γιατί επέλεξες να πολεμήσεις τις ομόφυλες έλξεις;

— Κοίταξε να δεις. Ο άνθρωπος, από τότε που εξέπεσε από την αγκαλιά του Θεού και απομακρύνθηκε από Αυτόν, είναι συνεχώς αντιμέτωπος με διάφορα πάθη. Ο Χριστός μάς καλεί να γίνουμε Άγιοι, για να ενωθούμε μαζί του και να ζήσουμε στην αιώνια αγαλλίαση, όπως ζούσε ο άνθρωπος στην αρχή. Επιλέγω, λοιπόν, αυτό τον τρόπο ζωής, την εν Χριστώ ζωή, επειδή είναι όμορφη, παρηγορητική, ελπιδοφόρα. Είναι σταυρική αλλά και αναστάσιμη. Καθώς παλιότερα ήμουν κλειστός χαρακτήρας και ευαίσθητος, αν δεν είχα γνωρίσει το Χριστό, δεν ξέρω πώς θα είχα εξελιχθεί. Μπορεί και να είχα αυτοκτονήσει.
Πιστεύω ότι η ομοφυλοφιλία είναι ένα πάθος, όπως όλα τα πάθη που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Πρέπει να αγωνιζόμαστε εναντίον των παθών μας, γιατί μας απομακρύνουν από το Φως, που είναι ο Χριστός.

— Ο πνευματικός σου πόσο σε έχει βοηθήσει σε αυτή την προσπάθεια;

— Εγώ έκανα το λάθος και δεν εξομολογήθηκα το πάθος μου στον πνευματικό μου από την αρχή, γιατί ντρεπόμουν. Άσε που δεν ήξερα και πολλά-πολλά τότε, γιατί ήμουν αρχάριος στην πίστη. Μετά, όσο περνούσαν τα χρόνια, δεν είχα καθόλου θάρρος να το πω, γιατί πίστευα ότι θα άλλαζε εντελώς γνώμη για μένα και ότι θα απογοητευόταν. Προσπαθούσα μόνος μου να αγωνίζομαι, αλλά ομολογώ ότι είναι πάρα πολύ δύσκολο. Πολύ εύκολα χάνεις τις ελπίδες σου.

— Είναι πράγματι πολύ δύσκολο. Πώς άντεξες;

— Κάποια στιγμή στα 19 μου —δεν ξέρω πώς, προφανώς επέδρασε η χάρη του Θεού—, αποφάσισα να το εξομολογηθώ σε έναν αγιορείτη ιερομόναχο. Εκείνη η μέρα ήταν τόσο ξεχωριστή! Πετούσα! Μου έφερε στη μνήμη την ημέρα της Βάπτισής μου. Μετά λέω, εντάξει! δε χρειάζεται τώρα να το πω και στον πνευματικό μου. Αλλά ήταν λάθος αυτή η σκέψη. Γιατί, όπως ένας αθλητής, έτσι κι εμείς χρειαζόμαστε να έχουμε έναν καλό προπονητή στη ζωή μας να μας παρακολουθεί και να μας οδηγεί.
Πριν από τρεις μήνες, μπήκα στην Κοινότητα του Ομοφυλοφιλία.gr και γνώρισα δυο εξαιρετικά παιδιά. Γνωριστήκαμε και από κοντά μάλιστα. Ε, λοιπόν, βοηθήθηκα πάρα πολύ από αυτό το γεγονός! Πήρα πολλή δύναμη, χαρά και θάρρος. Γιατί, όπως λέει και ο Άγιος Παΐσιος, «βοηθάει πολύ σε αυτές τις περιπτώσεις να έχει κανείς έναν καλό φίλο». Πόσο μάλλον, όταν ο φίλος είναι και συναγωνιστής. Έτσι, πριν από λίγο καιρό, πήγα στον πνευματικό μου και μίλησα για μένα. Αυτή η εξομολόγηση, μπορώ να πω ότι ήταν η πιο ειλικρινής και αληθινή από όλες τις άλλες φορές. Δεν ένιωθα καθόλου άγχος ή ντροπή. Ήταν σαν να μιλούσα με κάποιον φίλο μου για το πώς πέρασα το καλοκαίρι. Όσο για τα συναισθήματα μετά; Ας πω καλύτερα αυτό που λέει ένα χριστιανικό τραγούδι: «Η ευχή πώς ενεργεί, μη ζητάς να σου το πω· δεν μπορώ να εκφραστώ· είναι θείο μυστικό».

— Εξαιρετικό τραγούδι αυτό. Δημήτρη, δηλάδη, πιστεύεις ότι η Εκκλησία κάνει αρκετά για τους πιστούς της, που βιώνουν ομόφυλες έλξεις;

— Χμμ, όχι. Πιστεύω ότι η Διοικούσα Εκκλησία δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει τους ομοφυλόφιλους. Θα έπρεπε να εφαρμόσει μια ιδιαίτερη ποιμαντική, να μας δείξει στοργή και ταυτόχρονα να διδάξει την οδό της απαλλαγής από αυτό το πάθος. Είναι ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα σήμερα η ομοφυλοφιλία και απασχολεί πολλούς και πολλές. Ταυτόχρονα, γίνεται μεγάλη και καλά σχεδιασμένη προπαγάνδα διεθνώς, που λέει «ζήσε αυτό που νιώθεις», «απελευθέρωσε τον εαυτό σου» κ.λπ., κ.λπ.. Και ρωτάω εγώ: ο αληθινός σου εαυτός, όμως, ο φυσικός, πού πάει; Γιατί τον υποδουλώνεις;

— Ναι, αδελφέ. Μακάρι να υπάρξει αυτή η ποιμαντική, για να μπορέσει να βοηθηθεί όλος αυτός ο κόσμος. Αλήθεια, τι όνειρα κάνεις για το μέλλον;

— Κοίτα! Πριν από 6 μήνες, γνώρισα μια κοπέλα, με την οποία άρχισα να κάνω πολλή παρέα. Βγαίναμε μαζί για καφέ, παίζαμε κι έτσι απέκτησα μεγάλη οικειότητα. Επεδίωκα από μόνος μου να την πλησιάζω πιο πολύ. Σιγά-σιγά άρχισα να νιώθω έτσι κάποιες έλξεις προς αυτήν. Από τότε άρχισαν να μη με ελκύουν τα αγόρια, όπως παλιά. Μετά, όταν μπήκα στην Κοινότητά σας εδώ, πήρα πιο πολύ θάρρος και δύναμη και, πλέον, δεν έχω πειρασμούς ως προς το πάθος αυτό και μπορώ να πω ότι κάποιες εικόνες που θυμάμαι από γκέι πορνογραφία τις σιχαίνομαι. Ιδίως, όμως, από τότε που εξομολογήθηκα στον πνευματικό μου, έχω αλλάξει πολύ περισσότερο. Έχω την αυτοπεποίθηση ότι μπορώ να ερωτευτώ μια κοπέλα και να κάνω σχέση μαζί της και το θέλω πολύ αυτό.

— Υπέροχα νέα!

— Ναι. Ξέρω, όμως, ότι το πάθος υπάρχει ακόμα μέσα μου. Αν δώσω δικαιώματα στον διάβολο, τότε θα επανέλθουν οι πειρασμοί. Αγωνίζομαι, λοιπόν, με την προσευχή, τη νηστεία, την εξομολόγηση και τη Θεία Κοινωνία. Ο Χριστός, πολλές φορές, όταν ήταν να θεραπεύσει κάποιον, ρωτούσε: «θέλεις υγιής γενέσθαι;». Και ποιος δεν θέλει, δηλαδή! Αλλά δεν είναι τυχαία η ερώτηση. Για να δείξουμε λοιπόν ότι θέλουμε να απαλλαγούμε απ’ αυτό το πάθος, πρέπει να κάνουμε εγκράτεια αυστηρή, να μην κοιτάμε δεξιά-αριστερά ωραία πρόσωπα, ωραία κορμιά. Να τα κόβουμε αμέσως.Τότε είναι που ενεργεί και έχει δικαίωμα ο Θεός να σε βοηθήσει και να σου αφαιρέσει το πάθος. Ειδάλλως δίνουμε δικαίωμα στους δαίμονες. Ελπίζω και πιστεύω, λοιπόν, ότι με τη βοήθεια του Θεού θα ξεριζωθεί πλήρως αυτό το πάθος και, μέσα από μια σχέση, θα έλθουν πλήρως οι ετερόφυλες έλξεις.

— Δημήτρη, ευχαριστούμε πάρα πολύ για την όμορφη μαρτυρία που δίνεις στους αναγνώστες μας. Εύχομαι ο καλός Θεός, όπως σε οδήγησε να Τον πιστέψεις και να βαπτιστείς, να σε οδηγεί σε όλη σου τη ζωή να ακολουθείς το θέλημά Του.

Πηγή:


ΟΜΟΦΥΛΟΦΥΛΙΑ.GR – ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

<>









Ο Άγιος Βαρσανούφιος της Όπτινα Ρωσίας (+1913) μας διηγείται την θαυμαστή μεταστροφή ενός Άγγλου αθέου στην Ορθοδοξία

Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Στάρετς Βαρσανούφιος τῆς Ὄπτινα Ρωσίας:

«Κάποιος Ἄγγλος ἄθεος, ὀνόματι James, εἶχε δημοσιεύσει ἕνα κείμενο στό ὁποῖο περιγράφει τήν αἰτία τῆς μεταστροφῆς του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Σέ ἕνα περίπατό του μέ ἕνα φίλο του συνάντησαν μία Ὀρθόδοξη ἐκκλησία. Κάι ἐπειδή ὁ φίλος του ἦταν Ὀρθόδοξος θέλησε νά μπῆ νά προσκυνήση.

—Ἐπιτρέπεται νά ἔρθω καί ἐγώ μαζί σου;, τόν ρώτησε ὁ James.

—Ἀσφαλῶς.

Τήν στιγμή πού ἐκεῖνος ἀσπαζόταν τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, ὁ James μέ τά μάτια καρφωμένα στήν εἰκόνα, ἀπόρησε:

—Τί ἄραγε θά γίνη, ἄν τήν ἀσπαστῶ καί ἐγώ;

Δέν πρόλαβε νά ὁλοκληρώση τήν σκέψι του καί νά! Μία γυναίκα μέ ἀστραφτερά ἐνδύματα τόν πλησιάζει. Καί μέ μιά χαριτωμένη κίνησι σκέπασε τό κεφάλι του μέ τό μαφόριό της. Μία ἀπερίγραπτη ἀγαλλίασι γέμισε τήν ψυχή του. Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή ἄλλαξε πορεία: Πῆρε τό δρόμο πρός τό Χριστό. Χωρίς ποτέ νά ἐπιτρέψη στόν ἑαυτό του νά γυρίση πρός τά πίσω. Ἔγινε ἕνας συνειδητός Ὀρθόδοξος Χριστιανός».


<>








Πώς η σπίθα της Ορθοδοξίας μεταφέρθηκε από την Κορέα στην Ινδονησία


Οι Χριστιανοί Ινδονήσιοι αναφέρουν προφορικά ότι πριν από πολλούς αιώνες, και βέβαια πριν γίνουν αποικία των Ολλανδών, υπήρχαν εκεί χριστιανοί, πιθανόν από ιεραποστολές Νεστοριανών και άλλων Χριστιανικών αιρέσεων. Ορθόδοξοι αυτόχθονες δεν υπήρχαν μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα. Τότε φαίνεται πως ήρθε η ώρα να λειτουργήσει η «εν Ινδονησία Εκκλησία του Χριστού». Δεν πήγε στη μουσουλμανική αυτή χώρα Ορθόδοξος ιεραπόστολος από άλλη χώρα να κηρύξει την Πίστη. Tη μεταλαμπάδευσε ο Iνδονήσιος Δανιήλ Bambang Dwi Byantoro, ο οποίος το 1983, ύστερα απ μακροχρόνια αναζήτηση, έγινε Ορθόδοξος στη Σεούλ Kορέας.

Διηγείται ο Αρχιμανδρίτης π. Θεόκλητος Τσίρκας. (περιοδικό «Πάντα τα έθνη») «Ένας Ινδονήσιος, μουσουλμάνος στο θρήσκευμα, διαβάζοντας στο Κοράνιο για τον «Προφήτη» Χριστό έψαξε να βρει «οπαδούς» του Χριστού. Συνάντησε τους Πεντηκοστιανούς και άρχισε να παρακολουθεί τις συγκεντρώσεις τους. Εκείνοι αποφάσισαν να τον στείλουν στην Κορέα να σπουδάσει Θεολογία στο δικό τους Πανεπιστήμιο. Βρισκόταν στην Σεούλ, την πρωτεύουσα της Κορέας, όταν είδε από μακριά ένα «τζαμί» με σταυρό και τρούλλο. Άναψε η περιέργειά του και ανέβηκε στον λόφο για να δει από κοντά αυτό το παράξενο κτίριο και να μάθει ακριβώς τι ήταν. Το κτίριο ήταν ο ορθόδοξος ναός του Αγίου Νικολάου και ο άνθρωπος που συνάντησε ήταν ο Ορθόδοξος ιερέας π. Σωτήριος Τράμπας (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Κορέας και νυν Μητροπολίτης Πισιδίας). Δεν χρειάστηκε πολύ για να αρχίσει μία συστηματική κατήχηση που γρήγορα οδήγησε στο Μυστήριο του Βαπτίσματος.

Aπό τότε έβαλε σκοπό ζωής να μεταφέρει την Oρθοδοξία στην πατρίδα του. Στο Aγιον Oρος πρώτα (εκεί άρχισε να μεταφραζει Ορθόδοξα λειτουργικά κείμενα στην μητρική του γλώσσα), στη Θεολογική Σχολή Tιμίου Σταυρού Bοστώνης στη συνέχεια, απέκτησε απαραίτητα πνευματικά και θεολογικά εφόδια για το έργο του. Με την συγκατάθεση του Μητροπολίτου Νέας Ζηλανδίας Διονυσίου, χειροτονήθηκε από τον επίσκοπο Πίτσμπουργκ Μάξιμο διάκονος στον ναό του Αγίου Παύλου στο Κλήβελαντ, Οχάιο. Το 1988 επέστρεψε στην πατρίδα για να κηρύξει στους συμπατριώτες του την Ορθόδοξη πίστη. Πολύτιμοι συνεργάτες του υπήρξαν ο αδελφός του π. Ιωάννης, ο οποίος μετά την αποφοίτησή του από την Θεολογική Σχολή του «Τιμίου Σταυρού», χειροτονήθηκε και αυτός κληρικός, ο Λαζαρος Bambang Sucanto και ο Δαυίδ Saniyono, απόφοιτοι και αυτοί της ίδιας Θεολογικής Σχολής.

«Στην πόλη Solo ο π. Δανιήλ μετέτρεψε ένα μικρό οίκημα σε εκκλησία, αλλά για χρόνια αντιμετώπιζε πολλές δυσκολίες. Με το ζήλο του κατόρθωσε να προσελκύσει στην Ορθόδοξη πίστη πολλούς συμπατριώτες του, μερικοί από τους οποίους σπούδασαν Θεολογία, έχουν χειροτονηθεί ιερείς και διακονούν την Ορθόδοξη Εκκλησία σε διάφορες πόλεις της Ινδονησίας. Μεταξύ αυτών ο π. Χρυσόστομος Manalu, ο π. Μεθόδιος Sri Guanarjo, ο π. Αλέξιος Setir Cahyadi.

Εξ αρχής ο π. Δανιήλ προσπάθησε να κτίσει Ορθόδοξο ναό στην πόλη Solo, το κέντρο της ιεραποστολικής του δραστηριότητας, αλλά οι προσπάθειες του προσέκρουσαν στην αντίδραση των μουσουλμάνων οι οποίοι φρόντιζαν ώστε να μην δίνεται η σχετική άδεια. Παράλληλα ο π. Δανιήλ προσπαθούσε να συλλέξει τα απαραίτητα χρήματα για το κτίσιμο του ναού. Σε κάποια επίσκεψή του στις ΗΠΑ κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα σημαντικό ποσό και με την σημαντική οικονομική βοήθεια που πήρε από την Ορθόδοξο Ιεραποστολή της Κορέας. Τελικά, μετά από πολλούς αγώνες ο ναός αναγέρθηκε το 1996. Ο Ναός αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα, αποτέλεσε το κέντρο της ανάπτυξης του Ορθόδοξου Ιεραποστολικού έργου στην Ινδονησία και με την ιεραποστολική δράση των υπηρετούντων την Ορθόδοξη Εκκλησία ιερέων, ο αριθμός των πιστών στην περιοχή συνεχώς αυξάνει» (Ανδρ. Χελιωτου-Η Ορθοδοξία στην Κορέα-Παράρτημα Α-σελ. 203).

Έτσι η μικρή σπίθα που ξεκίνησε από την μακρινή Κορέα, έγινε μία μικρή αλλά σταθερή φλόγα που φωτίζει από τότε τις λυχνίες σε πολλές πόλεις της εξωτικής αυτής χώρας. Ο κλοιός του Ισλάμ κυρίως, αλλά και των ινδουιστών κάνει ότι μπορεί για να σβήσει αυτές τις λυχνίες. Όμως ο Θεός το θέλησε. Ο σπόρος έπεσε. Και η γη της Ινδονησίας είναι γη αγαθή και το δένδρο της Ορθοδοξίας μεγαλώνει. Σήμερα η Εκκλησία της Ινδονησίας, έχει αναγνωριστεί από το κράτος...

Από τους άλλους θεολόγους ο π. Χρυσόστομος Manalu, άρχισε την Ιεραποστολική δράση στο Medan της Β. Σουμάτρας. Σχετικά σημειώνει τα εξής.

«Oταν ήμουν φοιτητής της Θεολογικής Σχολής στην Ινδονησία, άκουσα για πρώτη φορά για την Ορθόδοξη Εκκλησία στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Συμφοιτητής μου ήταν ο μικρός αδελφός του π. Δανιήλ, ο Cahyo Wicaksoon( σήμερα είναι ορθόδοξος ιερέας στην πόλη Mojokerto). Δια μέσου αυτού γνώρισα τον π. Δανιήλ και για πέντε χρόνια μάθαινα για την Ορθοδοξία. Στην διάρκεια της κατηχήσεως μου στην Ορθοδοξία, διακονούσα ως πάστορας των Προτεσταντών. Τελικά μαζί με την σύζυγό μου αποφασίσαμε να γίνουμε μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί εκεί βρήκαμε την αλήθεια. Έτσι στα μέσα του 1989 βαπτιστήκαμε Ορθόδοξοι. Άφησα τους προτεστάντες και αρχίσαμε με την συζυγό μου Ελισσάβετ την Ορθόδοξη Ιεραποστολή στο Σόλο της Ιάβας. Με ευλογία του π. Δανιήλ κάναμε αίτηση στην κυβέρνηση για να γραφτεί η δραστηριότητα της Ιεραποστολής αυτής.

π. Δημήτριος Αθανασίου



<>





Η μετάνοια ενός κρεοπώλη δολοφόνου


Ἀναφέρει ὁ Γέροντας Θεοδόσιος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τῆς Κατεβατῆς τῆς Κρήτης (+2001):

Ἦταν δυό κρεοπῶλες πού δέν πίστευαν. Ὁ ἕνας ἦταν μεγάλος καί πολύ καλός, ὁ ἄλλος ὅμως γιά νά ἔχη τό μονοπώλιο τόν σκοτώνει, τόν πιάνουν καί τόν ἔβαλαν φυλακή. Μετά ἀπό χρόνια βγαίνει καί ἔκανε πάλι τόν κρεοπώλη.
Ἡ γυναῖκα τοῦ σκοτωμένου μέ τό θάνατο τοῦ ἄνδρα της ὑπόφερε πολύ γιατί εἶχε ἑπτά παιδιά. Μιά μέρα, λοιπόν, πηγαίνει νά ἐξομολογηθῆ σ᾽ ἕνα ἱερέα, στόν ὁποῖο εἶπε τήν ἱστορία. Τότε ὁ ἱερέας τῆς λέει:
—Πήγαινε στό φονιά.
—Πῶς νά πάω νά τόν δῶ;
—Ἀφοῦ δέν μπορεῖς νά τόν δῆς, σοῦ βάζω ἐπιτίμιο νά πηγαίνης νά παίρνης κρέας.
Ὁ φονιᾶς, ὅταν τήν εἶδε, εἶπε μέσα του: “Τώρα θά μοῦ ἐπιτεθῆ, ἀφοῦ σκότωσα τόν ἄνδρα της”, γι᾽ αὐτό τῆς λέει:
—Πόσο κρέας θέλεις;
Τῆς ἔδωσε τό κρέας, πῆρε τά χρήματα, χωρίς νά τοῦ πῆ τίποτε ἡ γυναῖκα.
Αὐτό ἔγινε μία, δυό, τρεῖς φορές. Τήν τέταρτη φορά τῆς λέει:
—Βρέ γυναῖκα, ἐγώ σκότωσα τόν ἄνδρα σου, κι ὅμως ἔρχεσαι καί παίρνεις κρέας, χωρίς νά μοῦ πῆς οὔτε λέξι. Γιά τήν καλή σου, λοιπόν, συμπεριφορᾶ θά γίνω ἀπό αὔριο κι ἔπειτα ὁ τροφός τῶν παιδιῶν σου.
Βλέπετε παιδιά μου, ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτή εἶχε τό Χριστό μέσα της κι πήγαινε καί ψώνιζε χωρίς νά λέη τίποτε. Ἡ ἀγάπη της αὐτή ἔγινε αἰτία νά σωθῆ ὁ δολοφόνος.

Ἀπό το βιβλίο: Παναγιώτης Μαρεντάκης, Ὁ Γέροντας Θεοδόσιος, ὁ Ἀσκητής τῆς Κρήτης, ἐκδ. Αὐτογνωσία, Χανιά 2009




<>






Ιούνιος 2019: Η μεταστροφή ενός φωτομοντέλου στη Θεία Εξομολόγηση μέτα από εμφάνιση της Παναγίας στην Μύκονο

Πως μπορείς να πλησιάσεις το συγκλονιστικό αυτό γεγονός σαν έκτακτο γεγονός και να μην φοβάσαι με την γραφή σου, μην τυχόν το αδικήσεις;
Αυτό το γεγονός έγινε αρχές του φετινού Ιούνιου (2019), μόλις έσφιξαν οι πρώτες ζέστες.

Μας δόθηκε η ευλογία από τον πνευματικό της κοπέλας που της συνέβη το παρακάτω …έκτακτο γεγονός, η οποία και το εξομολογήθηκε αμέσως στον ίδιο, διατηρώντας την ανωνυμία της….
(ήταν και η πρώτη εξομολόγηση της μετά από χρόνια)…

Σήμερα δίδεται προς δόξα του ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ.

Μια ομάδα νεαρών κοριτσιών από μια σχολή που ασχολείται με το μόντελινγκ ξεκίνησε από το λιμάνι του Πειραιά με τελικό προορισμό την Μύκονο, όπου και θα γινόταν επαγγελματική φωτογράφιση.

Τα παρακάτω όπως τα αφηγήθηκε η ίδια η κοπέλα…

Στο γρήγορο πλοίο της γραμμής όλα ήταν πανέμορφα.

Η θάλασσα, ο ήλιος , ο αέρας ήταν ξεχωριστές εικόνες για την κοριτσο-παρέα που σε λίγες ώρες θα αποβιβαζόταν στην μέκκα της διασκέδασης και του κεφιού.

Όμως το μάτι της συγκεκριμένης κοπέλας είχε καρφωθεί σε κάποιες οικογένειες προσκυνητών με μικρά παιδάκια, που όπως φαίνεται θα αποβιβαζόταν στον ενδιάμεσο λιμάνι της Τήνου για να προσκυνήσουν την ΜΕΓΑΛΟΧΑΡΗ.

Το μυαλό της πήγε μερικά χρόνια πίσω, όταν παιδούλα την πήρε η γιαγιά της για να προσκυνήσουν την Παναγία της Τήνου (την μεγάλωνε η ίδια η γιαγιά της γιατί οι γονείς της χώρισαν και την εγκατέλειψαν).

Όταν μάλιστα το πλοίο έπιασε ΤΗΝΟ και είδε το πάλλευκο καμπαναριό του Ιερού Ναού της Μεγαλόχαρης, σηκώθηκε έκανε τον Σταυρό της και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της, ενθυμούμενη την καλή γιαγιά της που την έχασε πριν λίγα χρόνια.

Το πλοίο της γραμμής συνέχισε και η κοπέλα δεν άργησε να βρει το κέφι της μαζί με τις άλλες που έβγαζαν με τα κινητά τους τηλέφωνα selfies.

Σε λίγο βρισκόταν στην χώρα της Μυκόνου και μετά από λίγο στην ακτή, όπου θα γινόταν η επαγγελματική φωτογράφιση.

Έφτασε το απόγευμα και ο ήλιος έκαιγε.

Τότε σκέφτηκαν μετά το τέλος της φωτογράφισης να δροσιστούν στην θάλασσα.

Η ίδια η κοπέλα αποτραβήχτηκε στην απόμερη άκρη της αμμουδιάς για να κάνει ηλιοθεραπεία εντελώς γυμνή.

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη και η ίδια η κοπέλα κατόπτευε τον χώρο για να μην έχει καμία ενοχλητική παρουσία.

Ξαφνικά και από το πουθενά ερχόταν προς το μέρος της μια μαυροφόρα με τσεμπέρι (αυτά που φορούσαν οι παλιές νησιώτισσες).

Ντράπηκε η κοπέλα και έριξε ένα ρούχο πάνω της.

Όλο και πλησίαζε προς αυτήν η φιγούρα της μαυροφορεμένης γυναίκας, που η θωριά της δημιουργούσε στην κοπέλα μια πρωτόγνωρη ειρήνη.

Πλέον βρισκόταν δίπλα της και άρχισε να της μιλάει και να της λέει ….

Η κοπέλα ανασηκώθηκε, ένα αίσθημα ντροπής που έφτανε στο σημείο του φόβου την κατακυρίευσε, ενώ άκουγε από τα χείλη της άγνωστης γερόντισσας με το πανέμορφο σιτόχρωμο πρόσωπο…

«- Γιατί είσαι γυμνή; δεν σου είπαν ότι τον ΥΙΟ Μου τον ξεγύμνωσαν πάνω στον ΣΤΑΥΡΟ για να σώσει εσένα και όλο τον κόσμο;»

«- Γιατί είσαι θεόγυμνη σαν την Ελλάδα που την ξεγύμνωσαν οι εχθροί μου;»

«- Γιατί δεν βλέπετε τους εχθρούς που έρχονται κατευθείαν επάνω σας ;»

«- Η Ελλάδα και εσύ θα σωθείτε αν φορέσετε την ΜΕΤΑΝΟΙΑ…»

Στα απότομα και κοφτά λόγια της μαυροφόρας, η κοπέλα δεν μπορούσε να αντι – πεί απολύτως τίποτε.

Μόνο ψέλλισε δειλά…

-Είστε από το νησί ;

Η γερόντισσα έγνεψε αρνητικά την Κεφαλή της και της είπε :

«- Μένω στο απέναντι νησί»
και της έδειξε την ΤΗΝΟ….

Και μετά απ’ αυτό, εξαφανίστηκε από κοντά της, αφήνοντας την κοπέλα άναυδη, να σταυροκοπιέται και να λέει από φόβο «ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ»…

Δεν μπορεί καλοί μου αδελφοί να γίνονται τόσα πολλά θεοσημεία στην Ελληνική επικράτεια και εμείς να μένουνε απαθείς στο σχέδιο της Σωτηρίας, που εκπόνησε για εμάς ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΣ…

Προσωπικά εδώ και μια δεκαετία βρισκόμαστε επί των επάλξεων της αρθρογραφίας, γνωρίζοντας από παλαιά και από τους αγίους πατέρες τι έρχεται…

Στώμεν καλώς

Δρ. Κωνσταντίνος Βαρδάκας

ΥΓ. Προσπάθησα να σας το μεταφέρω το γεγονός αυτό με τον πτωχό λόγου μου, τα συμπεράσματα είναι καθαρά δικά σας.

Πηγή:



<>








Πώς ένας Άγγλος σταμάτησε το ποτό από το Ορθόδοξο αγιασμό


Εἶχα καποτε κανονίσει νά ἔρθη ἱερέας γιά ἁγιασμό στό χῶρο ἐργασίας μου καί ἐκεῖνη τήν περίοδο μιά οἰκογένεια ἀπ᾽ τήν Ἀγγλία οἱ ὁποίοι δέν ἦταν βαπτισμένοι οὔτε Χριστιανοί μέ ρώτησαν ἄν μποροῦσαν νά εἶναι καί ἐκεῖνοι στήν τελετή.
Ὁ ἄνδρας τῆς οἰκογένειας εἶχε πρόβλημα μέ τό ποτό καί ἦταν ἀλκοολικός ἀπό νεαρή ηλικία καί δέν μποροῦσε νά ζήση μιά μέρα χωρίς νά πιῆ.
Ὅταν κάναμε τήν τελετή καί ὁ Πάτερ ἔδωσε ἁγιασμό σέ ὅλους μας ὁ φίλος ἀπό Ἀγγλία μοῦ εἶπε ὅτι ἔνιωσε τήν πιό ὡραία μέθη τῆς ζωῆς του κι ἀπίστευτη εὐφορία “ἀπ᾽ τό ποτό πού τό ἔδωσε ὁ παπᾶς”.
Τοῦ εἶπα δέν εἶναι ποτό εἶναι ἁπλά νερό τό ὁποῖο ἁγιαζετε ἀπό τό Θεό μέ τίς προσευχές τοῦ ἱερέα καί δέν χαλάει ποτέ.
Ὅσοι ἤπιαμε νερό γευτήκαμε...
Αὐτός δέν μέ πίστευε. Ἀπό ἐκεῖνη τήν ἡμέρα ἔνιωθε αὐτήν τήν τέλεια μέθη γιά μῆνες καί δέν μποροῦσε νά βάλει ποτό στό στόμα του ἀφοῦ τοῦ βρωμοῦσε σέ σχέσι μέ τό “ποτό” πού τοῦ ἔδωσε ὁ ἱερέας! 
Ἐγώ χαριτωλογόντας καί ἀπό ἐμπειρία τοῦ λέω πού εἶσαι ἀκόμα νά βαπτιστῆς καί νά κοινωνήσης Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ νά δῆς ἐκεῖ τί θά νιώσης! 
Πάντως χρόνια μετά ὅποτε ἐπικοινωνοῦμε πάντα φέρνει στή συζήτησι τή μέρα πού ἤπιε τόν ἁγιασμό καί ἔνιωσε γιά ἀρκετό διάστημα γαλήνη καί εὐφορία καί ὅτι δέν ἤθελε ποτό πλέον...! 
Εὔχομαι ὁ Θεός μέ ἀὐτή τήν ἐμπειρία πού τοῦ χάρισε κάποτε νά ἔρθη στήν ἀλήθεια τῆς Πίστεώς μας.



<>






Η επιστροφή μιας μοναχής στο Μοναστήρι της με την βοήθεια του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ (+1833)

Ἡ μοναχή Βαρβάρα Ἰλίνιτσα τοῦ Ντιβέγεβο διηγεῖται:

“Ἐπισκέφθηκα κάποτε τόν Γέροντα [ὅσιο Σεράφειμ τοῦ Σάρωφ] μαζί μέ τήν ἀδελφή Ἀκυλίνα Βασίλιεβνα, πού ἤθελε νά φύγη ἀπ᾽ τό μοναστήρι. Μίλησε μόνος μαζί της γιά πολλή ὥρα, προσπαθώντας νά τή μεταπείση, ἀλλά μάταια. Τότε βγῆκε ἔξω καί εἶπε:

—Θά σᾶς δώσω παξιμάδια ἀπ᾽ τήν κιβωτό μου.

Κιβωτό ἀποκαλοῦσε τό φέρετρό του, ὅπου εἶχε τά παξιμάδια του.

Πράγματι, ἔδωσε ἕνα δέμα στήν Ἀκυλίνα κι ἄλλο ἕνα σ᾽ ἐμένα. Ἔπειτα γέμισε ἕνα μεγάλο σακί μέ παξιμάδια καί ἄρχισε νά τό χτυπᾶ δυνατά μ᾽ ἕνα ξύλο. Αὐτό μᾶς ἔκανε νά βάλουμε τά γέλια. Ὁ Γέροντας μᾶς κοίταξε καί μετά τό χτύπησε ἀκόμα πιό δυνατά. Ἐμεῖς δέν μπορούσαμε νά καταλάβουμε τήν αἰτία. Τέλος, ἔδεσε τό σακί, τό ἔβαλε στόν ὦμο τῆς Ἀκυλίνας καί μᾶς εἶπε νά γυρίσουμε στό Ντιβέγεβο.

Ἀργότερα ἀντιληφθήκαμε τί ἤθελε νά μᾶς δείξη μέ τό χτύπημα τοῦ σακιοῦ: Ἡ ἀδελφή Ἀκυλίνα ἔφυγε ἀπ᾽ τό μοναστήρι. Στόν κόσμο, ὅμως, ταλαιπωρήθηκε πολύ, ὑπομένοντας ἀκόμα καί ξυλοδαρμούς. Τότε συναισθάνθηκε τό σφάλμα της καί γύρισε μετανοημένη στό Ντιβέγιεβο, ὅπου ἔζησε ἐνάρετα καί πέθανε εἰρηνικά”.

Ἀπό τό βιβλίο: Ὅσιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2021

<>








Η μεταστροφή δύο Ρώσων από τον αλκοολισμό στην Ορθόδοξη Χριστιανική ζωή με την βοήθεια του Αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης της Ρωσίας (+1908)


Οἱ βιογράφοι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τῆς Κρονστάνδης τῆς Ρωσίας (+1908) μεταφέρουν τήν ἀκόλουθη σχετική δικήγησι ἑνός μέθυσου ἐπιχειρηματία: 

“Κάποτε γύρισα στό σπίτι μου λιγότερο μεθυσμένος ἀπ᾽ ὅ,τι ἄλλες φορές. Μπαίνοντας, εἶδα ἕνα νεαρό ἱερέα, πού κρατοῦσε τό μικρό μου γυιό στά χέρια του καί τοῦ μιλοῦσε στοργικά. Πῆγα νά ξεσπάσω σέ βρισιές. Τά μάτια τοῦ παππούλη, ὅμως, μάτια γεμάτα ἀγάπη ἀλλά καί σοβαρότητα, μέ καθήλωσαν. Ἔνιωσα ντροπή. Ἔσκυψα τό κεφάλι, καταλαβαίνοντας ὅτι κοίταζε κατευθείαν μέσα στήν ψυχή μου. Ἄρχισε νά μέ συμβουλεύη... Μοῦ ἔλεγε ὅτι στό σπίτι μου ἔχω τόν παράδεισο, καθώς, ὅπου ὑπάρχουν παιδιά, ἐκεῖ εἶναι ἕνας παράδεισος, καί ὅτι αὐτόν τόν παράδεισο δέν πρέπει νά τόν ἀλλάζω μέ τή βρόμα τοῦ καπηλειοῦ. Δέν μέ κατηγοροῦσε· ἀπεναντίας, μέ δικαιολόγησε γιά τή ζωή πού ἔκανα. Ἀλλά ἐγώ καταλάβαινα πώς ἤμουν ἀδικαιλόγητος... Ὅταν ἔφυγε, κάθησα σιωπηλός.. Δέν ἔκλαιγα. Ἡ καρδιά μου, ὅμως, ἔκλαιγε... Ἡ γυναῖκα μου μέ κοίταζε μέ ἀπορία. Καί νά, ἀπό τότε ἔγινα ἄνθρωπος”.

Μέθυσος κατάντησε κι ἕνας ἔμπορος, πού εἶχε ἀρχίσει νά πίνη ἀπ᾽ τή στενοχώρια του, ὅταν ἔμεινε χῆρος μ᾽ ἕνα μικρό γυιό. Τό πολύ πιοτό, μάλιστα, τόν ὁδήγησε σέ παραμέλησι τοῦ ἐμπορίου καί οἰκονομική ἐξαθλίωσι. Μιά μέρα τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης καί τόν συμβούλεψε πατρικά:

—Σταμάτα πιά νά πίνης καί νά γυρνᾶς στούς δρόμους. Ἄνθρωπος ἤσουν· ἄνθρωπος νά ξαναγίνης.

Φόρεσε τό πετραχήλι του καί πρόσθεσε:

—Γιά ν᾽ ἀρχίσης μιά νέα ζωή, πρέπει νά προσευχηθοῦμε.

Καί ἄρχισε νά προσεύχεται...

“Μέ δάκρυα παρακαλοῦσε τό Θεό γιά μένα, τόν ἁμαρτωλό”, διηγόταν ἀργότερα ὁ ἔμπορος. “Μετά εὐλόγησε ἐμένα καί τόν γυιό μου. Ἔφυγε, ἀφοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά προσεύχεται γιά μᾶς καί θά μᾶς ἐπισκέπτεται... Ἔνιωσα σάν νά ξύπνησα ἀπό μακρύ καί βαθύ ὕπνο. Τό σπίτι μου ἔγινε πολύ ἀγαπητό. Μέ δάκρυα μετανοίας ἀγκάλιασα τό παιδί μου... Οἱ δουλειές μου ἄρχισαν νά πηγαίνουν καλά, κι ἔγινα πάλι ἄνθρωπος”

Ἀπό τό βιβλίο: Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης, ἐκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2018



<>






Oscar Mauricio Lopez Casillas, Μεξικό: «Πήρα τόσο σοβαρά τον Ντοστογιέφσκι πού έγινα Ορθόδοξος»


Εκτός από ένας από τους πιο διάσημους και δημοφιλείς συγγραφείς στον κόσμο, ο Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky είναι ένας Ορθόδοξος φιλόσοφος του οποίου οι ιδέες εξακολουθούν να επηρεάζουν τους αναγνώστες του και να τους εξοικειώνουν με βαθιές χριστιανικές έννοιες. Για να τιμήσουμε τα 200α γενέθλιά του που γιορτάζονται τον Νοέμβριο του 2021, δημοσιεύουμε μια συνέντευξη με τον Oscar Mauricio Lopez Casillas, απόφοιτο της Φιλοσοφικής Σχολής του Universidad Vasco de Quiroga στο Μεξικό. Αφού ανακάλυψε τον Ντοστογιέφσκι, ο Όσκαρ έγινε ερευνητής του έργου του και προσυλητιστηκε στην Ορθοδοξία.

 

– Όσκαρ, ξέρει ο κόσμος και διαβάζει τον Φιοντόρ Μιχαΐλοβιτς Ντοστογιέφσκι στη χώρα σου;


– Πρώτον, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω που μου δώσατε την ευκαιρία να μιλήσω για τον Fyodor Mikhailovich Dostoyevsky, καθώς είναι ο αγαπημένος μου συγγραφέας! Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για μένα, δεδομένου ότι τον περασμένο μήνα γιόρτασε τα 200α γενέθλιά του.

 

Είναι αυτονόητο ότι οι άνθρωποι στο Μεξικό γνωρίζουν και διαβάζουν τα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι. Είναι τόσο δημοφιλής που μου έρχονται στο μυαλό τα λόγια ενός από τους χαρακτήρες του Πιανίστα(ταινία του Πολωνού σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι): «Σήμερα όλοι θέλουν μόνο να διαβάζουν Ντοστογιέφσκι». Ωστόσο, παρόλο που ο Ντοστογιέφσκι είναι πολύ δημοφιλής στη χώρα μου και σχεδόν όλα τα βιβλία του βρίσκονται σε βιβλιοπωλεία ή βιβλιοθήκες, λίγοι άνθρωποι τον καταλαβαίνουν, τουλάχιστον όσον αφορά τα πραγματικά κίνητρα και τις έννοιες του έργου του. Οι άνθρωποι συνήθως επικεντρώνονται στον μηδενισμό του, αν και ο Dostoyevsky έγραψε γι ‘αυτό μόνο για να δείξει πώς οι αρχές του (μηδενισμού)μπορούν να ξεπεραστούν από την ισχυρή πίστη των θετικών πρωταγωνιστών του.


Δυστυχώς, το ημερολόγιο ενός συγγραφέα του Dostoyevsky δεν είναι τόσο γνωστό, οπότε ακόμη και η εύρεση ενός αντιγράφου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Κρίμα, γιατί αυτό το βιβλίο είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του Ντοστογιέφσκι. Περιέχει τον προσωπικό απολογισμό του συγγραφέα για το έργο και τη ζωή του. Τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι έχουν επίσης γίνει δημοφιλή από τον Αμερικανό λογοτέχνη Τζόζεφ Φρανκ του οποίου τα έργα για τον Ντοστογιέφσκι είναι πολύ γνωστά στη χώρα μου.

 

– Πώς ανακαλύψατε τον Ντοστογιέφσκι; Ήταν επειδή σπούδασες στο Τμήμα Φιλοσοφίας;


– Ναι, αποφοίτησα από το Τμήμα Φιλοσοφίας του Universidad Vasco de Quiroga, αλλά δυστυχώς το πρόγραμμα σπουδών δεν περιλάμβανε τον Ντοστογιέφσκι ή άλλους Ρώσους φιλοσόφους όπως ο Κιρεγιέφσκι, ο Σολόβιοφ ή ο Μπερντιάεφ. Η μελέτη των έργων τους θα ήταν πολύ χρήσιμη. Τα προγράμματα σπουδών των πανεπιστημίων μας περιλαμβάνουν παρόμοιους συγγραφείς, όπως ο Kierkegaard, ο Miguel de Unamuno και ο Gabriel Marcel. Πιστεύω ότι σπουδαστές μας θα επωφελουνταν από τη μελέτη των έργων  του Ντοστογιέφσκι, λαμβάνοντας υπόψη το φιλοσοφικό, ψυχολογικό και θρησκευτικό τους θέμα.


Οι Αδελφοί Καραμαζόφ με συνηρπασαν περισσότερο από κάθε άλλο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ.

 

Αν θυμάμαι καλά, άκουσα για πρώτη φορά για τον Ντοστογιέφσκι όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής στο πανεπιστήμιο. Διάβαζα την “Τραγική Αίσθηση της Ζωής” του Μιγκέλ ντε Ουναμούνο και συνάντησα ένα απόσπασμα όπου ονόμασε τους Αδελφούς Καραμαζόφ το μεγαλύτερο χριστιανικό δράμα. Όταν πήγα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Γκουανταλαχάρα την ίδια χρονιά, θυμήθηκα αυτές τις λέξεις και αγόρασα το βιβλίο. Αφού το διάβασα, έπρεπε να συμφωνήσω με τον Miguel de Unamuno – αυτό το βιβλίο με συνηρπασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο που έχω διαβάσει ποτέ. Με έκανε να θέλω να μάθω περισσότερα για τη ζωή του Ντοστογιέφσκι, να επανεξετάσω την προσέγγισή μου στον Χριστιανισμό και να μελετήσω σοβαρά τις χριστιανικές έννοιες, αναφερόμενος στις αρχικές πηγές.

 

– Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο όταν διαβάσατε τη δραματική βιογραφία του Ντοστογιέφσκι;

 

– Προφανώς, το πιο εντυπωσιακό επεισόδιο είναι η χάρη που έλαβε από τον Τσαρο Αλέξανδρο Β ́ λίγα λεπτά πριν από την εκτέλεσή του. Αυτή ήταν η στιγμή της αναγέννησης του Ντοστογιέφσκι, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως Χριστιανός. Η διαδικασία αυτή ολοκληρώθηκε στο στρατόπεδο εργασίας, όπου βιώνοντας δυσκολίες και διαβάζοντας το Ευαγγέλιο τον έκανε, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, «να “ενδυθεί” τον νέο άνθρωπο». Αυτή η περίοδος της ζωής του, από την ακύρωση της θανατικής ποινής μέχρι την αποφυλάκιση, είναι το πιο σοκαριστικό μέρος αυτής της βιογραφίας, και μάλλον δεν είμαι ο μόνος που το πιστεύει. Αυτή η εμπειρία περισσότερο από οτιδήποτε άλλο εξηγεί ότι το πνευματικό βάθος, η ακρίβεια και η σοφία είναι τόσο χαρακτηριστικά στο έργο του Ντοστογιέφσκι.

 

– Ποιο από τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι το πιο σημαντικό για εσάς, ποιος είναι ο αγαπημένος σας χαρακτήρας και ποιο είναι το πιο σημαντικό απόσπασμα;

 

“Ο διάβολος θέλει τον θάνατό μας όσο ο Θεός θέλει τη σωτηρία μας, και εμείς και η ελευθερία μας είμαστε μεταξύ τους.”


– Το αγαπημένο μου απόσπασμα είναι από τους Αδελφούς Καραμαζόφ. Ήταν το πρώτο βιβλίο του Ντοστογιέφσκι που διάβασα, και αργότερα έγινε το αγαπημένο μου βιβλίο. Έχει ως εξής: «Εδώ, ο Θεός και ο διάβολος πολεμούν και το πεδίο της μάχης είναι η καρδιά του ανθρώπου». Αν δεν κάνω λάθος, το είπε ο Ντμίτρι Καραμάζοφ. Αυτή η φράση περιέχει μια βαθιά σοφία βασισμένη στα έργα των Πατέρων της Αγίας Εκκλησίας. Μας υπενθυμίζουν ότι πρέπει να πολεμάμε συνεχώς τους εσωτερικούς μας πειρασμούς έτσι ώστε να μπορούμε να τους ξεπεράσουμε και να επιτρέψουμε στη θεία χάρη να κατέβει πάνω μας και να μας καθοδηγήσει. Ο διάβολος θέλει τον θάνατό μας όσο ο Θεός θέλει τη σωτηρία μας, και εμείς και η ελευθερία μας είμαστε μεταξύ τους. Τα έργα των Αγίων Πατέρων και των βιβλίων του Ντοστογιέφσκι μπορούν να μας δώσουν τα μέσα να νικήσουμε σε αυτή την πνευματική μάχη.

 

Ο αγαπημένος μου χαρακτήρας είναι η Αλιόσα Καραμαζόφ. Αν και υπάρχουν και άλλοι χαρακτήρες που μου αρέσουν επίσης, όπως ο γέροντας Ζωσιμά, ο Κόμης Μίχκιν, η Σόνια Μαρμελάντοβα και ακόμη και ένας τόσο σαφώς αρνητικός χαρακτήρας όπως ο Νικολάι Σταβρογκίν. Αλλά είναι η Αλιόσα Καραμαζωφ του Ντοστογιέφσκι που έχει τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά που συνοψίζουν τις αξίες που εγκωμιάζει το Ευαγγέλιο, όπως η εκπληκτική ταπεινότητα και η σεμνότητα, καθώς και η ικανότητα να αγαπάς και να μην κρίνεις ούτε τους πιο τιποτένιους ανθρώπους. Κατά τη γνώμη μου, αυτός ο χαρακτήρας έχει όλες τις ιδιότητες που με τη βοήθεια του Θεού θα μπορούσε να ξεπεράσει το κακό.

 

Όσον αφορά την κατανόηση του πνευματικού περιεχομένου των έργων του Ντοστογιέφσκι, προτιμώ τις ερμηνείες του Μιχαήλ Ντουνάγιεφ.

 

– Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένας από τους κύριους φιλοσόφους συγγραφείς του κόσμου. Ποιο από τα φιλοσοφικά θέματα για τα οποία έγραψε βρίσκεις το πιο σημαντικό;

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι φιλοσοφικά. Αν και δεν έγραφε φιλοσοφικές πραγματείες, οι χαρακτήρες του επικοινωνούσαν σημαντικές φιλοσοφικές ιδέες. Τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι μπορούν να ταξινομηθούν ως ένα ειδικό λογοτεχνικό είδος «φιλοσοφικής λογοτεχνίας». Έβαζε τις ιδέες του σε λογοτεχνική μορφή χωρίς να θυσιάζει το φιλοσοφικό πνευματικό βάθος. Θα έλεγα ότι οι συνοπτικοί διάλογοι των χαρακτήρων του Ντοστογιέφσκι είναι πιο σημαντικοί από τα μακροσκελή γραπτά ορισμένων φιλοσόφων.

 

Τα έργα του Ντοστογιέφσκι κάλυπταν πολλά φιλοσοφικά προβλήματα, όπως η ύπαρξη του Θεού, η ύπαρξη του κακού, η σχέση μεταξύ ενός ατόμου και μιας κοινωνίας καθώς και άλλα ζητήματα. Αλλά θα ήθελα να τονίσω το πιο σημαντικό – την ελευθερία. Πρόσφατα, διάβασα στη Θεολογία και Λογοτεχνία του Γιώργου Φλορόβσκι ότι ο Ντοστογιέφσκι εξέταζε το πρόβλημα της ελευθερίας και τα παράδοξα της σε όλη του τη ζωή. Σε όλη την ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης, το πρόβλημα της ελευθερίας είχε εξεταστεί από διάφορες απόψεις. Ακολουθώντας τη χριστιανική έννοια, ο Ντοστογιέφσκι υποστηρίζει ότι κάθε άτομο είναι ελεύθερο επειδή κάθε άτομο δημιουργήθηκε κατ εικόνα και ομοιωση του Θεού. Αυτό επιλύει τα παράδοξα που περιγράφηκαν από τους σύγχρονους του υλιστές και σοσιαλιστές , οι οποίοι δήλωσαν ότι το κοινωνικό κακό μπορεί να εξηγηθεί από την αταξία στην κοινωνία, και ότι ένα έγκλημα είναι μια δικαιολογημένη και φυσιολογική διαμαρτυρία ενάντια σε μια άδικη κοινωνία. Ο Ντοστογιέφσκι είχε διαφορετική, χριστιανική άποψη για την ελευθερία και επέκρινε δριμύτατα μια τέτοια δικαιολογία  για την ύπαρξη του του κακού στον κόσμο.

 

– Είναι το χριστιανικό στοιχείο των έργων του Ντοστογιέφσκι επίκαιρο σήμερα; Πώς σε επηρέασε προσωπικά;

 

–  Είναι ένα περίπλοκο ζήτημα που απαιτεί μια μακροσκελή απάντηση, αλλά θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος.

 

Φυσικά, η πίστη προέρχεται πάντα από τον Θεό. Αλλά στην περίπτωσή μου, μπορώ να πω ότι ο Θεός χρησιμοποίησε τον Ντοστογιέφσκι για να φτάσει σε μένα, ενας πεισματάρης και επαναστατικός νεολαίος όπως ήμουν εγώ τότε. Όλα τα εμπόδια που φαινόταν να με χωρίζουν από την πίστη γκρεμίστηκαν από τον αρχικό αληθινό Χριστιανισμό που περιέγραψε αυτός ο Ρώσος συγγραφέας. Ήταν ο Ντοστογιέφσκι που βοήθησε τη γρήγορη μετάβασή μου από την αβεβαιότητα στη σταθερή πεποίθηση ότι η αλήθεια βρίσκεται στο Χριστιανισμό, και από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έγινε διαφορετική και ουσιαστική. Δεδομένου ότι ο Ντοστογιέφσκι ήταν Ορθόδοξος, και ποτέ δεν είχα σχέση με το Ρωμαιοκαθολικό παρελθόν μου και ποτέ δεν σκέφτηκα να στραφώ στον Προτεσταντισμό, αποφάσισα να δώσω στην Ορθοδοξία μια ευκαιρία και άρχισα να την μελετώ.


Η θεία χάρη με οδήγησε στην αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, και ο Ντοστογιέφσκι και τα βιβλία του ήταν η γέφυρα μου προς τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό. Συχνά λέω στους φίλους μου ότι πήρα τα έργα του Ντοστογιέφσκι τόσο σοβαρά που έγινα Ορθόδοξος Χριστιανός. Αν και έγινε η μεταστροφή μου με τη βοήθεια του Θεού, πρέπει να παραδεχτώ ότι ο Ντοστογιέφσκι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη μεταστροφή μου.

 

Θέλω να πω σε όλους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για την προσωπικότητα και τα βιβλία του Ντοστογιέφσκι ότι πρέπει να κάνουν μια προσπάθεια και να μάθουν για την Ορθοδοξία, γιατί χωρίς αυτή τη γνώση δεν θα είναι σε θέση να κατανοήσουν το πνευματικό βάθος της λογοτεχνικής κληρονομιάς του. Πρόσφατα, κατά την παρουσίαση του νέου του βιβλίου, το Ευαγγέλιο του Ντοστογιέφσκι, ο Μητροπολίτης Ιλαρίωνας (Αλφείεφ) δήλωσε ότι οι ιδέες της Ορθοδοξίας αντικατοπτρίζονται σαφώς στα βιβλία του Ντοστογιέφσκι και ότι η παγκόσμια δημοτικότητά του διευκολύνει την επέκταση της Ορθοδοξίας. Προσωπικά πιστεύω ότι ένα τέτοιο ιεραποστολικό έργο είναι ζωτικής σημασίας, γι ‘αυτό προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο για τη Λατινική Αμερική, όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν καλά τον Ντοστογιέφσκι, αλλά γνωρίζουν πολύ λίγα για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό.


Πηγή:


http://trelogiannis.blogspot.com/2021/12/oscar-mauricio-lopez-casillas.html






<>





Η Παναγία οδηγεί θαυματουργικα έναν νεαρό από την μαγεία στην Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη


«Σέ μία δεδομένη χρονική στιγμή, ἔφθασε κάποιος νεαρός ἀπ᾽ τή Λεμεσό καί θέλησε νά προσκυνήση τήν Παντάνασσα. Ἦταν παρών καί ὁ Γέροντας Ἰωσήφ ὁ Βατοπαιδινός, “καί τότε”, διηγεῖται τό περιστατικό ὀ Καθηγούμενος Ἐφραίμ, “ἐνῶ ἔβαλε τό σταυρό του ὁ νεαρός γιά νά τήν προσκυνήση, μόλις πῆγε νά τήν προσκυνήση, ἡ Παναγία δέν τόν ἄφησε. Ἔλαμψε ἕνα φῶς, ὅπως ὁ ἥλιος, καί τόν ἔριξε κάτω!”. Ὁ νεαρός ἀποκάλυψε ὅτι ἀσχολοῦνταν συστηματικά μέ μαγεῖες καί γι᾽ αὐτό δέν τόν ἄφησε ἡ Παναγία, ἀλλά, ὅμως, “ἦταν μία ἀφορμή αὐτή, αὐτό τό θαῦμα πού ἔγινε, ὥστε τό παιδί νά σταματήση τήν κακή ζωή”»(ΚΠ, 465).


<>



Άρχισε από αυτά που μπορείς

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994)


Ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (+1994):

«Μιά φορά εἶχε ἔρθει στό Καλύβι ἕνα νέο παιδί ἀπελπισμένο, γιατί ἔπεφτε σέ σαρκική ἁμαρτία καί δέν μποροῦσε νά ἀπαλλαγῆ ἀπό αὐτό τό πάθος. Εἶχε πάει σέ δυό Πνευματικούς πού προσπάθησαν μέ αὐστηρό τρόπο νά τό βοηθήσουν νά καταλάβη ὅτι εἶναι βαρύ αὐτό πού κάνει. Τό παιδί ἀπελπίσθηκε. 
—Ἀφοῦ ξέρω ὅτι αὐτό πού κάνω εἶναι ἁμαρτία, εἶπε, καί δέν μπορῶ νά σταματήσω νά τό κάνω καί νά διορθωθῶ, θά κόψω κάθε σχέσι μου μέ τό Θεό.
Ὅταν ἄκουσα τό πρόβλημά του, τό πόνεσα τό καημένο καί τοῦ εἶπα:
—Κοίταξε, εὐλογημένο, ποτέ νά μήν ξεκινᾶς τόν ἀγῶνα σου ἀπό αὐτά πού δέν μπορεῖς νά κάνης, ἀλλά ἀπό αὐτά πού μπορεῖς νά κάνης. Γιά νά δοῦμε τί μπορεῖς νά κάνης, καί νά ἀρχίσης ἀπό αὐτά. Μπορεῖς νά ἐκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;
—Μπορῶ, μοῦ λέει.
—Μπορεῖς νά νηστεύης κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή;
—Μπορῶ.
—Μπορεῖς νά δίνης ἐλεημοσύνη τό ἕνα δέκατο ἀπό τό μισθό σου ἤ νά ἐπισκέπτεσαι ἀρρώστους καί νά τούς βοηθᾶς;
—Μπορῶ.
—Μπορεῖς νά προσεύχεσαι κάθε βράδυ, ἔστω κι ἄν ἁμάρτησες, καί νά λές “Θεέ μου, σῶσε τήν ψυχή μου”;
—Θά τό κάνω, Γέροντα, μοῦ λέει.
—Ἄρχισε λοιπόν, τοῦ λέω, ἀπό σήμερα νά κάνης ὅλα αὐτά που μπορεῖς, καί ὁ παντοδύναμος Θεός θά κάνη τό ἕνα πού δέν μπορεῖς.
Τό καημένο ἠρέμησε καί συνέχεια ἔλεγε:
—Σ᾽ εὐχαριστῶ, πάτερ.
Εἶχε, βλέπεις, φιλότιμο καί ὁ Καλός Θεός τό βοήθησε».

(Ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτου, Τό Φιλότιμο, ἐκδ. Ἱ. Μ. Ἁγ. Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἀρναία 2022).


<>









Η μεταστροφή ενός κλέφτη στην Ορθόδοξη ζωή μέσω της Οσίας Αγάθης της Κουσελαούκα Μολδαβίας (+1873)

Στο χωριό Πασατέλ της Μολδαβίας, όπου ζούσε η Αγάθη,κατοικούσαν και δύο πιστοί ο Βασίλης και η Ξένια,οι οποίοι μεγάλωναν 12 παιδιά. Είχαν ένα μικρό κομμάτι γης και μία αγελάδα για να τρέφουν την οικογένεια. Ο εχθρός όμως του ανθρωπίνου γένους προέτρεψε έναν άνθρωπο ονόματι Αρτέμιο να τους κλέψει την αγελάδα. Ο Βασίλης και η Ξένια ζήτησαν την βοήθεια της Αγάθης και εκείνη τους ησύχασε λέγοντας: «Εμπιστεύτειτε στον Κύριο τον πόνο σας και Εκείνος θα σας θρέψει»έχοντας εμπιστοσύνη στο απέραντο έλεος του Θεού.

Η Οσία Αγάθη τους έστειλε σπίτι και αυτοί άρχισαν να προσεύχονται θερμά. Το βράδυ εκείνο ο Αρτέμιος είδε ένα τρομαχτικό όνειρο:είχε λέει πέσει σε ένα βαθύ λάκκο, σκοτεινό, απ' όπου μάταια προσπαθούσε να βγει. Μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες ο Αρτέμιος πρόσεξε στην άκρη του λάκκου να στέκεται η Αγάθη ηοποία απλώνοντας το χέρι της για να τον βοηθήσει του έλεγε :«Επέστρεψε αυτά που έκλεψες!». Μετά από αυτό εξαφανίστηκε. Ο Αρτέμιος ξύπνησε κααττρομαγμένος και κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει. Το ίδιο εκείνο πρωινό επέστρεψε την αγελάδα και έζησε την υπόλοιπη ζωή του εν προσευχή και νηστεία.



<>





Ό Άγιος Ιερώνυμος Σιμωνοπετρίτης και ο πατέρας ενός πνευματικού τέκνου του που ήθελε να τον σκοτώσει

Διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος Σιμωνοπετρίτης (+1957): “Ὅταν ἤμουν στή Θεσ/νίκη, ἑνός πνευματικοῦ μου τέκνου ὁ πατέρας, ἀπό διαβολική ἐνέργεια παρακινούμενος, ἔφερε βαρέως τό ὅτι ὁ γυιός του ἤθελε νά ἀκολουθήση τό δρόμο τοῦ Θεοῦ καί μέ θεωροῦσε ὡς ὑπεύθυνο καί ἀποφάσισε νά μέ φονεύση”. Συνήθως ἔτσι γίνεται. Οἱ γονεῖς ἀγαποῦν καί πιστεύουν ὅτι ἀγαποῦν τά παιδιά τους περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο τά ἀγαπᾶ ὁ Θεός, καί μέσα σέ αὐτόν τό ζῆλο φθάνουν σέ ἀποφάσεις δύσκολες. “Κάτερχόμενος σέ κατήφορο δρόμο μέ εἶχαν εἰδοποιήσει νά μήν πάω ἀπό ἐκεῖ διότι θά μέ φονεύσουν, ἐγώ ὅμως εἶπα· ἄν εἶναι θέλημα Θεοῦ, ἄς γίνη ὅ,τι θέλει· καί ὄντως βλέπω αὐτόν πού με ἀπειλοῦσε νά μέ σκοπεύη καί νά μοῦ φωνάζη. Ἐγώ σταμάτησα καί τοῦ λέω: Νά εἶναι εὐλογημένο. Ἀμέσως τοῦ ἔπεσε τό ὅπλο ἀπ᾽ τά χέρια καί ἔσκυψε καί φίλησε τά χέρια μου ζητώντας συγχώρησι”.

(Μαθητεύοντας στόν Γέροντα τῆς Ἀναλήψεως Ἱερώνυμο Σιμωνοπετρίτη, ἐκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ἅγ. Ὄρος 2018).

<>









Ο Σταμάτης, το AIDS και ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης (+1994)

Μία χρονιά, πήγαμε στο Άγιον Όρος τις ημέρες των Θεοφανείων και επισκεφθήκαμε τον άγιο Παΐσιο. Ήταν πολύ όμορφα. Το βράδυ φιλοξενηθήκαμε στη Μονή Ιβήρων. Ήμασταν μια παρέα, εγώ, ένας φίλος μου στρατιώτης κι ένας Γερμανός. Μιλούσαμε στα αγγλικά και μας έλεγε «γιατί είναι έτσι οι Εκκλησίες και γιατί οι παπάδες σας κοιτάνε προς τον Θεό και δεν κοιτάνε τον ναό», κάτι τέτοια τρελά, ξέρετε αυτά τα προτεστάντικα, και τα κουβεντιάζαμε.

Τότε μας πλησιάζει ένας νέος. Φορούσε κοντομάνικο μέσα στο καταχείμωνο. Είχε ένα παντελονάκι τζιν απλό, παπουτσάκια τελευταίας μάρκας. Το κοντομάνικο αυτό ήταν αυτά τα Lacoste της εποχής εκείνης, κάτι ακριβό. Ήταν ευειδής πολύ, είχε ένα μουσάκι, πολύ καλός! Αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος, έτσι όπως είμαστε οι τρεις μας, ερχόταν κοντά μας και προσπαθούσε να ακούσει τι λέγαμε, επειδή τα λέγαμε στα αγγλικά. Εμείς, λοιπόν, μόλις τον είδαμε, ανοίξαμε λίγο τον κύκλο μας και λέμε «ελάτε κι εσείς, κύριε». Αυτή η πρόσκληση γέννησε όλη αυτή την ιστορία που θα σας διηγηθώ.

Το παλικάρι αυτό δεν ήξερε τι ήταν το Άγιον Όρος. Ήξερε ότι στο Άγιον Όρος υπάρχουν πατέρες άγιοι, είναι ένας γερο-Παΐσιος, και ότι στο Άγιον Όρος πηγαίνεις για να προσευχηθείς για αυτά τα οποία θέλεις. Έτσι και ήρθε, λοιπόν. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος έχει περπάτημα κι αυτός φόραγε σκαρπίνια. Δεν ήξερε ότι στο Άγιον Όρος κάνει κρύο κι αυτός είχε πάρει μόνο ένα ελαφρό αντιανεμικό. Είχε τα τσιγαράκια του μαζί και μιαν ωραία πίπα. Είχε λεφτά μπόλικα, αλλά, άμα εκεί δεν υπάρχουν πράγματα να αγοράσεις, τι να τα κάνεις τα λεφτά; Είχε έρθει, λοιπόν, και του είπανε «να πας στην Ιβήρων». Τον φορτώσανε στο αυτοκίνητο και βγήκε στην Ιβήρων.

Δεν ήξερε τίποτα. Είχε έρθει ολομόναχος για να προσευχηθεί. Το βράδυ του λέω, πού σε βάλανε να κοιμηθείς; Τον είχανε βάλει να κοιμηθεί σ’ ένα μεγάλο ξενώνα με άλλους ανθρώπους. Του λέω, σκελέα ζεστή έχεις; Μου λέει, δεν έχω. Του λέω, θα σου δώσουμε, γιατί πού να κοιμηθεί ο άνθρωπος; Δεν είχε φέρει τίποτα. Εγώ ήμουν παχουλός, αλλά ο άλλος ο φίλος μου ήταν αδυνατούλης. Αυτός ήταν ψηλούλης, βέβαια, αλλά τι να κάνουμε; Βολεύεσαι και με κοντό παντελονάκι. Τον ντύσαμε, λοιπόν. Του δώσαμε κάλτσες από τις δικές μας και του τις φορέσαμε. Του φορέσαμε μια ωραία φανέλα μάλλινη που είχαμε, για να ζεσταίνεται ο άνθρωπος. Του δώσαμε και ένα από τα ζακετάκια που είχαμε φέρει μαζί και του πήραμε εν γένει όλη την ενδυμασία την κοσμική και τον ντύσαμε με τα δικά μας ρούχα.

— Πώς σε λένε, βρε παιδί μου; του λέμε.
— Με λένε Σταμάτιο.
— Σταμάτη, μανάρι μου, δεν είχες ακούσει πως εδώ στο Άγιον Όρος κάνει κρύο και πρέπει να είσαι καλά ντυμένος;
— Δεν ήξερα. Εγώ πήρα το αεροπλάνο, πήρα το ταξί και ήρθα…

Ήταν Ελληνογερμανός. Έλληνας πατέρας και Γερμανίδα μητέρα. Και καταλαβαίνετε, αυτοί εκεί βγαίνουν ψηλοί, ξανθοί. Αρρενωπός, πολύ ωραίος!

Όπως καθόμασταν, λοιπόν, μας λέει:

— Μπορείτε να με πάρετε μαζί σας, να μου δείξετε λίγο το Άγιον Όρος, γιατί εγώ δεν ξέρω.
— Ναι, βέβαια, θα σε πάρουμε.
— Σας παρακαλώ, θέλω να πάω στον γερό-Παΐσιο.

Φτου, λέω εγώ από μέσα μου! Εγώ πήγα προηγουμένως και έκατσα έξι ώρες. Πάλι θα ξανανεβώ τα γκρεμνά, να πάω στο γερο-Παΐσιο, να χτυπάω τα κουδουνάκια, να βγαίνει έξω, να μου λέει «μα εσύ, χοντρέ, ήρθες προηγουμένως, τι θέλεις πάλι εδώ;» Όχι, εγώ θέλω να πάρω το λεωφορείο, να κατεβώ, να ρίξουμε τον Σταυρό στη θάλασσα, να φύγουμε, να πάμε στις Καρυές, να κατεβούμε στη Δοχειαρίου, θα μας περιμένει ο ηγούμενος της Δοχειαρίου, θα μας βρίζει, αυτός δεν είναι εύκολος άνθρωπος… Πω πω!

Νευρίασα πολύ. Αλλά έχεις υποχρέωση να τα υποστείς όλα αυτά. Στο τέλος, πρέπει να πεις «ναι, θα πάμε». Γιατί είναι ο Χριστός… Και λέω, «αδελφέ μου, θα χαλάσουμε το δίκτυο, θα πάμε».

Άντε, βουρ, ξανά. Εμείς με τις βαλίτσες στην πλάτη, αυτός χωρίς τίποτα. Τα σκαρπίνια τα φορούσε, δεν είχαμε με τι να του τα αλλάξουμε τα σκαρπίνια. Του φτιάξαμε και μια μπαστούνα και άντε να ανεβαίνουμε στα γλιτσερά αυτά τα παγωμένα μονοπάτια. Τώρα ήταν κι ανηφόρα, ενώ την προηγούμενη μέρα κατηφορίζαμε. Ανεβαίνουμε, φτάνουμε στον γερο-Παΐσιο και χτυπάμε το καμπανάκι. Βγαίνει ο γερό-Παΐσιος και λέει: «α! επειδή σήμερα έβρεξε αποβραδίς και μπήκε νερό μες στη στέρνα, ήρθατε να το τραβήξετε το νερό να το βγάλετε έξω! Καλώς τα παλικάρια!». Μας άνοιξε και στρωθήκαμε στη δουλειά να βγάλουμε το νερό από τη στέρνα. Τον Σταμάτη όμως τον πήρε κατ’ ιδίαν και μιλήσανε.

Σώθηκε!

Όση ώρα μιλάγανε, το παιδί αυτό άρχισε να λάμπει. Έφυγε η σκοτεινιά του προσώπου του κι έλαμπε! Και μου λέει ο γερο-Παΐσιος:

— Έλα εδώ, Βαγγελάκο. Άκου προσεκτικά. Αναλαμβάνεις σε όλη σου την ζωή να προσεύχεσαι για έναν νεαρό ονόματι Μιχάλη που αρρώστησε και πέθανε. Και παπάς να γίνεις και ό,τι να γίνεις, θα προσεύχεσαι γι’ αυτόν σ’ όλη σου την ζωή.

Και του λέει του Σταμάτη: «Εσύ δεν έχεις δικαίωμα να ξαναπροσευχηθείς γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Την αναλαμβάνει την υποχρέωση της προσευχής σου ο Ευάγγελος».

Εδώ να σημειώσω πως, όταν ήμασταν ακόμα στην Ιβήρων, τον είχα ρωτήσει τον Σταμάτη:

— Εσύ γιατί ήρθες στο Άγιον Όρος;
— Ένας φίλος μου πέθανε και ήρθα στο Άγιον Όρος, να προσευχηθώ για την ψυχή του.

Εγώ όμως ήμουν γιατρός και ήμουν έξυπνος, δεν ήμουν χαζός. Αν με ρώταγες εμένα, θα έλεγα και από τι πέθανε ο φίλος μου. Αφού δεν είπε λοιπόν αυτός, από AIDS θα πέθανε. Το κατάλαβα αμέσως. Αλλά την εποχή εκείνη το AIDS αμέσως συνδυαζόταν με τη ζωή της ομοφυλοφιλίας. Γι’ αυτό δεν του είπα τίποτα, για να μην τον στεναχωρήσω τον άνθρωπο.

Όπως κάναμε να φύγουμε από την Παναγούδα, ο γερο-Παΐσιος τον είχε αγκαλιά. Κι όπως βγήκαμε στην πόρτα, του δίνει ένα σκαμπιλάκι και του λέει:

«Σταμάτιέ μου, να μην φοβάσαι τίποτα. Αφού κορόιδεψες εμένα και δεν κατάλαβα τίποτα για σένα, φαντάσου πώς θα κοροϊδέψεις τα τελώνια!»

και συμπλήρωσε, «παιδί μου, να μην φοβάσαι για τίποτα, εγώ θα σε μνημονεύω πάντα».

Ακούστε τώρα ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος. Ο Σταμάτης για μένα είναι ένας άγιος. Τον μνημονεύω ως Σταματίου μοναχού. Γεννήθηκε στη Γερμανία από πατέρα Έλληνα, ο οποίος ήταν λίγο βάναυσος. Η μητέρα του ήταν Γερμανίδα και είχε αυστηρή παιδαγωγική. Το παιδί έγινε πάρα πολύ όμορφο. Το έστειλαν σε ένα γυμναστήριο κι εκεί που γυμναζόταν, το πλησίασε κάποιος και έτσι, άρχισε να διαφαίνεται αυτή η προς το ίδιο φύλο αγάπη και τρυφερότητα. Το παιδί μεγάλωσε και ήρθε στην Αθήνα και ήταν καθηγητής του Ινστιτούτου Γκαίτε των Αθηνών και αμειβόταν πάρα πολύ καλά. Εκεί γνώρισε έναν τραπεζιτικό υπάλληλο με τον οποίο σχετίστηκε. Αυτός ήταν ο περίφημος Μιχάλης, που του είπε ο γέροντας «δεν θα τον ξαναμνημονεύσεις ποτέ, θα τον μνημονεύει ο Ευάγγελος». Αυτός ο καημένος είχε αρρωστήσει από AIDS. Ο Σταμάτης είχε τέτοια τρέλα και έρωτα μ’ αυτό τον άνθρωπο, ώστε του είπε: «θα κολλήσω κι εγώ AIDS, για να είμαστε κι οι δύο άρρωστοι μαζί».

Αυτά, βέβαια, είναι πνευματικές ασθένειες, που τι δείχνουνε; Την ένταση του πάθους, για το οποίο πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί πώς μιλάμε.

Ο Μιχάλης αρρώστησε από λευχαιμία. Τότε δεν υπήρχαν καλά φάρμακα. Τώρα σχεδόν όλοι οι φορείς είναι καλά στην υγεία τους. Τους δίνει κι ένα επίδομα το ελληνικό κράτος 800 ευρώ το μήνα, τους δίνει και τα φάρμακά τους που κάνουν 2.000 ευρώ.

Ο άρρωστος αρρώστησε και τον βάλανε στο νοσοκομείο. Οι γονείς του δεν δεχόντουσαν να μπαίνει ο Σταμάτης μες στο δωμάτιο. Αυτός ξεροστάλιαζε ο μαύρος κάτω από το νοσοκομείο του Αγίου Σάββα και από κει μάθαινε ότι είχε φτάσει 50 κιλά ο άρρωστος. Τότε έκανε δίαιτα κι έφτανε κι αυτός στα 50 κιλά. Του λέγανε, αδυνάτισε ο Μιχάλης και έφτασε στα 46, έκανε κι αυτός δίαιτα και έφτασε στα 46. Του λένε, αδυνάτισε κι έπεσε στα 43, έκανε κι αυτός δίαιτα κι έπεσε στα 43.

Τέλος, του λένε, πέθανε ο άνθρωπος, και λέει: «μα τι να κάνω γι’ αυτόν που αγαπώ, Θεέ μου;». Κάποιοι τότε του είπαν, πήγαινε στο Άγιον Όρος να βάλεις τους πατέρες να προσεύχονται υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του. Τον έφερε το πάθος στο Άγιον Όρος. Γι’ αυτό δεν πρέπει να λέμε τίποτα επικριτικό…

Κι επειδή ο καημένος δεν ήξερε, νόμιζε ότι το Άγιον Όρος είναι η Πλατεία Κολωνακίου, στην οποία μαζευόντουσαν. Ήρθε λοιπόν στην Ιβήρων, ως «κολωνάκι του Αγίου Ορούς», γιατί η εικόνα εκεί της Παναγίας θεωρείται η πρώτη στο Άγιον Όρος. Εκεί γνωριστήκαμε και μας παρακάλεσε και πήγαμε στο γερο-Παΐσιο. Όσο εμείς δουλεύαμε, ο γερο-Παΐσιος τού είπε:

— Σταματάκη, μπορείς να νηστεύεις Τετάρτη και Παρασκευή;
— Μπορώ.
— Βγάζεις τόσα λεφτά από το γερμανικό κολλέγιο. Θα κρατάς το 1/10 για σένα και τα 9/10 θα τα μοιράζεις στους φτωχούς. Μπορείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς να λες τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κάθε μέρα;
— Μπορώ.
— Δε μου λες, Σταματάκη μου; Μπορείς να πηγαίνεις στο νοσοκομείο μία φορά τη βδομάδα και να περιποιείσαι έναν άρρωστο που δεν έχει κανέναν;
— Μπορώ, έλεγε ο Σταμάτης. (Αυτοί είναι οι άγιοι του Θεού).
— Μπορείς να πας να βρεις πνευματικό και να εξομολογηθείς;
— Μπορώ.
— Μπορείς τον κανόνα που θα σου βάλει ο πνευματικός να τον κάνεις;
— Μπορώ.
— Μπορείς να πηγαίνεις κάθε Κυριακή στη Λειτουργία;
— Μπορώ.
— Πήγαινε, λοιπόν, κάνε ό,τι μπορείς και θα κάνει ο Θεός για σένα ό,τι δεν μπορείς.

Δηλαδή, αφού σε σέρνει το πάθος, πήγαινε και κάνε ό,τι μπορείς και άσε τον Θεό να σου παλέψεις το πάθος, να κάνει ο Θεός για σένα αυτό που δεν μπορείς να κάνεις εσύ.

Και τον συμβούλεψε, δεν θα ξαναθυμηθείς ποτέ αυτόν τον άνθρωπο και δεν θα μνημονεύσεις ούτε το όνομά του, ούτε στους πεθαμένους. Αυτό θα το αναλάβει αυτός εκεί. Και, όντως, ο πρώτος που μνημονεύω μετά από τον πνευματικό μου και μετά από γέροντες πνευματικούς, είναι αυτός ο δούλος του Θεού Μιχαήλ. Γιατί; Γιατί είναι παραγγελία του γέροντος Παϊσίου.

Γύρισε ο Σταμάτης από το Άγιον Όρος. Έχετε δει τι σημαίνει άγγελος του Θεού; Τον σκέπασε η χάρις του Αγίου Πνεύματος και έζησε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του σε φοβερή πνευματική κατάσταση. Νηστείες, αγρυπνίες, προσευχές, μετάνοιες, εξομολόγηση… Αφιέρωσε τον εαυτό του, όποιος είχε AIDS και δεν είχε εξομολογηθεί, έπαιρνε τον πνευματικό και τον πήγαινε εκεί να τον εξομολογήσει. Αφιέρωσε τον εαυτό του να παίρνει έναν ιερέα και πήγαινε να κοινωνήσει τους αρρώστους στο νοσοκομείο, γιατί οι ιερείς των νοσοκομείων τότε είχανε κι αυτή την τρέλα και δεν τους κοινωνούσαν τους εϊτζικούς. Τον έπαιρνε με το αυτοκίνητό του και τον πήγαινε την νύχτα, ό,τι ώρα κι αν ήτανε. Έπαιρνε τα σώματα των ανθρώπων που είχαν AIDS, τα έπλενε, τα καθάριζε, τα ετοίμαζε, τα σαβάνωνε, τα έβαζε με τα χέρια του μέσα σε μία νεκροσακούλα αεροστεγή, τους διάβαζε το ψαλτήρι όλη την νύχτα…

Ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος… Ποιος το κατάφερε αυτό; Ο γερο-Παΐσιος. Είδατε Ιεραποστολή από ένα γεροντάκι που καθότανε σε ένα κελλάκι! Με τον τρόπο που έπιασε το ψαράκι, σώθηκε το ψαράκι, αλλά πήγε η χάρις αυτή και σε πάρα πολλούς άλλους ανθρώπους.

Τον Σταμάτη, λοιπόν, τον πήγα σε μια γιατρίνα δική μου και τον παρακολουθούσε. Αυτοί τότε είχαν ένα σινάφι. Το σινάφι, μόλις έμαθε ότι ο Σταμάτης έφυγε από το σινάφι, λένε «ποιος είναι η αιτία; Αυτός ο χοντρούλης». Οπότε της Υπαπαντής, κάνουνε μια συμφωνία. Έρχονται δέκα και μπαίνουν μες στην Εκκλησία στην οποία έψελνα. Ένας από αυτούς ανεβαίνει στο ψαλτήρι και ετοιμάζεται να με δαγκώσει. Για να με εκδικηθεί! Εγώ τον βλέπω τον άνθρωπο, λέω μέσα μου «δεν τον ξέρω», τραβιέμαι και ξαφνικά γυρίζει και φεύγει…

Σε ενάμιση μήνα, στις 25 Μαρτίου, μου λέει ο Σταμάτης, σε παρακαλώ, πάμε να πάρουμε έναν άνθρωπο, είναι πολύ άρρωστος, πεθαίνει. Πάω στο σπίτι και βλέπω αυτόν που είχε έρθει να με δαγκώσει να είναι πολύ βαριά με πυρετό και να πεθαίνει. Και τον πήγαμε στο νοσοκομείο. Πέθανε του Λαζάρου.

Τα ξέρουμε αυτά, γιατί τα ζήσαμε από κοντά με τις ευχές των γεροντάδων. Και τι κάναμε; Όσους μπορέσαμε, τους εξομολογήσαμε και κοινωνήσανε χαριτωμένοι. Και γι’ αυτό οι περισσότεροι πότε πεθάνανε; Μεγάλη Παρασκευή, Μεγάλο Σάββατο, Σαββάτο του Λαζάρου. Έχω βγάλει στατιστικό. Οι περισσότεροι τέτοιες μέρες πέθαναν.

Ο Σταμάτης πέθανε τη Μεγάλη Παρασκευή και θάφτηκε το Μεγάλο Σάββατο. Μας είχε πει, «Θέλω να με θάψουνε χωρίς να ξέρει κανένας ποιος είμαι. Να ‘ρθουνε στην κηδεία μόνο αυτοί οι δύο». Εγώ ήμουν στο Καμερούν παπάς και δεν μπορούσα να πάω στην κηδεία, γιατί ήταν Μεγάλη Παρασκευή, και έστειλα έναν άνθρωπο και πήγε και δεν είχε ούτε πεθαμενατζήδες να τον κουβαλήσουνε. Τον κουβάλησαν λαϊκοί με τα χέρια και τον έθαψαν. Και ήθελε στον τάφο του απάνω να είναι χώμα και να μην έχει ούτε κάγκελα ούτε τίποτα, ώστε να μην ξέρουν οι άνθρωποι και να τον πατάνε, γιατί ήταν άξιος του πατήματος. Έτσι έλεγε!

Σας ερωτώ; Πού τον βάζετε τώρα εσείς αυτόν; Τι πιάνουμε εμείς μπροστά του; Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι την Εκκλησία δεν την ενδιαφέρει τι είναι ο καθένας. Η Εκκλησία έχει την δύναμη να τους διασώζει όλους.

Και είδατε τι ωραία συμβουλή που του έδωσε ο γερο-Παΐσιος. Κάνε εσύ όσα μπορείς και ο Θεός θα κάνει τα άλλα. Και ο Θεός έκανε τα άλλα πραγματικά και τον σκέπασε και μέχρι το τέλος του βίου του, ξανά εξομολογήθηκε και μετέλαβε.

Ο πνευματικός που εξομολογήθηκε πρώτη φορά στην Αθήνα τού είπε: «Δεν θα κοινωνήσεις ποτέ. Μόνο την ημέρα που θα πεθάνεις». Βαρύ! Στεναχωρέθηκα… Το είπα στον γερο-Παΐσιο και είπε: «Όχι κι έτσι, βρε παιδάκι μου». Αλλά επειδή είχε πάει στον πνευματικό και του είχε βάλει αυτόν τον κανόνα, περίμενε πολλά χρόνια, μέχρι ο πνευματικός να του δώσει την ευλογία να πάει σε άλλον πνευματικό και να του δώσει εκείνος το δικαίωμα να κοινωνάει.

Βλέπετε πόση ταπείνωση! Δεν ήρθε στην Εκκλησία με το θέλημα, δεν ήρθε με το δικαίωμα, ότι έχω δικαίωμα! Αλλά ήρθε ταπεινά και ήσυχα…

Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Ευάγγελου Παπανικολάου

Πηγή:


ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΙΑ.GR - ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ



<>








Δημήτριος Παναγόπουλος, ἱεροκήρυκας:
«Εἴχαμε πάει κάποτε μέ ὀκτώ Λεωφορεῖα νά προσκυνήσουμε τόν Ἅγ. Ἰωάννη τό Ρῶσο στήν Εὔβοια. Κανείς ἀπό τούς ὀκτώ ὁδηγούς, δέν φιλοτιμήθηκε νά ἀνάψη κἄν, ἕνα κερί στόν Ἅγιο. Ἦσαν καί οἱ ὀκτώ ὁδηγοί ἄπιστοι καί μᾶς περίμεναν ἔξω!
Ἕνα ἀπ᾽ τά ὀκτώ πούλμαν τό πιό καινούριο παρουσίασε ξαφνικά μία βλάβη, καθώς ἐμεῖς προσκυνούσαμε τόν Ἅγιο. Εἶχε τρυπήσει τό ρεζερβουάρ. Κάτι τό παράδοξο νά συμβαίνη κάτι τέτοιο, σ᾽ ἕνα ὁλοκαίνουριο πούλμαν. Δέν μποροῦσαν οἱ ὁδηγοί νά κάνουν τίποτε!
Τότε πλησιάζω τόν ὁδηγό του συγκεκριμένου Λεωφορείου καί τοῦ λέω:
—Ἀγαπητέ Γεώργιε, δέν πᾶς ν᾽ ἀνάψης ἕνα κερί σ᾽ αὐτόν πού εἶναι ξαπλωμένος ἐκεῖ μέσα; Τό αὐτοκίνητό σου δέν ἔχει τίποτε! Ἀπό ἀγάπη πού ἔχει ὁ Ἅγιος σέ σένα, τρέχει αὐτό τό ρεζερβουάρ...
Αυτός ντράπηκε, ἀλλά πῆγε τελικά καί ἄναψε κερί στό Ἅγιο.
Ὅταν ἐπέστρεψε, τό ρεζερβουάρ δέν ἔτρεχε πιά!
—Βλέπεις τοῦ λέω, ὅτι ἐσύ ἔτρεχες καί ὄχι τό ρεζερβουάρ... Ὁ Ἅγιος σέ ἀγαπάει καί σοῦ λέει: τό θέμα δέν εἶναι νά παίρνης τό παραδάκι καί τό μπουρμπουάρ, δέν εἶναι μόνο αὐτό! Εἶμαι καί ἐγώ ἐδῶ! Καί αὐτούς πού ἔφερες σέ μένα, δέν ἤρθανε τυχαία ἐδῶ, γιά νά πάρης λεφτά ἐσύ, ἀλλά γιά νά πιστέψης!...»(https://www.facebook.com/Δημήτριος-Παναγόπουλος-Ἱεροκήρυκας-107822867238018/).

<>










Νότια Αφρική: Η μεταστροφή μίας Εγγλεζοαφρικάνας και των παιδιών της στην Ορθοδοξία μετά από εμφάνιση του κεκοιμημένου συζύγου της

Πρὶν μερικὰ χρόνια συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστό περιστατικὸ σὲ μία γυναίκα ἀπὸ τὸ Γιοχάννεσμπουργκ τῆς Ν. Ἀφρικῆς.
Η Carol Αἰκατερίνη, ἐγγλεζοαφρικάνα στὴν καταγωγή, οὐδεμία σχέση εἶχε στὸν πρότερο βίο της μὲ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὸν Ἑλληνισμό. 
Πολὺ εὐκατάστατη, καταξιωμένη ἐπαγγελματίας στὸν χῶρο τῆς διαφήμισης, μητέρα δύο μικρῶν κοριτσιῶν, εἶχε μείνει χήρα, καθὼς ὁ ἀρχιτέκτων σύζυγος της Anthony εἶχε πεθάνει ἀπὸ καρκίνο.
Τρεῖς μῆνες μετὰ τὸν θάνατό του, ὁ Anthony ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὰ ὄνειρα τῆς γυναίκας του, μιλώντας της γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, γιὰ τὸ πόσο ἄτυχος ἦταν ποὺ δὲν Τὴν ἐβίωσε στὴν ἐπίγεια ζωή του καὶ πὼς θὰ ἤθελε ἐκείνη καὶ τὰ κοριτσάκια τους νὰ βαπτισθοῦν γιὰ νὰ μὴ στερηθοῦν τὴ Χάρη ὅπως ἐκεῖνος.
Γιὰ πολλὰ βράδια ἐμφανιζόταν στὸν ὕπνο τῆς γυναίκας του, δίνοντας της πολὺ συγκεκριμένες ὁδηγίες γιὰ νὰ κτίσει στὸ ἀπέραντο κτῆμα τους στὸ Kyalami ἐκκλησία ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο. 
Τῆς μιλοῦσε γιὰ τοὺς Ἁγίους μας καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν Ἅγιό του.
Τῆς ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ ἐργολάβου ποὺ θὰ ἀναλάμβανε τὸ ἔργο. Τῆς ἐξήγησε ἀναλυτικὰ τὸ ἀρχιτεκτονικὸ σχέδιο μέσω τοῦ ἐνυπνίου.
Ἡ γυναίκα ὅταν βρῆκε στὸν τηλεφωνικὸ κατάλογο τὸ ὄνομα τοῦ ἐργολάβου καὶ ἐπικοινώνησε μαζί του, κόντεψε νὰ σαλέψει.
Κάνοντας ὑπακοὴ στὸν ἄνδρα της, ἄρχισε τὴν ἀνέγερση τοῦ ναϊδρίου, ὅπως ἐκεῖνος τῆς τὸ εἶχε περιγράψει στὸν ὕπνο της. 
Ὅταν παρουσιαζόντουσαν δυσκολίες, ὁ Anthony ἐφανιζοταν στὸν ὕπνο τοῦ ἐργολάβου καὶ τὶς ἔλυνε.
Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἀποπερατώθηκε, ἐγκαινιάστηκε, λειτουργήθηκε καὶ ἡ Carol μὲ τὰ κοριτσάκια της βαπτίστηκαν ὀρθόδοξες.
Αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀπό τά πολλά μεγάλα θαύματα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μας πρός ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους. 
Μᾶς διηγήθηκε ἡ ἴδια τὴν ἱστορία της, ὅταν τὴν ἐπισκεφτήκαμε στὸ κτῆμα της καὶ ἀνάψαμε κεράκι στὸ ἐκκλησάκι της ἔχοντας μείνει ἄφωνοι.

Μαρτυρία Ἀντωνίας Μποτονάκη ἀπὸ Ν. Ἀφρικὴ

Facebook: Ηλίας Καλλιώρας


<>




Η Παναγία, το AIDS και ο Billy Bo (Βασίλης Κουρκουμέλης) - Πώς σώθηκε ο γνωστότερος Έλληνας ομοφυλόφιλος της δεκαετίας του 1980

Ίσως κάποιοι παλαιότεροι να θυμάστε ένα πρόσωπο, ένα ωραίο παλικάρι. Ήταν ομοφυλόφιλος, σχεδιαστής μόδας, ο πασίγνωστος κάποτε Billy Bo (Βασίλης Κουρκουμέλης). Έτυχε να ακούσουμε από τα χείλη του πνευματικού του ποια ήταν η πορεία του, που δεν την λένε πολλοί, ούτε γράφτηκε ιδιαιτέρως στα βιβλία που εκδόθηκαν για αυτόν. Γράψανε όλοι για τις βόλτες που έκανε στη Μύκονο με διασημότητες, τις περιπέτειες που είχε ως άνθρωπος. Δίψαγε για τη ζωή, δίψαγε για την αγάπη. Μα δεν ήξερε πού να την βρει και την έψαχνε σε λάθος μονοπάτια.

Κάποια στιγμή τον επισκέφτηκε η ασθένεια (σ.σ. ο Billy Bo ήταν το πρώτο διάσημο θύμα του AIDS στην Ελλάδα). “Κακό πράγμα η ασθένεια”, λένε οι περισσότεροι. Κοιτά όμως που καμιά φορά είναι για καλό… Και όταν ήρθε η ασθένεια και χτύπησε ένα πνευματικό καμπανάκι, αυτός άκουσε το καμπανάκι. Άλλοι δεν το ακούνε καθόλου. Και πεθαίνουν με την ασθένεια, την όποια ασθένεια και δεν έχουν πάρει πνευματικό χαμπάρι τίποτα. Αυτός το άκουσε το καμπανάκι, που σημαίνει ότι είχε καλά στοιχεία μέσα του.

Και διηγείται ο πνευματικός: “Βλέπω ένα παιδί, ένα παλικάρι, σαν άγγελος ήταν, με τα ωραία τα δερμάτινα πάνω-κάτω. Μπαίνει στην εκκλησιά και λέει “πάτερ, θέλω να εξομολογηθώ”. Και κατέβαλα προσπάθεια να δω αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Ήταν ψηλός, αλλά είχε και μια άλλη ομορφιά που έμοιαζε με τη γυναικεία…”

Ξεκίνησε λοιπόν και εξομολογήθηκε με μετάνοια. Άρχισε να έρχεται, μετά από έναν κανόνα που του έβαλε ο πνευματικός, να κοινωνάει, να εκκλησιάζεται, να προσεύχεται, ώσπου σιγά-σιγά κατέπεσε και αναγκαζόταν ο ιερέας να πηγαίνει να τον εξομολογεί και να τον κοινωνεί στο σπίτι του, στο Κολωνάκι.

Όταν ο ιερέας πρωτοπήγε στο σπίτι, νόμιζε ότι μπήκε σε κανένα μουσείο! Ήταν ένας χώρος διακοσμημένος μόνο με μοντέλα, με φωτογραφίες από επιδείξεις μόδας κ.λπ. Κάθε φορά που ερχόταν μετά, έφευγε καμιά φωτογραφία και έμπαινε μια εικόνα στη θέση τους… Στο τέλος νόμιζες ότι έμπαινες σε μοναστήρι.

Όταν έφυγε στην Αμερική για να πάει να ψαχτεί για θεραπείες, παρήγγειλε ένα σιδερένιο σταυρό, μεγάλο, σπαστό για να χωράει στην βαλίτσα, για να τον βάλει πίσω από την πόρτα του δωμάτιου του στο νοσοκομείο, για να βλέπει τον Σταυρό του Χριστού και να προσεύχεται.

Δεν πέτυχαν οι θεραπείες, γύρισε πίσω, και άρχισε η μεγάλη κατηφόρα, η φθορά, ο δρόμος προς τον θάνατο. Τον ευλογημένο θάνατο, θα λέγαμε. Γιατί αν δεν πεθαίναμε, παιδιά, θα ταλαιπωριόμασταν για πάρα πολλά χρονιά! Και τι γίνεται;

Και διηγείται ο πνευματικός: “Κάποια στιγμή, πήγα Σάββατο πρωί και τον κοινώνησα. Έρχεται η ώρα που είναι να φύγω και μου λέει ο Βασιλάκης: Πάτερ, κάνε μου μια χάρη, έλα και μετά τα μεσάνυχτα σήμερα να με κοινωνήσεις. Γιατί θα φύγω πριν ξημερώσει, με ειδοποίησε η Πανάγια!

Είπα να τον πιστέψω, να μην τον πιστέψω; Ας του κάνω το χατίρι, αφού ο άνθρωπος να κοινωνήσει ζητάει”.

Πήγε, λοιπόν, ο ιερέας κατά τη 1-2 μες τη μαύρη νύχτα και τον κοινώνησε τον Βασιλάκη. Και όντως ο Θεός τον πήρε πριν ξημερώσει, ξημερώνοντας Κυριακή, όπως τον είχε πληροφορήσει η Παναγία! Μας τα διηγούταν αυτά ο ιερέας και μας λέει: “Ευχηθείτε, παιδιά μου, να έχω τα τέλη του Βασιλάκη”.

Να ποιος είναι ο Χριστός! Να ποια είναι η εκκλησία, που δεν μπερδεύει τους ανθρώπους. Δεν τους λέει “καλά πας”, ενώ πηγαίνουν στον γκρεμό. Αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει. Αλλά από την άλλη πλευρά η Εκκλησία δεν απογοητεύει και κανέναν. Και προβάλλει μπροστά στους ανθρώπους τον δρόμο για την θέωση.

Έτσι και ο Billy Bo. Δεν σώθηκε απλώς, αλλά για να πάει και η Παναγία να του πει “ετοιμάσου, έρχεσαι”, αυτό σημαίνει ότι ο Βασίλης πήγε και σε καλή θέση! Και έχουμε άπειρα τέτοια παραδείγματα, από τα αρχαία χριστιανικά χρόνια μέχρι και σήμερα…

ΠΗΓΗ Απομαγνητοφωνημένο απόσπασμα από ομιλία του π. Γεωργίου Σχοινά



Ομοφυλοφυλία - Ορθόδοξο Ιστολόγιο

<>






Η μεταστροφή ενός άθεου ηθοποιού του Ελληνικού θεάτρου στην Ορθοδοξία κατά το  επιθανάτιο κρεβάτι

Μιά μέρα, σ᾽ ἕνα ἀπ᾽ τά πιό μεγάλα Νοσοκομεῖα ἔφεραν ἔνα ἄρρωστο ἠθοποιό τοῦ Ἑλληνικοῦ θεάτρου. Ξακουστό καί δοξασμένο. Ἡ ἀρρώστια του ἦταν σοβαρή…

Ἔτσι, ὁ ἡθοποιός εἶναι τώρα ξαπλωμένος στό κρεββάτι. Σκέπτεται. Θυμᾶται, Ἀναπολεῖ τά περασμένα… Καί μελαγχολεῖ.

Ἡ Θεία Πρόνοια ἔφερε κοντά του μία ἀδελφή νοσοκόμα πολύ πιστή. Τοῦ μίλησε γιά τή χριστιανική ζωή, γιά τήν ἀρετή, γιά τό φῶς. Ὁ ἠθοποιός ἐπηρεάσθηκε. Ἄρχισε νά σκέπτεται βαθύτερα. Σέ λίγες μέρες —τί θαῦμα!— ζήτησε νά ἐξομολογηθῆ. Ἦλθε ἀμέσως ἕνας κατάλληλος πνευματικός. Ὁ ἠθοποιός μίλησε μέ εἰλικρίνεια, μέ ἀληθινή μεταμέλεια…

Τό ἀπόγευμα, ὅμως, τῆς ἴδιας μέρας ἦλθε νά τόν ἐπισκεφθῆ μιά ἄλλη ἠθοποιός, συνεργάτις του στό θέατρο. Τόν ρώτησε πῶς εἶναι. Καί ὁ ἠθοποιός μ᾽ ἕνα στοχαστικό τρόπο, ἀπάντησε ἀργά-ἀργά καί μέ πόνο:

—Μέ ρωτᾶς πῶς εἶμαι. Πῶς θέλεις νά εἶμαι! Ἔπρεπε ν᾽ ἀρρωστήσω γιά νά καταλάβω μερικά πράγματα. Πέρασε ἡ ζωή μου μέσα σέ χίλιες δυό περιπέτειες…

Κλαίω τά χρόνια μου πού πήγανε χαμένα…

Καί κατέβασε τό κεφάλι του. Δυό δάκρυα κύλησαν ἀπ᾽ τά μάτια του.

Τήν ἄλλη μέρα κοινώνησε μέ ἀληθινή συντριβή. Πρός τό μεσημέρι ἔκλεισε τά μάτια του γιά πάντα… Δώδεκα παρά ἕνα λεπτό βρῆκε τό δρόμο τῆς σωτηρίας!

Από το βιβλίο: Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ, Θεός Ἐφανερώθη – Ἀπό τόν Ἀθεϊσμό στό Χριστό, ἐκδ. Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ἀθήνα 2011


<>









Μεταστροφή από τον αλκοολισμό - Η δύναμη του Ευαγγελίου - Από τις Περιπέτειες ενός Προσκυνητή στην Ρωσία

Μία ιστορία παρμένη από το βιβλίο «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητή» για έναν αξιωματικό που συναντά ο προσκυνητής.

Όταν ήμουν νέος υπηρετούσα στο στρατό έξω εις την ύπαιθρο, όχι στα γραφεία. Ήμουν καλός εις την δουλειά μου και οι ανώτεροί μου αξιωματικοί με αγαπούσαν γιατί ήμουν ένας ευσυνείδητος ανθυπολοχαγός. Ήμουν ακόμη νέος όπως και οι φίλοι μου. Δυστυχώς όμως άρχισα να πίνω και σιγά σιγά το πάθος του ποτού γιγάντωνε μέσα μου. Όταν δεν ήμουν κάτω από την επήρεια του οινοπνεύματος ήμουν τακτικός και καλός αξιωματικός, αλλά όταν έπινα εγινόμουν ανίκανος για κάθε τι, για πολλές μέρες κάθε φορά. Με ανέχθηκαν για αρκετόν καιρόν αλλά μία φορά ύστερα από πολύ ποτό, ασέβησα άσχημα εις τον διοικητή μου και ετιμωρήθηκα με φυλάκιση και υποβιβασμό εις την τάξη του στρατιώτου, για τρία χρόνια. Απειλήθηκα με ακόμη βαρύτερη τιμωρία αν εξακολουθούσα να παραδίδωμαι εις το πάθος μου αυτό της μέθης. Παρ’ όλες τις ποινές όμως και τις απειλές δεν ημπορούσα να κυριαρχήσω εις τον ευατό μου και να θεραπευθώ από το καταραμένο πάθος. Επιχειρούσα αλλά κάθε φορά απετύγχανα. Οι ανώτεροι μου απογοητευμένοι από την κατάστασή μου απεφάσισαν να με στείλουν σε σωφρονιστικές φυλακές. Όταν το έμαθα αυτό, το μαυλό μου πήγε να σταματίσει. Ήμουν απορροφημένος σε θλιβερές σκέψεις μέσα στο στρατώνα, όταν ήλθε εκεί ένας μοναχός που έκανε εράνους για μια εκκλησία. Καθένας μας του έδωσε ότι μπορούσε. Έπειτα ο μαναχός αυτός ήλθε κοντά μου και με ερώτησε γιατί ήμουν τόσο θλιμμένος. Του είπα τι μου συνέβαινε και αυτός με συμπάθησε πολύ για τη δυστυχία μου και μου είπε: «Το ίδιο συνέβηκε, κάποτε και με τον αδερφό μου. Τι νομίζεις, όμως, ότι τον εβοήθησε; Ο πνευματικός του του έδωσε ένα Τετραυάγγελο με αυστηρό κανόνα να διαβάζει ένα κεφάλαιο, χωρίς ούτε μιας στιγμής καθυστέρηση, κάθε φορά που θα αισθανόταν την επιθυμία να πιει. Εάν η επιθυμία εξακολουθούσε, έπρεπε να προχωρήσει εις το διάβασμα και άλλου κεφαλαίου και άλλου, μέχρις ότου το πάθος θα αναχαιτιζόταν. Ο αδελφός μου ακολούθησε πιστά την συμβουλή του πνευματικού του και έπειτα από λίγο καιρό κατώρθωσε να απαλλαγεί από το πάθος του ποτού. Πάνε δεκαπέντε περίπου χρόνια από τότε και τα χείλη του δεν άγγιξαν ούτε σταλαγματιά από οποιοδήποτε ποτό. Κάνε το ίδιο, και θα δεις ότι και εσύ θα γλιτώσεις από τη δυστυχία αυτή. Έχω ένα Τετραυάγγελο και θα έλθω επίτηδες πάλι, για να σου το φέρω».

Τον άκουσα με προσοχή και μόλις τελείωσε του είπα: «Πως θα μπορέσουν τα Ευαγγέλιά σου να με βοηθήσουν αφού όλες οι προσπάθειες οι δικές μου και των γιατρών απέτυχαν από του να με σώσουν από το πάθος του ποτού»; Εμίλησα κατ’ αυτόν τον τρόπο γιατί δεν ήξερα τι είναι το Ευαγγέλιο και δεν το είχα ποτέ διαβάσει. «Μην το λες αυτό» μου είπε, ο μοναχός, «σε βεβαιώνω εγώ ότι θα σε βοηθήσει», και την άλλη μέρα μου έφερε το Τετραυάγγελο.

Το άνοιξα, έρριξα μια ματιά μέσα και είπα: «Δεν το παίρνω , γιατί πως θα το χρησιμοποιήσω μη γνωρίζοντας, όπως οι ιερωμένοι, την παλαιοσλαυονική γλώσσα»; Όμως ο μοναχός προχώρησε για να με βεβαιώσει ότι οι λέξεις αυτές καθ’ αυτές του Ευαγγελίου, είναι γεμάτες από θεία χάρη, και έχουν θεία δύναμη, επειδή με αυτές είναι γραμμένο εκείνο που ο ίδιος ο Θεός παρέδωσε και αποκάλυψε εις τους ανθρώπους. «Δεν πειράζει αν εις την αρχήν δεν καταλαβαίνεις καλά, μόνον προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια. Ένας άγιος μοναχός είπε κάποτε: “Εάν συ δεν καταλαβαίνεις τις λέξεις του Ευαγγελίου του Λόγου του Θεού, τα πονηρά πνεύματα καταλαβαίνουν τι διαβάζεις και τρέμουν”. Το πάθος σου για το ποτό είναι οπωσδήποτε σατανική ενέργεια. Θα σου πω και κάτι άλλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει, ότι και εις το δωμάτιο όπου φυλάσσεται ένα Ευαγγέλιο τα πνεύματα του σκότους κρατούνται έξω από αυτό με τη δύναμή του, μέσα δε εκεί τρέμουν και το σκέφτονται πολύ να κάνουν κακό».

Έδωσα λίγα χρήματα εις τον μοναχό, δεν θυμάμαι πόσα, και αγόρασα το Τετραυάγγελο, το έβαλα μέσα σ’ ένα μπαούλο με άλλα πράγματα και το εξέχασα εκεί. Σε λίγο μία ταραχή για το πάθος του ποτού άρχισε να με φοβίζει. Μία ακατανίκητη επιθυμία για να πιω μ’ έκανε ώστε, σαν τρελός να σπεύσω να ανοίξω το μπαούλο για να πάρω κάμποσα χρήματα και να τρέξω στο ποτό. Αλλά τα μάτια μου έπεσαν αμέσως στο Τετραυάγγελο και σε μια στιγμή πέρασαν ζωηρά μέσα στο μυαλό μου όλα αυτά που ο μοναχός μου είχε πει. Άνοιξα το βιβλίο και άρχισα να διαβάζω από το πρώτο κεφάλαιο του ευαγγελιστού Ματθαίου. ‘Εφθασα εις το τέλος του κεφαλαίου αυτού χωρίς να καταλάβω ούτε μία λέξη, αλλά θυμήθηκα πως ο μοναχός μου είχε πει: «Μη στεναχωριέσαι αν δεν καταλαβαίνεις αυτά που διαβάζεις, μόνο προχώρησε εις το διάβασμα με επιμέλεια». Εμπρός, είπα στον ευατό μου, θα διαβάσω και το δεύτερο κεφάλαιο. Τώρα διαβάζοντας άρχισα κάπως να καταλαβαίνω κάτι.

Έτσι συνέχισα το τρίτο κεφάλαιο και έπειτα ξαφνικά σήμανε το σιωπητήριο του στρατοπέδου. Τώρα πλέον δεν επετρέπετο η έξοδος σε κανένα και έπρεπε όλοι να πάνε για ύπνο. Όταν εξύπνησα το πρωί, μαζί μου ξύπνησε και η ανεκπλήρωτη επιθυμία για να πιω, όμως, ξαφνικά, εσκέφτηκα να διαβάσω ένα ακόμα κεφάλαιο, για να έβλεπα, τέλος πάντων, ποια θα ήταν η αποτελεσματικότητα του Ευαγγελίου. Το εδιάβασα πράγματι, ηρέμισα για λίγο και δεν επήγα να αγοράσω ποτό. Ξαναγιγάντωσε σε λίγο μέσα μου η επιθυμία, αλλά ξαναδιάβασα ακόμα ένα κεφάλαιο και αισθάνθηκα ανακούφιση. Αυτό μου έδωσε θάρρος και έκτοτε κάθε φορά που αισθανόμουν τον πειρασμό του πάθους της μέθης να με κυριεύει, εδιάβαζα ένα κεφάλαιο από εκεί που είχα μείνει και κάθε φορά υπερνικούσα το πάθος.

Το περισσότερο δε, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο και η κατάστασή μου καλυτέρευε και όταν πάνω-κάτω ετελείωνα την ανάγνωση των τεσσάρων Ευαγγελίων, τελείωνα και με το πάθος μου, που προχωρούσε ραγδαία προς τα πίσω, κοντεύοντας να ανήκει πια εις το παρελθόν.

Σε λίγο καιρό σιχαινόμουνα το ποτό και είναι είκοσι περίπου χρόνια, αφ’ ότου ούτε μια σταγόνα δεν έβαλα στο στόμα μου.

Όλοι εκπλαγήκανε για την μεταβολή μου αυτή. Τρία χρόνια αργότερα επανήλθα εις τον βαθμό μου, προβιβάστηκα έπειτα και τέλος, ξαναμπήκα εις την σειρά προαγωγής που μου ανήκε, αλλά που την είχα χάσει εξ’ αιτίας του ποτού. Έπειτα παντρεύτηκα, και ζω ευλογημένα με την σύζηγό μου, έχουμε όλα τα καλά και δοξάζουμε τον Θεόν που μας έδωσε άφθονα τα πάντα. Βοηθούμε τους φτωχούς κατά δύναμη και φιλοξενούμε όταν μπορούμε τους προσκυνητές. Έχω και ένα γιο αξιωματικό, πρώτης τάξεως παιδί. Σημείωσε όμως το εξής: Αφ‘ ότου θεραπεύθηκα από το πάθος του ποτού έκανα τάμα να διαβάζω με τη σειρά, ένα ολόκληρο Ευαγγέλιο από τα τέσσερα, κάθε μέρα, κάθε είκοσι τέσσερεις ώρες, ώσπου να κλείσω τα μάτια μου και να φύγω από τον κόσμο αυτό.

Τίποτα εις τον κόσμο δεν μπορεί να με εμποδίσει από του να τηρώ κάθε μέρα το τάξιμό μου αυτό. Όταν είμαι καμιά φορά πολύ κουρασμένος, ξαπλώνω και παρακαλώ τη γυναίκα μου να διαβάζει, ώστε ποτέ να μη χαλάσω τον κανόνα που έχω καθιερώσει. Για ευγνωμοσύνη και δοξολογία προς τον Θεό, το έντυσα αυτό το Τετραυάγγελο με καθαρό ασήμι, και το έχω πάντοτε μαζί μου μέσα εις την απάνω τσέπη του σακακιού μου.

Πηγή:


<>









Η μεταστροφή του Αφρικανού Θωμά Kipazula μέσω θαυμαστής εμφάνισης του παπα-Κοσμά Γρηγοριάτη του Μαρτυρικού Ιεραποστόλου του Κονγκό (+1989)

Ο Θωμάς Kipazula από την Μπουτούμπα του Κονγκό καταθέτει στον π. Δαμασκηνό την δική του ιστορία για το πώς γνώρισε σε ενύπνιο τον παπα-Κοσμά Ασλανίδη τον Γρηγοριάτη-Αγιορείτη τον Μαρτυρικό Ιεραπόστολο του Κονγκό (+1989) και έγινε Ορθόδοξος:

«Κάποια μέρα πήγα για ψάρεμα στο ποτάμι. Επιστρέφοντας στο σπίτι μου έπεσα άρρωστος στο κρεβάτι. Για μέρες δεν μπορούσα ούτε να κινηθώ. Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ένα αυτοκίνητο σταμάτησε κοντά στο σπίτι μου. Άνοιξε η πόρτα και βγήκε ένας λευκός με λευκά ρούχα και μεγάλη γενειάδα. Κρατούσε στα χέρια του κι ένα βαλιτσάκι. Εγώ φοβήθηκα πολύ. Ανοίγοντας το βαλιτσάκι με ρώτησε:

– Γνωρίζεις ποιος είμαι;

– Όχι, του απάντησα.

– Εγώ είμαι ο Ορθόδοξος παπάς. Με λένε παπα-Κοσμά και πέθανα πριν από λίγα χρόνια. Πήγαινε στην εκκλησία των Ορθοδόξων και πες εκεί στον κατηχητή και στους χριστιανούς να κάνουν προσευχή για σένα και θα γίνεις καλά.

Πράγματι πήγα και βρήκα τον κατηχητή Απόστολο και του εξιστόρησα το όνειρό μου. Εκείνος απόρησε, πως ένας μη Ορθόδοξος είδε στον ύπνο του τον π. Κοσμά. Άρχισε να μου μιλάει για την ζωή του π. Κοσμά και με συγκίνησε. Δέχθηκα να παρακολουθήσω μαθήματα κατήχησης και μετά από αρκετό διάστημα, ο π. Μελέτιος με βάπτισε, δίνοντάς μου το όνομα Θωμάς.

Την περίοδο της κατήχησης, πριν βαπτιστώ, η γυναίκα μου ήταν έγκυος. Αλλά ήταν αδύνατον να γεννήσει φυσιολογικά και κόντεψε να πεθάνει. Τότε θυμήθηκα το όνειρο με τον παπα-Κοσμά και με πόνο στην καρδιά μου φώναξα δυνατά: “Πάτερ Κοσμά, έλα να με βοηθήσεις..!”. Το βράδυ τον είδα στον ύπνο μου ακριβώς ίδιο, όπως και την προηγούμενη φορά. Μου μίλησε και μου είπε: “Πήγαινε και πες στους ορθοδόξους να κάνουν προσευχή.” Πράγματι η γυναίκα μου γέννησε χωρίς κίνδυνο ένα αγοράκι. Το βαπτίσαμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία και του δώσαμε το όνομα Κοσμάς.»

Από το βιβλίο: «Γρηγοριάτικο Γεροντικό» του Μοναχού Δαμασκηνού Γρηγοριάτη, Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος 2005


<>









Η μετάνοια της Ζαμφίρας από τη Ρουμανία

Η Ζαμφίρα ήταν περίπου 36 ετών, όμορφή και απ’όσα είχα καταλάβει ”ελαφρών ηθών”.Ήταν στην φυλακή από τα δεκαέξι της χρόνια επειδή είχε σκοτώσει το παιδί της αλλά και γιά άλλα σοβαρά παραπτώματα.
Την επομένη λοιπόν η Ζαμφίρα ήρθε στην ακολουθία στο παρεκκλήσι. Την ημέρα εκείνη διαβάσαμε τον Ικετήριο κανόνα προς τον Ιησού Χριστό,την Παράκληση της Παναγίας και τον κανόνα της Θείας Μεταλήψεως. Η Ζαμφίρα όμως στο πίσω μέρος του ναού απαντούσε σε κάθε προσευχή κοροιδευτικά και έκανε άσχημες χειρονομίες. Φυσικά ενοχλούσε και εμένα αλλά και τους άλλους κρατουμένους οι οποίοι ήταν περίπου 35, άνδρες και γυναίκες. Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει παρατήρηση επειδή είχε ένα κάποιο ”κύρος”στον υπόκοσμο. Παρότι ήταν 36 ετών ήταν ψηλά στην ιεραρχία κάτι που όλοι οι κρατούμενοι σέβονταν απολύτως.Έδωσε ολόκληρη παράσταση και κάποιους τους διασκέδαζε με τα αστεία της. Την άφησα ήσυχη,μόνο την ρώτησα:
«Πώς σε λένε»; «Ζαμφίρα»μου απάντησε.Της είπα να ησυχάσει. «Καλά»μου απάντησε αυτή,συνέχισε όμως τα ίδια.
Μετά την ακολουθία τους εξομολόγησα όλους. Σε μια γυναίκα – η οποία ζούσε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα – είπα: «Δε μπορώ να σε κοινωνήσω τώρα. Θα κάνεις τον κανόνα που θα σου δώσω και θα έρθεις σε δύο εβδομάδες να κοινωνήσεις». Μόνο η Ζαμφίρα δεν εξομολογήθηκε.
Τότε την ρώτησα: «Εσυ θα εξομολογηθείς;
-Όχι δεν θα εξομολογηθώ, γιατί αν θα εξομολογηθώ θα σου πέσουν οι τρίχες από την μύτη.(σ.σ.αργκώ των φυλακισμένων).
-Τότε γιατί ήρθες στην εκκλησία αφού ούτε εξομολογείσαι, ούτε προσεύχεσαι, ούτε ακούς την ακολουθία.Ήρθες για βόλτα;
-Όχι ήρθα για να δω πόσο όμορφος είσαι.
Σε όλα απαντούσε πολύ απότομα. Τότε είπα : «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου»
Μετά από δύο εβδομάδες έστειλα έναν εθελοντή στην γυναικα στην οποία είχα βάλει κανόνα και η οποία έμενε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα, για να της θυμίσει ότι θα κοινωνήσει και να ετοιμαστεί. Πάει ο εθελοντής στο κελί και της λεει «Ο ιερέας είπε πως επειδή αύριο θα κοινωνήσετε να ετοιμαστείτε και να διαβάσετε την προσευχή προ της Θείας Μεταλήψεως» Της έδωσε ένα Ωρολόγιο και αμέσως πετάχτηκε η Ζαμφίρα,
-«Θέλω και εγώ να πάω αύριο στην εκκλησία.
-«Όχι δεν θα πας επειδή δεν κάθεσαι ήσυχη» της είπε ο εθελοντής.
-«Σε παρακαλώ, θέλω να πάω» επέμενε η Ζαμφίρα. «Δώσε μου ένα βιβλίο να διαβάσω».
Της έδωσε το Ψαλτήρι. Δεν ξέρω τι διάβασε και πόσο διάβασε αλλά την επόμενη ημέρα ήρθε και με βρήκε μια συγκρατούμενή της και μου είπε:
«Πάτερ η Ζαμφίρα δεν είναι καλά στο μυαλό της»
-«Δηλαδή,τι θέλεις να πεις»; ρώτησα εγώ.
-«Όλη νύχτα έκλαιγε. Διάβαζε και έκλαιγε. Δεν ξέρω τι διάβασε αλλά έκλαιγε πάρα πολύ.
Αφού τους εξομολόγησα όλους πήγα στην Ζαμφίρα.Ήταν γονατισμένη σε μια γωνία.Φαινόνταν κλαμμένη. Δεν έλεγε τίποτα.
-«Θέλεις να εξομολογηθείς;
-«Ναι πάτερ θα εξομολογηθώ, αλλά δεν θα εξομολογηθώ όπως όλοι οι άλλοι.
-«Πες μου πώς θέλεις».
-«Θέλω να εξομολογηθώ με δυνατή φωνή,μπροστά σε όλους.»
Και όπως στεκόμουν εγώ με το πρόσωπο προς την εικόνα του Χριστού, γύρισε προς τους άλλους κρατουμένους και άρχισε να εξομολογείται δημόσια!
Η εξομολόγηση κράτησε 45 λεπτά. Σε κάθε αμαρτία έκλαιγε, έκανε μια μετάνοια και έλεγε: «Παρακαλώ συγχωρέστε με». Αφού τελείωσε σκέφτηκα. ”Να την κοινωνήσω”; Σύμφωνα με τους κανόνες του Αγίου Βασιλείου έπρεπε να μην της επιτρέψω να κοινωνήσει για τριακόσια χρόνια με τόσο βαριές αμαρτίες που είχε κάνει.
Αυτό που κατάφερα να μάθω ήταν πως η γιαγιά της την είχε βαπτίσει όταν ήταν μικρή αλλά ποτέ δεν είχε κοινωνήσει. Συνεπώς θα ήταν η πρώτη φορά.
Δεν είχε φάει τίποτα εκείνο το πρωινό. Σκεφτόμουν τι θα έκανε ο Χριστός μετά από μια τέτοια εξομολόγηση προσευχόμενος ως εξής: «Κύριε εαν την κοινωνώ αναξίως παίρνω εγώ επάνω μου αυτήν την αμαρτία». Την κοινώνησα.Μετά την Θεία Κοινωνία έλαμπε από χαρά και έψελνε ”Αλληλούια”. Βρισκόνταν σε μια τέτοια κατάσταση χαράς που σπάνια συναντάς και σε χριστιανούς που ζουν ελευθεροί στον κόσμο.
Το βράδυ μου τηλεφώνησε ένας φύλακας: «Πάτερ,η Ζαμφίρα πέθανε»μου λέει»!
Στις 9 το βράδυ έφτασα στην φυλακή και ρώτησα μια φυλακισμένη που είχε κοινωνήσει μαζί της,τι συνέβη και μου είπε:
«Πάτερ, ήταν πολύ χαρούμενη που κοινώνησε. Από το πρωί προσευχόνταν στο Θεό, μου μιλούσε για το Θεό, για την μετάνοια, για την πίστη και την αγάπη και έκλαιγε για τις αμαρτίες της. Κατά της οκτώ το βράδυ μου λέει: «Δεν αισθάνομαι καλά,κάτι έχω».
Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε,έβαλε τα πιο καλά της ρούχα και είπε: «Εγώ θα πεθάνω τώρα, δώστε μου ένα κερί» (σ.σ.Σε άλλες ορθόδοξες χώρες όταν κάποιος ξεψυχάει πάντα κρατούν δίπλα του ένα αναμμένο κερί). Της έφεραν το κερί, γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο και πέθανε!
Την επομένη ημέρα οι γιατροί έκαναν συμβούλιο.Έπρεπε να χειρουργηθεί για κοίλη αλλά δεν έβρισκαν μια αιτία για τον ξαφνικό θάνατό της. Εγώ πιστεύω πως ο Θεός περιμένει τον καθένα να επιστρέψει κοντά Του και όταν αυτό γίνει και είναι καθαρός τότε ο Θεός κρίνει εαν θα τον πάρει δίπλα Του.

Ιερέας Βιορέλ Κοζοκάρου-Κίσιβο

Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης

Από το περιοδικό ”Familia Ortodoxa”τεύχος 39


<>





Επιστροφή από το σχίσμα στην Εκκλησία με θαύμα του Αγιασμού των Θεοφανείων

Μία νεαρή γυναίκα, παρασυρθείσα από τη γιαγιά της ως παιδί σε σχίσμα, παντρεύτηκε έναν Ορθόδοξο. Είπε τα εξής σχετικά με την επιστροφή της στην αγκαλιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας:

«Ήρθε η παραμονή του Βαπτίσματος του Κυρίου ή της παραμονής των Χριστουγέννων. Την ημέρα αυτή, ο σύζυγός μου επισκεπτοταν πάντοτε την εκκλησία, έλαβε τον αγιασμό των Θεοφανείων εκεί και επέστρεψε στο σπίτι με μεγάλη χαρά, φέρνοντας με τρυφερότητα, όπως το έλεγε , «το μεγάλο δώρο του Ουρανού». Την ημέρα εκείνης της αξέχαστης παραμονής των Θεοφανείων ήμουν τρομερά λυπημένη. Είχα μια συντριπτική επιθυμία να δω τον σύζυγό μου. Περίπου δύο ώρες μετά εμφανίστηκε το γκρίζο άλογό μας. Ο σύζυγός μου κάθισε σε ένα έλκηθρο, είχε μια μπλε κανάτα στα χέρια του.

Νερό των Θεοφανείων. Εγώ, χωρίς να αναφερθώ σε δικές μου σκέψεις, βιαστικά να συναντήσω τον σύζυγό μου, ο οποίος, εισερχόμενος με εξαιρετικό ευγενικό ενθουσιασμό και χαρά, άρχισε να τραγουδά «βαπτίζομαι στο Ιορδάνη, Κύριε» και άνοιξε το καπάκι της κανάτας.

Εκείνη τη στιγμή, τρεις φλογερές γλώσσες εμφανίστηκαν από το νερό πάνω από την κανάτα. Το τροπάριο σταμάτησε στο στόμα του. Φώναξε σαν παιδί από χαρά και αγάπη.

Βλέποντας ένα τέτοιο θαύμα χάριτος, που στηρίζονταν στα ιερά ύδατα των Θεοφανείων, ήξερα με την καρδιά και την ψυχή μου ότι η Αγία Αλήθεια κατοικεί μόνο στην Άγιο Ιερό Αποστολικό Ναό, από την οποία έφυγα με τη δράση του διαβόλου. Την ίδια στιγμή, στα βάθη της ψυχής μου, αποφάσισα να επιστρέψω στην αγκαλιά της Ιεράς Ορθόδοξης Εκκλησίας και το είπα στον σύζυγό μου. Η χαρά του δεν είχε όρια!

Το βράδυ, ο σύζυγός μου και εγώ πήγαμε στην ενοριακή μας εκκλησία, όπου ήταν ενωμένος στην Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία. Η κατάσταση της ψυχής μου ήταν τόσο χαρούμενη που μια τέτοια χαρά, νομίζω, είναι δυνατή μόνο στον Ουρανό! Η ανάγνωση της μεγάλων ωρών ξεκίνησε στο ναό, κάθε λέξη των ιερών ψαλμών που άκουγα ήταν σαν να έχω ένα κοφτερό κόφτη, βαθιά στην αμαρτωλή ψυχή μου και τούτα τα λόγια ήταν χαραγμένα μέσα μου: "Μην θυμάστε την αμαρτία της νεολαίας μου και την άγνοιά μου" (Ησ. 24,7). Μόνο τότε καταλάβα όλο το βάρος της αποστασίας μου από την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία και μέχρι σήμερα, με την ελπίδα του ελέους του Θεού, ζητώ τη συγχώρεση και τη χάρη για την μεγάλη και σοβαρή αμαρτία μου».



<>








Total Pageviews

Welcome...! - https://gkiouzelisabeltasos.blogspot.com